Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Όγδοο/part 1

Το Βερολίνο είχε να μου διδάξει μία ιστορία. Μία ιστορία που πολλοί από εμάς, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, αποφεύγουμε να κοιτάξουμε στα μάτια, μην τυχόν και μας τυφλώσει η ασχήμια της. Όταν όμως παίρνουμε τελικά την απόφαση να επισκεφθούμε ένα μέρος με βαρύ παρελθόν, τότε μαθαίνοντας νιώθουμε πιο ανάλαφροι, καθώς καταλαβαίνουμε πως όλα αυτά δεν έχουν μεν ξεχαστεί, αλλά στα σίγουρα αλλάξει και ίσως τελικά να είναι αυτό το πιο σημαντικό από όλα. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο Ρούντολφ από την μία αδημονούσε να επιστρέψει και από την άλλη είχε το άγχος της κατάστασης του κολλητού του φίλου. Με είχε ορμηνέψει να μην τολμήσω να ξεστομίσω κανένα από τα επαναστατικά μου αστεία, μιας που οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν ούτε να τα ακούν, άσε που πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να βρεθούμε αγκαζέ σε πρώην συναδέλφους του και να τους εξηγούμε πως μας έφταιξε ΄΄η κακογουστιά΄΄ και το άνοστο χιούμορ μας. Ο ίδιος ήταν διατεθειμένος να με ξεναγήσει στην πόλη και να μου μιλήσει για την ιστορία, όσο και αν ντρεπόταν γι' αυτήν. Στο τέλος όμως μου τόνισε πως αυτό που θα πρέπει να θυμάμαι, είναι πως καθετί συντάσσεται από τους νικητές. Την πλευρά των ηττημένων λίγοι την ακούν.

Στη ζωή μου δεν είχα ταξιδέψει ξανά και το πρόσωπό μου παρέμενε κατά τη διάρκεια της πτήσης κολλημένο στο τζάμι. Το χέρι του βόρειου καλλονού ωστόσο, παρέμενε μπλεγμένο με το δικό μου. Τα μάτια μου κατρακύλησαν στα δικά του και θα ορκιζόμουν πως δεν είχα δει άνθρωπο να με κοιτάζει με τόση αφοσίωση και τρυφερότητα όση εκείνος. Σαν φτάσαμε επιτέλους στη χώρα των ναζί, είδα χιλιάδες ξανθούς Αρείους να πηγαινοέρχονται με στρατιωτικό βηματισμό, πάντοτε με μία άχαρη ευγένεια που γαργαλούσε την ελληνική μου καταγωγή. Το πονηρό βλέμμα του Ρούντολφ ήταν πάντοτε εκεί για να μου υπενθυμίζει την υπόσχεση που σιωπηλά είχαμε δώσει. Η γλώσσα τους ηχούσε στα αφτιά μου παράξενα. Έβλεπα τον Ρούντολφ για πρώτη φορά να κινείται με άνεση, απελευθερωμένος πλήρως από το συναίσθημα του τουρίστα που είχε στην Ελλάδα. Προτού καν πάμε στο διαμέρισμά του, το ταξί μας οδήγησε κατευθείαν στην κλινική που βρισκόταν ο Γιοχάννες, με εμένα να τρώω καταπρόσωπο το πρώτο χαστούκι ψύχους και μυρωδιάς Ευρώπης.

Τα τοπία με μία πρώτη ματιά, έμοιαζαν μουντά και ομιχλώδη, με τον λευκό ουρανό να συγκρατεί με τα χίλια ζόρια τον χιονιά. Σαν φτάσαμε στην κλινική, ο νεαρός τινάχτηκε έξω μαζί με εμένα, αρπάζοντάς μου το βαλιτσάκι σαν να ήταν φτερό στον άνεμο. Κάπου στην είσοδο του νοσοκομείου, δόξασα την θέρμανση που είχαν γιατί το κοκαλάκι μου απειλούσε να κατρακυλήσει κάπου στην άσφαλτο και ας φορούσα ότι πιο χοντρό κατόρθωσα να βρω στις ντουλάπες μου. Ευθύς συνεννοήθηκε στη βάρβαρη ντοπιολαλιά του και ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο. Μόλις άνοιξε το δωμάτιο με τον αριθμό τριάντα, άκουσα γερμανικούς αλαλαγμούς. Οι φίλοι είχαν επανενωθεί και για πρώτη φορά είδα συναισθήματα απόλυτης χαράς εκ μέρους του σοβαρού αυτού νεαρού. Σε κλάσματα σχεδόν, είχε μετατραπεί στον άνδρα που πολύ θα ήθελα να αντικρίσω έστω και μία φορά. Ήταν χαρούμενος, με ένα χαμόγελο αληθινό που έφτανε πάνω και από τα μάτια του.

«Φροιλάιν Ασημακοπούλου» άκουσα τον Γιοχάννες και πλησίασα πίσω από τον Ρούντολφ για να αντικρύσω έναν άνδρα με τα αντίθετα χαρακτηριστικά από εκείνα του συνδιευθυντή μου.

«Καλωσήρθες στη χώρα του Αδόλφου!» με πείραξε έχοντας πεθάνει στο γέλιο, ορμώμενος από το γεγονός πως ήμασταν μονάχα οι τρεις μας σε ένα κλειστό δωμάτιο «Είμαι ο Γιοχάννες και ειλικρινά χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Λύγισες τελικά κάτω από τον γερμανικό ζυγό;» με ρώτησε για να δει τον Ρούντολφ να κοκκινίζει.

«Είσαι καλά;» πρόφερα και εγώ ωστόσο ξεκίνησε η άμεση ανταλλαγή συνωμοτικών βλεμμάτων.

«Είμαι μία χαρά τώρα, ευχαριστώ που ρωτάς» μου απάντησε γλυκά εκείνος.

«Λοιπόν, σας αφήνω να τα πείτε λίγο οι δυο σας» η διακριτικότητά μου θεωρήθηκε κάπου εκεί απαραίτητη.

Όταν πράγματι έμειναν οι δυο τους, το βλέμμα του Ρούντολφ σκοτείνιασε, ενώ παράλληλα ο Γιοχάννες έδειχνε θορυβημένος.

«Αδερφέ δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου σε όλο αυτό. Στην τελική είναι κάτι που αφορά το δικό μου παρελθόν. Αν σου συμβεί οτιδήποτε εξαιτίας μου, θα καταρρεύσω. Είσαι το μόνο άτομο που αποκαλώ έτσι, μετά τον Αλοίσιο. Γνωρίζεις την αδυναμία που σου έχω» του είπε ο Ρούντολφ και ο Γιοχάννες ανακάθισε αγκαλιάζοντάς τον.

«Είναι παράλληλα και κάτι που αφορά το επάγγελμά μας. Αυτοί οι τύποι είναι επικίνδυνοι και αποφασισμένοι. Έκανα το ατόπημα να εμφανιστώ με τη στολή της υπηρεσίας. Εγώ τι να πω που πήρα ένα άτομο αθώο στο λαιμό μου; Ωστόσο μπαίνω σε πιθανές σκέψεις, πως κάποιο από τα μέλη της συμμορίας πιθανότατα να κατοικεί εκεί κοντά και να με είδε. Πέραν του Φρίντριχ κανείς δεν γνώριζε πού βρισκόμουν, άντε και ορισμένοι συνάδελφοι και ο κύριος Έριχ ο Διευθυντής. Τον σκοπό όμως ουδείς.Πρέπει να το φτάσουμε στα άκρα. Είναι εγκληματίες και θα πληρώσουν. Η Καλλίστη το γνωρίζει;» τον ρώτησε στο τέλος για να τον δει να αναστενάζει. «Το φαντάστηκα. Αλήθεια όλο αυτό το διάστημα δεν γνωρίζει τίποτε για εσένα;»

Ο Ρούντολφ τον κοίταξε ευθέως.

«Το πρόβλημα Γιοχάννες είναι πως όλα αυτά που με τριγυρίζουν δεν είναι απλά. Γνωρίζεις από τον χαρακτήρα μου πως δεν μου αρέσει να ανοίγομαι και ειδικότερα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Εδώ ο ίδιος μου ο πατέρας, μου πέταξε στο πρόσωπο πως θα προτιμούσε να πέθαινα εγώ από τον αδερφό μου. Όσο πληγωμένος και αν είναι κάποιος γονιός, αυτήν την λέξη ποτέ δεν την ξεστομίζει. Όταν πέθανε στεναχωρήθηκα και θύμωσα για έναν λόγο. Γιατί μου απέκλεισε την ευκαιρία να έχουμε μία όμορφη σχέση και στιγμές σαν πατέρας και γιος. Ακόμη και αν μου ζητούσε συγγνώμη, ποτέ μου δεν θα ξεχνούσα αυτή τη φράση. Επομένως, δεν μετανιώνω που δεν σήκωσα το τηλέφωνο όταν πάλευε να επικοινωνήσει μαζί μου. Ίσως το μόνο πρόβλημά μου να είναι, πως έφυγε από τη ζωή δίχως στην ουσία να έχει πάρει συγχώρεση, έστω και τυπική, από εμένα. Η Καλλίστη όμως τον αγαπούσε σαν δικό της άνθρωπο. Σαν τον πατέρα που έχασε. Δεν θα ήθελα να της διαλύσω την εικόνα του. Ίσως αυτός να είναι και ένας τρόπος να συγχωρέσω τον ίδιο μετά τον θάνατό του. Θα ήθελα να τον θυμάται πάντοτε, όπως τώρα» του εξήγησε και ο Γιοχάννες χαμογέλασε.

«Αυτός είναι και ο λόγος που σε αγαπώ. Είσαι ακομπλεξάριστος άνθρωπος. Είσαι ένα καλό παιδί και ένας ακόμη καλύτερος φίλος και πιστεύω τώρα πια και σύντροφος. Είναι τυχερή που σε βρήκε και ελπίζω πως και εσύ θα σταθείς τυχερός μαζί της. Για τον Αλοίσιο όμως πρέπει να γνωρίζει. Δεν γίνεται διαφορετικά. Είστε μαζί πλέον. Άσε τον τόπο σου να αφηγηθεί την ιστορία και να τονίσεις πως εγώ και εσύ είμαστε οι ιστορικές αντιθέσεις που βρέθηκαν να είναι καλύτεροι και από αδέρφια, όντας εσύ Αρείος και εγώ ένας κατατρεγμένος Εβραίος» γέλασε στο τέλος.

«Σκέφτομαι σοβαρά να συνεργαστώ με την Αστυνομία. Πρέπει να το κάνω. Δεν γίνεται να είμαι διακοπές στην Ελλάδα και εσύ να καταλήγεις με σφαίρες στο κορμί σου. Έχεις οικογένεια και παιδί. Άσε εμένα να σηκώσω το βάρος. Εξάλλου η Ομοσπονδιακή αστυνομία η δική μας, έχει συνεργαστεί ξανά με την ελληνική. Μπορώ να αναλάβω το κομμάτι της Ελλάδας. Αυτοί βρίσκονται και στις δύο χώρες» πρότεινε ο Ρούντολφ.

«Δεν αντέχεις να αποχωριστείς το επάγγελμα καταβάθος. Αχ, τους έχουμε τρελάνει με την απόλυση και επαναπρόσληψή σου καθώς φαίνεται. Αρκετά με αυτά. Πάρε δρόμο από εδώ τώρα γιατί σε περιμένει η κοπέλα σου να την πας στο Ράιχστανγκ. Υπέροχο κτήριο, με υπέροχη ιστορία» μειδίασε για να γλυτώσει ένα σκούντημα εξαιτίας των τραυμάτων του.

«Δώσε χαιρετίσματα στην οικογένεια. Θα περάσουμε να σας δούμε» τον χαιρέτησε ο Ρούντολφ.

«Τόλμα να μην περάσεις αν μπορείς και δεν θα σου ξαναμιλήσει κανένας μας» αστειεύτηκε ο φίλος του.

Η πόρτα άνοιξε και επιτέλους τον είδα να εξέρχεται αποφασισμένος.

«Lass uns losgehen!*» μου είπε στα γερμανικά γελώντας.

«Ευχαριστώ πολύ, επίσης» απάντησα με μετριοπάθεια και εκείνος έτεινε το χέρι του.

«Πάμε σπίτι να αφήσουμε τα πράγματα και ξεκινάμε. Είναι λίγο μουντό, το γνωρίζω μα σου υπόσχομαι να φύγεις από εδώ με τις καλύτερες εντυπώσεις» μου έδωσε την υπόσχεση της αντρικής του τιμής και ένιωσα πως είχε φτάσει πλέον η στιγμή εγώ και το Βερολίνο να συστηθούμε.

Ο Ρούντολφ λάτρευε το παλιό και παραδοσιακό, έτσι το διαμέρισμά του βρισκόταν σε μία συνοικία με το όνομα Nikolaiviertel. Ήταν μία ιδιαίτερα γραφική περιοχή με πολύχρωμα σπίτια και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου να δεσπόζει. Τα δέντρα γύρω μας ήταν ολόγυμνα και εμείς ανεβήκαμε πέντε σκαλοπάτια, για να βρεθούμε στο εσωτερικό ενός παλαιού κτηρίου και από εκεί στο πρώτον όροφο και στο διαμέρισμα του Ρούντολφ. Η θέρμανση ήταν υπερβολική ίσως. Το εσωτερικό του είχε μία νεανική πινελιά που άρμοζε σε έναν άνδρα της ηλικίας του. Κοίταξα γύρω μου και ένιωσα να μπαίνω στον κόσμο του επιτέλους. Αφήσαμε τα πράγματά μας πρόχειρα σε μία άκρη και τον είδα να με πλησιάζει. Τα χέρια του αγκάλιασαν τη μέση μου, έξω το χιόνι έπεφτε ελαφρύ και εγώ αισθάνθηκα τα χείλη του να βρίσκουν τα δικά μου και τα μάτια του να κλείνουν έχοντας αφεθεί στην απόλαυση. Βάζοντας δύναμη, με σήκωσε και πισωπατώντας μεταφερθήκαμε στον καναπέ. Ένιωθα πως το σώμα του αντιδρούσε θετικά στην επαφή μας, ωστόσο στα μάτια του, ήμουν μάλλον το μικρό του κορίτσι και τα βήματά του πάντοτε συμβάδιζαν με τα θέλω μου και την ελαφριά αμηχανία που ένιωθα, καθώς τα πάντα ήταν πρωτόγνωρα.

«Ξέρεις το μονοπάτι της σχέσης είναι απάτητο ακόμη από την δική μου πλευρά. Δεν είχα κάποιον σύντροφο πιο πριν. Είμαι και μικρή ακόμη, είχα διαβάσματα, τρεξίματα..» πήγα να συνεχίσω για να νιώσω ένα δάχτυλο στα χείλη μου.

«Φροιλάιν, ακόμη και στα αγγλικά μιλάς πολύ. Η πείρα ή η απειρία του καθενός δεν είναι κάτι που τον καθορίζει. Μου αρέσει που θα το διαβούμε μαζί το μονοπάτι» πρόφερε και τον είδα άξαφνα να αφαιρεί το πουλόβερ του.

Τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στα δικά μου, ώσπου πήρε αργά τα χέρια μου και τα καθοδήγησε πίσω από την πλάτη του στο σημείο εκείνης της φρικτής ουλής που είχε τύχει να δω στο παρελθόν. Το δέρμα του ήταν ολόλευκο, απαλό και ζεστό. Το πρόσωπό του ακούμπησε στο στήθος μου, στο σημείο της καρδιάς για όσο τα δάχτυλά μου περνούσαν πάνω σχεδόν από μία λακκούβα στο ίδιο του το δέρμα.

«Όλοι μας έχουμε τα δικά μας απάτητα μονοπάτια» μου ψιθύρισε βραχνά «Μαζί όμως θα τα διαβούμε, μαζί θα χτίσουμε τον δεσμό της εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Χαίρομαι που είσαι εδώ. Πλέον ακόμη και το σπίτι μου, μοιάζει πιο όμορφο, πιο παραμυθένιο. Ο μουντός καιρός που επικρατεί έξω, μου προκαλεί ευφορία γνωρίζοντας πως πλέον θα παρακολουθώ τις νιφάδες έχοντας στην αγκαλιά μου εσένα. Έχασα πολλές σταθερές στη ζωή μου Καλλίστη, όμως επέλεξα να μην αφήσω το παρελθόν να με καθορίσει. Στην ζωή και στο επάγγελμα αγαπούσα τη δικαιοσύνη. Δεν θα άφηνα τις δύο περιπτώσεις να πάρουν στον λαιμό τους όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Με ωρίμασαν απλώς και ήταν ο λόγος που απέφευγα να σου ανοιχτώ. Από την στιγμή όμως που σε επέλεξα για ταίρι μου, να ξέρεις δεν θα τσιγκουνευτώ τα συναισθήματα» με πείραξε και η αγκαλιά μου έκλεισε γύρω από τον λαιμό του. Ήθελα να τον προστατέψω. Έπιανα την ουλή και ήταν σαν να είχε χαραχτεί επάνω μου. Είχα πολλά να μάθω, μα πλέον δεν βιαζόμουν. Είχα μπει στον κόσμο του και θα τον άφηνα να μου τον δείξει όπως μονάχα εκείνος ήξερε.


*Φύγαμε!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro