Κεφάλαιο Ένατο/ part 3
Ένας ζεστός καφές ήταν πράγματι αυτό που χρειαζόταν για να τεθεί σε αφύπνιση. Δεν επιθυμούσε στην ουσία να μεταβεί στην Αθήνα. Εδώ ήταν το κέντρο της λύσης και το γεγονός πως τον έστελναν αλλού, τον εκνεύριζε. Με τον Γιοχάννες δεν αντάλλαζαν και πολλές κουβέντες, κυρίως γιατί είχε επιλέξει να μην τον εμπιστευθεί απόλυτα και αυτό ο Φρίντριχ το είχε καταλάβει. Αν πράγματι συνέβαινε το αντίθετο, ίσως θα προλάβαινε να τον συμβουλέψει να μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του εκεί που βρισκόταν ο μάρτυρας, ή θα τον είχε ρωτήσει ποιος άλλος το γνώριζε. Με τα πόδια και παρά το κρύο που εκείνος το είχε συνηθίσει και το αγαπούσε, πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Ο Φρίντριχ ήταν πλέον είκοσι επτά. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο που διοικούταν από καλόγριες για κάποια χρόνια, σχεδόν μέχρι τις αρχές της εφηβείας του. Οι συνθήκες δεν ήταν και οι ιδανικές. Τα παιδιά δεν λάμβαναν την προσοχή που απαιτούνταν, επικρατούσε μία αυστηρότητα και κάποια εξ αυτών δεν είχαν υιοθετήσει και την καλύτερη συμπεριφορά. Κανείς όμως δεν φανταζόταν τη φρίκη που βρισκόταν καλά καλυμμένη, πίσω από τα προσωπεία του κλήρου.
Κάποιες από τις καλόγριες, προμήθευαν με αγόρια ορφανά, ηλικίας από οκτώ ως δεκατεσσάρων ετών, τόσο άλλα μέλη του κλήρου όσο και επιχειρηματίες, για σεξουαλική ικανοποίηση. Τον ίδιο δεν είχε τύχει να τον ενοχλήσουν ποτέ, όμως θυμόταν ολοκάθαρα πως τον διπλανό και συνομήλικό του, τον Τόμας, τον ξυπνούσαν κάποια βράδια και όταν πια επέστρεφε δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Ο Φρίντριχ από τον φόβο του κοιμόταν κάτω από το κρεβάτι, με την ελπίδα να υιοθετηθεί και να φύγει. Αυτή η μέρα όμως αργούσε και οι ελπίδες του είχαν κάνει φτερά. Πλέον έμπαινε στην εφηβεία, ήταν δεκατριών και καμία οικογένεια δεν θα επιθυμούσε ένα τόσο μεγάλο παιδί για μέλος της και ας υποσχόταν πως θα είχε την καλύτερη συμπεριφορά. Όλα αυτά μέχρι που στο διάβα του εμφανίστηκε ένας Άγγελος, με την μορφή μίας κυρίας που φρόντιζε για την καθαριότητα των χώρων. Οι δυο τους δέθηκαν αμέσως και δεν άργησε να τον πάρει σπίτι της έπειτα από μεγάλο αγώνα. Ο Τόμας όμως δεν είχε την ίδια κατάληξη. Όσο μεγάλωνε μέσα στην κακοποίηση, η εγκληματική του φύση θέριευε, ώσπου ένα από τα βράδια, ο επίδοξος βιαστής του βρέθηκε νεκρός, μαχαιρωμένος. Η υπόθεση του ορφανοτροφείου της φρίκης ερευνήθηκε και ο Φρίντριχ πήγε φυσικά να καταθέσει όποιες μαρτυρίες είχε. Ο Τόμας ως θύμα κακοποίησης αντιμετωπίστηκε με σχετική επιείκεια και φυσικά του παρείχαν ψυχολογική στήριξη. Ο δρόμος του ωστόσο είχε ήδη χαραχτεί για το μέλλον.
Μπαίνοντας στον ζεστό του χώρο, η γυναίκα της ζωής του, εκείνη που του χάρισε μία ευκαιρία στην οικογένεια, τον υποδέχτηκε με χαρά.
«Κύριε αστυνόμε» τον πείραξε και εκείνος την αγκάλιασε.
«Αύριο βράδυ φεύγω για Ελλάδα. Δυστυχώς» της ανακοίνωσε στο τέλος και την είδε ελαφρώς να προβληματίζεται.
«Πόσες φορές τα έχουμε πει;» τον ρώτησε εκείνη σαν να τον επέπληττε.
«Αφού ξέρεις πως πάντοτε κυνηγούσα τις υποθέσεις»
«Με τι αντίτιμο; Ξέρεις πως αν σε καταλάβουν θα βρεις μεγάλο μπελά. Τουλάχιστον να είσαι προσεκτικός»
«Δεν έχω βρει ακόμη αυτό που ψάχνω. Δεν έχω βρει στοιχεία επαρκή και έτσι όπως έχουν έρθει οι καταστάσεις, δύσκολα θα με εμπιστευθούν, αλλά και δύσκολα θα εμπιστευθώ. Μαζί μου θα έρθει στην Ελλάδα ο αστυνομικός, του οποίου σκοτώθηκε ο αδερφός πριν από κάποια χρόνια, μπροστά στα μάτια του. Ωστόσο, είμαστε και οι δύο ελαφρώς αντικοινωνικοί και κλειστοί και ειδικά εκείνος απέναντί μου όσο δεν έχω αποδείξεις. Νομίζω όμως πως μέχρι να φύγω, θα πρέπει να κάνω μία επίσκεψη στο ορφανοτροφείο, το οποίο πλέον έχει αλλάξει διοίκηση μετά από τα όσα βγήκαν στη φόρα. Πιστεύω είναι μία καλή αρχή. Αν όχι, θα ακολουθήσω τα βήματα της έρευνας όπως και ο Ρούντολφ» της εξομολογήθηκε και εκείνη τον αγκάλιασε.
«Ξέρεις καλά πως σε νιώθω σαν γιό μου και κάτι παραπάνω. Θέλω να προσέχεις πολύ. Όλο αυτό είναι επικίνδυνο. Και πάλι όμως, εσένα ποτέ δεν σε ένοιαξε αυτό, ήταν η δουλειά που επέλεξες από την ημέρα που σαν πιτσιρίκι κλήθηκες για κατάθεση και θαμπώθηκες από όλες αυτές τις στολές. Θυμάμαι πως τους είχες στο μυαλό σου σαν σούπερ ήρωες, όμως δυστυχώς η ζωή σου έδειξε πως και ένας αστυνομικός θα μπορούσε να προδώσει το καθήκον του και με το παραπάνω»
Ο Φρίντριχ πήρε μία βαθιά ανάσα. Αύριο η μέρα θα ήταν και για εκείνον μεγάλη. Ίσως η επίσκεψη στο πρώην κολαστήριο, του έδινε τις απαντήσεις που εδώ και καιρό υποψιαζόταν. Από την άλλη ο Ρούντολφ, μετά την συνάντηση με τον νέο του συνάδελφο, είχε μπει σε σκέψεις. Το κουβάρι έμοιαζε να περιπλέκεται ολοένα και περισσότερο, ενώ η εμπιστοσύνη ήταν μία λέξη που δυστυχώς είχε επισκιαστεί για τα καλά. Έτσι όμως μπροστά δεν θα προχωρούσαν ποτέ. Γυρνώντας στο νοσοκομείο, συνάντησε εμένα και τον Γιοχάννες που ευθύς τιναχτήκαμε, όσο θα μπορούσε βέβαια κάποιος τραυματίας να το κάνει στην περίπτωση του φίλου του.
«Λοιπόν; Τόσο γρήγορα;» απόρησε εκείνος «Κλασσικός Ρούντολφ. Πήγε, είδε και έφυγε»
«Και άκουσε» συμπλήρωσε «Καλλίστη, θα μας συνοδεύσει αύριο και ο νέος συνάδελφος και αντικαταστάτης μου, ο Φρίντριχ. Καλό θα ήταν για την ώρα να μην ανοιγόμαστε σε πολλές συζητήσεις»
«Ο Φρίντριχ είναι κομματάκι δύσπεπτος» παρατήρησε ο Γιοχάννες.
«Σε εμένα μιλούσε» τον διόρθωσε ο Ρούντολφ.
«Ναι, γιατί εσύ είσαι ένα σκαλί χειρότερος» γέλασε «Θα σας δω αύριο» μας είπε και αφήσαμε πίσω μας την κλινική.
Στην απογευματινή μας βόλτα, ο Ρούντολφ μιλούσε για το Ναύπλιο. Μα βάση τις γλαφυρές περιγραφές μου, το θεώρησε σαν ένα μελλοντικό ησυχαστήριο. Ήθελε να εξερευνήσει την ελληνική του καταγωγή. Μου τόνισε πως ίσως και να μην την ένιωθε ποτέ του οικεία, καθώς κακά τα ψέματα είχε μεγαλώσει στη Γερμανία, δεν είχε ιδέα από ελληνικά και αποτελούσε την μισή καταγωγή του πατέρα του. Μου εξομολογήθηκε πως μας είχε συνδέσει με την θάλασσα, τον ήλιο και την βουκαμβίλια. Σαν λαός είχαμε κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία έκρυβαν μία μοναδικότητα. Φυσικά υπήρχαν τα υπέρ και τα κατά, αλλά ορισμένες φορές ο ωχαδερφισμός που μας διακατείχε και η ανεμελιά, μας έβγαινε σε καλό. Η περίπτωση του Μάρκου ήταν ένα από τα παραδείγματα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Το σπίτι του το παραδοσιακό, είχε αποφασίσει να το ανακαινίσει ώστε να έχουμε και εμείς ένα καταφύγιο, τις ημέρες που θα το είχαμε πραγματικά ανάγκη.
Μπαίνοντας στο σπίτι του προκειμένου να ξεκουραστούμε προτού βγούμε για μία βραδινή βόλτα, τον είδα να με πλησιάζει και να με παίρνει αγκαλιά.
«Θα σου λείψει; Το σπίτι εννοώ» τον πείραξα.
«Στην ζωή μου έχω αποχαιρετήσει πολλούς ανθρώπους και πολλές καταστάσεις. Πάντοτε το πρώτο διάστημα προσαρμογής είναι το πιο δύσκολο, μα αν υπάρχει κάτι πολύτιμο, κάτι που συναισθηματικά να σε δένει με έναν τόπο είναι οι άνθρωποι. Είναι οι φίλοι, ο σύντροφος και η οικογένεια. Σίγουρα αγαπώ την μητέρα μου και τον Γιοχάννες, αλλά αυτό που νιώθω για εσένα, ο έρωτας, σκορπά μέσα μου την ευτυχία. Είναι μεθυστικά όμορφο να ξυπνάς κάθε μέρα και να υπάρχει λιακάδα μέσα σου ανεξαρτήτως καιρού. Αυτό εδώ το σπίτι αποκτά ψυχή χάρη σε εσένα» μου είπε έχοντάς με στην αγκαλιά του.
Κάπου εκεί αφήσαμε τις ετοιμασίες στην άκρη και προχωρήσαμε στο δωμάτιο μαζί. Τα κορμιά μας σύντομα έμειναν ακάλυπτα, ωστόσο τα μάτια μας έβλεπαν αυτό το θέαμα απαλλαγμένο από κάθε είδους προστυχιά. Έμοιαζε με έναν φυσικό ναό που αντιμετωπιζόταν με σεβασμό και τρυφερότητα. Εκείνος ήθελε όπως πάντα να μου κάνει έρωτα, απολαμβάνοντας μαζί μου κάθε δευτερόλεπτο δίχως να βιάζεται. Τα φιλιά του ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν την έγνοια του απέναντί μου. Πάντοτε μου βαστούσε τα χέρια και παραδινόμασταν σε έναν ορίζοντα συναισθημάτων δυνατών. Αγαπούσα το γεγονός πως ήταν ακομπλεξάριστος, το γεγονός πως κάθε άνθρωπος για εκείνον ήταν μία μοναδική περίπτωση καθόλα αποσυνδεδεμένη από τις περιπτώσεις του παρελθόντος του. Ξαπλωμένος δίπλα μου, με τα κορμιά μας σκεπασμένα ακόμη και το χέρι του να χαϊδεύει τρυφερά το στήθος μου, τον είδα να προβληματίζεται. Ο Ρούντολφ όταν επέλεγε να ανοιχτεί, ήθελε να το κάνει με κάθε κόστος.
«Ο λόγος που τσακώθηκα με τον πατέρα μου, ήταν γιατί μετά τον θάνατο του Αλοίσιου, θεώρησε πως του έδωσα το κακό παράδειγμα, σε ένα επάγγελμα επικίνδυνο. Μου είπε πως θα προτιμούσε να ήμουν στη θέση του...» έκανε μία παύση και ειλικρινά ταράχτηκα.
«Μα, ο γνωστός κύριος Έμπερχαρντ;»
«Μην τον κρίνεις σκληρά. Ξέρω πως υποσχέθηκα να μην το πω, αλλά δεν θέλω να υπάρχουν μεταξύ μας κρυφά σημεία. Πλέον καταλαβαίνω πως μετάνιωσε. Γι' αυτό αφέθηκε στην τύχη του με την υγεία του. Έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος, που δεν του συγχώρεσα, μα σαν ηρέμησε η καρδιά μου τώρα πια, νομίζω πως είμαι έτοιμος να αφήσω την πίκρα να φύγει. Στην ουσία ήταν και ο λόγος που αντέδρασα έτσι μαζί σου. Αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν κάποιος να αγαπά μία ξένη σαν παιδί του και να απορρίπτει το βιολογικό τόσο σκληρά. Ο Ρέινε όμως να ξέρεις πως σε αγαπούσε πράγματι και θέλω πια να σου πω, για να κλείσω το κεφάλαιο, πως σε ευχαριστώ που τον νοιάστηκες και δεν έφυγε από τη ζωή τελείως μόνος»
-----------------------
Οι δρόμοι του Βερολίνου ήταν άδειοι. Ελαφριά ομίχλη σκέπαζε τα πάρκα και το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Μονάχα τα δικά του βήματα ακούγονταν. Τα μάτια του έμοιαζαν κουρασμένα, με μαύρους κύκλους να τα στολίζουν άχαρα, κρύβοντας την κυανή τους ομορφιά και το μέγεθός τους. Δεν ήταν πολύ αργά και ήταν βέβαιος πως θα τον έβρισκε στην δουλειά, μονάχα εκείνον. Ωστόσο δεν θα διακινδύνευε να πλησιάσει σε έναν χώρο γεμάτο μπάτσους. Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο μιας και ήθελε να μάθει με λεπτομέρεια τις πληροφορίες. Η χρόνια εξάρτηση δεν τον βοηθούσε να σκεφτεί καθαρά. Πολλές φορές οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες, θολές, μα δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Αναζητούσε την παρηγοριά και αυτή η παρηγοριά βρισκόταν στις ουσίες. Μέσα από αυτή την ανάγκη, διαφαινόταν ένας φόβος για την ίδια τη ζωή. Ποια απόγνωση όμως, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο να βάλει τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του πόνου, πάνω από την ζωή την ίδια; Πληκτρολόγησε τον αριθμό του και περίμενε να απαντήσει. Ήξερε πως από στιγμή σε στιγμή θα άκουγε τη φωνή του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ούτως ή άλλως ο Τόμας τον είχε στο χέρι.
------------
Την επομένη το πρωί, ο Φρίντριχ σηκώθηκε απρόθυμα με την μυρωδιά ενός πρωινού με αλλαντικά που λάτρευε. Το χαμόγελο ευθύς χαράχτηκε στα χείλη του ξεχνώντας πως είναι τόσο πρωί και πως θα έπρεπε να μεταβεί στο ορφανοτροφείο της αλλοτινής φρίκης. Κανένας όμως δεν θα τον σταματούσε. Έπρεπε να βεβαιωθεί για τις υποψίες που είχε. Τρώγοντας στα γρήγορα δύο μπουκιές και βγαίνοντας έξω, ο παγωμένος αέρας ευθύς τον αναζωογόνησε. Το ορφανοτροφείο δέσποζε σε μία μουντή γειτονιά, όσο μουντό ήταν και το ίδιο το κτήριο. Ο Φρίντριχ το μισούσε, ωστόσο έχοντας ζήσει τελικά μία καλή ζωή, το είχε στην άκρη του μυαλού του ως ένα γερό μάθημα ώστε να μην ξεχνά από πού ξεκίνησε, υπερασπιζόμενος το δίκαιο. Κάνοντας χρήση της αστυνομικής του ταυτότητας, ζήτησε να του δείξουν το αρχείο των προηγούμενων χρόνων. Μπορεί να μην είχε περάσει εικοσαετία, μα θα ήταν αρκετά δύσκολο να βρουν τα αρχεία των ορφανών της δικής του εποχής. Ψάχνοντας σε παλαιούς φακέλους και παλεύοντας με τη νέα διευθύντρια να αποφύγουν τη συζήτηση των γεγονότων της σεξουαλικής κακοποίησης των αγοριών, έφτασαν στον φάκελο του Τόμας.
Τον κοίταξε προσεκτικά. ΄΄Τόμας Μίλλερ΄΄. Αρχικά αδυνατούσε να κάνει τη σύνδεση που είχε στο μυαλό του, τουλάχιστον όχι άμεσα. Καθώς όμως ο χρόνος του τελείωνε και σύντομα θα ξεκινούσε το ταξίδι του στην Ελλάδα, έπρεπε να έρθει σε επαφή με τον συνάδελφό του, τον Γιοχάννες. Από τον Ρούντολφ, τον γνώριζε λίγο καλύτερα. Θα έπαιρνε εξιτήριο και τον χρειαζόταν στην παρασκηνιακή μελέτη της ιστορίας, δίχως να διατρέξει άμεσο κίνδυνο. Σήκωσε λοιπόν το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό του. Η φωνή του ακούστηκε ολοκάθαρη και καθώς τον ενημέρωσε, είχε μόλις πριν από λίγο φτάσει στο σπίτι του. Ζητώντας του συγγνώμη για την ενόχληση, τον παρακάλεσε να περάσει, πριν από την άφιξη του Ρούντολφ. Ο Γιοχάννες αν και διστακτικά δέχτηκε.
Πράγματι, μία ώρα μετά, ο Φρίντριχ περνούσε το κατώφλι, με την μικρή κόρη του συναδέλφου του να τον χαιρετά ντροπαλά. Η Χίλντα ήταν μία γλυκύτατη γυναίκα, εμφανώς αγχωμένη ωστόσο εξαιτίας της ζωής που έκανε ο άνδρας της. Ο Γιοχάννες κούτσαινε ελαφρώς, ωστόσο πλησίασε τον Φρίντριχ παλεύοντας να φανεί ευθυτενής και άνετος.
«Κάθισε» του έδειξε την κεντρική, ξύλινη τραπεζαρία, ενώ η μικρή ευθύς πλησίασε και εναπόθεσε όλα τα σύνεργα ζωγραφικής στα πόδια του καλεσμένου. Ο Φρίντριχ την σήκωσε στην αγκαλιά του, ψιθυρίζοντας κάτι στο αφτί της και κάνοντάς την να εξαφανιστεί για το δωμάτιο «Ήθελα να ήξερα τι της έταξες» μουρμούρισε ο Γιοχάννες μισογελώντας.
«Ό,τι τάζεις σε ένα παιδί για να καθίσει για ένα τέταρτο ήσυχο. Η συζήτηση γενικά θα είναι ακατάλληλη για ανήλικους»
«Άρα εγώ μπορώ να καθίσω» πρόφερε η Χίλντα που επιθυμούσε να μάθει πόσο άσχημα ήταν τελικά τα πράγματα.
«Από εμένα δεν υπάρχει θέμα πάντως» είπε ο Φρίντριχ και ο Γιοχάννες γρύλισε.
«Να δω μετά πώς θα κοιμάσαι τα βράδια που ήδη έχεις πρόβλημα. Μου φαίνεται μετά από αυτήν την υπόθεση, θα γίνω σχολικός φύλακας και τέλος»
«Όταν έχεις οικογένεια, το ρίσκο είναι καθημερινό» τον συμβούλεψε ο Φρίντριχ «Εγώ δεν έχω. Δεν γνώρισα. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο που βρισκόταν υπό την διοίκηση της Καθολικής εκκλησίας, η φήμη του οποίου τινάχτηκε στον αέρα με την αναφορά της σεξουαλικής κακοποίησης αγοριών από μέλη του κλήρου και επιχειρηματίες επίσης. Οι καλόγριες νοίκιαζαν αγόρια ορφανά σε κληρικούς με αρρωστημένες ορέξεις, ενίοτε επί βδομάδες. Μπλόκαραν την υιοθεσία τους γιατί όλο αυτό το κύκλωμα, τους απέδιδε χρήματα. Έχεις διαβάσει την έκθεση; Προσπάθησαν πολύ ώστε το θέμα να μην πάρει τεράστιες διαστάσεις. Όπου μπερδεύονται τα θεία εξάλλου, ξέρεις, είναι άβατο» πήρε μία βαθιά ανάσα «Δεν ήμουν εγώ ένα από αυτά τα θύματα. Η τύχη μάλλον με γλίτωσε. Αυτά που άκουσα όμως και είδα, δεν μπορώ να σου τα περιγράψω μήτε καν να τα προφέρω. Τα έδωσα σε κατάθεση τότε, όταν επιτέλους υιοθετήθηκα. Η Αρχιεπισκοπή έκανε τα πάντα για να μην διαρρεύσει τίποτε στον Τύπο, ζητώντας από τους δημοσιογράφους να υπογράψουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα. Ο Αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας έμαθα, πως όταν διάβασε τις μαρτυρίες πήρε έναν μήνα άδεια για να συνέλθει. Σε αυτές τις κατακρεουργημένες, παιδικές ψυχές όμως, ποιος έδωσε άδεια ή παρηγοριά;» κάνοντας παύση, είδε το ζευγάρι να χλομιάζει απότομα.
«Δεν ήξερα πως σου είχε συμβεί κάτι τέτοιο» η φωνή του Γιοχάννες έβγαινε σχεδόν σαν σκούξιμο.
«Δεν στο αναφέρω για να με λυπηθείς, αλλά για να σου δώσω ένα πρόσωπο το οποίο πρέπει να αναζητήσεις. Εγώ φεύγω για Ελλάδα με τον Ρούντολφ. Υποψιάζομαι πως απλώς θέλουν να με απομακρύνουν για να μην φτάσω στον πυρήνα του προβλήματος. Πολύ πιθανό στο τέλος να με κατηγορήσουν κιόλας, ωστόσο, σου δίνω αυτό το πρόσωπο» του είπε σπρώχνοντάς του τη φωτογραφία ενός νεαρού με το όνομα Τόμας Μίλλερ. «Τον κακοποιούσαν πάνω από μία φορά την εβδομάδα, αυτό είναι σίγουρο. Αυτό το παιδί καταστράφηκε για πάντα. Έχω την εντύπωση όμως πως είναι ένα από τα κλειδιά της υπόθεσης. Θαρρώ πως το επίθετο, είναι αυτό της μητέρας του. Για τον πατέρα κανείς δεν γνώριζε να μου πει. Ψάξε στοιχεία, μάθε για τον πατέρα. Μπορεί και να πάρουμε απαντήσεις σε σχέση με το πώς η συμμορία αυτή βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς» τελείωσε και ο Γιοχάννες κοίταξε τη φωτογραφία πολύ προσεκτικά.
Στο πρόσωπο του νεαρού, διακρινόταν ξεκάθαρα η δυστυχία και ο πόνος μίας ζωής που του έκλεψαν. Να λοιπόν που έφτασαν ένα παιδί στο σημείο να περάσει στον χώρο της παραβατικότητας και ίσως του εγκλήματος. Ο Φρίντριχ ετοιμάστηκε να φύγει, όταν ξαφνικά άκουσαν το κουδούνι. Αυτός θα ήταν στα σίγουρα ο Ρούντολφ.
«Μείνε δεν πειράζει» προσφέρθηκε ο Γιοχάννες.
«Όμως είστε φίλοι και αυτή η στιγμή είναι προσωπική. Μπορεί να θέλετε να συζητήσετε πράγματα προσωπικά. Μία άλλη φορά. Χάρηκα που μιλήσαμε και ελπίζω να είμαστε σε επικοινωνία»
Ο Ρούντολφ βλέποντας τον Φρίντριχ να βγαίνει, παραξενεύτηκε. Για λίγο η σκέψη του διακόπηκε από τις αγκαλιές και τα ουρλιαχτά της μικρής αλλά και της Χίλντα. Ήταν σαν να μην πέρασε μία μέρα. Μαζί τους είχε μοιραστεί τα πιο σκοτεινά μυστικά του. Αυτή η οικογένεια τον είχε αγκαλιάσει όσο κανένας άλλος. Πλέον όμως χαιρόταν που δεν θα χρειαζόταν να κρύβεται από εκείνη που αγαπούσε. Πάντοτε το χέρι του, αναζητούσε το δικό της. Η επαφή μαζί της ήταν καθησυχαστική. Αυτή τη στιγμή, καθισμένος στο γνώριμο σαλόνι των φίλων του ήταν σαν να είχε πάρει στα χέρια του την πένα και να έγραφε την ζωή του από την αρχή. Βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούσε και η αγάπη, ήταν το καλύτερο αναλγητικό κόντρα σε κάθε πόνο. Τον πατέρα του, τον είχε έστω και αργοπορημένα συγχωρέσει. Γνωρίζοντας την Καλλίστη και την καλή της καρδιά, κατάλαβε την προσπάθειά του να εξιλεωθεί, μέσω της βοήθειας μίας ορφανής επίσης κοπέλας, όσο ο γιος του δεν σήκωνε κανένα τηλέφωνο. Έπειτα η υγεία του χειροτέρεψε και αφέθηκε στην τύχη του. Στο σήμερα όμως και παρά τα όσα του είχαν συμβεί, είχε ξεκινήσει δειλά να κάνει όνειρα. Μόλις όλα τελείωναν, επιθυμούσε να της προτείνει να μείνουν μαζί. Εκείνος ήταν πλέον στην ηλικία που ήθελε κάποια στιγμή στο μέλλον να διαπιστώσει, αν μαζί της μπορούσε να προχωρήσει. Εκείνη πάλι ήταν στα σίγουρα πολύ μικρή και φυσικά θα έδειχνε κατανόηση απέναντι σε κάθε της απόφαση. Ένα όμως ήταν το σίγουρο. Πως είχε σκοπό να της σταθεί και να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Ήθελε να την σπρώξει να μπει στην ιατρική. Αυτό στην ουσία αγαπούσε. Όσα χρόνια και αν της έπαιρναν οι σπουδές και η ειδικότητα, θα έβρισκαν τον τρόπο να προχωρήσουν παράλληλα τη ζωή τους. Όλα αυτά τα σκεφτόταν, μονάχα από μία πλάγια, τυχαία ματιά στο χαμογελαστό της πρόσωπο.
Λίγο πιο πριν βρισκόταν στη μητέρα του. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο διαχυτική με κάποια κοπέλα που δεν γνώριζε. Η ευτυχία καθρεπτιζόταν στο πρόσωπο του γιού της και ήταν κάτι που αδυνατούσε να κρυφτεί. Όσο για τον γιγαντόσωμο αίλουρο, είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της, καθώς αν ερχόταν σε επαφή με την Καλλίστη, ο Ύψιστος θα αναλάμβανε ακραία δράση καλώντας την κοντά του. Η μητέρα του μελαγχολούσε σε κάθε αναφορά του στην υπόθεση του Αλοίσιου. Έμοιαζε σαν να μην μπορούσε να βρει η ψυχή του τη γαλήνη και την ηρεμία που της αναλογούσε. Η καρδιά της έτρεμε. Μονάχα ο Ρούντολφ της είχε απομείνει στη ζωή αυτή. Πάνω που τον έβλεπε να κάνει όνειρα, φοβόταν μήπως κάποιο βράδυ, ο ίδιος δολοφόνος του τα στερούσε βίαια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro