Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 1: Εκείνος και Εκείνη 🔞

(Το κεφάλαιο περιέχει ερωτική σκηνή)
🔞🏳️‍🌈

Η Βροχή έπεφτε ραγδαία. Αρχές του Οκτώβρη. Φθινόπωρο. Έξω ο δυνατός Γαρμπής σήκωνε τα κιτρινισμένα φύλλα από τη γαλήνη τους και τα γυρόφερνε ψηλά ολόγυρα. Λες και χόρευαν το δικό τους χορό.

Εκείνος:

Ο Αλέξανδρος, είχε γύρει το γυμνό του κορμί στο τζάμι του παραθύρου της σοφίτας. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο γκριζόμαυρο χρώμα του νυχτερινού ουρανού. Άφησε να απαλύνει τα αυτιά του το τραγούδι της βροχής. Πέρα στο βάθος ξεμάκραινε ο ήχος από τους κεραυνούς.

Γύρισε το βλέμμα του πίσω. Στο κρεβάτι της σοφίτας ο νεαρός φίλος του κοιμόταν γαλήνια. Η κουβέρτα αποκάλυπτε μέρος του γυμνού του σώματος. Έμοιαζε σαν πίνακας ζωγραφικής.

Το σώμα του και το μυαλό του έκαιγε ακόμα. Ήταν ακριβώς όπως ένα Φθινοπωρινό μπουρίνι που έρχεται ξαφνικά μέσα στη νύχτα, αναπάντεχα και σαρώνει οτιδήποτε βρει στο διάβα του. Όλα έγιναν ξαφνικά και αυθόρμητα. Χωρίς σχεδιασμό και πρόθεση. Προσπαθούσε να καταλάβει πώς ξεκίνησε αυτό το ιδιαίτερο ερωτικό ταξίδι.

Λίγο πριν...

Για πότε τα χέρια τους ταξίδεψαν στα κορμιά τους. Για πότε αφέθηκε στα χάδια του, χωρίς να ξέρει ή να εξηγεί το "γιατί". Ήταν η πρώτη φορά που τού συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Έτσι χωρίς οδηγό, έμειναν γυμνοί, ο ένας απέναντι στον άλλον. Χωρίς αναστολές άρχισαν να ανιχνεύουν τους πόθους τους. Ένιωσε τα χέρια του να τον αγγίζουν σε ένα ανεξερεύνητο ταξίδι από τα πόδια μέχρι τους γοφούς του. Δειλά στην αρχή, πιο τολμηρά στην συνέχεια. Τα χάδια του απλώθηκαν σε όλο του το σώμα, προκαλώντας ρίγη και στους δύο. Τα φιλιά τους, τα χάδια τους. Παντού. Ένα κύμα χωρίς όρια, χωρίς ίσως εξήγηση. Μόνο των ηδονών τα ανεξερεύνητα μονοπάτια.

Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτό που ένιωθε. Χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει άφησε το σώμα του να το νιώσει. Πήγε κάτι να πει αλλά το έπνιξε αυτό το μούδιασμα. Η φαντασία τους οργίαζε. Ένιωσε τις αισθήσεις τους να ταξιδεύουν σε αχαρτογράφητα νερά. Άφησε και τα δικά του χέρια να ταξιδέψουν στα ερωτικά σημεία του φίλου του. Ίδιες διαδρομές, ίδιες ηδονές. Τον είδε γεμάτο πόθο και ένταση. Οι ρόλοι τους λες και ήρθαν άναρχα, χωρίς ορισμό, ελεύθερα, ανεμπόδιστα.

Τα χάδια του φίλου του, κάλυψαν το κορμί του σε όλο του το μήκος. Έφτασαν στα πόδια του, στους μηρούς του, άγγιξαν τους γοφούς του. Διάβηκαν ανάμεσά τους. Ένιωσε να καίγεται στην αφή και στο άγγιγμα. Που γίνονταν όλο και πιο τολμηρό, πιο προχωρημένο και βαθύ. Το προφυλακτικό δεν τον εμπόδισε να νιώσει τη σκληρή του στύση να σύρεται ηδονικά ανάμεσα στα μπούτια του, να φτάνει στους γοφούς του, να τρυπώνει στην ξαναμμένη του είσοδο. Σε λίγο τον ένιωθε μέσα του να διεισδύει αργά, βασανιστικά, επώδυνα, μέχρι ο πόνος να γίνεται ηδονή και ερέθισμα. Τα χέρια του φίλου του έπιασαν τους γοφούς του από το πλάι για να ξεκινήσει  να μπαινοβγαίνει μέσα του όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο γρήγορα, με τους δυο τους να σπαρταρούν μέχρι την κορύφωση. Δεν πίστευε ότι θα ανταποκριθεί τόσο έντονα σ' αυτήν την επαφή. Δεν περίμενε ότι οι γοφοί του θα λικνίζονταν ρυθμικά και κυματιστά  συγχρονισμένοι με το ρυθμό της διείσδυσης του παρτενέρ του. Δεν πίστευε ότι θα το ένιωθε έτσι. Μια κορύφωση που βρήκε τα σώματά τους να σπαρταρούν, και να χορεύουν.

Η κορύφωσή τους σφράγισε αυτό το σμίξιμο με έντονο πόθο και έκφραση.  Αμέσως μετά άρχισε να απομακρύνεται αυτό το ερωτικό μπουρίνι αργά σαν την μπουνάτσα που έρχεται. Ύστερα είδε την ξαστεριά σαν ένα βίωμα γεμάτο ενοχές και αναστολές. Πολλές! Δυνατές, βασανιστικές, επώδυνες. Λες και οι ηδονές έγιναν Ερινύες.

Στο τώρα...

Κατέβηκε από τη σοφίτα. Πέρασε μπροστά από έναν μεγάλο καθρέφτη. Διστακτικά έριξε μια ματιά στο γυμνό του σώμα. Μια όμορφη εικόνα ενός σώματος, που πριν λίγο σπαρταρούσε σε κύματα ηδονής, που ήρθαν χωρίς καμία προαναγγελία. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα στο κάτω μπαλκόνι. Βγήκε έξω ολόγυμνος μέσα στη νύχτα. Οι χυμοί του οργασμού του παρτενέρ του ταξίδευαν πλέον αργά και ηδονικά, μικρά λευκά ρυάκια, στο πίσω μέρος των μηρών του. Ένιωσε τον εαυτό του σαν να βαδίζει σε έναν βωμό με τα κιτρινισμένα φύλλα να χτυπούν πάνω του όπως οι χοές. Τύλιξε τα χέρια του στο εκτεθειμένο του κορμί με τα δάκρυά του να γίνονται ένα με το νερό της βροχής στο πρόσωπό του. Δεν ήξερε τι απ' όλα να κάνει. Να ντραπεί; Να έχει ενοχές; Να αποδεχτεί το ότι αυτό που έγινε το ήθελε πολύ; Ναι ένιωσε διχασμένος, προβληματισμένος. Ένιωσε ότι το ήθελε πολύ αυτό που έγινε. Ένιωθε ακόμα την αίσθηση του φίλου του, μέσα του βαθιά να τον ανατριχιάζει. Ένιωθε την είσοδό του να καίει, τα μπούτια του υγρά μουσκεμένα, τους γοφούς του σφιχτούς. Όλα μαζί τα ερωτήματα ήρθαν μαζεμένα στη σκέψη του γυρεύοντας τις δικές του απαντήσεις. Και εκείνος εκεί, σαν φιγούρα σε Φθινοπωρινό τοπίο ζωγραφικής. Σε ένα επικίνδυνο, ομιχλώδες πέρασμα ανάμεσα σε ένα αβυσσαλέο φαράγγι. Πού η απέναντι όχθη, δεν ήταν ορατή. Πού θα τον έβγαζε όλο αυτό;

Έσφιξε τη γροθιά του αποφασιστικά. Έκανε μεταβολή και γύρισε προς τα πίσω. Έτσι γυμνός, φάνταζε σαν αρχαία μυθική μορφή κινούμενη στο χώρο. Μπήκε στο δωμάτιο. Ο φίλος του ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, βωμό της επαφής τους. Τον πλησίασε χωρίς αναστολές, στάθηκε δίπλα του, τραβώντας την κουβέρτα. Τα όμορφα μάτια του επέστρεψαν από τον ύπνο της ερωτικής ραστώνης. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Οι προθέσεις τους, για μια ακόμα φορά έσμιξαν άδολες και τρυφερές. Ο Αλέξανδρος κατέβασε πλέον, χωρίς δισταγμούς, τα χέρια του στο κορμί του, αποκαλύπτοντας το γυμνό του σώμα. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τη στύση του φίλου του, η οποία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

"Αλέξανδρε...", του είπε ο φίλος του, διστακτικά.

"Σε θέλω! Αυτή τη στιγμή ναι το θέλω, πάρε με"
Δεν ήθελαν να χάσουν μήτε λεπτό. Η ορμή ερχόταν ανεξέλεγκτη, χωρίς αναστολές αυτή τη φορά. Ένα νέο προφυλακτικό τοποθετήθηκε με τη δική του τελετουργία.
Άνοιξε τα πόδια του και κάθισε αργά, ερωτικά και ηδονικά πάνω του. Με τα δάχτυλά του, τον  οδήγησε στην είσοδό του. Αυτή τη φορά ο ίδιος! Ήταν εκείνος, που είχε πάρει τα ηνία στη συνέχεια του ερωτικού τους χορού γκρεμίζοντας δισταγμούς και ενοχές. Ο φίλος του, τον αγκάλιασε τρυφερά κατεβάζοντας τα χέρια του στους γοφούς του. Tα χάδια του κινήθηκαν παντού, στις γάμπες, στα μπούτια του, στο στήθος, στους γοφούς του. Ο Αλέξανδρος αφέθηκε να τον δεχτεί μέσα του βαθιά, να γεμίζει από αυτόν. Άρχισε να κινείται παλινδρομικά, πάνω-κάτω σε ένα ταξίδι, που γινόταν όλο και υγρό, πιο γρήγορο. Κάποια στιγμή, ο  Αλέξανδρος έγειρε στο πλάι. Ο φίλος του ήρθε από πάνω του, δεν ήθελε να σταματήσουν τη φωτιά. Στάθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια. Πήρε τα πόδια του, τα άνοιξε και τα ανέβασε στους ώμους του. Ο Αλέξανδρος ήταν απόλυτα "έκθετος" μπροστά του. Φίλησε με τρυφερότητα τις γάμπες, τους μηρούς του και μπήκε πάλι μέσα του μέχρι το τέρμα. Η λεκάνη του χτυπούσε στην είσοδό του. Ο Αλέξανδρος σπάραζε ωθώντας ψηλότερα ρυθμικά τους γοφούς του. Οι φωνές τους, οι αναστεναγμοί τους έγιναν κάλεσμα τολμηρό για να οδηγήσουν σε έναν ακόμα ξέφρενο οργασμό και των δύο. 

Έγειρε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με τα σώματά τους ενωμένα σφιχτά και τρυφερά. Ο Αλέξανδρος ένιωθε τον ερωτικό του παρτενέρ να σπαρταράει μέσα του και να νιώθει τη φωτιά του. Μια φωτιά με πολλά μέτωπα, που έκαιγε πολλά περισσότερα από το ερεθισμένο του σώμα.

Εκείνη:

Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το πρόσωπό της μέσα στον καθρέφτη του μπάνιου. Τα χείλη ήταν ματωμένα. Ψηλάφισε με τα χέρια της τη μελανιά στο δεξί της μάγουλο λίγο πιο κάτω από το μάτι. Παρ' όλα τα σημάδια το πρόσωπό της ήταν όμορφο. Ένα πρόσωπο μιας γλυκιάς τριανταπεντάχρονης γυναίκας. Έτρεμε και πονούσε. Δεν ήταν τόσο ο σωματικός πόνος εκείνος που την τσάκιζε αλλά ο πόνος της ψυχής της.

Λίγες ώρες πριν, απολάμβανε από το παράθυρο την Φθινοπωρινή καταιγίδα. Στο σβήσιμο μιας κοπιαστικής ημέρας γεμάτης υποχρεώσεις και βουτηγμένης στην μοναξιά και στις σκέψεις. Το γύρισμα στο κλειδί της πόρτας την επανέφερε σε μια ακόμα πραγματικότητα αρρωστημένη που βίωνε τον τελευταίο καιρό.

Εκείνος, ο άντρας της. Της έριξε μια πεθαμένη ματιά. Τα μάτια του εστίασαν με κτηνώδικη βουλιμία στο όμορφο κορμί της. Το στόμα του βρωμούσε νοθευμένο ουίσκι σαν το κόλλησε βίαια στα χείλη της. Τον απώθησε παρακλητικά.

"Άκου, μην μου το παίζεις εμένα κουλτουριάρα ! Είμαι ο άντρας σου και γουστάρω να σε πάρω τώρα", της είπε αποκρουστικά τη στιγμή που τα χέρια του βιαιοπραγούσαν ήδη στο κορμί της.

"Σε παρακαλώ, θα ξυπνήσεις το παιδί", του είπε σιγανά ευελπιστώντας να κάμψει την κατά συρροή βίαιη συμπεριφορά του. Δεν τα κατάφερε.

"Τι έγινε μωρό μου ; δεν γουστάρεις ; παίζει τίποτα άλλο ; Αυτά να τα πουλάς εκεί που σε παίρνει", της είπε τη στιγμή που μόλευε το σώμα της Όμως αυτή τη φορά αντιστάθηκε. Χτύπησε και χτυπήθηκε. Τα ουρλιαχτά της μπερδεύτηκαν με τα αστραπόβροντα της καταιγίδας. Κατάφερε να τον φοβίσει και να τον πετάξει έξω απ το σπίτι μεθυσμένο σε μια απόφαση πλέον ύστατη και οριστική.

Περιποιήθηκε το πληγωμένο της πρόσωπο. Βγήκε από το μπάνιο. Κίνησε αργά στο σαλόνι του σπιτιού. Η Μικρή της οκτάχρονη κόρη είχε ζουφώσει σαν φοβισμένο γατί στον καναπέ. Είχε μαρτυρήσει να την ηρεμήσει. Έζησε και εκείνη κοντά της τις σκηνές της βίας τραγικός μάρτυρας ζωής. Είχε πλέον αφεθεί σε έναν ύπνο εξάντλησης. Την προσπέρασε, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Η καταιγίδα είχε κοπάσει πια, λες και ακολούθησε τις στιγμές της νύχτας της. Μιας μεγάλης νύχτας στη ζωή της. Ένιωσε λυτρωτικό τον νυχτερινό αέρα του Οκτώβρη στο πρόσωπό της. Πήρε βαθιές ανάσες. Πολλά από τα κιτρινισμένα φύλλα από τις λεύκες του δρόμου παρασύρθηκαν στο σπιτικό της, απρόσμενοι επισκέπτες καλοδεχούμενοι αυτή τη φορά. Κράτησε στο χέρι της ένα ξερό φύλλο. Είχε πάρει το χρώμα του Φθινοπώρου. Το πήρε με προσοχή στο χέρι της και το απόθεσε στην γυάλινη φοντανιέρα σαν ένα δώρο σημάδι που της έστειλε η φύση για την καινούργια στράτα στη ζωή της.

(Συνεχίζεται...)

Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Δύο εντελώς ξεχωριστά βιώματα. Που και πως θα συναντηθούν οι ζωές τους;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro