Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Έκτο/ part 1

ToAsteriM ευχαριστω για τη φωτο!!

Το πυκνό και χαοτικό πλέγμα δρόμων, ανθρώπων, τρένων και τραμ, απλώνονταν γύρω από την αλλοτινή πολύπαθη πλατεία Αλεξάντερπλατς που πήρε το όνομά της από τον Ρώσο Αυτοκράτορα Αλέξανδρο τον πρώτο. Ήταν μία πλατεία ζωντανή που έμοιαζε διαφορετική από τις υπόλοιπες, όντας ίσως πιο μοντέρνα εξαιτίας των κτηρίων που χτίστηκαν εκεί μεταπολεμικά. Ο Γιοχάννες την έβρισκε υπερβολικά βρώμικη και τα βράδια σκοτεινή και ίσως εγκληματική, ωστόσο στα διαλείμματα από τις βάρδιες, είχε υπερβολικά πολλές επιλογές από έτοιμο φαγητό. Αγαπημένη του λιχουδιά, ένας κύριος που παράλληλα ήταν και φορητός πάγκος με χοτ ντογκ και στεκόταν στον ορίζοντα του τηλεοπτικού πύργου. Αρπάζοντας ένα, χαμογέλασε στην σκέψη του Ρούντολφ. Οι δυο τους ήταν αδερφικοί φίλοι και ήδη η απουσία του και η αντικατάστασή του από τον ψυχρό Φρίντριχ, του τάραζε τα νεύρα. Ο νέος του συνάδελφος, είχε αμοληθεί και εκείνος για να βρει κάτι να σβήσει την πείνα του, δίχως όμως αποτέλεσμα.Παλεύοντας άτσαλα να καταπιεί και την τελευταία μπουκιά, δέχτηκε κλίση για μία διαδήλωση υπέρ των δικαιωμάτων των Κούρδων στην συνοικία Kreuzberg. Ευθύς ειδοποίησε τον Φρίντριχ, προκειμένου να μετακινηθούν άμεσα εκεί, για να καταλήξουν να κοιτάζουν μία χούφτα διαδηλωτές απέναντι σε έναν κυριολεκτικά στρατό ξηράς αστυνομικών δυνάμεων.

΄΄Μία ζωή υπερβολές΄΄ σκέφτηκε ο Γιοχάννες που χασμουρήθηκε επιδέξια τρεις φορές.

Η συγκεκριμένη ατίθαση γειτονιά είχε υποδεχτεί την προηγούμενη δεκαετία, έναν μεγάλο αριθμό μεταναστών και πολλούς καταληψίες διαμερισμάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί μετά την πτώση του Τείχους. Το στίγμα της πλατείας έδινε ένα υπέροχο φαλαφελάδικο, μια πιτσαρία, και ένα βιβλιοπωλείο που παρακινούσε, με ένα πανό αναρτημένο στη βιτρίνα του, σε αντίσταση ενάντια στον καπιταλισμό. Ο Γιοχάννες δεν σταμάτησε λεπτό να κοιτάζει τα φαγάδικα, καθώς ήταν λάτρης των γεύσεων, με το προνόμιο του αδύνατου και γυμνασμένου, εξαιτίας της δουλειάς, κορμιού του. Η διαδήλωση ήταν σχετικά ειρηνική και οι αστυνομικοί αποφάσισαν απλώς να στέκονται στο πλάι επιβλέποντας. Η ώρα πια ήταν περασμένη και το παγωμένο δειλινό είχε ξεκινήσει να τρυπώνει μέσα από τη στολή του και να φτάνει στο σώμα του. Κάπου εκεί μειδίασε στην σκέψη πως ο φίλος του θα μετατρεπόταν σε χειμερινό κολυμβητή με αυτές τις θερμοκρασίες που επικρατούσαν στην Ελλάδα. Έχοντας ολοκληρώσει την βάρδιά του πια, ήταν έτοιμος να στραφεί στο σπίτι του, όταν από το μυαλό του πέρασε αστραπιαία εκείνη η φρικτή βραδιά της δολοφονίας του μικρού Αλοίσιου. Ήταν κάπου εδώ κοντά σε ένα παλαιό συγκρότημα. Το ένστικτο του χτύπησε τον κώδωνα. Ήταν μία υπόθεση που καθώς αφορούσε αστυνομικό, δεν θέλησαν να την κλείσουν έτσι απλά και έχοντας κοντά τους τον Ρούντολφ, την άφησαν για την ώρα να εκκρεμεί. Για λίγο κοντοστάθηκε και κοίταξε το κινητό του. Θα ήταν καλύτερο να ειδοποιούσε τον Φρίντριχ για την μετάβασή του στο κτήριο του φόνου, ώστε αν κάτι του συνέβαινε, να υπήρχε κάποιος που να γνώριζε την σχεδόν ακριβή τοποθεσία που θα τον αναζητούσε.

«Έκανες καλά» του είπε ο Φρίντριχ «Δεν γνωρίζω τι ακριβώς πηγαίνεις να κάνεις, ωστόσο τηλεφώνησέ μου μόλις φύγεις από εκεί»

Προσωρινά καθησυχάστηκε. Προχωρώντας λίγο ακόμη, προσπέρασε ένα εντυπωσιακό κτήριο του 1847, που είχε χαρακτηριστεί από μια σειρά διαφορετικών χρήσεων, αποτυπώνοντας μέσω αυτών και ένα εκτενές κομμάτι της ιστορίας της πόλης, λειτουργώντας ως νοσοκομείο που διασώθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επειδή οι πιλότοι των βομβαρδιστικών το χρησιμοποιούσαν ως γεωγραφικό σημάδι. Απέναντι, στεκόταν εκείνο το συγκρότημα του φόνου. Καθώς η πόρτα η κεντρική ήταν κλειδωμένη, χτύπησε ένα τυχαίο κουδούνι, λέγοντας πως ήταν αστυνομικός και είχε έρθει με σκοπό την έρευνα. Μία τρεμάμενη φωνή απάντησε και κατόπιν του άνοιξε την πόρτα. Ο Γιοχάννες εισήλθε, βαδίζοντας προσεκτικά. Το κτήριο ήταν παλαιό και απεριποίητο, όπως το θυμόταν και τότε έστω και αμυδρά, καθώς ήταν βράδυ. Το βλέμμα του στράφηκε δεξιά, σε ένα βαθούλωμα στον τοίχο. Γονατίζοντας το άγγιξε και διαπίστωσε πως σε αυτό εδώ το σημείο, είχε καταλήξει μία από τις σφαίρες των αστυνομικών ως άμυνα.

Βήματα διέκοψαν τον συλλογισμό του και είδε έναν ηλικιωμένο κύριο να κατεβαίνει τη σκάλα προσεκτικά.

«Καλησπέρα σας και συγγνώμη για την αναστάτωση» ο Γιοχάννες ήταν πάντοτε ευγενικός.

«Δεν πειράζει παλικάρι μου, έγινε κάτι; Καμιά διάρρηξη;» τον ρώτησε ανήσυχος.

«Όχι μην ανησυχείτε, είναι ένα θέμα παλιό» πρόφερε συνεχίζοντας την έρευνα.

«Ξέρετε, μένω πολλά χρόνια στην πολυκατοικία και σαν σήμερα θυμάμαι ένα φονικό που συνέβη και μάλιστα με θύμα αστυνομικό» ξεκίνησε και ο Γιοχάννες πάγωσε.

«Υπάρχει περίπτωση να μου πείτε περισσότερα;» τον ρώτησε.

«Βεβαίως. Θα ήθελες να περάσεις στο σπίτι μου; Κάνει κρύο και έχω μπισκότα να σου δώσω, αν δεν σε καθυστερώ» πρόφερε ο ηλικιωμένος.

«Καθόλου. Χαρά μου και σας ευχαριστώ. Ξέρετε η στολή μας, πολλές φορές απωθεί ή φέρνει σε αμηχανία τον κόσμο και το δικαιολογώ απόλυτα»

«Διόλου. Είσαι ένας ευγενέστατος και όμορφος νέος που υπηρετεί καθώς φαίνεται σωστά τη δικαιοσύνη, επομένως θα χαρώ να βοηθήσω»

Οι δυο τους ανέβηκαν τη σκάλα και ο κύριος ξεκλείδωσε με προσοχή. Μία όμορφη θέρμη αγκάλιασε το σώμα του Γιοχάννες και δειλά κάθισε σε μία πολυθρόνα, δεχόμενος με ευχαρίστηση τις λιχουδιές που είχε να του προσφέρει ο κύριος Κέρτ.

«Λοιπόν, ήταν αργά το βράδυ αν θυμάμαι. Εγώ βρισκόμουν όπως πάντα στο σπίτι μου και μάλιστα, κάθε φορά που έβγαινα για να πεταχτώ στην αγορά εδώ πιο κάτω, προσπερνούσα στα γρήγορα το ισόγειο. Ο λόγος ήταν, γιατί κάποιοι νεαροί είχαν νοικιάσει ένα διαμέρισμα αλλά μου φαίνονταν επικίνδυνοι. Δεν γνωρίζω με λεπτομέρειες τι είδους δοσοληψίες είχαν και με ποιον, ωστόσο μπορώ να σου πω με σιγουριά πως δεν ήταν μονάχα Γερμανοί. Άκουσα και μία άλλη γλώσσα, μα μην με ρωτήσεις ποια, γιατί δεν έχω ιδέα. Δεν δημιουργούσαν πρόβλημα στους ενοίκους και το μόνο παράπονο που είχαμε ήταν η φασαρία και τυχόν μουσικές που έβαζαν κάποτε. Ώσπου ένα βράδυ άκουσα τη φωνή ενός νεαρού. Κατάλαβα πως ήταν αστυνομικός και είχε έρθει γι' αυτούς. Σύντομα όμως τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα. Άκουσα πυροβολισμούς και ταράχτηκα. Κατόπιν, η παράκληση ενός άνδρα να λυπηθεί τον νεαρό αστυνομικό που ψυχορραγούσε κατά πώς είχα καταλάβει, μου ράγισε την καρδιά. Ακολούθησε έπειτα η χαριστική βολή και οι φωνές έπαψαν για δευτερόλεπτα από το σοκ. Η ανταλλαγή πυροβολισμών συνεχίστηκε, ώσπου ήρθε το ασθενοφόρο και οι εγκληματίες διέφυγαν. Δεν σου κρύβω πως φοβόμουν να βγω από το σπίτι. Όλο αυτό και κυρίως ο λυγμός από τα παρακάλια εκείνου του άνδρα, με είχαν αναστατώσει. Στην πολυκατοικία μας ζούσε τόσο καιρό  ένας δολοφόνος και εμείς τον προσπερνούσαμε δίχως να γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια» έκανε μία παύση βλέποντας τον Γιοχάννες να έχει βουρκώσει.

«Ήμουν παρόν στη δολοφονία. Κινήσαμε γη και ουρανό, μα οι ένοικοι φοβόντουσαν να μας πουν γι' αυτούς που έμεναν στο ισόγειο και εσείς νομίζω εκείνον τον καιρό, λείπατε» πρόφερε ο Γιοχάννες.

«Πράγματι την επομένη το πρωί έφυγα για να μείνω στην κόρη μου. Φοβόμουν πολύ»

«Θυμάστε καθόλου πρόσωπα;» τον ρώτησε.

«Αμυδρά. Τίποτε το σπουδαίο που να μπορεί να βοηθήσει, εκτός από κάτι που βρήκα και για κάποιον λόγο νομίζω πως το κράτησα. Μισό λεπτό καθώς δεν θυμάμαι πλέον πού το έχω κρύψει»

Ο Γιοχάννες τον είδε να εξαφανίζεται και να κατευθύνεται στην κουζίνα. Έπειτα άκουσε την αναστάτωση και τον θόρυβο του ψαξίματος. Η ώρα περνούσε και ήταν βέβαιος πως ο ηλικιωμένος θα είχε πετάξει ό,τι και αν ήταν αυτό, μέχρι που τον είδε να γυρνά με ένα χαρτί σκισμένο  και βρώμικο. Θα μπορούσε πράγματι να είναι στοιχείο της ημέρας, ή ίσως κάποιο άχρηστο σκουπίδι. Τη στιγμή που του το έδινε, κοίταξε την εικόνα. Έμοιαζε με ένα σήμα ή λογότυπο, μονάχα που το μισό ίσως και περισσότερο, είχε σκιστεί, πράγμα που σε δυσκόλευε να καταλάβεις τι απεικόνιζε. Αν υπήρχε ωστόσο ένα σημαντικό στοιχείο, αυτό ήταν το ελληνικό γράμμα ΄΄Ξ΄΄, το οποίο άνοιγε νέους δρόμους που κατά πώς φαινόταν οδηγούσαν στην πατρίδα του ήλιου.

«Σας ευχαριστώ πολύ για όλα» του είπε ο Γιοχάννες και προσεχτικά βγήκε στον δρόμο. Ευθύς τηλεφώνησε στον Φρίντριχ.

«Όλα εντάξει;» ακούστηκε η φωνή του.

«Ναι» απάντησε μονολεκτικά ο Γιοχάννες. Σιωπή διαδέχτηκε την δήλωσή του.

«Ερευνάς κάποια υπόθεση; Είμαι πλέον συνεργάτης σου, ίσως μπορώ να βοηθήσω» του είπε ο Φρίντριχ, ο οποίος έμεινε να τον περιμένει κοντά στο σημείο όπου του είχε αναφέρει.

Προτού απαντήσει ο Γιοχάννες, είδε τη φιγούρα του μπροστά του.

«Δεν χρειαζόταν να στέκεσαι τόσες ώρες μέσα στο κρύο. Είχες ακόμη μία ώρα ως το τέλος της δικής σου βάρδιας καθώς είχες αργήσει σήμερα.

«Ειδοποίησα τον κύριο Έριχ, δεν μου είπε τίποτε»

«Καλώς. Ευχαριστώ γι' αυτό» του χαμογέλασε διστακτικά εκείνος.

--------------------------------

Ο ήλιος ο ηλιάτορας της Κηφισιάς με βρήκε να κοιμάμαι βαθιά, με το αναθεματισμένο μου τηλέφωνο να πάλλεται στους ρυθμούς της αφύπνισης. Το σώμα μου αντέδρασε ευθύς σαν ελατήριο έκτακτης ανάγκης και με μία κίνηση με σήκωσε με το ζόρι. Για λίγο απόδιωξα τη γλύκα του Μορφέα για να κάνω μία γρήγορη, νοητή επανάληψη στα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας και στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου με εμένα και τον Ρούντολφ Ες να σφιχταγκαλιαζόμαστε στο μεθυστικό τοπίο του λουτρού, με την μπανιέρα και τον νιπτήρα θλιβερούς θεατές μίας πρωτοφανούς ανακωχής. Τα κοκαλάκια των αγωνιστών θα είχαν τρίξει στα σίγουρα, μα χαλάλι. Ο Ρούντολφ με είχε αποκαλέσει όμορφη και μάλιστα στα ελληνικά.

΄΄Από πότε σε νοιάζει η άποψη του Αδόλφου και τα πανούργα κομπλιμέντα του;΄΄ έκρωξε το υποσυνείδητο για να συγκρουστεί με την διαπίστωση του συνειδητού. Πως μου άρεσε η αγκαλιά του και η ευθραυστότητά του όταν τον κρατούσα.

Στην σκέψη αυτή τα μάτια μου γούρλωσαν και παρακάλεσα να δω το κούφιο βλέμμα του Αιμιλιανού που θα με προσγείωνε για τα καλά στην καθημερινότητα. Με τρόπο άνοιξα την πόρτα και είδα τον Ρούντολφ να εξέρχεται από το μπάνιο με το ανδρικό του άρωμα να έχει βρεθεί να αιωρείται ολόγυρα στον χώρο και εμένα να μοιάζω με σκούπα πολυχρησιμοποιημένη, καθώς το μαξιλάρι είχε πλακώσει τα μακριά μαλλιά μου μπλέκοντάς τα.

«Γκούτεν Μόργκεν» άκουσα στα γερμανικά.

«Μην παίρνεις και φόρα για δύο γερμανικές λέξεις που ανταλλάξαμε» γρύλισα στα ελληνικά και τον είδα να υψώνει το φρύδι του με απορία.

«Wie bitte?» απάντησε και κατόπιν το διόρθωσε στα αγγλικά «Πώς είπες; Συγγνώμη παρασύρομαι...» ψέλλισε και ξανά η αμηχανία μας φίλησε σταυρωτά με κουτοπονηριά.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησα και τον είδα να μου χαμογελά καθώς με πλησίαζε ελάχιστα.

«Ναι και σε ευχαριστώ. Ξέρω πως φέρθηκα άσχημα χθες...όπως επίσης ξέρω πως δεν ανοίγομαι εύκολα. Συγγνώμη γι' αυτό. Ελπίζω μία μέρα να μπορέσω να σου εξηγήσω Καλλίστη» έκανε μία παύση και τον είδα να απλώνει το χέρι του και να χτενίζει με τα δάχτυλά του τα μαλλιά μου. Το πρόσωπό μου κοκκίνισε και ήμουν βέβαιη πως το παρατήρησε «Μην ανησυχείς. Είσαι μία χαρά» μου είπε και κατευθύνθηκε στο σαλόνι, ώστε να ξεκινήσει η δουλειά μας μέσω υπολογιστή.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro