Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Έβδομο/ part 2

Η επόμενη μέρα έμελλε να είναι συννεφιασμένη. Σαν να ετοιμαζόταν μεγαλοπρεπώς να υποδεχτεί και εκείνη με τη σειρά της τα νέα. Ο Ρούντολφ είχε σηκωθεί με αναπτερωμένο το ηθικό, σκεπτόμενος πως επιτέλους είχε κάνει μία αρχή στη ζωή του, μακριά από τα εβένινα πλοκάμια του παρελθόντος. Ωστόσο, μόλις άνοιξε το τηλέφωνό του βρήκε τέσσερις αναπάντητες κλήσεις από ένα άγνωστο, γερμανικό νούμερο. Ευθύς τηλεφώνησε πίσω, ακούγοντας έναν νεαρό άνδρα.

«Γκούτεν Μόργκεν. Ποιος είναι;» ρώτησε νυσταγμένα ακόμη.

«Είσαι ο Ρούντολφ Έμπερχαρντ, σωστά; Είμαι ο Φρίντριχ, ο συνάδελφος που σε αντικατέστησε» η φωνή του ακουγόταν λαχανιασμένη.

«Μάλιστα. Έχει συμβεί κάτι; Μου ακούγεσαι λαχανιασμένος» πρόφερε ο Ρούντολφ.

«Κοίταξε, το γνωρίζω πως είσαι μακριά και πως εμφανώς ο Γιοχάννες δεν με εμπιστεύτηκε από την αρχή ώστε να μου πει όλη την αλήθεια για την υπόθεση που ερευνούσε. Τη δεδομένη στιγμή τον σέβομαι καθώς η θέση του είναι δύσκολη» του είπε και εκείνη τη στιγμή ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν και το κορμί του να μουδιάζει ολόκληρο.

«Τι έπαθε ο Γιοχάννες; Μίλησέ μου! Είναι καλά;» ξεκίνησε να φωνάζει για να τον ακούσει να παίρνει μία βαθιά ανάσα.

«Είναι καλά. Τον πυροβόλησαν μεν δύο φορές, αλλά όχι σε σημεία που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του» ήρθε η απάντηση του αστυνομικού και ένα κύμα τύψεων σάρωσε για τα καλά την ψυχή του Ρούντολφ. Εξαιτίας του ο φίλος του κόντεψε να πεθάνει, εξαιτίας ενός θέματος που αφορούσε το δικό του παρελθόν. Δεν μπορούσε όμως να του επιτρέψει να συνεχίσει. Είχε οικογένεια, ανθρώπους που τον χρειάζονταν και αυτή η υπόθεση είχε ξεκινήσει και γινόταν περίπλοκη και επικίνδυνη.

«Φρίντριχ θα έρθω στο Βερολίνο, έστω και για δύο μέρες. Θα σου μιλήσω εγώ για την υπόθεση» πρόφερε ο Ρούντολφ και άκουσε από το βάθος μία γνώριμη φωνή. Εκείνη του αδερφικού του φίλου.

«Να μην πατήσεις δίχως την φροϊλάιν Ασημακοπούλου!» τον πείραξε καθώς έπαιρνε το τηλέφωνο από τον Φρίντριχ και μέσα στη θολούρα του, ο Ρούντολφ ήθελε να τον ρωτήσει πού στο καλό είχε μάθει να προφέρει σε έστω και σπαστά ελληνικά το επίθετό της.

«Μα...Θα την μπλέξω» πήγε να διαμαρτυρηθεί.

«Είναι η τελευταία μου επιθυμία» ήρθε το μακάβριο αστείο του φίλου του και ο Ρούντολφ ετοιμάστηκε να του απαντήσει καταλλήλως, μα τελευταία στιγμή μαζεύτηκε.

«Θέλω να είσαι καλά. Σήμερα κινδύνεψες εξαιτίας μου! Γιατί δεν ενημέρωσες τον Φρίντριχ;» του παραπονέθηκε.

«Είμαι αστυνομικός που ασχολείται με μία υπόθεση εγκληματιών. Θα μπορούσε να μην αφορά εσένα και τον αδερφό σου. Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Δεν επέλεξα τυχαία το επάγγελμα, όπως ούτε και εσύ. Όσο για τον Φρίντριχ, πλέον κάτι παραπάνω γνωρίζει μα ίσως εσύ τα αναλύσεις καλύτερα» απάντησε ο Γιοχάννες κουρασμένα.

Σαν κλείσανε το τηλέφωνο, ο Ρούντολφ του υποσχέθηκε να μεταβεί στο Βερολίνο δίχως δεύτερες σκέψεις. Ο μοναδικός του ενδοιασμός, ήταν η Καλλίστη. Δεν επιθυμούσε να την μπλέξει σε όλα τα ενδοοικογενειακά του προβλήματα. Θα ήταν καλύτερα αν δεν μάθαινε πως μία εγκληματική οργάνωση βρισκόταν και στο δικό του κατόπι, εξαιτίας της υπόθεσης του Αλοίσιου. Όλο αυτό θα την τρόμαζε και θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Ήταν μικρή, μικρή και άβγαλτη στη ζωή για να την γεμίσει με σκοτούρες που αφορούσαν εγκληματίες. Από την άλλη, αν ανταποκρινόταν θετικά και αποφάσιζε το πρώτο διάστημα να του σταθεί μονάχα για να συνειδητοποιήσει στην πορεία πως όλο αυτό ήταν βαρύ και τον εγκατέλειπε; Στα σίγουρα ο φίλος του θα τον συμβούλευε να έπαυε τις υποθέσεις και να προχωρούσε στο μονοπάτι που είχε χαράξει με όποιο κόστος. Ο Ρούντολφ όμως δυσκολευόταν να ανοιχτεί και στα σίγουρα, η αποκάλυψη όλων των πτυχών της ζωής του θα ήταν δύσκολη και επίπονη. Κλείνοντας το τηλέφωνο, ξαφνικά ένιωσε το σώμα του κουρασμένο. Οι καταστάσεις τον πίεζαν υπερβολικά και έπρεπε να σκεφτεί. Δεν μπορούσε να στέκεται άπραγος στην Ελλάδα με μία δική του υπόθεση να τρέχει. Όφειλε να συμβάλει στην έρευνα. Ως τι φυσικά δεν γνώριζε μιας και είχε παραιτηθεί. Ωστόσο, έπρεπε.

Όντας έτοιμος, αποφάσισε επιτέλους να πάρει τον δρόμο για τον ηλεκτρικό. Οι γειτονιές της Ελλάδας είχαν τις δικές τους μυρωδιές, άλλοτε φαγητών, άλλοτε απορρυπαντικών από τα νοικοκυριά και άλλοτε κάποιας ξεχασμένης γαζίας που παρά τον ελαφρώς ψυχρό καιρό, έστεκε ακόμη στο πλάι παλεύοντας να συγκρατήσει στα γυμνά κλαδιά της, τα μυρωδάτα και απαλά, χνουδωτά της άνθη. Στο γραφείο θα μετακόμιζαν για λίγο στον επάνω όροφο που δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα από την πυρκαγιά, μέχρι να ήταν έτοιμη η είσοδος του δικού τους χώρου για να τους υποδεχτεί. Το μυαλό του εκείνο το πρωινό έμοιαζε μουδιασμένο. Ούτε κατάλαβε για πότε είχε καθίσει στον ηλεκτρικό και για πότε βρισκόταν ήδη στον τερματικό του Πειραιά, με τα αιώνια κρωξίματα των γλάρων και τα μπουλούκια των περιστεριών να αναζητούν από τους βρώμικους δρόμους τα ψίχουλα από τους πλανόδιους κουλουράδες. Το καφέ του Μάρκου ήταν όλο ευθεία μπροστά και στο δεξί του χέρι. Αυτή τη στιγμή ένα καπουτσίνο διπλό φάνταζε με όαση παροχής σκέψεων και ψυχραιμίας.

«Καλημέρα!» πρόφερε ο νεαρός μόλις τον είδε τσεκάροντας σιωπηλά την συμπεριφορά του, προκειμένου να καταλάβει αν το ραντεβού με την Καλλίστη πήγε κατ' ευχήν.

«Καλημέρα» πρόφερε και ο Ρούντολφ χαμένος ακόμη στις σκέψεις του.

«Να το κάνω διπλό σκέτο; Γιατί προς τα εκεί οδεύει η έκφρασή σου σήμερα» ρώτησε και ο νεαρός ένευσε θετικά «Μήπως προτιμάς βαρύ γλυκό;» ήρθε η επόμενη ερώτηση καθώς ο Ρούντολφ ξεφυσούσε σαν χαλασμένη ατμομηχανή.

«Τι έχει το παλικάρι το όμορφο, το ψηλό και ξανθό;» πετάχτηκε η Ευφροσύνη από μέσα.

«Φρόσω, κάνε τη δουλειά σου!» τη μάλωσε ο Μάρκος με νοήματα.

«Δεν σου είπα να μην με αποκαλείς έτσι μπροστά σε καλούς πελάτες;»

«Ο Ρούντολφ είναι το δικό μας, βαυαρικό παιδί, επομένως δεν βρίσκω τον λόγο να κρυβόμαστε» σχολίασε με θυμηδία και η γυναίκα τίναξε με στόμφο μία πετσέτα στον ώμο της και εξαφανίστηκε «Και ήρεμα με αυτό το πατσαβούρι! Δύο οφθαλμούς διαθέτουμε όλους και όλους» της έκανε παρατήρηση στο τέλος για να δει τον Ρούντολφ να ανακατεύει με ένα ξυλάκι τον καφέ αφηρημένος «Μήπως τελικά έπρεπε να φτιάξω Irish coffee; Η κατάστασή σου το σηκώνει το αλκοόλ. Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε για πρώτη φορά με ενδιαφέρον, βλέποντας ως και τα μάτια του κατακόκκινα Στην ερώτησή του Μάρκου, ένευσε αρνητικά «Ευφροσύνη ανέλαβε μπάρα, έρχομαι» φώναξε ο νεαρός και έκανε σήμα στον Ρούντολφ να τον ακολουθήσει « Μιας και ήρθες τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα για την δουλειά σου και μιας που σε βλέπω ράκος, σκέφτηκα πως μία βόλτα στη θάλασσα θα σε ηρεμήσει. Γνωρίζω έναν τύπο, έναν ψαρά που μπορεί να μας δανείσει τη βάρκα του για να καθίσουμε λίγο. Θα νιώσεις καλύτερα»

Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, ο Ρούντολφ αισθάνθηκε ένα κύμα συγκίνησης. Ποτέ του δεν θα περίμενε από ανθρώπους που είναι απλώς γνωστοί του, να κάνουν τα πάντα για να νιώσει καλύτερα. Μπορεί οι Έλληνες να ήταν τρελοί, μα ώρες-ώρες ο ανοιχτός τους χαρακτήρας έμοιαζε ανακουφιστικός όταν δεν συνοδευόταν από καταιγισμό ερωτήσεων. Συμπαθούσε τον Μάρκο γιατί θεωρούσε πως ήταν ένα άτομο ηθικό, το οποίο με τη σειρά του είχε τον τίτλο του άξιου φίλου της Καλλίστης. Σπανίως ζήλευε και θεωρούσε πως όταν ήταν μαζί με κάποια, δεν είχε κανένα νόημα να προβαίνει σε σκηνές ζηλοτυπίας. Καμία κοπέλα δεν κρατούσε με το ζόρι στο πλάι του.

Το μικρό μα γνώριμο πλέον λιμάνι τους περίμενε και ο Μάρκος χαιρέτησε εγκάρδια έναν κύριο μεγάλης ηλικίας, ενώ παράλληλα του ζητούσε την άδεια για να καθίσουν μαζί με τον Ρούντολφ στο μικρό βαρκάκι. Όταν πήρε την πολυπόθητη απάντηση, έκανε σήμα στον νεαρό να πλησιάσει και να καθίσει αναπαυτικά.

«Δεν θα σου το πρότεινα αν δεν το είχε δοκιμάσει πρώτα ο ίδιος» του μίλησε στα γερμανικά κάνοντάς τον να αναθαρρήσει που άκουγε την γλώσσα του στην οποία μπορούσε δίχως αμφιβολία να εκφραστεί καλύτερα.

«Σε ευχαριστώ γι' αυτό» του απάντησε και για λίγο αφέθηκε στην μυρωδιά της αλμύρας κλείνοντας τα μάτια του.

«Δεν γνωρίζω αν αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, μα να ξέρεις πως όλοι μας έχουμε τα δικά μας μυστικά. Είμαι και εγώ παιδί πολυμελούς οικογένειας, ο μικρότερος για την ακρίβεια. Ο τρίτος όμως αδερφός μου, γεννήθηκε με μία ιδιαιτερότητα. Μία ιδιαιτερότητα που δεν ελάττωσε την αγάπη μας για εκείνον, μα που συχνά δημιουργούσε άθελά του προβλήματα στο σπίτι. Οι γονείς μου δεν υπήρξαν ποτέ πλούσιοι. Η μητέρα μου καθάριζε σπίτια για την ακρίβεια και ο πατέρας μου ακολουθεί ένα επάγγελμα που εδώ και χρόνια αργοπεθαίνει. Είναι τσαγκάρης. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, η μητέρα ντρεπόταν για τη δουλειά της και ποτέ της δεν ανέφερε κάτι στο σχολείο μας ή στους γονείς συμμαθητών μας, πράγμα που με εκνεύριζε. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή και εκείνη ήταν τίμια. Ωστόσο, το πρόβλημα του Ιωσήφ, την ανάγκασε να μείνει σπίτι, με τα έξοδα να τρέχουν καθώς χρειαζόταν βοήθεια και παρακολούθηση από ειδικούς που θα μπορούσαν να εισέρχονται στον δικό του κόσμο και να μας βοηθούν να τον κατανοούμε και εμείς καλύτερα. Με βλέπεις κάθε μέρα να χαμογελώ, μα αυτό δεν σημαίνει πως όλα είναι ρόδινα. Οι καλοί μου φίλοι και όσοι αγαπώ γνωρίζουν, όπως επίσης γνωρίζουν και τον Ιωσήφ. Με έχουν δεχτεί δίχως να με κρίνουν. Αν λοιπόν υπάρχει κάτι που σε βαραίνει, μην φοβηθείς να το μοιραστείς με όσους αγαπάς. Ειδικά η Καλλίστη, είναι υπέροχη κοπέλα» του σχολίασε στο τέλος κοκκινίζοντας.

«Η Καλλίστη....είναι πια η κοπέλα μου» του ανακοίνωσε και ο Μάρκος κόντεψε να αναποδογυρίσει τη βάρκα.

«Το ήξερα! Χαίρομαι τόσο πολύ και ακόμη περισσότερο που αυτό που σε απασχολεί τουλάχιστον δεν έχει να κάνει μαζί της»

«Μερικές φορές φοβάμαι να μιλήσω, γιατί αν ανοίξω την καρδιά μου εντελώς, τότε δίχως τσιγκουνιές θα την εναποθέσω στα χέρια του ατόμου που εμπιστεύτηκα. Αυτό είναι που φοβάμαι. Μήπως με εγκαταλείψει και φύγει, όπως το έκαναν πολύ σημαντικά άτομα πετώντας μου στο πρόσωπο πως ούτε η ζωή μου δεν άξιζε για εκείνους. Αυτό φοβάμαι, την εγκατάλειψη» του εκμυστηρεύτηκε και ο Μάρκος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.

«Η ζωή είναι ρίσκο. Δεν αξίζει να ευνουχίσεις την φύση και την καρδιά σου. Σκέψου πόσοι άνθρωποι κατέληξαν κλεισμένοι σε ιδρύματα, παρατημένοι κάποιες φορές από την οικογένεια που είναι η πρώτη αγκαλιά. Και όμως αρκετοί ρισκάρουν να εμπιστευθούν ξανά. Απάγκια έχεις πιστεύω και εμένα το καφέ μου θα είναι πάντα ανοιχτό να προσφέρει τον κατάλληλο συνδυασμό για εσένα» τον πείραξε στο τέλος και για πρώτη φορά, ο Ρούντολφ τον αγκάλιασε. Ήταν μία κίνηση που δεν τη συνήθιζε τόσο στη χώρα που ζούσε, μα το μεγαλείο της ψυχής του νεαρού τον συγκίνησε. Η βάρκα τους συνέχισε να πλέει και μαζί της τα βάσανά του που έμοιαζαν πλέον με φελλούς και όχι με βαρίδια σφηνωμένα στον πυθμένα της ψυχής του.

«Ξέρεις, θα χαιρόμουν και εγώ να γνωρίσω τον Ιωσήφ» του χαμογέλασε για να εισπράξει ένα γλυκόπικρο βλέμμα.

«Το ξέρω» του απάντησε απλώς «Ελπίζω να βοήθησα σήμερα» πρόφερε καθώς σηκώνονταν και οι δύο αργά.

«Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά Μάρκο. Το παρελθόν μου είναι περίπλοκο και ίσως επικίνδυνο για την Καλλίστη»

«Μίλησέ της και έπειτα άφησέ την να επιλέξει εκείνη» πρόφερε και ο Ρούντολφ συμφώνησε.

Τα νέα μας γραφεία έμοιαζαν αδειανά, μιας που ο χώρος ενοικίασης ήταν αυτό που θα λέγαμε μίας χρήσεως, άσε που το κουζινάκι διέθετε ένα χρυσόξανθο χρώμα του μελιού, βουτηγμένο στην κακογουστιά. Η διαφορά ήταν πως τα διευθυντικά γραφεία είχαν περίσσια ιδιωτικότητα με το ίδιο χρωματάκι να μας ακολουθεί πιστά και απροκάλυπτα. Ο Αιμιλιανός, κοινώς ο αρχιστράτηγος του Τρίτου Ράιχ μαζί με τον Νικόλαο, βρίσκονταν δίπλα δίπλα όπως πάντα, ενώ ο άπιστος Θωμάς απέναντι. Αυτή η παράξενη τριάδα έμοιαζε πιο πολύ με τις μυθικές Βερμούδες. Κοινώς αν τύχαινε να περάσεις ανάμεσά τους, ήταν αμφίβολο αν θα επιβίωνες και μόνο από τα κακεντρεχή τους βλέμματα, τα οποία αδιστάκτως καρφωθήκανε επάνω μου τη στιγμή που εισερχόμουν στο νέο μας χώρο, βαστώντας και ένα μικρό μπουκαλάκι αγιασμό, το οποίο με λατρεία κοιτούσε ο άπιστος Θωμάς, ξεκινώντας με τις θεωρίες των Γερόντων και Πατέρων της εκκλησίας μας, περί του δυσμενούς μέλλοντός μας. Εγώ φυσικά προτίμησα να ανοίξω πιο απλά θέματα, όπως το καθάρισμα της καλλιόπης που θα τους συντρόφευε και σε αυτόν τον όροφο ανεξαιρέτως.

«Τι αισχρότης!» λύσσαξε ο Νικόλαος «Ακαταπαύστως και ακαταπονήτως εργαζόμαστε για ψίχουλα, και γενώμεθα υπηρέτες της γυνής ταύτης» ψιθύρισε στον Αιμιλιανό που έμοιαζε με παραβρασμένη χύτρα.

Η αλήθεια όσο και αν το απολάμβανα, ένα άγχος το ένιωθα με το θέμα της σχέσης μου με τον Ρούντολφ. Γνώριζα πολύ καλά, πως τίποτε δεν όφειλα να αποδείξω και σε κανέναν, ωστόσο το νεαρό της ηλικίας μου και η απειρία μου, μου δημιουργούσαν ανασφάλειες. Στεκόμουν στο κατώφλι των νέων μας γραφείων, όταν τον είδα να εισέρχεται. Η εικόνα του ήταν εντυπωσιακή. Λάτρευα τα χρώματα της Γης που επέλεγε για το ντύσιμό του και που τόνιζαν σαν φθινοπωρινό τοπίο τα ξανθά μαλλιά του. Πάντοτε σοβαρός και μετρημένος, χαιρετούσε τους συναδέλφους, μέχρι που οι ματιές μας αντάμωσαν. Αποφεύγοντας να εκτεθεί στο εργασιακό περιβάλλον, κάθισε στο νέο του γραφείο, αφήνοντας ελαφρώς αμήχανα τα χαρτιά που αφορούσαν τα οικονομικά των πελατών μας. Σαν με είδε να κατευθύνομαι στο σημείο που είχε θέα το λιμάνι και που φυσικά ήταν κρυμμένο από το αδιόρατο βλέμμα των υπόλοιπων, σηκώθηκε με τρόπο και με πλησίασε, περνώντας τα χέρια του γύρω από την μέση μου και αφήνοντας αρχικά ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό μου.

«Καλημέρα» μου ψιθύρισε και χαμογέλασα με το κεφάλι μου να ακουμπά το στήθος του. Τα δάχτυλά μου πέρασαν μέσα από τα απαλά και μυρωδάτα μαλλιά του. Τον κοίταξα προσεκτικά και συνειδητοποίησα πως για ακόμη μία φορά, βαθιά μέσα στα καστανά του μάτια ελλόχευε μία ανησυχία. Εκείνος δεν μου μίλησε. Έχοντας τοποθετήσει τις παλάμες του στα δυο μου μάγουλα, με χάιδευε τρυφερά και μου χαμογελούσε.

«Καλλίστη, πρέπει να σου πω κάτι» ξεκίνησε και ήδη η αδρεναλίνη μου βρέθηκε στα ύψη. «Πρέπει να πάω Βερολίνο και αυτή τη φορά τουλάχιστον κάνω τη διαφορά να μην στο στείλω μέσω ενός άψυχου μέιλ» με πείραξε ελαφρώς ωστόσο το μυαλό μου δυσκολεύτηκε για λίγο να επεξεργαστεί το χιούμορ του.

«Μα» πήγα να ψελλίσω όμως και πάλι με διέκοψε.

«Αυτή τη φορά, θα ήθελα να έρθεις μαζί μου» μου είπε και στο μυαλό μου ήρθε η χώρα του Αδόλφου και το επίκεντρο του τρίτου Ράιχ. Η αλήθεια ήταν πως αυτή η χώρα με τρόμαζε. Θεωρούσα οτι επικρατούσε μία ατμόσφαιρα πνιγηρή, μία ατμόσφαιρα που δεν ήμουν βέβαιη πως είχε αποβάλει απόλυτα την σχετικά πρόσφατη ιστορία της. Από την άλλη, ένα ταξίδι με τον Ρούντολφ φάνταζε ιδανικό ακόμη και στην Αλεξάντερπλατς παρέα με την Γκεστάπο. Η χροιά της φωνής του καθώς με καλούσε, έτρεμε ελαφρώς, σαν να είχε πάρει αυτήν την απόφαση έπειτα από βαθιά περισυλλογή.

«Είσαι βέβαιος;» τον ρώτησα και τον είδα να ξαφνιάζεται και να αναστενάζει.

«Άκουσέ με. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι εύκολο για εμένα. Αν πρόκειται όμως να βάλουμε σωστά θεμέλια, ίσως θα πρέπει να προσπαθήσω να σου ανοιχτώ και να δεις όλα όσα είμαι. Μέσα λοιπόν από αυτό το ταξίδι, θα γνωρίσεις πάνω από όλα τον Ρούντολφ και ίσως την πρωτεύουσα από όπου κάποτε ξεκίνησαν όλα όσα απεχθάνεσαι. Ακόμη και αυτά μπορούμε να τα συζητήσουμε με τρόπο πάντα μιας που για την χώρα μου είναι απαγορευμένα και σίγουρα ο Γιοχάννες μπορεί να σε βοηθήσει. Για την ώρα είναι στο νοσοκομείο και γι' αυτό πρέπει να πάω στη Γερμανία. Οφείλω να είμαι δίπλα του» τελείωσε και κυριολεκτικά είχα μείνει να τον κοιτάζω. Φυσικά και επιθυμούσα να τον μάθω και να πέσει επιτέλους εκείνο το τείχος του Βερολίνου ανάμεσά μας.

« Θεέ μου ελπίζω να είναι καλά. Εντάξει λοιπόν, μα ποιος θα μείνει στη θέση μας;» ρώτησα εύλογα.

«Η...Σοφία Βέμπο» γέλασε στο τέλος και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, παρά το γεγονός πως η διχαλωτή γλώσσα του όφι που καθόταν έξω και δίπλα στον Νικόλαο, θα της δημιουργούσε προβλήματα. Ωστόσο, η λύση θα ήταν απλή και το γάλα μαγνησίας εκ μέρους του Μάρκου, θα καραδοκούσε σε περίπτωση λεκτικής κακοποίησης.

Έχοντας καθίσει μαζί μας στο γραφείο, διευκρινίζαμε τις οικονομικές λεπτομέρειες που αφορούσαν πελατειακές οφειλές. Με τον Ρούντολφ είχαμε δημιουργήσει μία λίστα με όλες τις εκκρεμότητες που όφειλαν να διεκπεραιωθούν. Η Βίκυ μας κοιτούσε καθόλη τη διάρκεια της ομιλίας μας υπό γωνία και ανακριτικά, καρτερώντας έστω και ένα μικρό δόλωμα εκ μέρους μας για να τσιμπήσει.

«Δεσποινίς Βίκυ, μιλήστε ελεύθερα» ακούστηκε η φωνή του Ρούντολφ που για ακόμη μία φορά το αστυνομικό του δαιμόνιο είχε εμφανιστεί.

«Εγώ;» σάστισε η φίλη μου.

«Με βλέπετε να απευθύνομαι σε κάποιον άλλο, δεσποινίς;» την ρώτησε στριμώχνοντάς της.

«Εμ, απλά, είστε ωραίοι μαζί...» ψιθύρισε κοκκινίζοντας.

«Ευχαριστούμε για τη φιλοφρόνηση, ωστόσο ας περάσουμε στα της δουλειάς γιατί αμφιβάλω αν έχετε ακούσει λέξη από όσα σας έχω πει και είναι και σημαντικά. Γνωρίζω πως αυτή τη στιγμή νιώθετε στρυμωγμένη από την γερμανική μου μπότα, μα κάνετε υπομονή».

Μόλις η φίλη μου σηκώθηκε, τον κοίταξα πλαγίως.

«Ήσουν σκληρός μαζί της» σχολίασα.

«Ήμουν σωστός. Την ίδια παρατήρηση θα έκανα στον οποιονδήποτε υπάλληλό μου Καλλίστη. Στη δουλειά δεν κάνουμε εξαιρέσεις και όλοι οφείλουν να έχουν μία ίση αντιμετώπιση. Η φίλη σου θα μείνει σε ένα σοβαρό πόστο, εκπροσωπώντας εμάς τους δύο. Αν το μυαλό της βρίσκεται στο κουτσομπολιό και όχι στις συμβουλές και καθήκοντα που πάλευα να της δώσω, θα κάνει λάθη και πίστεψέ με, δεν το επιθυμούμε. Στην Γερμανία η εργασία είναι πάνω από όλα και δουλεύουμε με στρατιωτική πειθαρχία» έκανε παύση μειδιώντας «Να πάρει!Ακούστηκα σαν στρατιωτικός τώρα...»ξεφύσησε στο τέλος.

Τα εισιτήρια είχαν κλειστεί για απόψε, λίγο μετά τη δουλειά. Φρόντισα να φύγω για το σπίτι, ενημερώνοντας τον Αργύρη πως για τρεις μέρες θα κοιμόταν ολομόναχος, επομένως όφειλε να κλειδώνει. Ήξερα πολύ καλά σε τι θα μετατρεπόταν το διαμέρισμα για όσο θα έλειπα και έπρεπε να λάβω τα μέτρα μου. Φυσικά και ευχαριστήθηκε τα νέα, κάνοντας ήδη όνειρα για ξέφρενα πάρτι και πονηρά καλέσματα γένους θηλυκού. Όπως και να είχε, την μικρή μου βαλίτσα τη φόρτωσα αποκλειστικά με πουλόβερ, φλερτάροντας με την ιδέα ακόμη και να πάρω μαζί μου την ελληνική σημαία. Έτσι, να τους την υψώσω στο Ράιχστανγκ για αλλαγή.

Η ώρα επτά, τοΕλευθέριος Βενιζέλος μας καλωσόρισε και είδα τον Ρούντολφ να στέκεται στιςπόρτες μπροστά, πιστός απόλυτα στην ώρα της συνάντησής μας. Στα χέρια τουβαστούσε τα εισιτήρια. Δεν με άφησε να πληρώσω τίποτε απολύτως. Ξενοδοχείο δενχρειάστηκε να κλείσουμε,αφού είχε το δικό του διαμέρισμα. Το χέρι τουμε προσκάλεσε και εγώ το κράτησα.Σε κάθε του βήμα, τον ένιωθα νααδημονεί. Όπως και να το κάναμε, επέστρεφε σπίτι του. Μονάχα που κατά πώςφάνηκε, εκεί θα τον περίμεναν πολλές εκπλήξεις.Ο φίλος του ο Γιοχάννες,ενημερώθηκε στο νοσοκομείο, πως ο κύριος Κερτ, τον οποίο είχεεπισκεφτεί στον αλλοτινό τόπο του εγκλήματος για να του θέσει μερικές ερωτήσεις, βρέθηκε νεκρός στοδιαμέρισμά του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro