Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Περιπέτεια Μηδέν: Εκεί που χαράχτηκε το πρώτο σημάδι του κύκλου.

Περιπέτεια Μηδέν: Εκεί που χαράχτηκε το πρώτο σημάδι του κύκλου.

Είσαι βάσανο, τους ανάβεις όλους,
τους αφήνεις να καίγονται και φεύγεις.

-Dancing Queen, ABBA.

Ψήσε καφέ να σου πω το παρελθόν, το παρόν, άντε και το μέλλον. Αυτή την περιπέτεια δεν την έχεις ακούσει, για το νέο κορίτσι με την τρέλα για ζωή και εκείνο το ένα αγόρι που την έκανε να γελάει στην ψυχή.

Ετών δεκαεφτά και η αγωνία της φούντωνε για πότε θα βρίσκονταν πάλι μόνοι. Η Ευανθία δεν ήταν σαν τις άλλες κοπέλες της ηλικίας της. Ο μπαμπάς της είχε τον τρόπο του με τα όπλα, είχε υπηρετήσει στον πόλεμο και μετά τα καθάριζε στην αποθήκη της μαμάς δίπλα από τις πατάτες. Πού και πού τα δοκίμαζε πάνω σε κανένα κεφάλι. Ένα συγκεκριμένο κεφάλι.

Αχ, έρωτας.

Θα μου πεις και η Ευανθία προκαλούσε. Σε ένα τόσο μικρό χωριό, μιας τόσο μικρής πόλης όπως οι Σέρρες, περίμενες η φήμη της να μην είναι γνωστή; Όλοι ήξεραν για την Ευανθία που τόσο της άρεζαν τα αγόρια να τη κυνηγάνε από στάση σε στάση λεωφορείου μέχρι το σπίτι της, όπου ο πατέρας θα άνοιγε την πόρτα με την καραμπίνα και εκείνη χοροπηδώντας θα έμπαινε μέσα όσο τα αγοράκια θα κατουρούσαν τα παντελόνια τους.

Ο νέος της έρωτας όμως κάτι της έλεγε πως θα κρατούσε.

Αυτός ήταν μεγαλύτερος, μη φανταστείς, κανένα χρόνο και κάτι. Δεν πήγε στρατό, επέλεξε να σπουδάσει. Να σπουδάσει μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της Ευανθίας κουμμούνι τον ανέβαζε, κουμμούνι τον κατέβαζε. «Πλύση εγκεφάλου τους κάνουν εκεί πέρα.» της έλεγε, «Τόσα χωράφια τι να το κάνει το σχολείο; Ο σοβαρός ο άνδρας πάει στρατό και μετά οικονομεί, δεν βλέπει τα χαρτιά και τα μολύβια όλη του τη ζωή. Και τι όνομα είναι αυτό; Άγγελος; Βάλε λίγο μυαλό επιτέλους Ευανθία!»

Ο Άγγελος, το πιο πρόσφατο αμόρε. Σαν τα κρύα τα νερά, από διπλανό χωριό, είχε χωράφια που φυσικά, ο πατέρας πίστευε πως δεν ήταν δικά του. Για τον Άγγελο ο πατέρας της είχε την άποψη πως αυτός και οι γονείς του ήταν κλέφτες, ο αδελφός του ήταν κλέφτης, τα παιδιά του θα γίνουν κλέφτες και τα εγγόνια του θα κλέψουν. Οι γονείς του κλέφτηκαν, αυτή ήταν η αιτία για όλα. Αν την αγαπάς τη κοπέλα, πας στον μπαμπά της, συμφωνείτε τα περιουσιακά και τέλος.

Ποιο ζεύγος ήταν ποιο ευτυχισμένο; Οι γονείς του Άγγελου που έκαναν αυτό που αγαπούσαν όλη τους τη ζωή, ή οι γονείς της Ευανθίας που η μάνα της ζούσε στην σκιά του πατέρα της;

Η Ευανθία γνώρισε τον Άγγελο πριν χρόνια, μικροί έπαιζαν και μαζί, αλλά πρόσφατα έγινε έρωτας. Έρωτας με την έννοια της Ευανθίας, δηλαδή ένα φιλάκι, ίσως κάτι παραπάνω, ένα κερασμένο γλυκό μετά και άντε μου στον διάολο. Σε λίγο ξεκινούσε και τη νηστεία της, τι σκέψεις είναι αυτές καλέ;

Μέχρι τότε δεν πείραζε ένα τσιγαράκι πίσω από το δεντράκι, ε;

Η Ευανθία, όπως και κάθε βράδυ, άφησε την πόρτα ανοιχτή πριν πει στους γονείς της πως θα πάει για ύπνο. Όταν ο μπαμπάς της έκανε την τελευταία περιπολία του σπιτιού πριν ξεραθεί στην κρεβατοκάμαρα, μετρούσε με το ρολόι που της είχε κάνει δώρο την ώρα. Σαράντα πέντε λεπτά και θα ήταν έτοιμη. Φορούσε την σκούρη κόκκινη ρόμπα της πάνω από το λευκό νυχτικό για να μη φαίνεται καλά αν την πάρει κανένας μάτι και έτρεχε κάτω. Τα μαλλιά πιασμένα σε μια πλεξούδα, είχε και σχολείο την επόμενη μέρα και έπρεπε να είναι ευπαρουσίαστη. Ήλπιζε οι μαύροι κύκλοι μόνο να μην ήταν ιδιαίτερα εμφανείς.

Προσπάθησε να κάνει όσο πιο πολλή ησυχία μπορούσε. Το ροχαλητό του πατέρα της ακουγόταν σε όλο το σπίτι σαν μια δυνατή μελωδία θανάτου, απωθούσε κουνούπια, βρωμούσες και κάθε είδους άνδρα που ήθελε την κόρη του και η Ευανθία σκόπευε να το άκουγε μέχρι να λαλήσει ο πετεινός όταν βγουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στον ουρανό. Αν την έπιανε να βγαίνει έξω τα βράδια θα τη σκότωνε με τη κυριολεκτική σημασία της λέξης.

Με το που έκλεισε την πόρτα, ήταν ελεύθερη.

Έδεσε την ρόμπα της και άρχισε να τρέχει στο χορτάρι ξυπόλυτη. Δεν χρειαζόταν κάποιος να της δείξει τον δρόμο, ήξερε καλά πού πήγαινε. Έτρεξε μέσα από το πράσινο κάτω από τον μαύρο ουρανό πριν μπει στο δάσος. Θα έπρεπε να φοβάται αλλά γιατί να φοβηθεί τη ζωή; Όλα κάποτε τελειώνουν, το θέμα είναι να τα ζεις όσο υπήρχε χρόνος. Πήδησε από πέτρα σε πέτρα πάνω στο ρυάκι και έσκυψε κάτω από τον κορμό που είχαν κάνει γέφυρα κάποια χρόνια πριν. Η ρόμπα της λύθηκε και το λευκό νυχτικό πήρε το καφέ χρώμα της λάσπης που είχαν και οι πατούσες της. Γέλασε δυνατά και συνέχισε.

Το φεγγάρι ήταν ο προορισμός της και τα άστρα ο δρόμος που θα ακολουθούσε. Ο Άγγελος της έλεγε πως έμοιαζε με νύμφη καθώς έτρεχε και χόρευε μέσα στο δάσος. Μια νύμφη στην οποία υπάκουαν όλα τα άστρα. Λάτρης του ρομαντικού το αγόρι, η Ευανθία έβρισκε τα λόγια του κλασική ραψωδία ενός ηλίθιου και απλώς γελούσε με την αφέλειά του. Κάποιες φορές πίστευε πως ήταν πιο τρελός από εκείνη, πράγμα απίστευτο, αλλά όχι αδύνατο.

Πέρασε και το τελευταίο δέντρο, μια μηλιά σαν αυτή στο σπίτι της. Ήταν το τέλος της απόστασης των δύο χωριών, μισή ώρα με το ζόρι περπάτημα αν το πήγαινες αργά και κουρασμένα. Με ένα χαμόγελο εντόπισε τον άνδρα που επιθυμούσε με την ψυχή της από μακριά. Η σκιά του στεκόταν με την πλάτη στο δέντρο που είχαν συνεννοηθεί να βρίσκονται, να καπνίζει ένα τσιγάρο. Ο Άγγελός της δεν κάπνιζε ποτέ χωρίς εκείνη. Τι είχε αλλάξει.

Και επίσημα, με το πρώτο της βήμα, βρισκόταν στα χωράφια της οικογένειάς του, στο χωριό του Ελαιώνα. Εκεί έβλεπε ο ένας τον άλλον τους τελευταίους τρεις μήνες και κάτω από εκείνο το δέντρο της έβαλε χέρι πρώτη φορά. Παρά τον ενθουσιασμό της, είχε στα σχέδιά της να τον χωρίσει κάποια στιγμή σύντομα. Βλέπεις ο «έρωτάς» της για αυτόν ξεθύμανε από τη μια στιγμή στην άλλη, σε μια μικρή στιγμή που όταν κοιτούσε τον ουρανό, ξέχασε το όνομά του τελείως.

Τα τελευταία μέτρα τα πήγε περπατώντας, με την ανάσα της να προσπαθεί να βρει πάλι τους ρυθμούς της. Η πλεξούδα της είχε σχεδόν λυθεί τελείως αλλά δεν την ενοχλούσε που έπεφταν τούφες μπροστά από τα μάτια της, ούτε που είχε λερωθεί, ο Άγγελος θα έπρεπε να τη δεχτεί όπως ήταν αλλιώς καλό δρόμο πίσω στο σπίτι του.

Η σκιά του κάπως αγαπημένου της, κάπως όχι, άρχισε να παίρνει μορφή. Κρατούσε κάτι στα χέρια του το οποίο σήκωνε και τοποθετούσε στο μάτι του πριν σκύψει πάλι και σκαλίσει κάτι στα χαρτιά του, όλα αυτά με μια τζούρα τσιγάρο. Τα ξανθά μαλλιά του φαίνονταν πιο ανοιχτά από ποτέ κάτω από την ελιά και το σώμα του πιο μυώδες, πιο ψηλό. Είχε να τον δει μια εβδομάδα, πώς γινόταν να είχε αλλάξει τόσο;

Τότε, μόλις ο άνδρας απομακρύνθηκε από το δέντρο και περπάτησε λίγο μπροστά, σηκώνοντας αυτό το κουτί που κοιτούσε τον ουρανό, η Ευανθία βρήκε την ευκαιρία της. Έτρεξε κοντά του και με ένα γέλιο πέρασε τα χέρια της γύρω από τα μάτια του, κρατώντας τον σφιχτά.

«Κύριε Βιλαέτη, ποια νύμφη άραγε σας γυρεύει;» τον ρώτησε με χαρά στη φωνή της.

Η οποία χάθηκε με την απάντησή του.

«Οι νύμφες υπάρχουν στη φαντασία του ανθρώπου, σαν τη θρησκεία.» της είπε. Αυτός δεν ήταν ο Άγγελός της. Ο Άγγελος θα έπαιζε μαζί της, θα τη κυνηγούσε γύρω από το δέντρο πριν κατεβάσει το παντελόνι του και όλες οι προηγούμενες σκέψεις περί χωρισμού γινόντουσαν παρελθόν. Ο Άγγελος, με τη λεπτή φωνή λες και δεν είχε περάσει εφηβεία ακόμα.

Αυτός δεν ήταν παιδάκι...ήταν κάποιος που δεν ήξερε καλά, αλλά είχε ακούσει ξανά.

Η Ευανθία τρομαγμένη κατέβασε τα χέρια της και τότε ήταν που ο άνδρας αποκάλυψε το πρόσωπό του. Είχε γαλανά μάτια, όπως όλη η οικογένειά του, αλλά ήταν πολύ, πολύ ανοιχτά που φάνταζαν ψέμα. Και μια έκφραση σοβαρή που έκρυβε το παιχνίδι στο μυαλό του.

Είχε ακούσει πολλά για αυτόν. Ήταν ο αδελφός του Άγγελου, ο Άρης, αυτός που σπούδαζε Φυσική στη Θεσσαλονίκη και είχε τόσες κοπέλες όσες και οι ορέξεις του. Ποτέ τίποτα σοβαρό, πάντα κάτι που θα έκανε τον πατέρα της να κοκκινίσει. Και αν τα πράγματα ήταν έτσι στις Σέρρες, φαντάσου στη Θεσσαλονίκη, μέσα στα πολιτικά και κοινωνικά σκαμπανεβάσματα, ο πατέρας της έλεγε πως αυτός ήταν η αιτία του κακού και καμιά μέρα θα γινόταν κλέφτης, όπως όλοι του σογιού του.

Άντε να του πεις πως ένα αγόρι είχε ήδη κλέψει την πρώτη της φορά και δεν άκουγε στο όνομα Βιλαέτης. Μάλλον, του την είχε δώσει, με χαρά.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Έκλεισε πάλι την ρόμπα της, λες και αυτό θα την έσωζε από την διαχυτική ματιά του. «Πού είναι ο Άγγελος;»

«Για αυτό είμαι εδώ.» της είπε με χαμηλή φωνή. Βαριά. Όμορφη. «Ο Άγγελος δεν μπορεί να έρθει.»

Ανησυχία; Όχι, τίποτα δεν ένιωσε η Ευανθία αλλά το έπαιξε σαν να νοιαζόταν. «Είναι καλά;»

Ο Άρης -από τον Θεό Άρη- σήκωσε πάλι το τσιγάρο του. «Ναι. Χωρίζετε, ή κάτι τέτοιο.»

Ο εγωισμός της πληγώθηκε περισσότερο από την ίδια. Χωρίζουν; Ποιος; Ο Άγγελος να χωρίσει εκείνη; Η Ευανθία ήταν αυτή που έκανε πάντα εκείνο το βήμα. Τρεις φορές, πόσες να προλάβει στα δεκαεφτά της; Και τώρα το σκατόπαιδο είχε την αίσθηση πως μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να της πάρει αυτή τη νίκη. Λέρωσε τα πόδια και τη πιτζάμα της για εκείνον. Έμεινε ξύπνια για εκείνον.

Έλα σε παρακαλώ, σεβασμός.

«Επιτέλους.» είπε με αίσθηση απαξίωσης. «Δεν ήξερε πού το έβαζε έτσι και αλλιώς.»

Ο Άρης δεν απάντησε τίποτα. Σαν να μη την παρακολουθούσε, είχε βάλει το τσιγάρο ανάμεσα στα ροζ χείλη του και σήκωσε πάλι το κουτί να κοιτάξει μέσα εκεί. Η περιέργεια έφαγε τη γάτα αλλά και την Ευανθία. Εκεί που είχε γυρίσει να φύγει, σκεπτόμενη το ζεστό της κρεβάτι και τις φωνές του πατέρα, σταμάτησε και έμεινε να τον κοιτάζει.

Ήταν μεγαλύτερός της και έμοιαζε με ένα μικρό παιδί μέσα στη χαρά του.

Κοιτούσε μέσα από εκείνο το κουτί ψηλά, η στάχτη από το τσιγάρο του να πέφτει πάνω στο λευκό πουκάμισο που φορούσε σαν να μην το σκεφτόταν καν, προσηλωμένος στον κόσμο που ζούσε μόνος του και το τετράδιό του. Η δουλειά του, να χωρίσει τον Άγγελο από την Ευανθία, είχε τελειώσει, αλλά η Ευανθία όχι.

Τώρα ξεκινούσε.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε στο αυτί.

Εκείνος κρατήθηκε να μην πεταχτεί, αλλά η Ευανθία κατάλαβε τον τρόμο του από το απότομο κλείσιμο των ματιών. Ο Άρης έμεινε στον στόχο του, χωρίς να τη κοιτάει. «Τηλεσκόπιο.»

Η ιδέα της για τα τηλεσκόπια ήταν πως φτιάχνονταν από ατσάλι, ήταν βαριά σαν τον μπαμπά της, και μεγάλα σαν την ελιά κάτω από την οποία στέκονταν τώρα. «Και γιατί μοιάζει με κουτάκι χυμού;»

Ο άνδρας δίπλα της πήρε μια βαθιά ανάσα, η ενόχλησή του φανερή. «Γιατί το έκανα μόνος μου. Είναι δική μου κατασκευή.»

Η Ευανθία πήγε στο άλλο του αυτί. «Και τι κοιτάς;»

«Δεν κοιτάω τώρα κάτι γιατί ρωτάς ασύστολα.» μουρμούρισε. Τον άκουσε όμως και γέλασε. Ο Άρης όχι. «Δεν έχεις σχολείο αύριο;»

«Δεν έχεις σχολή αύριο;»

«Δεν με παρατάς;»

«Δική σου δουλειά δεν είναι αυτή; Την έκανες τέλεια στο όνομα του αδελφού σου.»

Ο Άρης κατέβασε το «τηλεσκόπιό» του. Ό,τι και αν ήταν, η Ευανθία δεν τον πίστεψε. Τα γαλανά μάτια του βρήκαν τα καστανά δικά της, φουρτουνιασμένοι και οι δύο. Σκανταλιά στα δικά της, εκνευρισμός στα δικά του. Τόσο πικρόχολος, τι του έβρισκαν όλες εκεί στη Θεσσαλονίκη;

Η Ευανθία δεν θα έπεφτε ποτέ για κάποιον σαν...αυτόν.

Αλλά είχε πλάκα να τον ενοχλεί.

«Λοιπόν;» τον ρώτησε. «Τι κοιτάς;»

Περίμενε μια ειρωνική απάντηση, κάτι που θα την οδηγούσε να πετάξει κάποια σπόντα ή τέλος πάντων ένα χτύπημα κάτω από τη μέση, απλά και μόνο για να συνεχιστεί το κυνήγι. Όσα αγόρια είχε γνωρίσει έτσι δούλευαν, η ενόχληση γινόταν εκνευρισμός και όλα λύνονταν με ένα φιλί.

Τον Άρη δεν τον ήξερε τόσο καλά. Ήταν φτιαγμένος αλλιώς. Είχε πάθος για αυτό που έκανε αλλά ντρεπόταν να το πει μήπως οι άλλοι τον θεωρήσουν χαζό και ονειροπόλο. Κατεβάζοντας το βλέμμα του στο μικρό χειροποίητο τηλεσκόπιο, με το τσιγάρο να πέφτει στο χορτάρι και να σβήνει με τη σόλα του παπουτσιού του, ο Άρης βρήκε το θάρρος να μοιραστεί τα όνειρά του σε μια άγνωστη που μετά βίας ήξερε το όνομά της.

«Προσπαθώ να δω τον αστεροειδή 6 Ήβη.» της είπε σιωπηλά. «Κάνει τον κύκλο του Ήλιου κάθε 3.8 χρόνια και πότε πότε, είναι ορατή με ένα τόσο απλό τηλεσκόπιο.»

Δεν ήξερε τι της έλεγε. Αστεροειδής; Έκανε κοπάνα στα περισσότερα μαθήματα και ίσως για αυτό είχε τόσες ξυλιές στα χέρια. Ήξερε όμως το όνομα Ήβη. Είναι το όνομα μιας θεάς, μάλλον.

«Και τι έχει τόσο ενδιαφέρον αυτή η 6 Ηβη;» τον ρώτησε πλησιάζοντας ξανά. Με απόσταση, δεν ήθελε να τον τρομάξει ξανά.

Περήφανος για το μικρό κουτάκι που κρατούσε στα χέρια του, με ενθουσιασμό άρχισε να της λέει. «Είναι ένας μικρός αστεροειδής που όμως δεν γνωρίζουμε πολλά για αυτόν, ακόμα. Ελπίζω μια μέρα. Είναι διαφορετικός από τους άλλους, γιατί έχει μεγάλη πυκνότητα, κάποιοι λένε μεγαλύτερη από αυτή της Σελήνης. Κάνει τον κύκλο της ανάμεσα στον Άρη και στον Δία. Πήρε το όνομά της από την θεά Ήβη, κόρη του Δία και αδελφή του Άρη. Δεν είναι τέλειο;»

Η Ευανθία κατάλαβε πως αυτός ήταν ποιο ενδιαφέρον. «Υποθέτω.»

Συνέχισε δίχως να την ακούει. Σήκωσε το κουτί και κοίταξε ψηλά. «Δεν έχει απολύτως τίποτα το ενδιαφέρον. Σε σχέση με άλλους αστεροειδής, δεν είναι καν στη λίστα με τους πιο μεγάλους σε όγκο λόγω της πυκνότητάς της, αλλά η Ήβη ακόμη και ως θεά ήταν παραμελημένη, την έδωσαν στον Ηρακλή ως βραβείο όταν ανέβηκε στον Όλυμπο και για πάντα θεωρήθηκε δευτερεύουσα θεότητα. Ήταν όμως η πιο σημαντική. Αν δεν ήταν αυτή, οι Θεοί δεν θα ήταν Θεοί. Δεν θα είχαν αμβροσία και νέκταρ. Δεν θα είχαν τίποτα. Για αυτό είναι τέλεια.»

Έπλεξε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. «Δηλαδή;»

Ο Άρης τη κοίταξε με θάρρος, αυτό που έχει κανείς όταν τολμάει να κοιτάξει το λαμπρότερο αστέρι του ουρανού, τον ήλιο. «Μας κρατάει νέους. Μας δίνει χρόνο να ζήσουμε περισσότερες ευτυχισμένες στιγμές.»

«Νόμιζα πως η θρησκεία ήταν στη φαντασία του ανθρώπου.»

Εκείνος γέλασε. «Αυτό δεν σημαίνει πως είναι λιγότερο ιδιαίτερη από την πραγματικότητα. Πώς αλλιώς θα κινητοποιούμασταν αν δεν ονειρευόμασταν;»

Άπλωσε το χέρι της δειλά δειλά. Δάγκωσε τα χείλη της με περιέργεια και ο Άρης της έδωσε το χαρτόκουτο. Τι αστείο, να κοιτάς εκεί μέσα και ξαφνικά να έχεις όλο τον κόσμο μπροστά σου. «Πίστευα πως επιστήμονες όπως εσείς δεν κάνετε τίποτε άλλο παρά όνειρα και ψεύτικες αλήθειες. Φιλοσοφείτε κιόλας από ότι φαίνεται.»

Ο Άρης της το γύρισε ώστε να το κρατάει σωστά. «Αν δεν δοκιμάσεις λίγο από όλα δεν θα μάθεις ποτέ ποιο είναι το καλύτερο. Ξέρω τι λέει ο πατέρας σου για εμάς, για όλους μας. Αλλά το πράσινο είναι ένα χρώμα και η αξία του μεταφράζεται πέρα από το χρήμα. Ίσως πρέπει να το δουλέψει αυτό.»

Θα ένιωθε προσβεβλημένη αν δεν είχε δίκιο. Η Ευανθία στριφογύρισε τα μάτια της, θέλοντας να φανεί πως είχε ενοχληθεί, όμως στο τέλος δεν τον έπεισε. «Το τι πιστεύει ο πατέρας μου και τι πρέπει να δουλέψει δεν είναι δουλειά σου.»

«Και το να μας χαλάει τις δουλειές λέγοντας πως είμαστε κλέφτες δεν είναι δική του.» της απάντησε με θράσος. «Το κρατάς λάθος πάλι!»

Η Ευανθία ξεφύσησε δυνατά αλλά δεν του έδωσε πίσω το τηλεσκόπιο. «Το κρατάω σωστά επειδή το λέω εγώ! Και δεν θα σας χαλούσαν οι δουλειές αν είχατε κάτι να δουλέψετε! Κλέψατε αυτά τα χωράφια, ο μπαμπάς έχει δίκιο!»

«Άστο, θα το χαλάσεις!» της φώναξε. Η κίνησή του να της το πάρει τους έφερε μόνο πιο κοντά, κάτι που δεν τον ενθουσίασε. «Όλα είναι νόμιμα. Απλά επειδή η οικογένειά σου δεν πρόλαβε να τα αγοράσει δεν σημαίνει πως τα κλέψαμε.»

Τράβηξε το τηλεσκόπιο δυνατά για να απομακρυνθεί, αλλά παραπάτησε προς τα μπροστά. Έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος έσφιξε τα χέρια του γύρω της σε μια προσπάθεια να της πάρει το χαρτόκουτό του, δίχως αποτέλεσμα. «Άσε με!» του φώναξε, για λίγο το πίστεψε.

«Δες εδώ ένα πεντάχρονο.» της ψιθύρισε. «Βρες δικό σου.»

Η Ευανθία το κράτησε στο στήθος της. «Θα το δοκιμάσω και θα στο δώσω. Το ορκίζομαι.»

«Σε τι;»

Εκεί πάγωσε. «Μη σώσω και γράψω καλά στις τελικές εξετάσεις.»

«Μη σώσεις.» έπιασε τα χέρια της, απαλά αυτή τη φορά, και τα σήκωσε ψηλά. «Κοίτα μέσα από το γυαλί.»

Η Ευανθία κατέβασε το χαρτόκουτο στο αριστερό της μάτι. Ένιωσε τον Άρη να πειράζει κάτι από το πλάι, κάποιον δικό του μηχανισμό που έβγαζε τη θολούρα και όλα έμοιαζαν πιο καθαρά. Στην αρχή, μέση και τέλος δεν ήξερε τι έβλεπε. Μικρές λευκές βούλες σε έναν κατά τα άλλα μαύρο ουρανό. Θύμιζε τα βράδια που μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού όλοι, στήνονταν με τα χέρια στους ώμους και σε έναν ατελή κύκλο ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν περίεργο ρυθμό. Σαν να άκουγε ήδη τη μουσική, έβλεπε τα αστέρια, το ένα μετά το άλλο, να πιάνονται και να ξεκινούν γύρω από τον σκοπό.

Ο φακός άλλαξε, κάτι μπήκε μπροστά και έβλεπε τα πάντα πιο κοντά. Με ένα κρυφό χαμόγελο πριν δαγκώσει το κάτω χείλος της, η Ευανθία κούνησε το χαρτόκουτο και το σώμα της εδώ και εκεί, ακολουθώντας τις κινήσεις των δεσποινίδων και κυρίων εκεί ψηλά. Κάποιος της είχε πει πέρσι πως τα άστρα είναι οι ψυχές των Αγγέλων, που κάποτε σαν μάγισσες περπάτησαν στη γη. Fabio, Ιταλός. Εκείνη γέλασε, οι μάγισσες δεν υπήρχαν και δεν υπήρξαν ποτέ, ακόμη και αν η γιαγιά Σταυρούλα που του διάβασε το φλιτζάνι μπροστά στην Ευανθία, του είπε πως θα αποκτήσει μια κόρη που η ψυχή της θα έρχεται από ψηλά και θα σημαίνει Ειρήνη.

Αν δεν πίστευε τόσο σε αυτές τις χαζομάρες, γιατί σκεφτόταν πως όλα αυτά φάνταζαν μαγικά;

Κατάλαβε αμέσως γιατί συνάρπαζαν αυτές οι εικόνες τον Άρη. Ο άνδρας που την ακολουθούσε στενά από πίσω, μήπως και ρίξει το χαρτόκουτό του και το καταστρέψει, της εξηγούσε σε κάθε βήμα τι και πώς. Αστερισμούς που έβλεπες μόνο εκείνη την εποχή με καθαρή ορατότητα και πλανήτες που μόνο για αστείο πίστευες πως μπορούσες να εντοπίσεις. Αλλά να' σου η Αφροδίτη και από πίσω να' τος και ο συνονόματος Άρης.

Και τότε την είδε. Την περίφημη θεά. Την δεσποινίδα 6 Ήβη.

Ή έτσι νόμιζε και αυτή και ο Άρης. Ήταν μια πέτρα μόνη της που έκανε κύκλους γύρω γύρω στο σκοτάδι προσπαθώντας να βρει το φως. Κοντά στον αστερισμό ε Ηριδανό, μια μικρή πετρούλα ανάμεσα σε άλλες πιο φωτεινές προσπαθούσαν να γίνουν ορατές στον ουρανό του Ιανουαρίου. Λίγο πιο κοντά ήταν και ο αστερισμός του Κριού, ζώδιο του Άρη που την κρατούσε μέσα στο κρύο, σύμφωνα με γειτόνισσες και κουτσομπολιά. Κάπου εκεί έπλεε σε απόλυτη ηρεμία και ησυχία και η θεά Ήβη, η 6 Ήβη σύμφωνα με τους επιστήμονες.

Και ω, ήταν πανέμορφη. Ακόμη και αν δεν καταλάβαινε τι έβλεπε. Ήταν φωτεινή στο σκοτάδι της εκεί έξω.

Η Ευανθία κατέβασε το χαρτόκουτο και το έδωσε πίσω στον Άρη. «Δεν θα είναι δύσκολο να κρατήσω χαμηλούς τους βαθμούς μου και να διατηρήσω τον όρκο μου.»

Ο Άρης τον πήρε στα χέρια του και έπαιξε όπως πριν με τους μηχανισμούς. «Και αν τον σπάσεις τι θα γίνει;»

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Πού να ξέρω; Δεισιδαιμονίες και φαντασίες του ανθρώπου, πού να ξέρω εγώ από αυτά; Μόνο όνειρα κάνω.»

Γέλασε. Ένα γέλιο ζωντανό που κάθε στιγμή που θα έφτανε στα αυτιά της θα την έκανε να θέλει και εκείνη να γελάσει δυνατά.

Και έτσι, χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουν ονόματα, πήραν χωριστούς τους δρόμους τους. Η Ευανθία με ένα νεύμα ξεκίνησε προς το δάσος. Πέρασε την ελιά και πού και πού γυρνούσε το κεφάλι της πίσω να κοιτάξει τον μικρό θεό Άρη που δεν έμοιαζε με τίποτα με τον θεό του Πολέμου. Εκτός και αν πολεμούσε για τη καρδιά της, σαν μια μικρή Αφροδίτη που ήταν και αυτή. Δεν θα του την έδινε τόσο εύκολα. Τον κοιτούσε να γράφει στο σημειωματάριό του όσο περπατούσε προς το δικό του σπίτι.

Και πού και πού ίσως να γυρνούσε και αυτός να τη κοιτάξει.

«Κάποια μέρα θα σε κλέψω από τον ουρανό μικρή 6 Ήβη.» τον άκουσε να λέει με ένα γελάκι. Άραγε μιλούσε για τον μικρό του αστεροειδή ή κάτι άλλο;

Η Ευανθία δεν θα έμενε και άλλο ένα βράδυ δίχως να μάθει. «Σε τι το ορκίζεσαι;» του φώναξε πίσω.

«Μη σώσω και σε ονειρευτώ!» της απάντησε πίσω γρήγορα και χωρίς να το σκεφτεί.

«Τότε εύχομαι να με ονειρεύεσαι κάθε μέρα για το υπόλοιπο της ζωής σου.» του είπε. Ήλπιζε να την άκουσε. Η παύση στο περπάτημά του την επιβεβαίωσε. «Εύχομαι να κλέψεις εμένα.»

Από μακριά, η γαλανή θάλασσα κοιτούσε τον φουρτουνιασμένο σκοτεινό ουρανό στα μάτια της. Ο Άρης της χαμογέλασε με μια υπόσχεση στο στόμα του. Η Ευανθία δεν τον πίστευε ότι θα το έκανε.

Και όμως. Μετά από βράδια κάτω από εκείνη την ελιά να της δείχνει τη γλυκιά του 6 Ήβη, αμέτρητες στιγμές στα χωράφια με πεταχτά φιλιά στα χείλη και ανάμεσα στα πόδια, μια Ανάσταση και κλάματα όταν τους έπιασε ο πατέρας της, η θεά της νιότης τους έκανε να νιώσουν παιδιά. Ο Άρης έπεσε από τη μηλιά της ένα βράδυ και ο πατέρας της έριξε τρεις σφαίρες στον ουρανό όσο τους κυνηγούσε. Στην τέταρτη είχαν ήδη χαθεί στο αυτοκίνητο. Όσο η 6 Ήβη έκανε τον κύκλο της κάθε 3.8 χρόνια γύρω από τον Ήλιο, η Ευανθία και ο Άρης παντρεύτηκαν με μάρτυρες τα αγαπημένα του άστρα σε ένα νησί που κάποια στιγμή είχε φθηνό εισιτήριο από Αλεξανδρούπολη.

Και συνέχιζε με κάθε κύκλο της να βάζει το σημάδι. Κάθε φορά και μία βούλα παραπάνω.

Ακόμα και όταν η Ήβη έπεσε. Πήγαινε πάλι από την αρχή, κρατώντας τις ψυχές τουςνέες και όμορφες στο μικρό Σύμπαν.

___________________________________

Α/Ν Ένα μικρό bonus κεφάλαιο. 

DL

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro