Κεφάλαιο Όγδοο/ part 2
Εκείνο το βράδυ ο Άγγελος κοιμήθηκε ελάχιστα. Ο πόνος που ένιωθε στο κεφάλι του ήταν φρικτός. Η ώρα είχε περάσει και μέσα στην απόλυτη ερημιά, αδυνατούσε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να βρει ένα φαρμακείο ανοιχτό. Στην μητέρα του τηλεφώνησε για να την ειδοποιήσει πως θα διανυκτέρευε σε έναν φίλο του, επομένως για την ώρα, είχε γλιτώσει την ανάκριση και το επιπλέον στρες. Στη ζωή του γενικά είχε έμμεσα διδαχτεί πως οι γάμοι ήταν καταδικασμένοι να αποτύχουν. Είχε τύχει στο παρελθόν να κρυφακούσει την Ιοκάστη σε μία συζήτηση με μία φίλη της, που της εξομολογούταν πως αν ο Στέφανος δεν είχε χρήματα, δεν θα κατέληγαν ποτέ μαζί. Αδυνατούσε ωστόσο από τότε να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να μένει στο γάμο της, όταν τα πράγματα είχαν φτάσει πια σε ένα τέλμα. Πόσο θα έπρεπε να μισεί κάποιος τη ζωή του για να παραμένει σε μία τέτοια σχέση; Ακόμη και αν το όφελος ήταν χρηματικό, θεωρούσε πως δεν άξιζε τον κόπο να χαραμίσει κάποιος τα λίγα πολύτιμα χρόνια του, βασανίζοντας τον εαυτό του.
Ο ίδιος από παιδί ονειρευόταν την μέρα που θα απελευθερωνόταν από την επιφανειακά καθωσπρέπει οικογένειά του. Μάλιστα, μετά τη Σχολή, ή τα πρωινά που δεν είχε μαθήματα, δούλευε στο λογιστικό γραφείο του πατέρα του κολλητού του, Ωρίωνα, προκειμένου να έχει μία πρακτική εμπειρία και αργότερα να μπορεί να στείλει ένα πιο ολοκληρωμένο βιογραφικό. Αν και μόλις είκοσι, όπως και η Καλλίστη, δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα του. Μετά τα σημερινά ωστόσο, το άγχος τον είχε κυριεύσει. Για ποιον λόγο ο αδερφός του ανέφερε τον Ρούντολφ; Από πού τον γνώριζε; Τον φοβόταν απλώς επειδή ήταν αστυνομικός; Από πού γνώριζε αυτήν την πληροφορία; Έπρεπε να μάθει καθώς κάτι του έλεγε πως πιθανότατα ένα άσχημο περιστατικό συνέδεε αυτούς τους δύο. Ο Ίωνας είχε κατρακυλήσει σε έναν βούρκο δίχως γυρισμό. Κατά πόσο όμως ήταν υπεύθυνος ο πατέρας του; Η υγρασία μαστίγωνε το κορμί του και με το αυτοκίνητο οδήγησε για λίγο, μέχρι που προσπέρασε την μονοκατοικία του Στέφανου, γεμάτη προβολείς και ένα τείχος απροσπέλαστο. Είχε μεγαλώσει μέσα στα πλούτη και ουδέποτε αρνήθηκε πως του άρεσαν. Ντυνόταν πάντοτε πανάκριβα, κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα και μάλιστα είχε αποφασίσει σε έναν χρόνο, να κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία μαζί με τον κολλητό του.
Σαν τον μελετούσε, εντελώς τυχαία έλαβε ένα μήνυμα πως τον καλούσε για ποτό σε ένα στέκι νεολαιίστικο στο κέντρο της Αθήνας. Σπάνια έβγαιναν εκεί, καθώς όπως τόνιζε η παρέα του, αυτή η πολυπολιτισμικότητα, καταντούσε απεχθής και επικίνδυνη. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας ήταν βρόμικοι, χιλιάδες ΄΄μαυριδεροί΄΄ κυκλοφορούσαν και γενικά υπήρχε μία μποέμικη κατάσταση που ερχόταν σε αντίθεση με τη ζωή και την ελίτ των πλουσίων. Έκαναν ωστόσο ωραία κοκτέιλ, σε ένα μπαράκι στον Κεραμικό. Θέλοντας να ξεφύγει, απάντησε θετικά. Φυσικά δεν θα έπαιρνε μαζί του το ακριβό αυτοκίνητο και έτσι το άφησε σε έναν σταθμό του μετρό, Δουκίσσης Πλακεντίας και κατέβηκε στον συρμό.
Η γνωστή παρέα του, του Πολιτεία Τένις Κλάμπ, τον καρτερούσε ντυμένη στην τρίχα. Εν μέρει φάνταζε αστείο ένα τόσο στημένο ντύσιμο εκ μέρους τους, μα ο Άγγελος απέφυγε να το σχολιάσει. Εκείνος εξάλλου ήταν ντυμένος σχετικά πρωινά και ευτυχώς είχε αλλάξει μονάχα την μπλούζα του με ένα φούτερ γκρίζο που είχε πεταμένο στο αυτοκίνητο, όπου επάνω του λαμποκοπούσαν τα χρυσά γράμματα του gucci.
«Το έσωσες με την μάρκα κολλητέ» τον πείραξε ο φίλος του καθώς τον χαιρετούσε. «Πώς το έπαθες εσύ και δεν ντύθηκες με κανένα πουκάμισο;» τον ρώτησε για να προσέξει καλύτερα το τραυματισμένο του πρόσωπο. «Τι έπαθαν τα μούτρα σου;» συνέχισε την ανάκριση.
«Μπορούμε απλώς να μπούμε στο μαγαζί δίχως σχόλια; Έχω ανάγκη το ποτό και την καλοπέραση απόψε» του ζήτησε για να δει μία ξανθιά κοπέλα, με έντονες μπούκλες και φορτωμένο μακιγιάζ να πλησιάζει.
«Από καλοπέραση στο εγγυώμαι» τον πείραξε ο Ωρίωνας.
«Καλώς τον» χαμογέλασε εκείνη.
«Τι λέει Ξένια;» την χαιρέτησε ελαφρώς ανέκφραστα και μαζί με ακόμη μία φίλη μπήκαν στο σκοτεινό μπαράκι με τα φαντασμαγορικά κοκτέιλ, τοποθετημένα σε υπέροχα και ευφάνταστα ποτήρια με μορφές ινδιάνικες.
Όπως το περίμενε, ο Ωρίωνας έκανε την μία παραγγελία μετά την άλλη ανοίγοντας ακόμη και σαμπάνια και επιλέγοντας υποβρύχια για την παρέα του. Ο Άγγελος ωστόσο που ήταν ώρες νηστικός με μονάχα ένα τσάι από το μαγαζί του Μάρκου, ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει και τα χέρια της Ξένιας να χαϊδεύουν στα κρυφά τα γεννητικά του όργανα πάνω από το παντελόνι. Είχε στηθεί μπροστά του με τρόπο και καθώς το μαγαζί ήταν κατάμεστο από κόσμο, σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να την παρατηρήσει μέσα στο λυκόφως. Στη θολούρα του ένιωσε μία απόλαυση και κατόπιν το άρωμά της του τρύπησε τα ρουθούνια. Γρήγορα βρέθηκαν κολλημένοι μεταξύ τους, ώσπου άξαφνα συνειδητοποίησε πως δεν επιθυμούσε να το τραβήξει περισσότερο. Η κατάσταση κρινόταν επικίνδυνη.
«Πάμε;» του ψιθύρισε εκείνη στο αφτί, ενώ ο φίλος του αναζητούσε την ευτυχία στην άλλη κοπέλα που είχε έρθει μαζί τους.
«Πού να πάμε;» την ρώτησε ο Άγγελος με κόπο.
«Στο αυτοκίνητό μου για να συνεχίσουμε» του ψιθύρισε ώσπου επιτέλους το μυαλό του έστω και με δυσκολία παραμέρισε το αλκοόλ και την πλάνη του, συνειδητοποιώντας πως για ό,τι θα γινόταν απόψε, θα το μετάνιωνε την επομένη.
«Ξένια όχι. Δεν είμαι νηφάλιος και δεν επιθυμώ να συνεχίσω. Άστο καλύτερα» την παραμέρισε με τρόπο, μα εκείνη θίχτηκε ελαφρώς.
«Καλά, θα σε περιμένω να ξέρεις. Η νύχτα είναι μεγάλη» ίσιωσε το μαύρο της ραντάκι, μα εκείνος τη σταμάτησε.
«Ειλικρινά Ξένια, είσαι μία κούκλα. Μπορείς να έχεις όποιον άνδρα θέλεις, όμως όχι έτσι. Δεν αξίζεις μία βραδιά όπου ο άλλος θα θυμάται μόνο το καλό κρεβάτι που του πρόσφερες» της είπε και για πρώτη φορά την είδε να προβληματίζεται.
Η Ξένια ήταν εδώ και δύο χρόνια φίλη τους και πολλές φορές έπαιζαν όλοι μαζί τένις τα Σάββατα. Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα από εξίσου πλούσια οικογένεια, μα τρομερά ανασφαλής. Βάζοντας την εμφάνισή της σαν όπλο, έκανε επιφανειακές σχέσεις από σχετικά μικρή ηλικία, έτσι που το μόνο που είχαν πλέον να θαυμάσουν οι άνδρες της παρέας ήταν τα προσόντα της.Δίνοντας μία μικρή περιουσία στον Ωρίωνα για τις παραγγελίες, ο νεαρός αποφάσισε να φύγει. Αυτό που δεν είχε όμως υπολογίσει, ήταν πως βαθιά μέσα στα στενοσόκακα, κάποιες φορές κυκλοφορούσαν και κλεφτρόνια σαν εκείνα που τον ακολουθούσαν έχοντάς τον δει να βγαίνει από το μπαράκι. Με βάση την αμφίεσή του, είχαν καταλάβει πως διέθετε χρήματα και έτσι το μόνο που ένιωσε ήταν μία σπρωξιά, με τον ίδιο να παραπατά και το πορτοφόλι του από την πίσω τσέπη να κάνει φτερά. Όλες του οι κάρτες έγιναν καπνός μέσα σε κλάσματα, με τον ίδιο ζαλισμένο να τρέχει πίσω από τους κλέφτες φωνάζοντας μάταια.
Έχοντας βγει πλέον στη φωτισμένη πλατεία του Κεραμικού, ένιωσε παραίτηση. Κάθε τι που θα μπορούσε να πάει στραβά είχε πάει.
«Από τα σαλόνια στα αλώνια» μία γνωστή φυσιογνωμία μόλις ξεπρόβαλε. Ήταν εκείνη. Η προσωπική του τιμωρία. Το ντύσιμό της είχε μετουσιωθεί από ένα κοινό πένθος, σε εκείνο της Μεγάλης Παρασκευής, μιας που ένα λιλά σκούρο αμπέχονο κάλυπτε το λεπτοκαμωμένο της σώμα. Τα μάτια της ήταν έντονα βαμμένα σε αντίθεση με τα άχρωμα χείλη της.
«Γνωρίζεις τον κύριο ΄΄Ο διάβολος φορούσε πράντα΄΄;» ρώτησε η φίλης της που κινούταν στην ίδια φυσιογνωμική κατηγορία.
«Gucci είναι» της γρύλισε ο Άγγελος.
«Να μας συγχωρέσει ο μόδιστρος τις αδαείς κορασίδες» συμπλήρωσε η Βίκυ «Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε μην έχοντας προσέξει το χτυπημένο του πρόσωπο καθώς ήταν σκυμμένος ελαφρώς μπροστά.
«Δεν ήξερα πως η περιοχή σας ήταν μαντρωμένη για εμάς τους πλούσιους. Βγήκα και μόλις με έκλεψαν» μούγκρισε.
« Ετήσια φοροαπαλλαγή τους χάρισες με το θησαυροφυλάκιο που βρήκαν» σχολίασε, μα καθώς τον είδε αδρανή άρχισε να σκέφτεται τα χειρότερα «Συγγνώμη, αλλά έχεις πιει;» τον ρώτησε, ωστόσο βλέποντας το μάτια του που έκλειναν είχε πάρει την απάντηση, με μία νέα ερώτηση να γεννιέται «Σε χτύπησαν;» τώρα ανησυχούσε πραγματικά.
«Ναι» απάντησε μονολεκτικά εκείνος.
«Θεέ μου!Πόσο γαϊδούρια είναι οι φίλοι σου! Σε άφησαν να φύγεις μόνος σου σε αυτήν την κατάσταση; Πώς μετά να μην σε κλέψουν; Σε είδαν ως το κατάλληλο θύμα. Γεμίσαμε εκμεταλλευτές. Έλα μαζί μου. Δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι. Αν χρειαστεί θα ταξιδέψουμε ως τα μέρη σου για να σε γυρίσουμε. Χαλάλι η βενζίνη και οι λύκοι που θα βρούμε στην Χώρα του Ποτέ» πρόφερε πειρακτικά και τον είδε να μειδιά.
«Ξέρεις, απόψε δεν θα μείνω σπίτι μου. Δεν θέλω να ανησυχήσουν οι δικοί μου. Έχω αφήσει το αυτοκίνητο στο μετρό. Αν μπορείτε να με πάτε ως εκεί, είναι μία χαρά» της απάντησε.
«Θα μείνεις στο αμάξι; Όχι πως δεν μοιάζει με κρουαζιερόπλοιο, αλλά δεν νομίζεις πως προκάλεσες αρκετά τους επιτηδείους; Κρίμα είναι να πας σαν το σκυλί στο αμπέλι» συνέχισε η Βίκυ. Ο Άγγελος γνώριζε πως είχαν αρκετά σπίτια, μα κανένα δεν ήταν διαθέσιμο αυτή τη στιγμή.
«Φιλενάδα αφού τον ξέρεις, γιατί δεν τον φιλοξενείς;» πρόφερε σοβαρότατα η φίλη της.
«Γιατί Φαίη μου δεν ξεραινόμαστε και τόσο καλά» απάντησε εκείνη μα βλέποντάς τον λύγισε. «Τελοσπάντων, Κρατώ αιχμάλωτο και τον Αρμάνι. Ευκαιρία να τον πάρεις μόλις φέξει ο Θεός την μέρα. Στην κατάστασή σου ούτε να κουνηθείς δεν θα μπορείς»
«Κατάλαβα, μου έφεξε» πρόφερε εκείνος λοξοκοιτώντας την.
«Μπορώ κάλλιστα να σε παρατήσω πρησμένο και αδρανή στο αμάξι σου, βορά σε όποιον καλοθελητή περνά. Δεν θέλω ωστόσο να φορτώσω άδικα το κάρμα μου και να έχω τύψεις. Για σήμερα από βασιλιάς θα νιώσεις λίγο αυλικός» τον πείραξε και εκείνος χαμογέλασε.
«Νομίζω θα είμαι μία χαρά»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro