Κεφάλαιο Έβδομο/ part 3
Ο Ίωνας με τον Βάγγο είχαν μαζευτεί σε ένα διαμέρισμα στην Πολιτεία, στο ίδιο που επί χρόνια κανόνιζαν τις δουλειές τους. Ο πατέρας του που είχε την εταιρεία σωματοφυλάκων, εκτός από τις νόμιμες δουλειές με πρόσωπα της πολιτικής, είχε και τις παράνομες. Σε αντίθεση όμως με αρκετές εγκληματικές ομάδες που έπαιρναν σβάρνα τα μαγαζιά και τα καφέ στην Αθήνα και όπου αλλού μπορούσαν, εκβιάζοντας τους ιδιοκτήτες για ψίχουλα, εκείνος συνεργαζόταν με διάσημα ονόματα, προσφέροντας προστασία έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών, καλύπτοντας παράλληλα δικές του βρομοδουλειές. Με αυτόν τον τρόπο και καθώς αμφότεροι ήταν βουτηγμένοι στην παρανομία, εξασφάλιζε τη σιωπή τους. Φυσικά τύχαινε να έχουν ανοιχτεί και με άλλους στο εξωτερικό, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, μα δεν είχε ιδέα πως ο γιος του είχε μπλέξει τόσο άσχημα. Είχε ακούσει την αναφορά του ονόματος ενός Έμπερχαρντ και μάλιστα όταν την άκουσε ξανά από τον μικρό του γιο, του έκανε εντύπωση, μονάχα που δεν γνώριζε όλο το μακελειό που είχε γίνει στο Βερολίνο. Ο Ίωνας έμπλεκε με αλήτες επικίνδυνους, πιστεύοντας πως έτσι θα κερδίζει περισσότερη δουλειά. Ο Στέφανος ως χρόνια επιχειρηματίας σε αυτόν τον σκοτεινό χώρο, ήξερε να κινείται καλύτερα και να επιλέγει σοφότερα τις συνεργασίες του. Τώρα όμως είχε ανοίξει και για την αστυνομία ο ασκός του Αιόλου. Μετά την επίθεση στο πρόσωπο του Γιοχάννες, η συμμορία είχε δείξει για τα καλά τα δόντια της. Το ατόπημα του νεαρού αστυνομικού ήταν πως είχε εμφανιστεί με την στολή της υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να τον δουν μάτια που δεν θα έπρεπε. Οι Γερμανοί συμμορίτες γνώριζαν πολύ καλά πως αυτή η υπόθεση δεν είχε κλείσει ακόμη. Τουλάχιστον όχι για όσο ο Ρούντολφ παρέμενε ζωντανός. Πίσω από την έγκαιρη πληροφόρησή τους, κρυβόταν πάντα το ίδιο πρόσωπο.
Ο Άγγελος βρισκόταν μαζί με την μητέρα του στο σπίτι, η οποία δήθεν κρυφοδιάβαζε ένα περιοδικό. Μετά από εκείνο το τελευταίο περιστατικό που βρέθηκε λιπόθυμη, μιλούσε όλο και λιγότερο, με τον νεαρό να προσπαθεί να την πείσει να επισκεφτεί κάποιον ειδικό. Η Ιοκάστη δεν αναφερόταν ποτέ σε όσα τη βασάνιζαν. Η κατάθλιψη της είχε χτυπήσει την πόρτα μιας και οι παλαιές της φίλες την απέφευγαν πλέον συστηματικά. Για λίγο κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του και παραμερίζοντας τα βιβλία του Πανεπιστημίου, ξάπλωσε κοιτώντας απλώς το ταβάνι. Η ζωή του είχε αλλάξει ραγδαία σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Θυμόταν τις καλές εποχές που κυκλοφορούσε με τους σχολικούς του φίλους από πάρτι σε πάρτι και από βίλα σε βίλα, μιας που οι περισσότεροι ήταν παιδιά πλούσιων οικογενειών. Στις δύσκολες στιγμές του όμως, είχε καταλήξει να του συμπαραστέκεται ένας άγνωστος. Ούτε καν κάποιο μέλος της οικογένειάς του.
Κοίταξε την ώρα. Ήθελε να φύγει και να πάει μία βόλτα. Ίσως κατεβαίνοντας στην πόλη που μεγάλωσε, τον Πειραιά, να πετύχαινε και την Καλλίστη. Δεν ήξερε τι είχε πάθει με την συγκεκριμένη κοπέλα. Παρά το γεγονός πως στο παρελθόν ουδέποτε έκαναν παρέα, μιας που ήταν πολύ χαμηλών τόνων και ο ίδιος ανήκε στην κλίκα των ελίτ, η αύρα της είχε κάτι το καθησυχαστικό. Δίχως να γνωρίζει πως βρισκόταν κιόλας στο αεροδρόμιο, πήρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε μέσω της εθνικής, στο λιμάνι του Πειραιά όπου βρισκόταν και η εταιρεία. Το καφέ του Μάρκου δέσποζε στη γωνία και εκείνος παρατήρησε πως τα φώτα από τα τζάμια του επιβλητικού κτηρίου ήταν σβηστά.
«Κλείσαμε» άκουσε τον Μάρκο να του λέει με νόημα, βλέποντάς τον να έχει σταθεί λίγα μέτρα παρακάτω, ρεμβάζοντας προς την μεριά των γραφείων. Στο καφέ βρισκόταν και η Βίκυ που είχε σχολάσει και που έπινε τον έναν εσπρέσο πίσω από τον άλλο προσπαθώντας να αποβάλει τις τοξίνες του Αιμιλιανού.
Ο Άγγελος πλησίασε ελαφρώς ντροπαλά.
«Να καθίσω;» ρώτησε αβέβαια.
«Βλέπεις πουθενά ταμπέλα που γράφει πως απαγορεύεται;» πετάχτηκε ο Μάρκος για όσο η Βίκυ βρισκόταν τυλιγμένη στον δικό της κόσμο αναλύοντας λογιστικές υποθέσεις «Λοιπόν, εδώ εμείς όταν ο πελάτης έχει ντέρτια, σερβίρουμε σφηνάκια εσπρέσο με μία μικρή δόση αλκοόλ. Εσύ σε τι κατάσταση βρίσκεσαι;» τον ρώτησε αιχμηρά.
«Ενδιάμεση. Φοβάμαι πως αν πιώ και καφέ δεν θα κοιμηθώ το βράδυ» αποκρίθηκε ο νεαρός.
«Σερβίρουμε και χαμομηλάκι κατά των τύψεων και της αυπνίας. Αν κάνουμε δε και ένα κοκτέιλ από πασσιφλόρα, τίλιο και βαλεριάνα, σου υπόσχομαι πως τα αποτελέσματα θα είναι θαυματουργά. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βοτανολόγος έπρεπε να γίνω, το ΄΄μπαρίστας΄΄ δεν μου ταιριάζει. Εκτός και αν αναβαθμίσω αυτήν εδώ την ποντικότρυπα, δίνοντάς της ένα χάδι απαλό ανανέωσης. Βέβαια κατά πόσο θα εκτιμηθεί από τους λιμενεργάτες, αυτό δεν το γνωρίζω. Από τους επιχειρησιακούς διευθυντές όμως, σίγουρα» τελείωσε με τον Άγγελο να τον κοιτάζει εμβρόντητος και ίσως με ένα μειδίαμα στο πρόσωπο.
«Νομίζω με ένα τσάι του βουνού θα είμαι εντάξει» πρόφερε στο τέλος ενώ η κοπέλα δίπλα του έχοντας μπροστά της μία λίστα, χτυπιόταν κάνοντας υπολογισμούς σε ένα μικρό κομπιουτεράκι.
«Με συγχωρείς» της είπε προσπαθώντας να της τραβήξει την προσοχή «Θα επιθυμούσες ίσως κάποια βοήθεια; Σπουδάζω οικονομικά και μπορεί να σε διευκολύνω» κόμπιασε.
«Είμαι λογίστρια. Αυτό έλειπε να με βοηθάνε οι φοιτητές!» έκρωξε εκείνη.
«Ε, καλά! Δεν έχεις κάνει και μεταπτυχιακό στο Χάρβαρντ. Το παλικάρι έκανε μία πρόταση» την μάλωσε ο Μάρκος και εκείνη του χαμογέλασε. Με τον Άγγελο είχαν περίπου τρία χρόνια διαφοράς. Η Βίκυ είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και εργαζόταν στο λογιστικό τμήμα του συγχωρεμένου κυρίου Έμπερχαρντ. Πάρα ταύτα, και με το φρύδι της να υψώνεται, του έδειξε τα χαρτιά. Ο Άγγελος τα κοίταξε προσεκτικά ένα προς ένα ζητώντας έπειτα στυλό.
«Ελπίζω για να υπογράψεις την καταδίκη σου» τον πείραξε ο Μάρκος, όταν ο νεαρός σημείωσε μερικά πράγματα ως βοήθημα δίπλα από τις ατελείωτες αναφορές της κοπέλας. Όταν της τα επέστρεψε, εκείνη έριξε μία πεταχτή ματιά και έπειτα στράφηκε στον ίδιο.
«Εκεί έφτασα Θεέ μου. Να μου δίνουν λύσεις οι εικοσάχρονοι φοιτητές» αναστέναξε.
«Αν κρίνω σωστά δεν σε πήραν και τα χρόνια» της απάντησε βραχνά.
«Τα χρόνια όχι, η κάτω βόλτα σίγουρα. Είναι μία κούκλα είκοσι τριών χρόνων. Εγώ είμαι θαρρώ ο μεγαλύτερος εδώ πέρα. Όσο για το γραφείο που κοιτούσες πριν, η Καλλίστη λείπει. Ταξιδεύει μάλλον» πρόφερε περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις του.
Εκείνος δεν μίλησε. Βυθίστηκε για λίγο στις προσωπικές του σκέψεις. Η κοπέλα δίπλα του, είχε μία εμφάνιση ιδιόμορφη. Ήταν ντυμένη στα ολόμαυρα και τα μαλλιά της ήταν τώρα κουρεμένα κοντά, σε χρώμα πυρόξανθο. Τα μάτια της ήταν βαμμένα με μαύρο μολύβι που τόνιζαν ιδιαίτερα τα αμυγδαλωτά της μάτια. Στην ουσία, αυτό το στυλ ερχόταν σε βροντερή αντίθεση με ό,τι εκείνος είχε συνηθίσει, ωστόσο ο κοφτός της χαρακτήρας του είχε τραβήξει την προσοχή. Αντίστοιχα εκείνη σκεφτόταν πως αυτός ο νεαρός, που είχε όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το στυλ του άνδρα που προτιμούσε. Η μάλλινη γκρίζα καπαρντίνα του, σε συνδυασμό με το στενό και ελαφρώς κοντό παντελόνι του, την έκανε να καγχάσει. Τον θεωρούσε το λιγότερο αστείο. Όταν αποφάσισε πλέον να σηκωθεί και θυμούμενος πως οι καλοί τρόποι έλεγαν τελικά πως είναι όμορφο να κερνάς μία κοπέλα, κάτι που δεν είχε κάνει στην περίπτωση της Καλλίστη, αποφάσισε στα κρυφά φεύγοντας, μαζί με το δικό του τσάι, να πληρώσει και την παραγγελία της. Εξάλλου ήταν κολλητή της Καλλίστη και έπρεπε να κάνουν ανακωχή οι δυο τους, αν επιθυμούσε να μην τον στολίσει με κοσμητικά επίθετα. Έχοντας μόλις φύγει όμως, ο Μάρκος την ενημέρωσε για το κέρασμα όταν εκείνη ετοιμάστηκε να πληρώσει.
«Πλάκα κάνεις; Γιατί; Θεώρησε πως το είχα ανάγκη;» έκρωξε «Ένας άγνωστος είναι! Δεν μπορεί να μου πετά κατά πρόσωπο το παχουλό του πορτοφόλι! Ως εδώ πια με αυτό το είδος! Θα το εξαφανίσω» πρόφερε εκνευρισμένη, όταν είδε το κτήριο που φιλοξενούσε τον υπόγειο χώρο στάθμευσης και κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί. Το πανάκριβο ΒΜW έκανε την εμφάνισή του και εκείνη χτύπησε το τζάμι του οδηγού.
Μπροστά στο θέαμα της απελπισμένης γυνής, ο Άγγελος σαστισμένος κατέβασε τελικά το τζάμι και την κοίταξε πλαγίως.
«Τι συνέβη; Ξέχασα μήπως κάτι στο καφέ και ήρθες να μου το φέρεις;» ρώτησε αθώα.
«Ναι, τους τρόπους σου μικρέ» απάντησε εκείνη τονίζοντας την τελευταία λέξη.
«Δεν αντιλαμβάνομαι την επιθετικότητα. Έκανα μήπως κάτι προσβλητικό;»
«Δεν γεννήθηκα χθες...»γρύλισε εκείνη.
«Από όσο σε κόβω, όχι. Ούτε όμως και εγώ. Σε πείραξε που πλήρωσα;» την ρώτησε ευθέως και για ελάχιστα δευτερόλεπτα, εκείνη πισωπάτησε χάνοντας τα λόγια της.
«Ναι. Δεν σε γνωρίζω, παρά μονάχα ελάχιστα, και αυτό μέσα από την Καλλίστη. Αρσενικά σαν και του λόγου σου δεν μου κάνουν καλή εντύπωση. Ξέρεις, δήθεν παντογνώστες, λεφτά της μαμάς και του μπαμπά που με την πρώτη ευκαιρία σου επιδεικνύουν και...παντελόνια τύπου κολάν που φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο» μουρμούρισε στο τέλος με τον νεαρό να σκύβει ελάχιστα για να παρατηρήσει το ντύσιμό του.
«Παρά το γεγονός πως και εσύ είσαι το ακριβώς αντίθετο από το ιδεατό μου πρότυπο, τουλάχιστον θα μπορούσες να ήσουν ευγενής. Δεν το έκανα για επίδειξη, αντιθέτως το θεώρησα μία κίνηση όμορφη» πάλεψε να βρει αντίλογο.
«Βέβαια. Γιατί αυτά σας μαθαίνουν μάλλον στους χρυσούς κύκλους σου. Πως αν πληρώσεις τον λογαριασμό της γυναίκας, θα την έχεις του χεριού σου, θα εντυπωσιαστεί και θα σκλαβωθεί» αντέτεινε.
«Πίστεψέ με, βασικό μου μέλημα είναι να μπει μία τελεία σε αυτόν τον σουρεαλιστικό διάλογο. Ούτε να σε σκλαβώσω επιθυμώ, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο και ψυχοφθόρο. Καλό σου βράδυ και με περιορισμό τα σφηνάκια εσπρέσο. Βλάπτουν το νευρικό σύστημα» της γρύλισε και την είδε να απομακρύνεται.
Ασυναίσθητα, έριξε ακόμη μία ματιά στο παντελόνι του. Δεν ήταν δα και τόσο τραγικό, ειδικά για κάποιον ψηλό και λεπτό όπως ο ίδιος. Δηλαδή, ήταν προτιμότερο εκείνο το πένθιμο αμπέχονο που φορούσε η ίδια; Ρυθμίζοντας έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ετοιμάστηκε να βγει στον δρόμο, όταν καταρρακτώδης βροχή ξεκίνησε, σε σημείο να του περιορίσει την ορατότητα. Κάτι τέτοιες στιγμές η κίνηση διπλασιαζόταν αυτομάτως στον Πειραιά και έτσι εκείνος βρέθηκε σταματημένος στο φανάρι. Απέναντι ακριβώς, στεκόταν εκείνη η μαυροφορεμένη γυναίκα και μούσκευε μονάχη της. Ομπρέλα δεν κρατούσε και την είδε να διασχίζει με ταχύτητα τη διάβαση μέσα στο βράδυ και να ανηφορίζει προς το Δημοτικό Θέατρο. Ο Άγγελος προσπάθησε κυριολεκτικά να πετάξει το θέαμα από το μυαλό του, όταν στρίβοντας και εκείνος, την είδε να ανεβαίνει αργά τον δρόμο, περνώντας από τις ξεχασμένες ράγες ενός τραμ που ποτέ δεν λειτούργησε στο κέντρο της πόλης.
΄΄Θα το μετανιώσω με βεβαιότητα΄΄ σκέφτηκε όταν πάτησε την κόρνα του αυτοκινήτου του, κάνοντάς την όμως να αναπηδήσει τσαλαβουτώντας σε έναν λάκκο με λασπόνερα. Είχε υπογράψει άτυπα την καταδίκη του.
«Εσύ....» γρύλισε σαν την λέαινα στο κλουβί «Σε διακατέχει ένας ανομολόγητος σαδισμός τελικά. Επέστρεψες για να με..»
«Μπες μέσα!» της φώναξε.
«Και απαγωγή; Ούτε να το σκέφτεσαι!»βρόντηξε εκείνη.
«Είπα μπες μέσα ελαφρόμυαλη γυναίκα και άσε κατά μέρος τους εγωισμούς. Αυτή τη στιγμή φλερτάρεις με την πνευμονία και πίστεψέ με, το πανάκριβο αυτοκίνητό μου με την θέρμανση, είναι ένα σκαλί καλύτερο από τα επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου. Οφείλεις να το παραδεχτείς αυτό» της είπε και η Βίκυ ηττημένη πλησίασε, ωστόσο στάθηκε για λίγο έξω «Τι περιμένεις; Να στραγγίσεις; Ξέχασέ το. Το έχω πάρει απόφαση πως το εκρού χαλάκι μου θα γίνει μαύρο. Άντε!»
Η Σοφία Βέμπο ηττήθηκε τελικά και εισήλθε στο αυτοκίνητο του νεαρού κουρνιάζοντας σε μία άκρη. Τα ρούχα της είχαν μουσκέψει ως το εσώρουχο κυριολεκτικά, μα η θέρμανση του αυτοκινήτου γλυκά τύλιγε τα βρεγμένα της άκρα. Είδε τον Άγγελο να αφαιρεί το πανωφόρι του και να της το δανείζει για να ξεφορτωθεί το μουσκεμένο δικό της.
«Δεν είναι ανάγκη» πρόφερε και τον είδε να κουνά το κεφάλι του με νόημα.
«Δεν ξεβάφει από το νερό αν γι' αυτό ανησυχείς. Είναι Αρμάνι» την πείραξε και την είδε να μειδιά «Πού μένεις; Θα σε πάω ως εκεί» την ρώτησε και εκείνη ξεκίνησε να τον κατευθύνει ανάμεσα από τα στενάκια του Πειραιά.
Σαν έφτασαν, κατέβηκε λέγοντάς του ευχαριστώ, μα ξεχνώντας εντελώς να του επιστρέψει το πανωφόρι. Μονάχα όταν βρέθηκε να ξεκλειδώνει και στα ρουθούνια της έφτασε η μυρωδιά ενός γλυκού ανδρικού αρώματος, τότε κατάλαβε πως το βαστούσε ακόμη. Ωστόσο, δεν διέθετε τον παραμικρό τρόπο επικοινωνίας μαζί του. Εκτός του ότι ήταν τουλάχιστον τρία χρόνια μικρότερος από εκείνη, το προφίλ του χτυπούσε το σήμα του κινδύνου. Όταν είχε γνωρίσει την Καλλίστη στις αρχές και είχαν βρεθεί να συζητούν, εκείνη της είχε αναφέρει την περίπτωση του Άγγελου. Ανήκε στην ομάδα εκείνη των μαθητών που περνούσε πάντοτε το δικό τους και που ανέπτυσσαν μεταξύ τους δεσμούς λες και αν επέλεγαν κάποιον άλλο, θα παραβίαζαν έναν άγραφο κανόνα. Η ίδια πάλι, έμενε μόνη της στον Πειραιά, με τους γονείς της να βρίσκονται στην Καρδίτσα. Θυμόταν τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια εκεί, καθώς και την περίπτωση του Λαέρτη. Ο Λαέρτης υπήρξε παιδικός της φίλος από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Μαζί στο σχολείο, μαζί τα καλοκαίρια στις κατασκηνώσεις, μαζί φοιτητές. Η Βίκυ ήταν το ρομαντικό κορίτσι από την επαρχία που πίστευε στην μία και μοναδική αληθινή αγάπη. Για εκείνη, ο ορισμός ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Λαέρτη. Όταν οι δυο τους πάτησαν τα δεκαεφτά, ένα θερμό καλοκαίρι, τα πράγματα μεταξύ τους άλλαξαν. Ο νεαρός φάνηκε επιτέλους πως έτρεφε τα ίδια με εκείνη αισθήματα. Επακόλουθο αυτού, ήταν η πρώτη της φορά και ένας έρωτας που φάνηκε πως θα είχε διάρκεια στα χρόνια. Μαζί μετακόμισαν αρχικά στην Αθήνα. Οι γονείς τους έκαναν καλή παρέα και είχαν χαρεί γι' αυτήν την κίνηση. Η ίδια ένιωθε σαν την πιο ευτυχισμένη γυναίκα και ο Λαέρτης ήταν πρότυπο άνδρα μαζί της.
Ένας χρυσός χρόνος πέρασε και σχεδόν τίποτε δεν έμοιαζε να αλλάζει με εξαίρεση πως οι επαφές τους είχαν αραιώσει και ο Λαέρτης φάνταζε ελαφρώς αμήχανος κάθε φορά που εκείνη τον πλησίαζε για χάδια. Στο σπίτι όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν ολοένα και πιο σιωπηλός, όταν ένα απόγευμα που η Βίκυ επέστρεψε νωρίτερα, το θέαμα που αντίκρυσε την σόκαρε. Ο Λαέρτης βρισκόταν στον καναπέ ολόγυμνος με έναν άνδρα. Στη θέα της ωστόσο ξαφνιάστηκε και εκείνος, ενώ αυτό που ακολούθησε ήταν το φευγιό του δεσμού του και μία Βίκυ βαθιά πληγωμένη. Αυτό που δεν του συγχώρεσε, δεν ήταν η ομοφυλοφιλία, αλλά η προδοσία. Το γεγονός πως τουλάχιστον για έναν χρόνο την κορόιδευε δίχως ποτέ να συζητήσει μαζί της αυτό που τον απασχολούσε και που φυσικά αφορούσε και την ίδια άμεσα. Έπειτα ξεκίνησαν οι σκέψεις περί εκμετάλλευσης. Πως πάτησε επάνω στο δεσμό τους, προκειμένου να κλείσει τυχόν στόματα και υποψίες της μικρής κοινωνίας. Το αγκάθι μέσα της δεν βγήκε ποτέ, ούτε φυσικά της πέρασε από το μυαλό να προσπαθήσει ξανά στο θέμα των σχέσεων. Εξάλλου, το τραύμα ήταν νωπό ακόμη, μιας που αποχωρίστηκε έναν άνθρωπο που τον ήξερε μία ολόκληρη ζωή. Με κόπο, άφησε το πανωφόρι του νεαρού στην άκρη, ελπίζοντας πως έστω θα το έδινε στην Καλλίστη και εκείνη με την σειρά της στον ιδιοκτήτη.
Ο Άγγελος από την άλλη είχε φτάσει σχεδόν έξω από το διαμέρισμα στην Πολιτεία που αρκετές φορές χρησιμοποιούσε ο αδερφός του. Είχαν πολλά σπίτια στην κατοχή τους, στα βόρεια προάστια, συν όλα εκείνα που ενοικίαζαν. Στον ελεύθερό του χρόνο από τη Σχολή, ασχολούταν κυρίως με την ηλεκτρονική ιστοσελίδα διαφήμισης των διαμερισμάτων και μάλιστα, εκνευριζόταν με τον αδερφό του που πότε έμενε στου Στέφανου το σπίτι, πότε πήγαινε σε ένα από τα πολλά διαθέσιμα. Ο Άγγελος γνώριζε γενικά πως ο αδερφός του δεν ήταν και το καλύτερο παιδί, αλλά ο ίδιος απείχε. Για τον εαυτό του προτιμούσε μία πλούσια ζωή παρέα με τους φίλους του, ταξίδια και καλοπέραση. Δυστυχώς όμως το οικογενειακό του περιβάλλον δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε αυτούς τους κύκλους και έτσι συνήθως επεδίωκε να κρατά κρυφό οτιδήποτε αφορούσε τους δικούς του. Η βροχή είχε σταματήσει και εκείνος έχοντας κλειδιά, άνοιξε την πόρτα για να βρει τον Ίωνα, τον Βάγγο και ακόμη έναν, να έχουν απλώσει την λευκή σκόνη του θανάτου, διασκεδάζοντας με γκόμενες.
«Τι στο διάολο;» ούρλιαξε ο νεαρός και ο Ίωνας τινάχτηκε μαζεύοντας το χάλι όπως- όπως.
«Γιατί είσαι εδώ εσύ;» του γρύλισε.
«Αυτό είναι το πρόβλημα, ή ότι χαριεντίζεσαι με αλήτες και πουτάνες κάνοντας ναρκωτικά; Το ξέρει ο μπαμπάς αυτό; Πως ο γιος του είναι εξαρτημένος;» τέντωσε το σχοινί για να νιώσει μία γροθιά στο πρόσωπο και αίμα να πλημμυρίζει το στόμα του μιας που εξαιτίας της πίεσης δάγκωσε την γλώσσα του απότομα.
«Ήρεμα ρε φίλε» τον σταμάτησε ο Βάγγος.
«Μας αντιμιλάνε και τα μωρά τώρα. Τα εκλεκτά μωρά γιατί αυτός ζει μέσα στα λούσα και όλη τη βρομοδουλειά τη βγάζω εγώ!» βρυχήθηκε ενώ ο αδερφός του πάλευε να σηκωθεί. Ο Ίωνας τον πλησίασε ωστόσο και κόλλησε το ιδρωμένο του πρόσωπο στο δικό του «Πρόσεχε και λέξη δεν θα φτάσει σε κανέναν. Ειδικά σε αυτόν τον αναθεματισμένο μπάτσο, στον οποίο νοικιάζεις το σπίτι. Κατάλαβες;» τον απείλησε και ευθύς τον έσπρωξε έξω με όλη του τη δύναμη, σωριάζοντάς τον κάτω και αρπάζοντας τα κλειδιά του μέσα από την τσέπη.
Ο Άγγελος ήταν σε κατάσταση σοκ. Με τον αδερφό του ουδέποτε τα πήγαιναν τέλεια, ουδέποτε είχαν συζητήσει για τις δουλειές, ή τις βρομοδουλειές, ούτε καν για τον χωρισμό των γονιών τους. Ήξερε φυσικά πως όλο και κάποιες παρανομίες έκανε ο πατέρας τους,μα αυτό που αντίκρυσε εκεί μέσα ήταν γιάφκα και όχι σπίτι. Η ατμόσφαιρα μύριζε ποτό και ιδρώτα, τα ναρκωτικά έρρεαν και ο Ίωνας του είχε επιτεθεί με τόσο μένος, σαν να ήταν ένας ξένος. Αυτός εκεί μέσα, δεν θα μπορούσε να είναι ο αδερφός του. Το κεφάλι του πονούσε και η μπλούζα του είχε πλημμυρίσει με αίματα. Αν επέστρεφε στην μητέρα του, θα πάθαινε σοκ στη θέα του. Η λύση ήταν απλώς να της τηλεφωνήσει, λέγοντας πως θα κοιμηθεί σε κάποιον φίλο του και ας ήταν αυτός το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro