Κεφάλαιο 3: Εκείνη η Παρασκευή
Το Φθινόπωρο ωρίμαζε όλο και πιο πολύ μέσα στη φύση. Έντυνε με τα χρώματά του όλα τριγύρω σιγά-σιγά αλλά και μεθοδικά. Ο Ουρανός άρχισε να αποκτά όλο και περισσότερο ένα μουντό χρώμα. Τα φύλλα στα δέντρα άρχισαν να πέφτουν όλο και πιο πυκνά, λες και βιάζονταν να αποχαιρετίσουν την περίοδο της ζωής τους. Όλο και πιο συχνά η βροχή έγινε μέρος της καθημερινότητας και το τραγούδι της ήρθε να δώσει στο μελαγχολικό της εποχής, τη δική της ποιητική και λυρική νότα.
Η Λυδία, έδωσε μάχη στο σπιτικό της να περιφρουρήσει τον εαυτό της και τη μικρή της κόρη από τις εισβολές και την επιθετικότητα του ανθρώπου που, δυστυχώς, κάποτε αποτελούσε τον σύντροφο της ζωής της. Πάλεψε με πάθος, επιμονή και αξιοπρέπεια. Τον κράτησε μακριά αμυνόμενη και αδιαφορώντας για τις λεκτικές του επιθέσεις. Τον αντιμετώπισε νομικά βάζοντας πλέον τη ζωή της σε μια καινούργια στράτα ελπίδας. Έδειξε με τη στάση ζωής της ότι η συζυγική βία είναι εξ ίσου κτηνώδης είτε έξω είτε μέσα στο γάμο. Με τον αγώνα της έγινε υπόδειγμα θάρρους και σε άλλες γυναίκες καθώς οργανώθηκε σε Επιτροπή αγώνα γυναικών κατά της βίας.
Ο Αλέξανδρος, βρήκε στην καθηγήτριά του, τον άνθρωπο, τις αξίες αλλά και τη στήριξη που πολύ δύσκολα θα συναντούσε. Ακόμα και στην οικογένειά του, τέτοιες εξομολογήσεις των προσωπικών του βιωμάτων, θα ήταν όχι απλά δύσκολες αλλά και αμφίβολες για την κατάληξή τους. Μετά από την εκείνη την πρώτη τους συζήτηση, ένιωσε πολύ καλύτερα. Κατάφερε να ελέγξει, σε μεγάλο βαθμό, τα ενοχικά σύνδρομα που τον είχαν κυριεύσει. Με τον φίλο του συναντήθηκαν ξανά. Ο αυθορμητισμός της νιότης, το άδολο της σχέσης τους συνεχίστηκε. Ήταν κι άλλες φορές, που έκαναν έρωτα. Αυτή τη φορά ένιωσε την ερωτική τους επαφή πολύ πιο ελεύθερα και με λιγότερες ενοχές. Τώρα πια, η ηδονή που ένιωθε αλλά και έδινε, δεν προκαλούσε τον ερχομό βασανιστικών ερωτημάτων αλλά σπασμούς κορύφωσης και απόλαυσης. Με λίγα λόγια έζησε τις στιγμές του. Μπορούσε να δίνει και εκείνος ανάλογες ηδονικές στιγμές, που έπαιρνε από το φίλο του. Οι επαφές τους έγιναν πιο τολμηρές. Απολάμβανε με κάθε τρόπο τα χάδια και τις διεισδύσεις βαθιά μέσα του έτσι ώστε να ρουφάει την ηδονή. Με την πλαστικότητα του κορμιού του χάριζε στον σύντροφό του ένα λυρικό χορό αναστεναγμών και τον οδήγησε σε κορυφώσεις όμορφες και τρυφερές μαζί με τις δικές του. Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά έγιναν τρυφερές και ηδονικές αναμνήσεις χωρίς εμμονές ή συνέχεια.
Η Ζωή και για τους δύο έδειχνε να παγιώνει μια κανονικότητα. Μέχρι εκείνη την Παρασκευή.
Μεσημέρι της μέρας. Το τέλος μιας σχολικής βδομάδας. Η Λυδία μάζευε τα πράγματά της για να κλείσει την αίθουσα που είχε αδειάσει εντελώς. Φεύγοντας στην πόρτα στεκόταν ο Αλέξανδρος. Το φως της μέρας πίσω του, του έδινε μια παράξενη λάμψη.
"Αλέξανδρε, δεν έφυγες ; τι κάνεις εδώ ;"
Την πλησίασε, έριξε μια ματιά πίσω του, έβγαλε από το σάκο του ένα μικρό όμορφο κουτί. Τυλιγμένο με μια κορδέλα.
"Κυρία..." είπε ντροπαλά, "αυτό είναι για σας , κάτι δικό μου"
"Αλέξανδρε !"
Το πήρε, τον ευχαρίστησε με μια γλυκιά χειραψία και ένα απλόχερο χαμόγελο.
"Θα το δω σπίτι εντάξει ;"
"Ναι Κυρία".
Έφυγε βιαστικά από κοντά της. Έξω ο ουρανός μάζευε μαύρα σύννεφα.
Η Λυδία, σαν φιλόλογος, με την λεύτερη διδαχή της, τους στοχασμούς της αλλά και την συμμετοχή της σε εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και δράσης, σύντομα κέντρισε το μίσος φασιστικών εγκληματικών ομάδων, που δρούσαν στον περίγυρο του Λυκείου ψαρεύοντας νέες ψυχές. Η αξιοπρέπεια και οι αξίες της αποτελούσαν κόκκινο πανί για κάθε τι μαύρο και αντιδραστικό.Την είχαν προειδοποιήσει κάμποσες φορές να σταματήσει να υποστηρίζει τους αδύναμους, και να "προπαγανδίζει ανθελληνικές απόψεις", όπως κραύγαζαν, στους μαθητές της.
Εκείνη τη βροχερή Παρασκευή όμως έκαναν ένα βήμα παραπάνω. Στο σχόλασμα του σχολείου, μια ομάδα φασιστών κουκουλοφόρων την κύκλωσε έτοιμη να απλώσει πάνω της το μίσος και το σκοτάδι τους. Έστεκε μόνη στη γωνιά του δρόμου κυκλωμένη. Είχαν ήδη αρχίσει να την προπηλακίζουν. Είχαν κάνει ένα κύκλο ολόγυρά της, την έσπρωχναν και κάποιοι είχαν ήδη ξεκινήσει να την χτυπούν. Κάποιοι διαβάτες γύρω και μερικοί μαγαζάτορες έστεκαν παγωμένοι απ' το φόβο μην έχοντας το κουράγιο ή τη διάθεση να εμπλακούν στο γεγονός.
Ήταν τότε που ο Αλέξανδρος τους είδε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα άρχισε να φωνάζει και να τρέχει προς τα πάνω τους. Αδιαφόρησε. Υπερασπίστηκε την καθηγήτριά του με απρόσμενο πάθος και τόλμη. Χτύπησε αλλά χτυπήθηκε απείρως περισσότερο. Άσχημα. Κατάφερε να τραβήξει την προσοχή τους, να αγνοήσουν την καθηγήτριά του και να στραφούν εναντίον του. Στο τέλος οι φωνές και η φασαρία, άρχισαν να μαζεύουν κόσμο. Οι τολμηροί πολλαπλασιάστηκαν και έτσι οι επιτιθέμενοι βρέθηκαν σύντομα σε δύσκολη θέση. Οι συνήθεις θρασύδειλοι χάθηκαν στο σκοτάδι που ανήκαν. Και εκείνος έμεινε κάτω στο πεζοδρόμιο άσχημα χτυπημένος γεμάτος αίματα. Το τελευταίο πρόσωπο που είδε από πάνω του πριν λιποθυμήσει ήταν της Λυδίας, της καθηγήτριάς του.
Έβλεπε το παραμορφωμένο από την αγωνία πρόσωπό της να σκύβει μπροστά του. Η Φωνή της έφτανε στ' αυτιά του απόμακρη και σβησμένη. Ένα μεγάλο κίτρινο πλατανόφυλλο, απ τον αέρα του Οκτώβρη ήρθε και έπεσε πάνω στο πληγωμένο του κορμί. Ο Ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου έκοβε σαν μαχαίρι το θόρυβο του δρόμου.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro