Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Φιλιά Αγκάθια

Για αρχή ήταν το τέλος.
Οι ώρες φάνταζαν με κλάσματα δευτερολέπτου, όπως περιπλανιόμουν στους διαδρόμους και τα βήματα μου ήταν αρκετά διστακτικά, σαν να πάλευα με θεούς και δαίμονες. Αλλά ποιος νικάει σε αυτή την μάχη, τελικά;

Εκείνος από δίπλα μου ήταν χαμένος στον κόσμο του. Σε έναν κόσμο πέρα από τα σύννεφα όπου ζούσα μέχρι πρότινος, σε έναν κόσμο χωρίς λευκές σελίδες και λέξεις χαραγμένες με μαύρο μελάνι. Εκείνος ανέπνεε δικές του λέξεις σαν τον κοιτούσες. Λέξεις που μπροστά σου φάνταζαν με χάδια, ενώ σαν γύριζες το κεφάλι για να κοιτάξεις τριγύρω, φώναζαν με κραυγές πως δεν υπάρχει πλέον σωστός δρόμος για αυτό που πάμε να κάνουμε. Ή γι' αυτό που πορευόμασταν να διαπράξουμε.

Φώτα και σκέψεις.
Ήταν αργά το απόγευμα και ο ουρανός είχε πάρει ένα ροζ χρώμα– ροζ, σαν το τριαντάφυλλο που σου πήρα, σαν το αγαπημένο σου λουλούδι–, σαν με άρπαξε από το χέρι, με μας να κοιτάζουμε δεξιά και αριστερά, μέχρι να βρούμε τον τριψήφιο αριθμό που αναγραφόταν σε εκείνο το ασήμι κλειδί που κρατούσες στα χέρια σου.

Χτύποι. Η καρδιά σου ήταν ήρεμη, η δική μου καθόλου. Η δική μου ήταν άστατη καθώς περπατούσα στους άσπρους διαδρόμους, θέλοντας να αποτυπώσω τα δικά σου βήματα, τα χαμένα σου βήματα που μπορεί να ήταν από δίπλα αλλά και από πίσω μου, αλλά δεν έπαυαν να είναι και τόσο μακριά μου, ξαφνικά.

Γκρι. Η πόρτα άνοιξε και το σκοτάδι μας τύλιξε. «Σκοτάδι, σαν τα μάτια σου», θα σκεφτώ και έπειτα θα γυρίσω να σε κοιτάξω, να φαντάζεις τόσο χαμένος στο να προσπαθείς να βρεις τον τρόπο για να ανοίξεις τα φώτα και έπειτα, θα γυρίσεις να με κοιτάξεις.

Ματιές. Έχω συνηθίσει να πλανώμαι από ματιές και καθώς τα μάτια μας ήρθαν σε πλήρη διασταύρωση, πίστεψα πως αυτή εδώ η στιγμή, άξιζε την αναμονή. Αναμένω. Ανά συν μένω. Έμεινα. Ναι, όσο περίεργο κι αν ακούγεται στα δικά σου αυτιά, εγώ έμεινα. Θυμάσαι πως με παρακαλούσες; Ματιές. Τα μηνύματα που μου έδινες, ήταν διχασμένα, όπως και εσύ ο ίδιος, εξάλλου.

Δεν θυμάμαι και πολλά από αυτά που είπαμε, μα θυμάμαι πολύ καλά, τις πράξεις από τα λόγια σου. Πράξεις και λόγια. Εγώ, που θυμάμαι τα πάντα, εγώ που ξέρω να πλάθω με απόλυτη αρμονία τις λέξεις, ναι, εγώ, εγώ δεν είπα και πολλά αυτή την φορά. Έπειτα, δεν χρειάστηκε.

Με θυμάμαι να κάθομαι στην καρέκλα, παρατηρώντας το πορτοκαλί φως που ερχόταν σε πλήρη αρμονία με τους γκρι τοίχους που είχε το δωμάτιο και σαν σε περίμενα να γυρίσεις, στο μυαλό μου ήταν καρφωμένη η εικόνα ενός βιβλίου, ενός βιβλίου που γραφόταν μόλις εκείνες τις στιγμές, εκείνες τις στιγμές που μπορούσα να χαθώ στην ματιά σου, εκείνες τις στιγμές που μπορούσα να στηρίξω το βάρος μου επάνω σου και εκείνες τις στιγμές που η φωνή σου άλλαζε, προσπαθώντας να με κάνει να γελάσω.

Και ήρθες.
Και όχι μόνο ήρθες, αλλά και έμεινες.
Έμεινες. Έμεινες τόσο χαραγμένος σε αυτή την πόλη, που πλέον κοιτώντας τα φωτάκια που αχνοφαίνονται από απέναντι, νιώθω πως ένα κομμάτι σου έμεινε εδώ και πως αν κάνω ένα μονάχα βήμα, θα πεταχτείς από πίσω μου, τρομάζοντας με. Τόσο πολύ σου πήγαινε η πόλη.

Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, κλείνοντας στο φως του μπάνιου και γυρνώντας να με κοιτάξει, με έκαψε με το βλέμμα του. Τα μαλλιά του άραγε, πως να μυρίζουν;

Έβγαλες τις πετσέτες από το κρεβάτι και κάθισες εκεί, χωρίς να βγάλεις λέξη. Και όμως, έπρεπε να βγάλεις λέξη, έπρεπε να με κοιτάξεις και να μην πλάσεις μια ιστορία ολομόναχος, χωρίς να με αφήσεις να πιάσω έστω και στο ελάχιστο το στυλό. Έπρεπε– το ξέρεις πολύ καλά–, έπρεπε να μου φωνάξεις, αντί πολύ απλά να με κάνεις να σε πλησιάσω και να λυγίσω πλάι σου, με την ερώτηση να κρέμεται από τα χείλη μου. Έπρεπε να με διώξεις από κοντά σου αντί να με οδηγήσεις πλάι σου. Γιατί το πλάι σου για μένα δεν συγκρίνεται και γιατί άφησα τον εαυτό μου να μην σε συγκρίνει με κανέναν άλλον, ώστε να ξαπλώσω μαζί σου και έπειτα να αφεθώ στα φιλιά σου.

Φιλιά. Με φιλούσες και σαν μ' ακουμπούσες, τα χέρια σου μετατράπηκαν από πέταλα σε αγκάθια, τρυπώντας το κορμί μου σαν να ήταν βελόνες.

Γυαλιά, γυαλιά που έμπηξαν την καρδιά μου, φάνταζε η κάθε κίνηση σου, το κάθε χάδι σου και το κάθε σημάδι που μου άφηνες καθώς χάραζες την δική σου πορεία επάνω στο κορμί μου, που νόμιζα για λίγο πως ήταν αγάπη– αυτή η απατηλή, η πλανεύτρα αγάπη που μου έδειχνες– και όχι η πισώπλατη μαχαιριά που ετοίμαζες σαν με γευόσουν.

Γεύομαι, ενώνω τα κομμάτια που εσύ σπας αργότερα. «Σ' αγαπάω», θα μου πεις ξέπνοος και εύχομαι να μην το είχες ψελλίσει ποτέ, μακάρι να μην άφηνες το στόμα σου να συλλάβει αυτή την βαριά λέξη που έπεσε σαν βόμβα επάνω μας, βάζοντας φωτιά στα πάντα και κυριότερα, σε μένα την ίδια.

Με έκαψες, με την ίδια φωτιά που έκαψες και το κορμί μου, αφήνοντας τις πληγές στο σώμα να θυμίζουν πως πριν δύο ημέρες με είχες στην αγκαλιά σου και με πέταξες, στον βωμό του καταδικασμένου έρωτα, για μια απερισκεψία. Γιατί τα συναισθήματα για σένα φαντάζουν με παιχνιδάκι και εγώ φαντάζω αρκετά σοβαρή και μεγάλη για να με έχεις και να παίζεις όποτε θες. Και προφανώς και ήθελες να παίξεις, πλάθοντας την δική σου ιστορία και αφήνοντας με να νομίζω πως έστω και λίγο, μοιάζω με την πρωταγωνίστρια, για να κερδίσεις έτσι την εύνοια και το δικαίωμα να εισβάλλεις βαθύτερα, διψασμένος από την μάχη για την κατάκτηση άλλου ενός θησαυρού, που στην προκειμένη περίπτωση είμαι εγώ. Και τι κατάφερες; Με είχες και με έχασες γιατί βαρέθηκες πλέον να σκαρώνεις ιστορίες και εγώ σταμάτησα να ακούω σε παραμύθια, οπότε το ρολόι σημάνει μεσάνυχτα. Γιατί τότε πρέπει να ξυπνήσεις και παρ' όλο που δεν θέλω, πάντα ξυπνάω. Πάντα συνέρχομαι, πάντα περνάει. Αλλά, πως περνάνε άραγε τα συναισθήματα;

Θεοί και δαίμονες. Τα φιλιά σου έμοιαζαν με την ίδια την κόλαση μα εδώ δεν είμαστε για να αμαρτήσουμε, αλλά για να χαράξουμε το μαζί και αφού εκείνο το μαζί έχει χαθεί σαν τα λεπτά περάσουν, μοιάζει με θεϊκή παρέμβαση που με βοήθησε, μπρος τα κολασμένα φιλιά σου που φώναζαν πως μ' αγαπούν κι ας με πλήγωναν στην συνέχεια.

[...]

Σε άγγιζα. Σε άγγιζα και δεν μπορούσα να σταματήσω να σε αγγίζω, μαγεμένη από την ηρεμία σου. Ήρεμος. Ήσουν τόσο ήρεμος καθώς με χάιδευες, καθώς τα χέρια μας γινόταν ένα, καθώς τα δάχτυλα μας προσπαθούσαν με μανία να χορτάσουν λίγο από το άγγιγμα– έτσι φαινόταν σε μένα, τουλάχιστον–, καθώς τα χείλη σου έψαχναν για τα δικά μου, καθώς τα μέτωπα μας ακουμπούσαν και καθώς με φιλούσες στο μέτωπο, σαν όντως να μ' αγαπούσες, σαν να νοιαζοσουν, σαν να με πρόσεχες, ξέχασα πως μύριζες με τριαντάφυλλο και καπνό και πως τα χείλη σου στον λαιμό μου αντί για την λέξη «σ' αγαπώ», σκάλιζαν την λέξη αντίο.

Ήμουν τόσο χαρούμενη και ήσουν τόσο σκεπτικός αλλά δεν με έδιωχνες από πλάι σου, σαν κάτι να σε κρατούσε από το να το κάνεις. Ακόμα και στο τέλος με κρατούσες. Ακόμα και στο τέλος πάλευες για ένα φιλί. Γιατί δεν με έδιωχνες;

Μακάρι να με έδιωχνες από πλάι σου, μακάρι να μπορούσα να σε σταματήσω από το να με φιλάς, να ήμουν τόσο επηρεασμένη από τα συναισθήματα που θα έδινα και την ζωή μου για λίγο ακόμα από τα φιλιά σου κι ας δεν είσαι πια εδώ για να μου τα δώσεις. Κι ας μην είσαι και ποτέ πια εδώ, κι ας μην νοιάζεσαι και καθόλου για το πόσο πολύ πονάνε οι πληγές στο στήθος και πιο κάτω.

Συναισθήματα. Πράξεις. Εσύ.
Τα συναισθήματα πέθαναν εκείνο το απόγευμα και σαν με αγκάλιαζες και με τοποθετούσες επάνω σου, με έκανες να ξεχάσω τον ρόλο που έπρεπε να παίζω, προκαλώντας με να σε ερωτευτώ και να μου λείπεις. Γιατί μου λείπεις και γιατί θα μου λείπεις και θα μου λείπει περισσότερο από όλα το χέρι σου καθώς θα περπατάω μονάχη στους δρόμους της δικιάς μου πόλης και οι αναμνήσεις μας θα με πνίγουν σε κάθε μικρό στενό, σε κάθε παράμετρο,σε κάθε δρόμο που περνούσαμε, χωρίς να μας νοιάζει ο κόσμος, χωρίς να χρωστάμε τίποτα και χωρίς να γνωρίζω πως τα συναισθήματα είχαν φθαρεί μπρος την δοκιμή μιας κάποιας εμπειρίας. Και εγώ εκεί, την πιο λάθος στιγμή, με τον πιο λάθος άνθρωπο που στα μάτια μου φάνταζε το ιδανικό, από την σκόνη που ήταν στην ουσία.

Σκόνη. Σκόνη και μεγάλα λόγια.
Σκόνη, εμείς και τα αστέρια.

Θα το βάπτιζα ιστορία αγάπης μα στο τέλος της ιστορίας, αντί για το «ζήσαν αυτοί καλά», εκείνος φρόντισε να προσθέσει επάνω την λέξη «αντίο» με ένα στερνό φιλί– που έμοιαζε σαν να πάλευε να κρατήσει ακόμα περισσότερο– και μια αγκαλιά και ένα κούνημα του χεριού, λίγο πριν χαθεί. Για πάντα.

Και όσο για τα σημάδια και τα φιλιά του. Αγκάθια παραμένουν. Αγκάθια που έχουν καρφωθεί στο κορμί μου και κάθε φορά που πάω να τα βγάλω, βγαίνει και ένα κομμάτι του εαυτού μου. Γιατί μαζί με τα λουλούδια, πήρε και εμένα μαζί του, καρφωμένη δίπλα του, μαζί του, στην καρδιά του. Κι ας μην είχε καρδιά και ας μην του έμεινε κι όλας.

Και τα φιλιά του; Αν με ρωτήσεις π ς τα θυμάμαι, θα σου πω πως ήταν αιματοχυμένα. Γιατί τα φιλιά του ήταν αγκάθια.

Φιλιά Αγκάθια.
Και γω αρκετά ρομαντική και ερωτευμένη. Και εκείνος ψεύτης και πλανευτής παραμυθιών, πείθοντας με πως ετούτη η ιστορία έχει καλό τέλος. Μα τα καλά τέλη είναι για τους ονειροπόλους και εγώ είμαι μια ρεαλίστρια για τα παιχνιδάκια του.

Και ίσως γι' αυτό και τα φιλιά του ήταν βουτηγμένα από κάποιο αμάρτημα, για να με προκαλέσουν να αγγίξω με τα γυμνά μου χέρια τα πέταλα του, να στην ουσία να ματώσουν τα χέρια μου από την επαφή και να καώ. Μα, όσες φορές και να με ξεγυμνώνει, δεν πρόκειται να βρει ούτε σταγόνα από αίμα.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες αιμορραγούν χρώματα και ο δικός σου δεν είχε τίποτα να μου δώσει, παρά μόνο, φιλιά αγκάθια.

Και θα πέθαινα για να μου δώσεις κι άλλα και αυτό ίσως να είναι και το χειρότερο αμάρτημα.
Αμάρτημα που θα με σκοτώνει καθημερινά ολοένα και πιο πολύ, μέχρι να σε ξεχάσω.

Αλλά μέχρι τότε... «Εις το επανιδείν» θα πω και όταν γυρίσω ξανά το κεφάλι μου για να σε δω, εσύ δεν θα υπάρχεις εδώ. Και ίσως αυτό να είναι το τέλος, αντί για το «αντίο» σου.

Για το αντίο που έκρυψες καλά στην καρδιά σου, αντί να το αρθρώσεις με λέξεις.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro