Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Έβδομο/ part 1

Στο αιώνιο παραλιακό κέντρο που δούλευε στην πόρτα, γινόταν χαμός για ακόμη ένα βράδυ. Ο Ίωνας φορούσε όπως πάντα το ολόμαυρο κοστούμι του, με το εξίσου σκούρο και ατσαλάκωτο πουκάμισο, κοιτώντας πλαγίως τις κομψές γυναικείες παρουσίες που έμπαιναν στο μαγαζί. Τελευταία ήταν αφηρημένος, καθώς στο μυαλό του είχε καρφωθεί η φευγαλέα εικόνα εκείνου του νεαρού στο νοσοκομείο και μάλιστα του είχε κάνει εντύπωση που βρισκόταν έξω σχεδόν από το δωμάτιο της μητέρας του. Έπρεπε να λάβει πληροφορίες από τον αδερφό του σε περίπτωση που γνωρίζονταν. Παρά το γεγονός πως τον είχε προσπεράσει σχεδόν δίχως δεύτερη ματιά, μέσα του είχε νιώσει άβολα, σαν κάτι το μακρινά οικείο να ήταν συνδεδεμένο μαζί του. Ο Στέφανος, ο πατέρας του είχε εταιρεία σωματοφυλάκων. Τα πράγματα ωστόσο δεν ήταν τόσο καθαρά και τόσο τυπικά όσο φαίνονταν, μιας που πουλούσαν προστασία ανταγωνιστικά με άλλες ομάδες της νύχτας σε πάρα πολλά μαγαζιά της παραλιακής και μπαρ που άνοιγαν. Οι ομάδες αυτές είχαν σχεδόν χωρίσει την Αθήνα σε ζώνες επικράτειας και δεν έλειπε πολλές φορές και η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

Παρόμοιες δράσεις πώλησης προστασίας από παράνομους εκβιαστές, είναι χρόνια γνωστές, ωστόσο ο Στέφανος δεν θα έπεφτε ποτέ στο επίπεδο να απευθυνθεί σε μικρομάγαζα, παρά μονάχα σε γνωστά, παρέχοντας όλο το πακέτο και φροντίζοντας φυσικά ώστε να μην δημιουργούνται τυχόν επεισόδια από πελάτες εντός των μαγαζιών. Αν υπήρχε όμως ένα πράγμα που δεν γνώριζε ολοκληρωτικά, ήταν το σκηνικό που είχε δημιουργηθεί στο Βερολίνο πριν από τόσα χρόνια όταν ο μεγάλος του ο γιος είχε την ηλικία περίπου του αδερφού του. Ο Ίωνας είχε μάθει από τον πατέρα του το όνομα και το επίθετο του νεαρού που είχε νοικιάσει το σπίτι τους στην Κηφισιά ωστόσο δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο. Τώρα τον καλούσαν από το ακουστικό που είχε περασμένο μέσα από τα ρούχα του, να πλησιάσει στην μπροστινή πόρτα του μαγαζιού, καθώς κάποιος από την εταιρεία του πατέρα του τον ζητούσε. Ο νεαρός άνδρας απάντησε θετικά και κατευθυνόμενος προς την έξοδο, είδε τον Βάγγο όπως τον ονόμαζαν στην ΄΄ομάδα΄΄ τους. Ήταν ένας άνδρας τραχύς και αγέλαστος κοντά στα σαράντα, μετρίου αναστήματος, με δύο χαρακτηριστικά σκουλαρίκια στο ένα αφτί. Η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτο και ακόμη η κίνηση στο μαγαζί ήταν ελεγχόμενη, το ίδιο και τυχόν επεισόδια από μεθυσμένους πελάτες.

«Τι τρέχει ρε και έχεις λαχανιάσει;» τον ρώτησε ο Ίωνας.

«Έλαβα ένα τηλεφώνημα από τους Γερμαναράδες στο Βερολίνο. Τα πράγματα φίλε δεν είναι καλά. Οι ηλίθιοι μπάτσοι ετοιμάζονται να ανοίξουν το θέμα της δολοφονίας εκείνου του αστυνομικού. Θυμάσαι;» τον ρώτησε με φωνή που για πρώτη φορά υποδήλωνε έναν κάποιο φόβο.

«Πώς διάολο είναι δυνατόν να μην θυμάμαι; Αφού εγώ του έδωσα τη χαριστική βολή γιατί κλαψούριζε σαν το σκυλί που είχε λιωμένα κόκαλα. Έδειξα την φιλανθρωπία μου» ειρωνεύτηκε και ο Βάγγος τον πλησίασε πιο πολύ.

«Κόψε την ειρωνεία και τα πράγματα δεν μου αρέσουν καθόλου. Αν το μάθει ο Στέφανος δεν θέλεις να ξέρεις τι θα συμβεί. Υποτίθεται πως τα ναρκωτικά έφτασαν στον προορισμό τους δίχως προβλήματα εκείνο το βράδυ. Σκέψου να του αποκαλύψουμε, πως όχι απλώς υπήρχαν συμπλοκές με τους μπάτσους, αλλά σκοτώσαμε και έναν!» ψιθύρισε έντονα.

«Μίλα πιο σιγά ή ακόμη καλύτερα, μην μιλάς καθόλου. Εδώ μέσα και οι τοίχοι έχουν αφτιά. Καλύτερα αυτά να τα πούμε το ξημέρωμα που θα έχω τελειώσει με τη δουλειά» είπε ο Ίωνας και ο Βάγγος κάπως μαζεύτηκε. Όλο αυτό δεν του άρεσε καθόλου και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μαθευτεί και στις αντίπαλες συμμορίες το παραστράτημά τους και να βρεθούν μπλεγμένοι για κάτι που έλαβε χώρα στο μακρινό παρελθόν.

Βερολίνο

Τα μάτια του παρέμεναν κλειστά, μα ο ίδιος δεν είχε κοιμηθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο. Κάτι σε όλο αυτό δεν του κολλούσε καθόλου. Δίπλα του η γυναίκα του κοιμόταν γαλήνια και μέσα στο παιδικό δωμάτιο, η μικρή του κόρη βρισκόταν τυλιγμένη σε κάποιο γλυκό όνειρο, όπως άρμοζε εξάλλου σε όλα τα παιδιά. Ο Γιοχάννες σηκώθηκε και στάθηκε για λίγο στο κατώφλι του δωματίου της με ένα κρυφό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του. Ώρες- ώρες σκεφτόταν πως το επάγγελμα του αστυνομικού ήταν επικίνδυνο και πως η οικογένειά του πιθανότατα να ζούσε βουτηγμένη στο κρυφό άγχος της δικής του καθημερινότητας. Θυμόταν ακόμη την αντίδραση της γυναίκας του, σαν είδε τα ματωμένα ρούχα του της υπηρεσίας, εξαιτίας του αίματος που είχε πεταχτεί από το κορμί του Αλοίσιου. Όλο το βράδυ έκλαιγε και έτρεμε, μονολογώντας πως μία μέρα στη θέση του Αλοίσιου, πιθανότατα να βρισκόταν ο ίδιος. Αν υπήρχε όμως κάτι που ο Γιοχάννες λάτρευε σε εκείνη, ήταν η υπομονετικότητά της και το γεγονός πως ουδέποτε επέμεινε να εγκαταλείψει το επάγγελμά του που τόσο αγαπούσε όσο και ο αδερφικός του φίλος που φιλοξενήθηκε σπίτι τους, σωστό ράκος έπειτα από εκείνη την αναμέτρηση με τον Ρέινε. Όλη αυτή η ζεστασιά και η αγάπη που ανέβλυζε η ψυχή της ήταν και οι λόγοι που τον είχαν κάνει να την ερωτευτεί από την τρίτη τους κιόλας συνάντηση και τελικά ενάμισι χρόνο μετά να την παντρευτεί, αποκτώντας λίγο αργότερα και την κόρη τους.

«Μωρό μου;» άκουσε την νυσταγμένη της φωνή και στράφηκε προς το μέρος της «Αχ, κλασσικός, πάντοτε με τα φώτα όλα κλειστά για να μην τυχόν ενοχλήσεις» τον πείραξε.

«Τι ώρα είναι;» την ρώτησε.

«Περίπου πέντε το ξημέρωμα και ξέρω πως εσύ σε μία ώρα το πολύ πρέπει να έχεις φύγει για την δουλειά» πρόφερε η Χίλντα και τον είδε να την πλησιάζει ανοίγοντας την αγκαλιά του και να την τοποθετεί εκεί ακριβώς που ανήκε. Στο κέντρο της καρδιάς του. Ακόμη τα σώματά τους ήταν ζεστά από τα παπλώματα και ο νεαρός δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί πως σε λίγη ώρα θα τον αγκάλιαζε ο χιονιάς αυτής της ψυχρής πόλης. Μπορεί να είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί, μα όφειλε να παραδεχτεί πως το πρωινό ξύπνημα του Χειμώνα ήταν αρκετά βάρβαρο ακόμη και για τα δικά του δεδομένα. Απιθώνοντας ένα φιλί στο μέτωπό της τρυφερό, ξεκίνησε να ντύνεται απρόθυμα, προσπαθώντας παράλληλα να καταλάβει τον λόγο που όλη νύχτα δεν έβρισκε ψυχική ηρεμία.

Κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού του πίσω του, καλωσόρισε μία εικόνα γνώριμη. Ο καθαρός, παγωμένος αέρας και το εκθαμβωτικά έντονο χειμωνιάτικο φως, έπεφτε πάντα επάνω στα ορόσημα της πόλης, τα καταπράσινα πάρκα που πλέον είχαν καλυφθεί από το παγωμένο χνούδι της φύσης και την μοντέρνα αρχιτεκτονική του νέου προσώπου της. Όσο αξέχαστο φάνταζε το ηλιοβασίλεμα κοντά στον ποταμό Σπρέε που καθρέπτιζε το ροδοκόκκινο, ουράνιο χρώμα, άλλο τόσο μαγευτική ήταν η χρυσή ανατολή που μόλις είχε αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνισή της. Το εμβληματικό πάρκο Tiergarten ήταν άδειο και τα μοναχικά βήματα του Γιοχάννες άφηναν πίσω τους τα ίχνη στο φρέσκο χιόνι που απλωνόταν όλη τη νύχτα. Η αναπνοή του ελευθερωνόταν στον αέρα με δυσκολία εξαιτίας του κρύου, όταν το βλέμμα του έπιασε μία αστραπιαία κίνηση. Για λίγο πάγωσε καταμεσής ενός τεράστιου πάρκου, συνειδητοποιώντας πως ήταν απολύτως μόνος, εκείνος και όποιο πέτρινο άγαλμα τύχαινε να υπάρχει τριγύρω. Ήταν τότε που αισθάνθηκε ένα ρίγος και με βεβαιότητα η ευθύνη δεν έπεφτε στον ψυχρό καιρό. Η καρδιά του ξεκίνησε να ανεβάζει επικίνδυνα παλμούς και άξαφνα, ο αλλοτινός χώρος ψυχαγωγίας και ατελείωτων, οικογενειακών περιπάτων, είχε μεταμορφωθεί σε ένα σκηνικό τρόμου.

Ο Γιοχάννες προσπάθησε να αποφύγει τον πανικό, όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Το χειρότερο από όλα ήταν βέβαια, πως δεν είχε ιδέα από πού στο καλό είχε έρθει προκειμένου να καλυφθεί. Κοιτώντας με απόγνωση δύο αγάλματα που απεικόνιζαν άλογα και αναβάτες, προσπάθησε να φτάσει στο ένα για να αποφύγει τη σφαίρα, όταν ένας δεύτερος πυροβολισμός τον βρήκε στο πόδι πετώντας τον στο παγωμένο χιόνι.

«Ανάθεμα!» βόγκηξε και σύρθηκε για λίγο στον πάγο αφήνοντας πίσω του άλικα ίχνη. Έπρεπε να σηκωθεί αμέσως καθώς ο δράστης τον είχε δει πεσμένο και η επόμενη σφαίρα θα κατέληγε στην καρδιά. Δίνοντας ώθηση στο γερό του πόδι, σηκώθηκε με κόπο. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του παρά την παγωνιά. Ο στόχος του ήταν εκείνο το αναθεματισμένο άγαλμα, μα μέχρι τότε, η τρίτη σφαίρα τρύπησε την παλάμη του χεριού του. Ο Γιοχάννες ούρλιαξε και σειρήνες της αστυνομίας ακούστηκαν μέσα στην ησυχία την απόκοσμη ενός Βερολίνου που ξυπνούσε.

Ο νεαρός έπεσε στο έδαφος σχεδόν σφαδάζοντας από τον πόνο, με το αίμα να έχει λερώσει τα ρούχα του και το χώμα γύρω του. Το ένστικτό του του έλεγε πως όποιος και αν ήταν ο δράστης, αυτήν την στιγμή είχε εξαφανιστεί ακούγοντας την αστυνομία να πλησιάζει. Κατόπιν οι φωνές του Φρίντριχ, του συναδέλφου του που ερχόταν τρέχοντας και με το όπλο στο χέρι, του πρόσφεραν προσωρινή ανακούφιση.

«Γιοχάννες! Θεέ μου, είσαι καλά; Έρχεται ασθενοφόρο» προσπάθησε να τον παρηγορήσει όταν γύρω του μαζεύτηκαν οι αστυνομικοί, ενώ οι υπόλοιποι χτένιζαν κυριολεκτικά την περιοχή ακολουθώντας τα ίχνη στο χώμα και στο χιόνι,τα οποία όμως αργότερα μπλέκονταν με ορισμένα κάποιων περαστικών και έπειτα χάνονταν στις λεωφόρους. Το βέβαιο ήταν πως δεν είχε συνεργό.

Σύντομα, ο Γιοχάννες βρέθηκε στο φορείο, με ένεση αναλγητική και άμεση μεταφορά στα επείγοντα.

«Σας παρακαλώ, μην το πείτε στη γυναίκα μου για την ώρα. Δεν θέλω να την αναστατώσω» παρακάλεσε τον Φρίντριχ και σκέφτηκε φευγαλέα πόσο πολύ θα ήθελε να είχε δίπλα του τον αδερφό όχι εξ αίματος, αλλά της ζωής του, τον Ρούντολφ. Έπρεπε να το πληροφορηθεί. Κάποιος είχε καταλάβει πως ανακινούσαν την υπόθεση του Αλοίσιου και είχε σκοπό να τους κλείσει το στόμα για πάντα.

Πειραιάς

Σχεδόν αδυνατούσα να πιστέψω πως ο νεαρός Γερμανός είχε ρίξει κατά κάποιον τρόπο τις πρώτες του άμυνες. Όπως είχα κάνει και εγώ. Μερικές φορές, ακόμη και στο σήμερα, αρκετοί έχουμε μείνει με την πίκρα του παρελθόντος και του πολέμου, όχι μονάχα του Δεύτερου Παγκόσμιου, αλλά ακόμη και της εποχής της Τουρκοκρατίας ή της μέχρι και σήμερα παράνομης κατάληψης της Κύπρου. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και απέραντους ορίζοντες, ώστε να κρίνουμε αυτόν που έχουμε απέναντί μας με βάση τον μεμονωμένο χαρακτήρα του και όχι την προίκα του παρελθόντος της χώρας του ή των κυβερνώντων. Ο Ρούντολφ για εμένα, αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή μία σπίθα αντίδρασης. Ένα τελευταίο πετάρισμα της παλαιάς μου συνείδησης, απέναντι στα διδάγματα της γιαγιάς μου. Όσο περνούσαν οι μέρες, προτιμούσα να εθελοτυφλώ απέναντι στα συναισθήματά μου, παρά να παραδεχτώ πως είχα πέσει αμαχητί στην δική του επιχείρηση Μπαρμπαρόσα*. Αυτός ο αρείος άνδρας είχε και τους ανάλογους τρόπους. Αυτή τη στιγμή με βαστούσε στην αγκαλιά του, απιθώνοντας φιλιά στο μέτωπο και στα μάγουλά μου, τόσο απαλά, σχεδόν σαν χάδι, σαν αεράκι απαλό που ίσα το ένιωθες. Κάπου εκεί, γεννήθηκε μέσα μου μία απορία, την οποία φυσικά κατέπνιξα, αφήνοντάς την ανέκφραστη για ευνόητους λόγους. Τόσο ο Ρούντολφ, όσο και ο Ρέινε, ήταν δύο εκπληκτικοί άνθρωποι. Ποιος ήταν λοιπόν εκείνος ο μακάβριος λόγος που εισχώρησε ύπουλα ανάμεσά τους και τους διέλυσε; Άραγε να είχε σχέση με τον μικρό του αδερφό;

«Σκέφτεσαι πολύ» άκουσα την γλυκιά του φωνή και για λίγο τον κοίταξα μέσα στα μάτια.

«Έχεις δίκιο» απάντησα αρχικά, σκεπτόμενη πως την τελευταία ώρα τον είχα δικαιώσει άπειρες φορές.

«Θα ήθελες να μοιραστείς τις σκέψεις σου; Αν επιθυμείς» με χάιδεψε απαλά και γέλασα μαλακά.

«Σκέφτομαι εσένα. Όμως δεν επιθυμώ να σε πιέσω για τίποτε. Γνωρίζω πως η σχέση μας η επαγγελματική και φιλική και...ότι είναι όλο αυτό, λαμβάνει χώρα τις τελευταίες εβδομάδες, επομένως στην ουσία γνωριζόμαστε λίγο. Όσες απορίες και αν έχω, θα καρτερώ από εσένα να μου δώσεις όποιο κομμάτι επιθυμείς από τον εαυτό σου» του απάντησα και είδα ένα τεράστιο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.

«Είσαι πολύ ώριμη για την ηλικία σου. Μην ξεχνάς πως στην ουσία, σχεδόν είσαι έφηβη ακόμη και ας έχεις φτάσει τα είκοσι. Σου έπεσε ένα τεράστιο βάρος, η διοίκηση μίας εταιρείας που εντός της βρίσκονται άνθρωποι με την διπλάσια και τριπλάσια ηλικία από εσένα. Όλο αυτό δεν είναι εύκολο και όμως εσύ, το χειρίστηκες εξαιρετικά» έκανε μία παύση, αφού είδε το φρύδι μου να ορθώνεται.

«Μα, αν δεν ήσουν εσύ...»

«Καλλίστη, πλησιάζω τα τριάντα και έχω στην πλάτη μου μία επαγγελματική εμπειρία σε έναν τομέα ριψοκίνδυνο. Μπορεί στην αρχή φαινομενικά να σε πίεσα, όμως το έκανα για να αποκτήσεις αυτοπεποίθηση και να μάθουν όλοι να σε βλέπουν σαν μία δυναμική γυναίκα, ικανή για όλα και ισάξια με εμένα. Δεν επιθυμούσα να σε καπελώσω για να φανώ. Ξέρω πως χρησιμοποίησα την πειθαρχία της...Βέρμαχτ*, μα αυτή μου φάνηκε πιο οικεία» χαμογέλασε στο τέλος και το πρόσωπό μου χώθηκε στον ζεστό και μυρωδάτο λαιμό του «Ωστόσο» είπε ξανά και τινάχτηκα επάνω «από τη στιγμή που....είμαστε μαζί, υποθέτω δηλαδή, δεν ξέρω, εγώ το θέλω πάντως...» κοκκίνισε ολόκληρος «Θα πρέπει να παλέψω να ανοιχτώ περισσότερο. Το μόνο που για την ώρα θα σου πω, είναι πως με τον Ρέινε, είχαμε μία σοβαρή διαφωνία. Τόσο σοβαρή που έφυγα από το σπίτι μου το πατρικό και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν επιθυμώ όμως να σου δηλητηριάσω την εικόνα που έχεις για εκείνον. Ήταν καλός άνθρωπος, όμως έκανε τα λάθη του και κάποια από αυτά ήταν σοβαρά».

Η παύση ήταν οριστική και αντιλαμβανόμουν πως δεν επιθυμούσε να πει περισσότερα. Το σεβάστηκα και αποφάσισα να αλλάξω το θέμα.

«Ώστε είμαστε μαζί;» τον πείραξα.

«Κατά την άποψή μου, ναι. Θέλω να πω, δεν γνωρίζω εσείς εδώ τι κάνετε, αλλά προσωπικά δεν θα φιλούσα μία γυναίκα αν δεν την ήθελα για ταίρι μου αποκλειστικό. Επίσης, έχω μεγαλώσει αρκετά για να κρύβομαι πίσω από τις πράξεις μου. Μου αρέσεις, σε φίλησα και θα ήθελα, αν το επιθυμείς και εσύ, να γίνεις η κοπέλα μου»

«Φυσικά και το επιθυμώ» του απάντησα.

«Τι συμβαίνει δεσποινίς; Δεχτήκατε να υψώσω στην καρδιά σας την γερμανική σημαία;» μου ήρθε το πείραγμα όλο νόημα, αλλά την είχα έτοιμη την απάντηση.

«Για όσο δεν την υψώνετε στην Ακρόπολη, θαρρώ πως είμαι εντάξει»

Ο Πειραιάς τη νύχτα, ήταν λίγο πιο ήσυχος και όφειλα να ομολογήσω πως το απολάμβανα. Η κίνηση είχε μειωθεί, αν και ορισμένα σοκάκια, έμοιαζαν σκοτεινά και παραμελημένα. Ο Ρούντολφ βάδιζε στο πλάι μου αγέρωχα, σωστός σωματοφύλακας πάντοτε με το ζεστό του χέρι να κρατά το δικό μου. Ήξερα πως θα με πήγαινε μέχρι το σπίτι μου και κατόπιν θα έπαιρνε ταξί μιας και ο ηλεκτρικός λειτουργούσε ως τα μεσάνυχτα. Λυπόμουν που θα βρισκόταν ολομόναχος μέσα σε αυτό το ομολογουμένως πολυτελές διαμέρισμα, μα ήμασταν ακόμη στην αρχή. Η πολυκατοικία μου ξεπρόβαλε μουντή και σκιερή, με τις πολύχρωμες σωβρακοφανέλες της απέναντι, να ανεμίζουν περήφανα σαν αντίσκηνα και τον γείτονά μου τον Γεράσιμο, σαν σωστό βαμπίρ, να ποτίζει βραδιάτικα τις γλάστρες στην πυλωτή. Αυτός ήταν ο μικρόκοσμός μου ο ελληνικός, μα κάπου στο βάθος ένιωθα και μία οικειότητα. Ο Ρούντολφ στάθηκε μπροστά μου και με τα δύο του χέρια πήρε το πρόσωπό μου ανάμεσα στις παλάμες του. Τα απαλά του χείλη ακούμπησαν στα δικά μου και κατόπιν στο χέρι μου ως κίνηση ιπποτική καληνύχτας. Σαν χωριστήκαμε, η καρδιά μου ήδη φτερούγιζε ξέφρενα στην εικόνα του να απομακρύνεται. Πλέον, στην ιδέα πως θα επέστρεφε πίσω στους τέσσερις ή και δεκατέσσερις, ανάλογα με τα τετραγωνικά τοίχους, η καρδιά μου σφιγγόταν. Δεν είχε οικογένεια ή φίλους εδώ και το μόνο που επιθυμούσα πλέον, ήταν να δημιουργήσω λίγο χώρο προσκαλώντας τον σε αυτόν τον προσωπικό μικρόκοσμο, που αυτή τη στιγμή απέφευγα νυχοπατώντας, γιατί αν με έβλεπε ο Γεράσιμος θα ξημερωνόμουν εδώ, σε αυτά τα υγρά πλακάκια της εισόδου.

Ανοίγοντας την πόρτα, βρήκα τον Αργύρη να παρακολουθεί τηλεόραση ανάσκελα στον καναπέ, λοξοκοιτώντας την θριαμβευτική μου είσοδο και σχηματίζοντας ένα μειδίαμα που με βεβαιότητα έκρυβε οβίδα.

«Καλωσήρθες στην λέσχη του έρωτα» πρόφερε ο αναίσθητος νεανίας και κοντοστάθηκα επίτηδες μπροστά στην οθόνη.

«Πώς είπες;» ρώτησα.

«Δεν ήσουν ποτέ καλή στην υποκριτική, αλλά για να μην το κουράζουμε, σας είδα κιόλας. Χαίρομαι για εσένα και μου άρεσε που σε συνόδευσε. Έτσι κάνω και εγώ με την Αφροδίτη» μου είπε και για λίγο ένιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται. Ο Αργύρης μου ήταν ένα εκπληκτικό παιδί, που μεγάλωσε ανάμεσα σε μένα και στη γιαγιά. Μπορεί να του έλειψαν οι γονείς και η βαριά απουσία του θανάτου συχνά να τον στεναχωρούσε, όμως εξελίχθηκε σε ένα ανδράκι εκπληκτικό που σεβόταν τους πάντες γύρω του, δίχως όμως να γίνεται θύμα. Η Αφροδίτη ήταν πράγματι τρομερά τυχερή που τον είχε δίπλα της. Δίχως να το σκεφτώ, έτρεξα και τον αγκάλιασα σφιχτά.

«Σε αγαπώ» του ψιθύρισα στο αφτί και εκείνος τινάχτηκε πίσω.

«Αδερφούλα δεν με λένε Ρούντολφ, μήτε είμαι ξανθός» χασκογέλασε.

«Είσαι έφηβος αντιδραστικός που δεν δέχεται λίγα χάδια από την αδερφή του» του ανακάτεψα τα μαλλιά και κίνησα για το δωμάτιό μου.

Ταυτόχρονα ο Ρούντολφ, βρισκόταν στη διαδρομή για το σπίτι του. Ευτυχώς που δεν μιλούσε ελληνικά και δεν χρειαζόταν να ανοίξει καμία συζήτηση με τον πολύξερο Έλληνα ταξιτζή. Έχοντας ακουμπήσει στο δροσερό παράθυρο, για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ένα τσίμπημα ευτυχίας, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματιζόταν ανά τακτά διαστήματα στο πρόσωπό του. Ίσως η ιδέα να εγκαταλείψει το αγκάθι της ζωής του, τη δουλειά, που έπειτα από την δολοφονία του αδερφού του, ένα πέπλο δυστυχίας κάλυπτε την αγάπη του για εκείνη, να ήταν τελικά καλή ιδέα. Πλέον το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα και έντονα στη σκέψη τη δική της. Στα μάτια του, ήταν μία γλυκιά, μικρή νεράιδα, ατίθαση και εύθραυστη ταυτόχρονα. Επιθυμούσε να της κρατά το χέρι για όσο ο δρόμος τους ήταν κοινός, για να διαβούν μαζί ένα μονοπάτι, μάλλον πρωτόγνωρο σε εκείνη. Ακόμη και αν είχε πληγωθεί βαθύτατα από τα δύο πιο κοντινά του πρόσωπα, την γυναίκα κάποτε της ζωής του και τον πατέρα του, η στήριξη της μητέρας του και η αιώνια συμβουλή της, πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο και πάντοτε να αναζητά το καλό στην ψυχή των άλλων, τον είχε βοηθήσει να μην τα παρατήσει ποτέ. Εκείνη και η αδερφική του φιλία με τον Γιοχάννες, κράτησαν δυνατή και αλώβητη την πίστη του στους ανθρώπους.








Eπιχείρηση Μπαρμπαρόσα - η αιφνίδια επίθεση των Γερμανών ενάντια στην ΕΣΣΔ παραβιάζοντας το σύμφωνο μη επίθεσης

Βέρμαχτ- το ονομα των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro