Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Έκτο/ part 3

Μπροστά σε αυτή τη δήλωση, δεν ήξερα τι να απαντήσω. Με είχε δει να κατεβαίνω από το αυτοκίνητο του Άγγελου, ωστόσο ο Ρούντολφ δεν ήταν από εκείνους τους άνδρες που θα έκαναν σκηνή ή θα έδειχναν ενόχληση. Εκτός αυτού, η ηλικιακή διαφορά μας ήταν αισθητή και η ωριμότητά του σε σχέση με την δική μου, ακόμη περισσότερη. Με κοίταξε με έναν αέρα σιγουριάς, πατώντας γερά στα πόδια του, πάντοτε περήφανος και ακλόνητος.

«Να το κλείσω και εγώ το μαγαζάκι. Δεν πιστεύω πως μεταμεσονύκτια θα γυρεύουν καφεΐνη» πρόφερε με στόμφο ο Μάρκος, που είχε σκύψει πίσω από το μπαρ τακτοποιώντας γυαλοπότηρα «Με συγχωρείτε, θα με παρακολουθείτε που μαζεύω; Δεν πάτε καμιά βόλτα, τόσο ωραία και καθαρή βραδιά που είναι; Υπάρχει καλύτερο θέαμα από την αντανάκλαση του φεγγαριού στα σκούρα νερά της θάλασσας; Ο Πειραιάς έχει και τις ομορφιές του, ειδικά αν υπάρχει η κατάλληλη θέα από ψηλά» μου έκλεισε το μάτι που φλέρταρα να του βγάλω, καθώς ο Ρούντολφ είχε μυριστεί πως μου έδινε οδηγίες προς ναυτιλομένους. Κοιτάζοντάς τον πλαγίως, του χαμογέλασα και του έκανα σήμα να με ακολουθήσει σε μία μικρή ξενάγηση μίας πόλης, που αν δεν είχες ζήσει, ίσως και να μην κατάφερνες να αγαπήσεις τόσο ολοκληρωτικά όσο εγώ. Ο Ρούντολφ με ακολούθησε, τη στιγμή που ο Άγγελος με χαιρετούσε. Για ακόμη μία φορά, αισθάνθηκα εκείνη την αμηχανία, των εκατομμυρίων συναισθημάτων που είχε στοιβαχτεί στην καρδιά μου. Ήθελα να του πω πολλά, μα δεν ήμουν βέβαιη από πού επιθυμούσα να αρχίσω.

Ο Πειραιάς ήταν χαώδης δίχως αμφιβολία. Πίσω όμως από το διαρκές χάος και την κοσμική βαβούρα, κρύβονταν και εκείνες οι γωνιές που τον έκαναν ξεχωριστό. Γνώριζα λοιπόν, στο λεγόμενο Μικρολίμανο, ένα υπέροχο εστιατόριο που συμπεριλάμβανε έναν καμβά αρωμάτων και εικόνων που χαρακτήριζαν απόλυτα την χώρα μου. Οι Έλληνες λατρεύουμε τη θάλασσα. Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της πατρίδας μας. Έχει τραγουδηθεί, έχει δραματοποιηθεί και άλλοτε έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες και βιβλία, πάντοτε ως φόντο μαγείας, γαλήνης και ελπίδας. Ο ιστιοπλοϊκός λοιπόν, ήταν εκείνο το μέρος που σε έφερνε σε άμεση επαφή μαζί της, απομονώνοντάς σε ταυτόχρονα από την κοσμοσυρροή. Ο Ρούντολφ βάδιζε δίπλα μου, μία φιγούρα αγέρωχη, κοντά στην οποία έπιανα τον εαυτό μου να νιώθει ασφάλεια. Γνώριζα πως δεν ήταν άτρωτος μήτε Θεός. Η αύρα του όμως μου ενέπνεε τη σιγουρά που η πιο εφηβική φιγούρα του Άγγελου δεν μπορούσε. Ήθελα να του το εκφράσω, μα δεν ήμουν βέβαιη αν ήταν σωστό ή αν ήταν η κατάλληλη στιγμή.

Βαδίζοντας, κάναμε μία στάση προσπαθώντας να αφουγκραστούμε τον ήχο του νερού σαν έσκαγε στα τείχη του λιμανιού. Ο Ρούντολφ είχε σταματήσει δίπλα μου, τα ξανθά του, ελαφρώς σταρένια μαλλιά είχαν αφεθεί στον χορό της θαλασσινής αλμύρας. Ήταν τότε που στο μυαλό μου ήρθαν οι ονομασίες των ανέμων. Τόσες πολλές, τόσο γλαφυρές με την ικανότητα που μονάχα η ελληνική γλώσσα είχε για να περιγράψει. Λεβάντες, Μαΐστρος, Λίβας ή Ζέφυρος. Για λίγο μείναμε ακίνητοι να χαζεύουμε την εικόνα, μέχρι που του ζήτησα να με ακολουθήσει και φυσικά τον ρώτησα αν επιθυμούσε να δοκιμάσει τους θαλασσινούς μεζέδες. Άξαφνα το πρόσωπό του φωτίστηκε. Στην ζωή του δεν είχε δοκιμάσει ποτέ φρέσκα θαλασσινά και μόνο οι μυρωδιές ήταν αρκετές για να τον καλέσουν να τις εξερευνήσει. Καθώς βάδιζε δίπλα μου και είχε πέσει το σκοτάδι, ένιωσα το χέρι του να αναζητά το δικό μου και τελικά να το βρίσκει τυλίγοντας τα ζεστά του δάχτυλα γύρω από τα δικά μου. Κοιτάζοντάς με μου χαμογέλασε συγκρατημένα και φυσικά του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Ήταν τότε που ένιωσα ένα παράξενο και ίσως πρωτόγνωρο συναίσθημα, που ήθελε ένα γαργαλητό να ξεφεύγει από το στήθος μου και να πέφτει αργά προς την περιοχή του στομαχιού.

Φθάνοντας στο εστιατόριο, επιλέξαμε εκείνο το τραπέζι που βρισκόταν δίπλα στο κύμα, με μόνη συντροφιά μας για την ώρα τα αρωματικά κεριά που βρίσκονταν ακουμπισμένα δίπλα μας. Η παραγγελία δόθηκε από εμένα, ως γνώστη της ελληνικής κουζίνας και κατόπιν είδα τον Ρούντολφ να κοιτάζει το ποτήρι με το κρασί του και να παίρνει επιτέλους τον λόγο.

«Μερικές φορές λένε, πως η μοναξιά σε κάνει να εκτιμήσεις καταστάσεις ή σε βοηθά να δεις πράγματα που αν και βρίσκονται μπροστά σου, η γρήγορη καθημερινότητα σε εμποδίζει να τα νιώσεις. Απόψε ήθελα να κατέβω στον Πειραιά, από την μία γιατί αποτελεί έναν τόπο που γνωρίζω και από την άλλη γιατί ήθελα να σε δω. Μου αρέσει η συντροφιά σου. Είσαι μία έξυπνη και δυναμική γυναίκα ακόμη και τις φορές που αντί για εμένα, βλέπεις την γερμανική μπότα του κατακτητή στη θέση μου» αυτή η τελευταία του φράση έβγαζε ένα δικαιολογημένο παράπονο, μα όφειλα να παραδεχτώ πως μέρες τώρα, είχα σφιχταγκαλιάσει την μπότα και την είχα φορέσει κιόλας.

«Η αλήθεια είναι πως έχεις δίκιο...» ξεστόμισα.

«Έχω και μου κάνει εντύπωση που τον πατέρα μου αν και Γερμανό, δεν τον είδες ποτέ σου διαφορετικά πέρα από αυτό που ήταν. Ένας άνθρωπος και από ότι κατάλαβα, ένας καλός διευθυντής»

Στην ερώτησή του δυσκολεύτηκα να απαντήσω και ίσως έφταιγε το γεγονός πως ο καλός μου Ρέινε είχε μητέρα Ελληνίδα και ήξερε να μιλά σχετικά καλά τη γλώσσα.

«Ο πατέρας σου, ο κύριος Ρέινε ήταν για εμένα πρότυπο. Ίσως επειδή μιλούσε ελληνικά και ήταν καλοσυνάτος και ευγενικός, να μην μου πέρασε ποτέ από το μυαλό η καταγωγή ή το επίθετό του. Από την άλλη, εσύ όταν ήρθες, ήσουν ψυχρός και απόμακρος. Είχες μεγαλώσει αποκλειστικά στη Γερμανία και οι συνθήκες εδώ ήταν περίεργες. Δεν τους αποκαλώ τυχαία Τρίτο Ράιχ. Είσαι άνδρας και ίσως να μην αντιλαμβάνεσαι ή να μην έχεις βιώσει τόσο έντονα τον ρατσισμό στο πρόσωπό σου» παραπονέθηκα και τον είδα να κοιτάζει χαμηλά.

«Αρχικά, οφείλω να ομολογήσω, όπως το έχω ήδη κάνει, πως πράγματι όταν ήρθα εδώ ήμουν πολύ θυμωμένος και είχα πέσει θύμα ενός φαιδρού ρατσιστικού επεισοδίου άνευ σημασίας. Ο πατέρας μου είμαι βέβαιος πως υπήρξε σωστός και δίκαιος εργοδότης, ωστόσο δεν έπαυε να υπάρχουν μεταξύ μας ορισμένα μυστικά που με οδήγησαν στην απόλυτη απομάκρυνση από εκείνον. Περίμενα, πως θα μου έγραφε ολόκληρη την εταιρεία σαν έναν τρόπο να...εξιλεωθεί ίσως από τα λάθη του και όταν έμαθα πως ακόμη και εκείνη θα την μοιραζόμουν με μία ξένη κοπέλα, ένιωσα μία μαχαιριά στην καρδιά, έχοντάς την ακούσει πρώτα να ραγίζει» έκανε μία παύση. Φαινόταν να πονά ειλικρινά, ωστόσο για μία φορά στη ζωή μου, ήθελα να παίξω σωστά τα χαρτιά μου και να του αφήσω το περιθώριο να ανοιχτεί με δική του πρωτοβουλία, αν φυσικά το επιθυμούσε.

«Ξέρεις, ένας από τους λόγους που θύμωσα με την στάση σου απέναντι στον κύριο Ρέινε, ήταν γιατί έχω στερηθεί την αξία και την θαλπωρή της οικογένειας. Μπορεί η γιαγιά μου να έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να μην λείψει σε εμένα και τον Αργύρη τίποτε, ωστόσο δεν θα μπορέσει ποτέ της να αντικαταστήσει το κενό της οικογενειακής απουσίας. Έβλεπα πάντοτε τους συμμαθητές και τους φίλους μου να τους συνοδεύουν οι μαμάδες ή οι πατεράδες και αισθανόμουν πως είχε συντελεστεί μία τεράστια αδικία εις βάρος μας. Έπειτα, εξαιτίας της αποτυχίας μου στην ιατρική και της παράλληλης οικονομικής μας στενότητας, έπρεπε να βρω μία δουλειά για να βοηθήσω. Από όλους, εκτός φυσικά από την Βίκυ, ο μόνος που μου στάθηκε σαν πατέρας, ήταν εκείνος. Για εμένα σήμαινε πολλά και άλλα τόσα ο χαμός του. Το τελευταίο που επιθυμούσα, ήταν να πιστέψει ο οποιοσδήποτε κάτι πονηρό. Ο κύριος Ρέινε ήταν δυστυχισμένος. Είχε προβλήματα υγείας, κυρίως σχετικά με την καρδιά του. Δεν πρόσεχε όμως, δεν πήγαινε σε γιατρούς, σαν να είχε παραιτηθεί από τη ζωή. Έτσι, αρκετές φορές τον συνόδευσα σπίτι του, προκειμένου να τον πιέσω να παίρνει την φαρμακευτική του αγωγή, ή για να του μαγειρεύω ένα φαΐ και να φεύγω. Ίσως σου ακούγεται υπερβολικό όλο αυτό, όμως...» πήγα να συνεχίσω και τον είδα να με σταματά.

«Έχεις καλή καρδιά Καλλίστη. Αυτό φάνηκε, όπως και πολλές ευαισθησίες. Συγχώρεσέ με για τον τρόπο που μίλησα όταν σε είδα για πρώτη φορά. Ήταν άδικο και δεν είναι του χαρακτήρα μου» πρόφερε δοκιμάζοντας παράλληλα τα μεζεδάκια με περισσή όρεξη.

«Μετά από τη διάσωσή μου, δεν θα τολμούσα ούτε να το σκεφτώ να σου κρατήσω κακία» τον πείραξα.

«Θα το έκανα ξανά και ξανά. Ως αστυνομικός διέτρεχα πολλούς κινδύνους κάθε μέρα σχεδόν, μα το καθήκον και η τόλμη ήταν πάνω από όλα. Η στήριξη και η βοήθεια βρίσκονται βαθιά ριζωμένα μέσα μου» μου απάντησε και κατόπιν, έβγαλε από την τσέπη του εκείνη τη φωτογραφία που είχα κατά τύχη βρει πεσμένη στο πάτωμα. «Αυτός είναι ο αδερφός μου. Το όνομά του είναι Αλοίσιος» μου είπε με τη φωνή του να ραγίζει.

«Είναι όμορφος, όπως και εσύ. Δεν ήξερα πως είχες αδερφό η αλήθεια» πρόφερα ελαφρώς συγκρατημένα.

«Ορθώς το έθεσες. Είχα» απάντησε πικραμένα «Ωστόσο, ας αφήσουμε τις δυσάρεστες κουβέντες και ας αναλωθούμε στο πρωτοφανές κομπλιμέντο που μόλις μου έκανες» προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα.

«Δεν είναι κομπλιμέντο, μα η κοινή αλήθεια. Δεν πάλευε τυχαία ο Αδόλφος να ξεχωρίσει τους Αρείους. Εσένα ειδικά θα σε είχε κάνει προπαγανδιστική αφίσα» του απάντησα και γέλασε.

«Προτιμώ να αποτελώ προσωπικό αντικείμενο θαυμασμού και όχι δημόσιο» με κοίταξε στα μάτια.

Οι μελί του ίριδες φωτίζονταν γλυκά από το αμυδρό φως των κεριών. Εκείνος δεν απέστρεψε λεπτό τη ματιά του από την δική μου, ώσπου είδα το δάχτυλο του να κινείται αργά με προορισμό τα χείλη μου και τη σάλτσα που με βεβαιότητα απλωνόταν επάνω τους σαν λανθασμένη κούρα ομορφιάς. Με προσοχή τη σκούπισε και αργά το βλέμμα του κατρακύλησε σε εκείνο το σημείο, στέκοντας για λίγα δευτερόλεπτα και καρτερώντας μία σιωπηλή άδεια. Το χέρι μου κράτησε το δικό του και εκείνος απίθωσε στην ανάστροφή του ένα φιλί. Κατόπιν, προσεκτικά κινήθηκε μέσα από τα μαλλιά μου και τα χείλη του βρήκαν το μέτωπο, κατηφορίζοντας απαλά προς την μύτη μου και από κει στο σημείο που με τόση λαχτάρα ονειρευόμουν. Η αγκαλιά του τύλιξε το μικροσκοπικό κορμί μου και εγώ ένιωσα επιτέλους σαν να βρισκόμουν στο σπίτι. Οι εικόνες γύρω μου έμοιαζαν να ξεθωριάζουν, σαν τα χρώματα τα φρέσκα που τους πετάς νερό και έπειτα τα παρακολουθείς να κατρακυλούν στον καμβά σβήνοντας τη ζωγραφιά. Τα χείλη του με διεκδικούσαν τρυφερά. Για εκείνον σημασία είχε η στιγμή μας και μου άρεσε που δεν αναλωνόταν στον αρνητισμό. Μπορεί να επιθυμούσα να μάθω περισσότερα, ωστόσο για την ώρα, σημασία είχε μονάχα μία πληροφορία. Πως βαδίζαμε στο ίδιο μονοπάτι και πως εκείνος θα ήταν ο φύλακάς μου.

Τα χέρια μου, τρυφερά αγκάλιασαν το πρόσωπό του. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, κλοτσώντας άτσαλα το στήθος μου. Για δευτερόλεπτα χωριστήκαμε, προκειμένου να πάρουμε μία ανάσα. Τα μέτωπά μας παρέμειναν ενωμένα. Ο ήχος από τις δικές του βαθιές ανάσες, έφτανε στα αφτιά μου σαν μελωδία. Μία αλήθεια αναδυόταν από τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του και ίσως κάτι ακόμη περισσότερο. Τον πονούσα, τον νοιαζόμουν. Πώς άραγε ονομαζόταν αυτό; Αγάπη;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro