37. Break It To Me Gently - Brenda Lee.
37. Break It To Me Gently – Brenda Lee.
Κυκλοφορούσε με μια σπασμένη καρδιά, και δεν ήταν σίγουρη ποιος την έσπασε. Ο εαυτός της, περισσότερο.
-Ann Brashares.
Κάπου στο σπίτι, μια γυναίκα τραγουδούσε για τον έρωτα που την άφηνε. Στην λίστα τραγουδιών της Ήβης, το κομμάτι έπεφτε κάτω από ένα άλλο με παρόμοια αίσθηση, κάτι για δάκρυα, για αυτόν που φεύγει, και σε παρακαλώ μη με αφήνεις να σε αγαπάω μόνη. Σκέφτηκε, καθώς άκουγε τη γυναικεία φωνή, πως όταν τα έβαζε στη λίστα η ίδια βαριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς γίνεται το υποσυνείδητό της να της φωνάζει «κατάθλιψη»;
Η Νίνα είχε έρθει μετά από εκείνη στο σπίτι, πράγμα περίεργο. Αναρωτήθηκε τι είχε προηγηθεί στο τρέξιμο της μεγάλης αδελφής της πίσω από τον έρωτα της ζωής της, τι του είχε πει και είχε έρθει πιο αργά από τη κοπέλα που έτρεξε να πάρει παγωτό και της πήρε μιάμιση ώρα να φτάσει στο διαμέρισμά της. Έμαθε, μέσα από τους λυγμούς της Νίνας και τη Μίνα να περνάει το ένα χαρτομάντιλο μετά το άλλο, πως δεν είχε προηγηθεί τίποτε άλλο, πέρα από την αλήθεια.
Κατάσταση απίστευτη για την μικρή και ενήλικη Ήβη. Για αυτό δεν μπορούσε τα μυστικά. Η αποκάλυψη των πάντων την έκανε να νιώσει εξαντλημένη από την ημέρα, να θέλει να κουλουριαστεί στο κρεβάτι της και να μη σηκωθεί εκτός και αν την φώναζε κάποιος για βάφλες. Δεν είναι ότι ένιωσε άσχημα για εκείνη, το μυστικό περί σεξ με τον Αχιλλέα στο Νησί δεν ήταν δα και το μεγαλύτερο -αν και την ενόχλησε που αποκαλύφθηκε στους πάντες τόσο απότομα. Άλλο ήταν το πρόβλημα για την Ήβη.
Είχε να αντιμετωπίσει τρία πράγματα, συν ένα που δεν ήξερε πόσο πολύ την έκαιγε πραγματικά. Πρώτο και κύριο, τη Νίνα. Έπρεπε να βρεθεί στο μυαλό της και να μπει στη θέση της για να καταλάβει αν ήθελε τη βοήθειά της και τι να πει. Η Νίνα ήταν η αδελφή της, αυτή που ζήτησε τη βοήθειά της σε αυτό το «ταξίδι» και η Ήβη υπέθεσε πως ο ρόλος της ήταν πιο σημαντικός από όσο νόμιζε ίσως σε κάποια αρχή, απλώς δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
Το επόμενο και αυτό που την έκανε να νιώθει λίγο άσχημα, ήταν ο Ιάσονας. Μέσα στους μήνες που πέρασαν, ήρθαν πιο κοντά. Φίλοι καλοί, είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν και απόψεις και βιβλία, μεγάλο βήμα στις σχέσεις της Ήβης. Ένιωθε άσχημα για αυτόν και για τη στάση που έπρεπε η Ήβη να κρατήσει απέναντί του. Προφανώς δεν μπορούσε να είναι ουδέτερη στο θέμα, αλλά έτσι όπως την κοιτούσε δίπλα από τον Αχιλλέα, ήταν σαν να τη ρωτούσε «εσύ το ήξερες;». Η Ήβη ήξερε πολλά παραπάνω.
Μετά ήταν ο Ερμής. Για κάποιο λόγο που της ήταν αδύνατο να αντιληφθεί, πάντα ήταν στο μυαλό, στα προβλήματα, και σε όλες της τις λύσεις. Δεν του είχε πει τα πάντα για εκείνη και τον Αχιλλέα και το Νησί και πίστευε πως δεν χρειαζόταν, όπως είπε και ο Ερμής για τον αρραβώνα του, δεν τον αφορούσε. Το θέμα ήταν πως και οι δύο έμοιαζαν να νιώθουν πως τους αφορούσαν τα πάντα, η Ήβη στον αρραβώνα, ο Ερμής στη σχέση της με τον Αχιλλέα. Και πονούσε να το ξέρει αυτό, το γεγονός πως ο άνδρας για τον οποίο έκλαιγε, έδειχνε σημάδια ζωής. Κάποτε ήταν η Ήβη μόνη της σε αυτό και ήταν πιο εύκολο. Τώρα άλλαζε ορισμένες σκέψεις της.
Ντρέπεται για το τελευταίο πράγμα που είναι στον πάτο της λίστας, αλλά ο Αχιλλέας, τον οποίο όλοι φαίνεται να ξεχνούν, ήταν αυτός που πονούσε το ίδιο πολύ με τον αδελφό του. Τον πλήγωσε με την πράξη του, βαριά και τίποτα δεν μπορούσε να το σώσει αυτό. Η Ήβη αναλογίστηκε την υπόθεση η Νίνα να πήγαινε με τον Ερμή: θα την είχε σκοτώσει. Λογικά μιλώντας.
Ήταν τόσο περίεργα τα πράγματα που δεν ήξερε πώς θα μπορούσαν να ξεπεραστούν και να προχωρήσει ο καθένας παρακάτω. Και ίσως αυτό ήταν τελικά η αιτία που η Ήβη δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ο λόγος που έφυγε μακριά πριν προλάβει κανείς να μιλήσει.
Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και τι να νιώσει. Ας πιει λίγο τσάι.
Τώρα που έβλεπε τη Νίνα, το χρειαζόταν και εκείνη. Η Μίνα ήδη είχε αρχίσει.
«Η Μέδουσα φταίει.» της ψιθύρισε η μαμά. Καθόταν δίπλα της με την κούπα αγκαλιά και δεν ήξερε ποια κόρη να πρωτοπιάσει. Αυτή που μόλις χώρισε ή την άλλη που ήξερε την αιτία για μήνες και δεν της είπε τίποτα; «Έχει κακό κάρμα ρε παιδί μου αυτή η γυναίκα.»
Η Ήβη μπορούσε να συμφωνήσει σε αυτό. Όταν γνώρισε τη Μέδουσα Ελένη είχε μια θεωρία, πως τα γονίδια στο σόι της την έκαναν τόσο σκύλα. Μετά ήρθε η δεύτερη θεωρία, ότι όλα είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής αγάπης της και έχουν ξεφορτίσει οι μπαταρίες της. Το οποίο την οδήγησε στη Τρίτη θεωρία, αυτή που ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα: περηφάνεια για τη ζωή της και ανάγκη να τα δώσει όλα.
Ήταν μια προσωπικότητα που χρειαζόταν περισσότερη έρευνα. Ενδιαφέρον άτομο να πετσοκόψεις.
«Ιάσονα, αυτή είναι η...δεν ξέρω και εγώ ποια φορά που σε παίρνω τηλέφωνο. Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Απάντα μου.» η Νίνα ψιθύρισε τη τελευταία λέξη με έναν κόμπο στη φωνή. «Σε παρακαλώ.»
Η Ήβη γύρισε στη μαμά της. «Ξέρεις τι είναι ωραίο τελευταία να πίνω; Αλλά δεν θέλει να βάζεις και να πίνει πολύ. Αχιλλέα, τη βρήκα σε ένα μαγαζάκι με μπαχαρικά που έχει δύο στενά πιο κάτω;»
«Δίπλα από το φωτοτυπικό της Ανούς;»
«Όχι, απέναντι.»
«Α ναι, κατάλαβα.» η Μίνα τη κοίταξε. «Και τι σε κάνει αυτό;»
«Σε ηρεμεί. Απλώς λένε πως είναι λίγο βαρύ; Δεν ξέρω.» απάντησε η Ήβη χαμηλόφωνα. Η Νίνα τις αγριοκοίταξε. «Κάνει καλό για την περίοδο και άλλα θέματα. Ξέρεις, νεύρα ενός Τοξότη, ψυχολογική αστάθεια ενός Διδύμου.»
Η Μίνα ξίνησε. «Η Νίνα είναι Αιγόκαιρως μωρό μου, το πράγμα πάει πιο βαθιά.»
«Η Δανάη όχι.» είπε η Ήβη και η Μίνα σχεδόν πνίγηκε. «Μαμά, θα πνιγείς.»
«Να με σκοτώσετε θέλετε όλοι εδώ πέρα;» ρώτησε. «Κάτι σε δηλητήριο; Για τη Μέδουσα.»
«Εγώ σου είπα, ρώτα την Άννα και τη Δώρα. Δεν με άκουσες.» της απάντησε λίγο πριν η Νίνα κάνει άλλη μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της.
Η μαμά έριξε το κεφάλι της στον ώμο της Ήβης. Βαρύ το φορτίο και απόψε. «Και τελικά, εκείνη η ηλίθια με τα κόκκινα μαλλιά από πού το έμαθε;»
Η Ήβη σκέφτηκε καλύτερα τις στιγμές που πέρασαν πριν λίγη ώρα, η Σοφία να μιλάει και να μιλάει και να ανακοινώνει ανοιχτά όλα εκείνα που δεν ήθελε κανείς να πει -και ακούσει. Η Νίνα να θέλει να πέσει στον Θερμαϊκό και ο Ιάσονας να μη ξέρει αν πρέπει να σκοτώσει τον αδελφό του, την κοπέλα του ή τον ίδιο του τον εαυτό. Η Ήβη να σκέφτεται πως η Astrid δεν καταλάβαινε τίποτα από όλα αυτά και ήταν κρίμα, γιατί θα της προκαλούσαν πονοκέφαλο και ίσως να πήγαινε σε κάτι άλλο και να μη ζούσε πλέον. Και τέλος, αυτοί οι άγνωστοι που κάθονταν και τους άκουγαν.
Δεν ήταν κάποιος εκρηκτικός ο τρόπος που η Σοφία μοίρασε σε όλους τα χαρτιά, ούτε ήταν το πιο περίεργο και πολύπλοκο σενάριο που μπορούσε να φανταστεί η Ήβη. Η αντιμετώπισή του, όντας άνθρωποι με συναισθήματα και πλάσματα σαν τη Νίνα, ήταν δύσκολη. Βέβαια και ο Αχιλλέας έβαλε το χεράκι του, η Ήβη δεν θα το ξεχνούσε τόσο εύκολα το πώς ξαφνικά η προσωπική της ζωή ήταν στο κέντρο όλων. Για ένα δευτερόλεπτο.
«Ο Αχιλλέας είπε για μένα και εκείνον στο νησί, η Σοφία η ηλίθια το ήξερε από τη Σειρήνα, που της το είπε η Νίνα και δεν καταλαβαίνω το γιατί και μετά ήρθε το τέλος και τα συντρίμμια.» της είπε ψιθυρίζοντας. Η Μίνα, κουρασμένη, αναστέναξε. Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. «Μπέρδεμα στα καλύτερά του. Στα βιβλία τα πράγματα είναι χειρότερα.»
«Γλιτώσαμε τις εγκυμοσύνες. Φαντάζεσαι να είχε μείνει η άλλη έγκυος σε όλο αυτό;»
Η Ήβη σήκωσε τη κούπα της και δεν απάντησε. Και τι να της έλεγε; Πως η κόρη της πήγε και έριξε το παιδί την ίδια μέρα που πέθανε η γυναίκα που σε μεγάλωσε; Πόσα να αντέξει; Έναν γάμο που ήδη τείνει στην αποτυχία, ένα παιδί χωρισμένο και ένα τρίτο με ψυχολογικά που φεύγει μακριά της. Επίσης, η Δανάη, αυτή που τη πας;
Η Μίνα είχε φτάσει στα όρια της. Η Ήβη το έβλεπε στη φλέβα που πετούσε έντονη πάνω στο μέτωπο της και στο γεγονός ότι κοπανησε τη κούπα της στο τραπέζι δυνατά. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που η Ήβη είδε τη μαμά της να αντιδρά έτσι. Η πρώτη ήταν χθες, που χτύπησε το τραπέζι. Μέχρι και η Νίνα τρόμαξε και δεν τις παρακολουθούσε.
Η Ήβη κάθισε καλύτερα και σταύρωσε τα πόδια της κοιτώντας τις δύο γυναίκες μπροστά της. Η Δανάη το έχανε αυτό για τι; Για τον ύπνο; Ούτε η Ήβη είχε κοιμηθεί ακόμα. Κάτι έπρεπε να κάνει και με αυτό επιτέλους, παραεγινε το κακό. Χάνει το σωσίβιό της κάθε μέρα, τον άνθρωπο που πήγαινε για να λύσει όλα της τα προβλήματα, σε ένα άκρως θυμωμένο και συναισθηματικό άτομο. Δεν ήταν η Δανάη που ήξερε. Τόσο πολύ σε αλλάζει ο θάνατος; Η Ήβη δεν το καταλάβαινε.
Η αδελφή της είδε τη μαμά της να σηκώνεται και να έρχεται κατά πάνω της αποφασιστικά με βλέμμα γεμάτο σπίθες. «Τι πας να κα-μαμά!»
Η Ήβη κράτησε την αντίδραση για τον εαυτό της, ένα κρυφό γέλιο πίσω από δαγκωμένα χείλη. Η Μίνα άρπαξε το κινητό της Νίνας και το έριξε στο πάτωμα πριν το πατήσει με τη σόλα του παπουτσιού της. Μικρά κομμάτια από πλαστικό και γυαλί στο πάτωμα, το μαύρο μηχάνημα που κρατούσε σε επαφή τη Νίνα με τον Ιάσονα μόλις είχε δολοφονηθεί. Η Ήβη σκέφτηκε πως κάπως έτσι πέθανε και ένα βιβλίο που είχε δανειστεί από τη σχολή της μέσα στο Πάσχα, σε κανέναν δεν έλειψε.
«Τον έπρηξες τον άνθρωπο!» της είπε, η φλέβα να πετάγεται περισσότερο κάτω από το δέρμα της. Μάνα και κόρη να κοιτάζονται, η μία θυμωμένη με την άλλη και η Ήβη να πίνει το τσάι της στην άκρη.
Η Νίνα έπεσε στο γόνατα και άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια. Η βάση ήταν ακόμη εκεί, όλο το υπόλοιπο είχε γίνει...δεν ήταν καν ύλη, η Μίνα είχε γερό πάτημα. «Αν ο Ιάσονας πάει να με πάρει τηλέφωνο δεν θα με βρίσκει!»
Η μαμά έπεσε δίπλα της και τη κοιτούσε να σηκώνει το κινητό και ό,τι έμεινε από αυτό με δάχτυλα γεμάτα ένταση. «Μωρό μου, μάλλον δεν θέλει να σου μιλήσει ύστερα από είκοσι πέντε τηλεφωνήματα.»
«Είκοσι τέσσερα.» μουρμούρισε η Ήβη.
«Λεπτομέρειες.» η Μίνα αγνόησε τη διόρθωση με τη κίνηση του ενός χεριού, πριν στραφεί πάλι στη Νίνα. «Κοίτα με μικρή. Δώσε λίγο χρόνο στον άνθρωπο. Όλοι ξέρουμε πως δεν είναι ο τύπος που θα πάει να κάνει κάτι απρόβλεπτο. Άσε τον να ηρεμήσει.» μετά από λίγο, σήκωσε το φρύδι της με ενδιαφέρον. «Τι του είπες;»
Η Νίνα κράτησε το κεφάλι της χαμηλά. «Τα πάντα.»
Τα πάντα πάντα.
«Καημένο μου, αν λέγαμε όλοι σε όλους τα πάντα τώρα θα ήταν μέχρι και η Δανάη αδέσμευτη.» της είπε.
Η Δανάη τα είχε ακόμα με τον Ιταλό; Βρε βρε βρε το κορίτσι!
«Και τι να έκανα ρε μαμά;» τη ρώτησε. Η Ήβη δεν ένιωθε άνετα με ανθρώπους που ήταν στα όρια να ξεσπάσουν σε κλάματα. Θεοί, ούτε η ίδια ήταν εντάξει με τον εαυτό της όταν συνέβαινε. Και τώρα χαιρόταν που δεν ήταν αυτή που θα την αντιμετώπιζε. «Δεν θέλω να τον χάσω έτσι.»
Η Μίνα έβγαλε ένα χαρτί από το παντελόνι της, πάντα είχε κάποιο κρυμμένο. «Αυτό με τον Αχιλλέα, σήμαινε τίποτα;»
Η μαμά είχε πάρει το όλο μπέρδεμα πιο ήρεμα από όλους. Ίσως και από την Ήβη, αλλά η Ήβη το έβλεπε λογικά, η Μίνα το αντίθετο. Και οι δύο πίστευαν το ίδιο, τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει το βράδυ που το ένα έφερε το άλλο και μπλέχτηκαν τα μπούτια του Αχιλλέα Δυοβουνιώτη και της Νίνας Βιλαέτη. Χρειάστηκε μόνο δέκα λεπτά για να της εξηγήσει η Ήβη ποτε ξεκίνησε, να της κάνει μια αφήγηση όλων όσων πραγματικά συνέβησαν και να το αποδεχτεί και να κάνει ένα τοστ για σνακ πριν έρθει το φαγητό.
Επίσης, σημείωση, η Ήβη να της μάθει να μαγειρεύει πριν φύγει, τέλος σημείωσης.
«Φυσικά και δεν σήμαινε κάτι. Το έχουμε λύσει αυτό εδώ και μήνες.» της απάντησε η Νίνα, σκουπίζοντας τα μάτια της. «Ο Αχιλλέας είναι από τους ανθρώπους που δεν μου αρέσει να βλέπω στη καθημερινότητα μου.»
Η Ήβη σταμάτησε να κοιτάει το τσάι της και σήκωσε απότομα το βλέμμα της. «Ει!»
«Χωρίς παρεξήγηση μικρή, είναι ενοχλητικός.»
Αν είναι λέει...
Μέσα στο κενό του μυαλού της, η Ήβη σηκώθηκε από τον καναπέ τη στιγμή που η Μίνα προσπαθούσε να ηρεμήσει την άλλη κόρη της. Δεν ήταν σίγουρη πόση βοήθεια θα ήταν σε αυτό και το να έφευγε, φαινόταν ως η καλύτερη επιλογή εκείνη τη στιγμή. Είχε μια σκέψη, μια μακρινή σκέψη που όμως ερχόταν κοντά κάθε τρεις και λίγο, οι τελευταίες μέρες την κούραζαν, πολύ. Ήθελε να το αλλάξει αυτό. Να σηκώσει το πέπλο της αρνητικής διάθεσης και να φέρει πίσω κάτι χαρούμενο. Να τελειώσουν οι μονότονες και άσχημες μέρες. Ήξερε και τι έφταιγε, η κούρασή της υπήρχε στα μάτια όλων.
Άφησε τη κούπα της στο τραπέζι πριν ανοίξει την μπαλκονόπορτα και βγει έξω. Η κυρία Καλλιόπη μόλις είχε χάσει τον άνδρα της και τα φώτα στο σπίτι απέναντι ήταν σβηστά. Η Ήβη θυμόταν όλα εκείνα τα βράδια και τα πρωινά που η γυναίκα ενημέρωνε για τα νέα της γειτονιάς τις υπόλοιπες κουτσομπόλες. Η Σόνια, μερικούς ορόφους πιο κάτω, της είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο με τον παπαγάλο της να μένει μόνιμα έξω στο μπαλκόνι. Και μετά ήταν η Τούλα και η Καίτη, οι δυο τους να σχεδιάζουν πώς θα καταστρέψουν τη Γιώτα. Τα μυστικά της Ήβης να μένουν κρυμμένα καλά από εκείνες.
Όλες ήταν στη κηδεία του συζύγου της Καλλιόπης πριν λίγες μέρες. Να κρατιούνται χέρι με χέρι, μη χάσει η μία την άλλη, μη σπάσει η αλυσίδα. Μαζί στη ζωή και στον θάνατο. Και απόψε, όλες ήταν εκεί κάτω, στο μπαλκόνι της Σόνιας με την Ήβη να τις κοιτάει από ψηλά και να αναρωτιέται αν θα καταφέρει κάποια στιγμή να κρατήσει ζωντανές τέτοιες φιλίες.
Κάλεσε τον Ιάσονα με αυτές τις λέξεις στη σκέψη, πιστεύοντας πως είχε απογοητεύσει έναν τουλάχιστον φίλο σήμερα. Η Νίνα μπορεί να τον είχε πρήξει, αλλά η Ήβη τώρα θα ξεκινούσε. Όλοι χρειαζόμαστε έναν φίλο στις δύσκολες στιγμές. Ακόμη και αυτούς που δεν ξέρουμε αρκετά καλά ώστε να ζήσουμε μαζί τη στιγμή, θα ζήσουμε ίσως την αιωνιότητα των στιγμών μας.
Και είχε δίκιο, απάντησε σχεδόν αμέσως.
«Οδηγώ.» της είπε μόνο. Το πίστεψε, μπορούσε να ακούσει και τα υπόλοιπα αμάξια γύρω του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του.
Δεν είναι ασφαλές να οδηγούμε και να μιλάμε στο τηλέφωνο, δεν φοβόταν; Η Ήβη δεν μπορούσε βέβαια ούτε το ποδήλατο να σταματήσει καλά καλά, δεν μπορούσε να κρίνει. «Πού πηγαίνεις;»
«Δεν ξέρω.» απάντησε. Και δεν το συνέχισε.
Η Ήβη περίμενε και περίμενε γιατί δεν ήξερε τι να ρωτήσει. «Όλα καλά;»
Ο Ιάσονας δεν απάντησε αμέσως και η μικρή κατάλαβε τη γκάφα της. Πώς θα ένιωθε εκείνη; Σκατά, με λίγα λόγια. «Με κοροϊδεύεις;»
«Συγνώμη.» του είπε. Της ήταν λίγο δύσκολο να ανταποκριθεί σωστά στη κατάσταση. Προσπαθούσε συνέχεια να βάλει τον εαυτό της στη θέση του, όμως δεν κατανοούσε επαρκώς τη θέση του. Εκείνη θα αντιδρούσε αλλιώς, θα έλεγε άλλα πράγματα θα ήταν λιγότερο...Ιάσονας. Τα κόλπα που ήξερε για άλλη μια φορά δεν ήταν αρκετά. «Λυπάμαι για όλα αυτά που έγιναν.»
«Και εγώ Ήβη.» άκουσε μια κόρνα από το τηλέφωνο και τον Ιάσονα να βρίζει σιωπηλά. «Το ήξερες; Έτσι φάνηκε.»
«Ναι.» απάντησε σχεδόν αμέσως. Έκλεισε τα μάτια τη στιγμή που η Σόνια βγήκε στο μπαλκόνι της φέρνοντας το γλυκό, οι υπόλοιπες γυναίκες γέλασαν δυνατά χαρούμενες.
Ζήλευε τη χαρά τους. Φαινόταν τόσο εύκολη.
Ο Ιάσονας βλαστήμησε. Θυμωμένος, ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε. «Έπρεπε και εγώ να ξέρω. Έπρεπε να μου το είχες πει Ήβη.»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί.» του είπε ειλικρινά.
Μπερδεμένη, άκουσε τα νεύρα στη φωνή του. «Ένα καλοκαίρι το ήξερες. Οι φίλοι προστατεύουν τους δικούς τους!»
Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της και στηρίχθηκε στα κάγκελα κοιτώντας τη μεσήλικη παρέα να γιορτάζει πάνω από μια ανοιχτή παρτίδα τράπουλας. Πέρασε ο καιρός που η Ευανθία θα ήταν εκεί και θα την έψαχναν για ώρες. «Η υποχρέωσή μου είναι πρώτη στη Νίνα. Μου ζήτησε να μην πω τίποτα και δεν είπα.»
«Πώς μπορείς να μου μιλάς τόσο ήρεμα για αυτό; Δεν...δεν σε ενοχλεί καθόλου;»
«Με ενόχλησε στην αρχή, αλλά το ξεπέρασα. Δεν είναι δικό μου θέμα Ιάσονα και στα μάτια μου, ούτε δικό σου. Ήταν δύο ευάλωτοι άνθρωποι που ο ένας χρησιμοποίησε τη μοναξιά του άλλου και αυτό ήταν.» απάντησε. «Έγινε και μπορούμε μόνο να προχωρήσουμε παρακάτω.»
Ο τρόπος σκέψης της ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που είχαν άλλοι και φαινόταν. Η λογική με την οποία λειτουργούσε η Ήβη προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων, σε σχέση με αυτή του Ιάσονα θα μπορούσαν και να θεωρηθούν αντίθετες. Ήταν ενδιαφέρον να τον ακούει να μιλάει για αυτό.
«Έγινε και θέλω να τη σκοτώσω. Και αυτή και τον Αχιλλέα.»
Και παρά το απαίσιο χιούμορ της οικογένειας Βιλαέτη -που δεν ήταν χιούμορ και όντως τα εννοούσαν- η Ήβη ήξερε πως ο Ιάσονας δεν θα ακολουθούσε αυτή την πρακτική.
Με τη βοήθεια του Φίλιππου, έμαθε να ενώνει φράσεις και λέξεις της καθημερινότητας με συναισθήματα και βαθιές σκέψεις. Για αυτό πήγαινε κιόλας στον ψυχολόγο. Ο τύπος ήταν ειδικός σε άτομα που παρουσίαζαν χαρακτηριστικά του αυτισμού γιατί ήξερε το φάσμα και τη διαφορά με το Asperger. Η δουλειά του δεν ήταν να καταπιέσει τα χαρακτηριστικά που έκαναν την Ήβη και άλλα τόσα άτομα «διαφορετικούς» αλλά να τη βοηθήσει να τα αγκαλιάσει, να τα κατανοήσει και να τα χρησιμοποιήσει με χάρη. Πολλοί έλεγαν πως «όταν έχεις αυτισμό ή κάποια διαταραχή πας σε ψυχολόγο για θεραπεία» και συνήθως όταν κάποιος είναι άσχετος με αυτό, το λέει γιατί πιστεύει πως πρέπει τα άτομα αυτά να καταπιέσουν τα μοναδικά που τους διαφοροποιούσαν λίγο και να δράσουν στη ζωή με βάση το τυπικό.
Ο Φίλιππος της έμαθε πως δεν υπάρχει κάτι περίεργο πάνω της πέρα από εκείνη την ελιά στην πλάτη της που την ενοχλούσε με το σουτιέν -να προσέχει λίγο πώς το φοράει γιατί την πονάει. Asperger; Η Ήβη δεν πήγε σε αυτόν γιατί αυτό ήταν το πρόβλημά της. Πήγε γιατί είχε κατάθλιψη και δεν ήξερε τι σήμαινε.
Ο Ιάσονας γνώριζε καλά τι συνέβαινε με τη ξανθιά πρωταγωνίστρια. Όσα του είχε πει η Νίνα και εκείνη όσα άκουγε από τον Ανδρέα. Αυτός, όσα του έλεγε η Μίνα, πίσω από μεγάλες κουβέντες κρυμμένες σε ένα λεξικό. Κανείς τους δεν ήξερε πραγματικά τι ήταν αυτό το Α του Asperger. Η Μίνα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει, από τη στιγμή που κρυβόταν κάτω από τα θρανία λόγω των δυνατών ήχων, έως τις μέρες που δεν μιλούσε γιατί φοβόταν πως οι σκέψεις της δεν ήταν αρκετές για να την εκφράσουν. Και παρά τη βοήθειά της, υπήρχε ακόμα αυτή η μικρή, τόσο δα υπόνοια πως η Ήβη μια μέρα θα σπάσει σε χίλια κομμάτια σαν μια πορσελάνινη κούκλα, είναι διαφορετική και θα έπρεπε να της φερόμαστε όλοι έτσι.
Αυτό πίστευε και ο αρραβωνιαστικός της αδελφής της. Και για αυτό θα φόρτωνε το πόσο «αναίσθητη» ή «υπερβολικά ήρεμη» ήταν η Ήβη στο Asperger. Και ξαφνικά, η Ήβη θα ήταν πάλι το φρικιό.
Η Καίτη έβαλε σε όλες τις γυναίκες κρασί στα ποτήρια τους λίγο πριν σηκωθεί, κάνει πρόποση στη νέα μετακόμιση της Καλλιόπης και της Σόνιας και τα γυαλιά τσουγκριστούν, οι φωνές σηκωθούν. Η Ήβη χαμογέλασε στη σκηνή. Εκείνες δεν νοιάζονταν για τίποτα, για το πώς φαίνονταν με τα ασορτί ρούχα τους, το τι πίστευε ο παππούς από τον πέμπτο, το πόσο δυνατά μιλούσαν για τις πρώην αγάπες και το παγωτό που τους ενοχλούσε στα ούλα.
Ζούσαν λες και το τέλος έφτανε, αλλά ας ερχόταν. Εμείς τα καταφέραμε.
«Δεν ήσουν ο άνθρωπός της Ιάσονα εκείνη την περίοδο. Χρειαζόταν να βρει τον εαυτό της.» ψιθύρισε στο τηλέφωνο. «Ποιος είσαι για να της πεις τι είναι λάθος αν βρήκε το σωστό;»
Ο άνδρας στη γραμμή ξεφύσησε. Η Ήβη τον φαντάστηκε να σταματάει σε ένα πράσινο φανάρι, αυτό θα έκανε εκείνη. Να κοιτάει μπροστά, κανείς να μην περνάει και κάποιος να του λέει «Προχώρα» αλλά να μην ήταν έτοιμος. «Δεν μπορώ να σταματήσω να τους σκέφτομαι.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για το μωρό.» τον άκουσε να λέει με πόνο. Ω, το ήξερε. «Για το γεγονός ότι η Νίνα μου-η Νίνα το πέρασε μόνη της. Και ο Αχιλλέας...ούτε να το διανοηθώ δεν μπορώ. Και εγώ δεν ξέρω τι να πρωτονιώσω.»
Η Νίνα του είπε όντως τα πάντα. Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της από χαρά. Όχι για το γεγονός ότι πλέον δεν χρειάζεται να προστατέψει ένα μυστικό -που χρειαζόταν- αλλά για την αδελφή της. Που εκείνη είχε εμφανίσει τις πληγές της στον αγαπημένο της.
«Ο Αχιλλέας δεν γνωρίζει.» του είπε με χαμηλή τη φωνή, η Καλλιόπη να γελάει για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Ο Ιάσονας ακούστηκε έκπληκτος. «Δεν του το είπες;»
Μα είστε κολλητοί, μουρμούρισε στη συνέχεια. Η Ήβη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, λες και μπορούσε κάποιος να τη δει. «Δεν είναι δουλειά μου να του το πω. Και αν η Νίνα δεν το κάνει τότε θα περάσει μια ζωή χωρίς να γνωρίζει.»
«Το κάνεις να ακούγεται καλό.»
«Όταν δεν ήξερες, δεν ήσουν ευτυχισμένος;» τον ρώτησε.
«Ήμουν, αλλά όπως είπες, ζούσα στο σκοτάδι.» ο Ιάσονας ξεκίνησε πάλι να οδηγεί, στρίβοντας μάλλον απότομα μέσα στη κίνηση. Δεν ήταν ο άνδρας που έκανε τέτοιου είδους ανυπόφορες εκπλήξεις στη ζωή του, η Ήβη το άκουσε στη κραυγή του. «Παραλίγο να συγκρουστώ με κάποιον, τι πήγα και έκανα;» αναρωτήθηκε μόνος του με την Ήβη να γελάει σιωπηλά. Και ύστερα, σαν να ξέχασε τα χιλιοστά μακριά από τον θάνατο, συνέχισε. «Δεν θα με επηρέαζε αυτή η άγνοια κάπως; Αν η Νίνα και ο Αχιλλέας...»
«Αυτό θα ήταν πρόβλημα αν η Νίνα και ο Αχιλλέας μπορούσαν να μιλήσουν δίχως να μαλώσουν για παραπάνω από δέκα λεπτά.» απάντησε. Αυτή η υπόθεση της έτρωγε όλη τη χαρά αλλά ήταν τόσο απίθανη όσο το να ζωντανέψει η Ευανθία με τη μαύρη μαγεία που προσπαθεί να βρει πληροφορίες για αυτήν η Δανάη. «Θα του το πεις;»
«Όπως είπες και εσύ, θα πρέπει να το μάθει από τη Νίνα.» φάνηκε να πιστεύει τις λέξεις του και ας ακούστηκαν σαν ψέμα. Δεν ήθελε η λογική της να επηρεάσει τη δική του. Αλλά γρήγορα, πρόσθεσε. «Νομίζω πως ένα τέτοιο νέο δεν θα είναι καλό για εκείνον αυτή τη στιγμή.»
«Έπρεπε και εσύ να το είχες μάθει έτσι. Στον χρόνο σου, με ηρεμία και αμέσως από τη Νίνα. Ευγενικά και όμορφα. Αχ Ιάσονα, λυπάμαι τόσο πολύ.»
«Θα το ξεπεράσω. Απλώς θέλω να είναι και αυτός καλά.»
Η Ήβη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πρόσεξες και εσύ ότι κάτι τρέχει;»
«Όλο αυτό με τη φιλοσοφία και μια τάση για μελαγχολία; Ναι.» της είπε γρήγορα. Προσπερνούσε άλλα αμάξια, εκείνα να τον κορνάρουν. «Ίσως φταίει ο πονοκέφαλός του. Αλλά ελπίζω αυτό που θα κάνω να τον βοηθήσει.»
Αυτό που θα κάνει; «Τι έχεις στο μυαλό σου Ιάσονα;»
Ο άνδρας μέσα από το τηλέφωνο γέλασε. Από κάπου η Ήβη άκουσε κάποιον να μετράει νευριασμένος κέρματα. Διόδια. «Για κάποιο λόγο του αρέσει όταν πηγαίνετε και χάνεστε μόνοι σας. Άσχετα με τα αποτελέσματα.»
«Ναι;» πίεσε να της πει. «Και;»
«Και, μην πεις στη Νίνα πού θα πάω ή στον Αχιλλέα ότι σου ζήτησα να έρθετε,» η παύση γέμισε άγχος την Ήβη, «αλλά θα πάω στο Νησί να ζητήσω επίσημα το χέρι της Νίνας από τον πατέρα της.»
Η Καίτη, η Σόνια, η Τούλα και η Καλλιόπη τσούγκρισαν ξανά τα ποτήρια τους. «Στο Νησί;»
«Ποιο νησί;»
Η Ήβη έριξε τρομαγμένη το κινητό της όταν άκουσε τον ψίθυρο της Νίνας από πίσω της. Η φωνή του Ιάσονα της φώναζε μέσα από το πλαστικό μαραφέτι και οι χτύποι της καρδιάς της πήγαιναν κατά διαόλου. Ήλπιζε η Νίνα να μην άκουσε πολλά. Από την άλλη, ήθελε να τσιρίξει.
Σηκώθηκε κάνοντας νόημα στη Νίνα να σωπάσει. Η αδελφή της προσπάθησε να της αποσπάσει πληροφορίες, μα μάταια. Η Ήβη συγκεντρώθηκε στον Ιάσονα. «Συγνώμη, μου έπεσε το κινητό. Γιατί; Δηλαδή...πώς; Ιάσονα τι πας να κάνεις;»
«Τι θα κάνει;» σχεδόν φώναξε η μεγάλη από τις δύο αδελφές.
Ο αγχωμένος Ιάσονας γέλασε και φώναξε ταυτόχρονα. «Μη της πεις τίποτα! Η αδελφή σου είναι η πρώτη σου προτεραιότητα και θέλω να βγάλω τη κατάρα από τη σχέση μας. Θα κάνω τα πράγματα σωστά, σύμφωνα με το βιβλίο και θα είναι όλα πένα. Εσύ μου είπες πού είναι ο μπαμπάς σας οπότε είσαι ήδη μέσα στο σχέδιο Ηβάκι.»
Πόσα λάθη σε έναν μονόλογο;
Η Νίνα ανήσυχη, την ταρακούνησε. «Μίλα Βίρνα!»
Θα αυτοπυρποληθεί.
«Δεν λέω τίποτα αλλά,» στις λέξεις, η Νίνα σήκωσε τα χέρια ψηλά και έτρεξε μέσα στο σπίτι. Απρόβλεπτοι άνθρωποι. «ποιο βιβλίο σου είπε να πας να ανατρέψεις το κάρμα σου στο νησί και στον μπαμπά που κανείς δεν ξέρει πως έχω επαφή;»
«Μου το είπες ως μυστικό και θα το κρατήσω. Μια χάρη σου ζητώ.»
Τα γέλια της κυρίας Καλλιόπης τη κούφαναν. Ο παππούς από τον πέμπτο βγήκε να τη φωνάξει. Η Ήβη κουράστηκε.
«Εντάξει εντάξει, σου υπόσχομαι, αλλά γιατί τώρα; Φεύγω σε λιγότερο από μία εβδομάδα, λυπήσου με.» Μπήκε μέσα στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει τους πάντες. Η Μίνα να στέκεται στην ανοιχτή πόρτα και να κουνάει το χέρι της στο κενό. Τι συνέβη; «Περίμενε λίγο.»
«Οδηγώ Ήβη-» αλλά η Ήβη είχε ήδη κατεβάσει το κινητό.
Έφτασε τη μαμά της και είδε το ασανσέρ να κατεβαίνει στο μηδέν. Γύρισε στη Μίνα. «Τι έγινε;»
Η μαμά ανασήκωσε τους ώμους της σχεδόν γελώντας. «Απλώς...πουφ!»
«Πουφ;» ρώτησε. Ω Θεοί. «Πού;»
«Σε κάποιο νησί. Έπρεπε να είσαι πιο συγκεκριμένη μωρό μου, τώρα θα τρέχει μέσα στη νύχτα σε όλα τα πρακτορεία ψάχνοντας με τα στοιχεία της κάρτας του Ιάσονα τον έρωτα της ζωής της.» μέσα στην υπερβολή, όπως πάντα. Η Ήβη τρομαγμένη με τη κατάσταση δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβρισκε τόσο αστείο η Μίνα. «Τουλάχιστον αυτό είπε πως είναι το σχέδιό της.»
Πριν λίγο της μιλούσε, μερικά λεπτά, πότε πρόλαβε να τα μαζέψει και να φύγει; Γιατί κανείς να μη την ενημερώνει μια ώρα νωρίτερα;
Άφησε τη μαμά να χασμουριέται στην πόρτα και πίσω στο μπαλκόνι, είδε μια ξανθιά φιγούρα να φτάνει σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Θα τη σκότωνε. «Ιάσονα, φεύγει. Για...για το οπουδήποτε. Είναι τρελή!»
«Το ξέρω, είναι υπέροχη.» μουρμούρισε.
«Μωρέ της έχουν πάρει το δίπλωμα ήδη μια φορά. Τώρα μέσα στη νύχτα που δεν το έχει κιόλας, πώς θα οδηγήσει και πού θα πάει; Είναι τρελή και χαζή. Είναι-»
«Μια Βιλαέτη, όπως έχω μάθει.»
Η αδελφή της άρχισε να απομακρύνεται πριν η Ήβη το καταλάβει. Όλοι την είχαν αφήσει να φύγει. Ο Ιάσονας δεν είπε τίποτα για αυτό και η μικρή άρχισε να ανησυχεί περισσότερο. «Ας ξεκινούσε το πρωί τουλάχιστον. Θα χαθεί, δεν έχει καθαρό μυαλό τώρα.»
«Δεν με αγχώνει.» της είπε. Η Ήβη ένιωσε την αγάπη του στις λέξεις του. «Πάντα θα βρίσκουμε ο ένας τον άλλον.»
Στους ανθρώπους που επιστρέφουν. Σε αυτούς που δεν θα χάσουμε ποτέ, Σκάουτ.
Έκλεισαν το τηλέφωνο λίγο αργότερα. Η μαμά ήρθε και τη φίλησε για καληνύχτα. ΕκείνFη στη κουζίνα, άφησε τη κούπα της και έβρασε νερό. Ένα δεύτερο τσάι, για να κοιμηθεί ήρεμα. Ο Ιάσονας είχε μια ραγισμένη καρδιά και έκανε τα πάντα για να την επιδιορθώσει, η Νίνα το ίδιο και μαζί, δύο τέλειες ατέλειες θα γίνονταν κώλος και βρακί. Είδε τις φούσκες να σκάνε, το νερό να φτάνει σε υψηλή θερμοκρασία και σαν την αγάπη που σε καίει, τον έρωτα που σε λιώνει, η θερμοκρασία του να τη ζεσταίνει περισσότερο μέσα στη καλοκαιρινή βραδιά.
Ένα ερώτημα δίχως απάντηση, γιατί σταμάτησε να προσπαθεί; Να χάνει τις ευκαιρίες όπως της είπε ο Ερμής; Να μη κυνηγάει αυτά που ποθεί πολύ;
Και κατάλαβε για μια στιγμή, μια στιγμή που έμοιαζε με κόμπος στον λαιμό και δεν είχε λέξεις για να τη θυμάται, πως έχασε τον Ερμή γιατί φοβόταν πως θα χάσει τον εαυτό της μέσα του. Έφυγε και μια σπασμένη καρδούλα δεν μπορούσε να ενωθεί. Πόσο να καταστρέψει τα κομμάτια της;
Ο άνδρας που ήθελε, δεν της τηλεφώνησε. Την έκανε να θέλει να κλάψει.
Στον άνδρα που δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του, δεν επέστρεψε το τηλεφώνημα που έχασε.
Έκατσε στο μπαλκόνι της με το τσάι με λεμόνι, τα πόδια ψηλά στα κάγκελα, να κοιτάει μια παρέα φίλων να ενώνουν τα σπασμένα κομμάτια και να γίνονται ένα. Να επιλέγουν η μία την άλλη. Έκανε και η Ήβη τη δική της επιλογή.
Ο Αχιλλέας της απάντησε έκπληκτος. «Ηλιόφωτη, σχετικά με πριν-»
«Θες να πάμε για μια περιπέτεια;»
«-συγνώμη και ζήτα συγνώμη και από τη Νίνα. Για ξαναπές το αυτό.»
Η Ήβη κατάπιε μια δυνατή γουλιά. «Σκέψου γρήγορα την απάντηση.» θυμήθηκε τα λόγια του όταν είχαν φύγει από το χωριό του το Πάσχα. Όταν προσπαθούσε να την πείσει για μια όμορφη περιπέτεια και ας μην ήταν η κινηματογραφική που όλοι περίμεναν. «Ναι ή όχι Αχιλλέα.»
«Ναι.» απάντησε με ευκολία.
«Αύριο το πρωί λοιπόν. Θα φύγουμε για Λήμνο.» τον ενημέρωσε. «Θα πάμε να βρούμε τον αδελφό σου.»
Ο Αχιλλέας μούγκρισε απελπισμένος. «Μπορώ και μόνος μου να πεθάνω.»
«Αν ακούσω κάτι τέτοιο ξανά, θα σε χαστουκίσω. Και θα πονέσει.» τον προειδοποίησε. Χαμογέλασε μέσα στη κούπα της. «Καληνύχτα.»
Ο Αχιλλέας άργησε να της απαντήσει. Τον φαντάστηκε να της χαρίζει ένα από εκείνα τα όμορφα πλαϊνά χαμόγελα που κρατούσε μόνο για πάρτη της. «Καληνύχτα ηλιόφωτη.»
Η ώρα είχε περάσει και η Ήβη δεν θα κοιμόταν εύκολα. Έμεινε στο μπαλκόνι της, να πίνει το τσάι της και να παρακολουθεί μια παρέα ευτυχίας να γελάει στη ζωή που κέρδισαν όταν η μία βρήκε την άλλη.
Στις σπασμένες καρδιές. Να βρουν τη νέα τους περιπέτεια.
Τη κοιτούσε με λατρεία όταν ήταν έτσι.
Από πάνω του, ιδρωμένη και με τις μπούκλες να πετάνε παντού. Τα χείλη της κόκκινα από το δάγκωμα και το φιλί του, η ανάσα της να βγαίνει κοφτή μέχρι να καταφέρει να ηρεμήσει τη καρδιά της. Το σεντόνι προσπάθησε να τη κρατήσει σκεπασμένη μέσα στο πρωινό του Σεπτέμβρη, αλλά το είχε ρίξει πίσω της όταν τον έσπρωξε πίσω στο στρώμα και του έδειξε πώς τον θέλει και πού.
Η Μίνα δεν μπορούσε να τον χορτάσει να τη κοιτάει. Με τα πράσινα μάτια του να χαμογελούν όπου το σώμα της ήταν κόκκινο από ντροπή και ηδονή, να ψάχνουν και να βρίσκουν τα σημεία που την έκαναν ευάλωτη στο άγγιγμά του. Ειδικά μετά από έναν καβγά, ήταν ό,τι πρέπει.
Έσκυψε και σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή από το πάτωμα, εκεί που την είχε κρυμμένη στην πλευρά της για να τον βγάζει όταν δεν το περιμένει. Όπως και τώρα που σήκωσε αυτόματα ένα χέρι να κρύψει το πρόσωπό του.
«Δεν βαρέθηκες να έχεις το πρόσωπό μου;» τη ρώτησε. Η βραχνή φωνή του έφερε μικρά κύματα ανατριχίλας στη ράχη της, το δεξί του χέρι να χαϊδεύει το πόδι της.
Η Μίνα εστίασε και περίμενε τη στιγμή που θα χαμογελάσει με τα πειράγματά της. Θα γινόταν, πάντα γινόταν. Ο Μάρκος θα σπάσει τη σοβαρή του μάσκα και θα δείξει τον αληθινό του εαυτό, αυτόν που τη κοιτάει κάποια βράδια και τι φιλάει στον ώμο για να βεβαιωθεί πως δεν είναι όνειρο.
Ένα κλικ απότομο τη στιγμή που ο άνδρας της κατέβασε το χέρι του και εμφάνισε το έντονο βλέμμα που την έριξε από την πρώτη στιγμή και η Μίνα πρόλαβε να αποτυπώσει τα πάντα. «Δεν βαρέθηκα καθόλου. Θέλω να έχω αρκετές φωτογραφίες, μια μέρα να φτιάξω το δικό μας άλμπουμ.»
«Θα βάλεις και τους αστερισμούς;»
«Αν δεν τους βάλω δεν θα είναι σωστό.»
Ρύθμισε τη κάμερά της για το επόμενο κλικ. Λιγότερο φως, περισσότερο χαμόγελο Μίστερ κύριε κατακτητή. Ένιωσε τα χέρια του στα μπούτια της, το άγγιγμα την έκανε να τον κοιτάξει. Ήθελε και άλλο; Και η Μίνα, αν δεν ένιωθε τόσο κουρασμένη τελευταία. Αλλά όταν σήκωσε τα μάτια της, ο Μάρκος δεν τη κοιτούσε με εκείνο το λάγνο ύφος που την έλιωνε σαν τη λαμπάδα το Πάσχα.
«Θες να κοιμηθείς λίγο; Πριν ξυπνήσουν τα μικρά;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα.
Η Μίνα σήκωσε τη κάμερα και βρήκε το πρόσωπό του. «Θέλω να κοιμηθώ, μαζί σου, με εσένα ανάμεσα στα πόδια μου-»
Ο Μάρκος δεν γέλασε όσο το ζητούσε η αγάπη του. «Τελευταία περνάς τα βράδια διαβάζοντας, με τα παιδιά να κλαίνε και τη Δανάη να σου θυμίζει να πιείς τσάι. Να ανησυχήσω;»
Δεν ήταν ο εαυτός της, αυτό έλεγε. Ή μάλλον, ήταν, απλώς λίγο διαφορετικός.
Το είχε παρατηρήσει και η ίδια, από τη στιγμή που το πρώτο κουτσούβελο μπήκε στη ζωή τους. Τη στιγμή που η γυναικολόγος της είπε «είναι αγόρι» και η Μίνα σχεδόν λιποθύμησε με μια εξέταση ρουτίνας. Αγόρι; τη θυμάται να ρωτάει. Κάποιο λάθος θα είχε γίνει, μόνο κορίτσια υπήρχαν στην οικογένεια. Αυτό ήταν το σχέδιο. Η μέρα που η Μίνα γνώρισε τον Μάρκο, ήταν η αλλαγή στη ροή των γεγονότων της ζωής της, όπως τα είχε συμφωνήσει με το σύμπαν.
Η οικογένεια Βιλαέτη και από τις δύο πλευρές, του Άρη και της Ευανθίας, ήταν περίεργες. Ήταν φυσιολογικές, υγιείς, σωματικά τουλάχιστον γιατί κάτι με σχιζοφρένεια είχε παιχτεί με κάποιο ανίψι, το θέμα του «περίεργου» ήταν αλλού. Η πλευρά του παππού Άρη είχαν μόνο αγόρια. Ήταν κάποια έγκυος; Ήξεραν ήδη το φύλο. Στην πλευρά της Ευανθίας, μόνο κορίτσια. Και όταν ο εξάδελφος Μάριος γεννήθηκε, τώρα στα 90 του άρχισε να συζεί με τον πραγματικό έρωτά του, έναν γοητευτικό Κωνσταντίνο. Καλό παιδί, στο άνθος της ηλικίας του και αυτός. Ακόμα καλύτερα, η Ευανθία και η οικογένειά της γεννούσαν μόνο ένα παιδί τη φορά. Η Μίνα μεγάλωσε με αρκετά ξαδέλφια, από διαφορετικά κλαδιά και με διαφορετικά επίθετα. Περίμενε το ίδιο να συμβεί και σε εκείνη.
Και μετά ήρθε ο Ανδρέας, το πρώτο αγόρι της οικογένειας. Το είχαν δικαιολογήσει στο αίμα του παππού Άρη.
Και μετά ήρθε η Νίνα, επιτέλους κορίτσι, αλλά δεύτερο παιδί; Είπαν πως ήταν θαύμα, ίσως έσπασε η κατάρα του όλοι να χωρίζουν και να χάνουν τους δικούς τους και τα παιδιά να μένουν μόνα.
Και τώρα, ήρθε η τρίτη φορά. Αυτό και αν ήταν λάθος.
«Δεν είναι να ανησυχήσεις για κάτι.» του είπε κατεβάζοντας της κάμερα. Η Μίνα βέβαια ήδη ανησυχούσε. Σχολή, παιδί ένα, δύο, τρία και ο Μάρκος που χρειαζόταν χώρο και χρόνο να επεξεργαστεί την έννοια της ζωής με ένα νυστέρι στο χέρι. «Απλώς είμαι πάλι έγκυος. Πρωταθλητής είσαι άτιμε.»
Πρόλαβε να πατήσει το κλικ πριν ο άνδρας της σηκωθεί και ανακαθίσει, τραβήξει τη κάμερα και τη κρατήσει στην αγκαλιά του, σχεδόν σκληρά. Ω, ήταν άγριος. Η Μίνα το ήθελε αυτό, με ένα χαμόγελο και θα έπεφτε στα πόδια του. Ο Μάρκος δεν το εννοούσε έτσι. «Τι είσαι;»
«Τι είμαι, τι είσαι, τι είναι; Είμαι έγκυος Μάρκο και θέλω σεξ, τι δεν καταλαβαίνεις;» τον ρώτησε και άπλωσε τα χέρια της στο γυμνό του σώμα, κοιτώντας τον κάτω από τις βλεφαρίδες της. «Τώρα, έχουμε λίγο χρόνο και θέλω πολλά ακόμα οπότε ας μην αργούμε, τι λες;»
«Μίνα.» το όνομά της ακούστηκε μακρινό και απόκοσμο μέσα από τα χείλη του. «Πώς;»
Η γυναίκα έπλεξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, ήρεμη και χαλαρή, έναντι του σκληρού άνδρα από κάτ- ε, μπροστά της δηλαδή. «Το έχεις κάνει ήδη δύο φορές. Ξέρεις, το ένα φέρνει το άλλο, σουτάρεις και ως θαύμα βάζεις γκολ. Μαγικός είσαι και μας ήρθες.»
Προσπάθησε σκληρά με το κακό χιούμορ της να τον χαλαρώσει. Ο Μάρκος είχε άγχος για τη δουλειά, είχε άγχος για τα λεφτά, για το σπίτι, για τη Μίνα, για τη Μίνα και τη σχολή της, για τη Μίνα και την οικογένειά της, για τα παιδιά, για το ένα και το άλλο σε βαθμό λίγο υπερβολικό ορισμένες φορές. Τον ηρεμούσε το ποτό, έλεγε πως το είχε υπό έλεγχο αλλά η Μίνα έκανε τα αδύνατα δυνατά και εκεί που θα έβγαινε τέσσερις φορές το βράδυ, με τα νάζια της θα τον έφερνε πίσω στο σπίτι και ο κύριος που της έκλεψε τη καρδιά, θα κοιμόταν ευτυχώς στο κρεβάτι τους, μη μεθυσμένος και ολότελα ευτυχισμένος.
Μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Ήθελε λογική και ηρεμία.
«Είναι πολλά μαζεμένα αυτή τη στιγμή, δεν νομίζεις;»
Αχ, αυτό το κακό του. «Δεν είμαστε μόνοι όμως. Τόσο καιρό τα καταφέραμε. Είναι χαρά και είναι γιορτή. Έλα τώρα να το κάνουμε.»
Ο Μάρκος δεν έχασε την ανησυχία του. Χαλάρωσε τη λαβή του αλλά φαινόταν πως ο διάολογος ανάμεσα στον εαυτό του και σε εκείνον να ανέβαζε το στρες περισσότερο. «Είναι τρία παιδιά Μίνα και είναι και τόσα πράγματα που κάνουμε και...θέλω ένα λεπτό.»
«Θα σου δώσω μια ζωή.» του είπε χαμηλόφωνα. Η Μίνα άγγιξε απαλά το μάγουλό του και ο Μάρκος απέφευγε το βλέμμα της. Φοβόταν ακόμα, μήπως είναι ο κακός της υπόθεσης και ένα από τα παιδιά πάρουν τα «κακά» χαρακτηριστικά του. Όλα εκείνα τα άσχημα που κάποιες μέρες η Μίνα έκανε όμορφα. «Δες πόσο όμορφη θα είναι η μέρα. Κατευθείαν χτυπάει ο ήλιος.»
Ο Μάρκος κοίταξε στα δεξιά, εκεί που το φως έβρισκε ανοίγματα μέσα από τις κουρτίνες και έμπαινε στο δωμάτιο. «Έλεγε πως θα βρέξει.»
Τον φίλησε στο μάγουλο τη στιγμή που μικρά ποδαράκια άρχισαν να τρέχουν έξω από την πόρτα. Ο μικρός Ανδρέας να προσπαθεί να κατεβάσει το χερούλι, η Νίνα με το χέρι στο στόμα. Η Μίνα γέλασε και ο Μάρκος έστρεψε το πρόσωπό του, να βρεθούν στόμα με στόμα. «Δεν νομίζω να βρέξει σήμερα μωρό μου.»
Και ήλπιζε να μη βρέξει ποτέ ξανά.
Η πόρτα άνοιξε και η Μίνα με έναν αναστεναγμό έπεσε στο στρώμα και σκεπάστηκε με το σεντόνι. Η κάμερα σε δεύτερη μοίρα, κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και πριν το ζευγάρι δεχτεί επίθεση από δύο διαβολάκια, ο Μάρκος ρούφηξε τον τελευταίο της αναστεναγμό και της υποσχέθηκε νοητά πως η λίγη ώρα που είχαν τα δυο τους, θα γινόταν περισσότερη το βράδυ.
Η Νίνα ήταν η πρώτη που ανέβηκε στο κρεβάτι, σάλια στο χέρι της και τον Μάρκο να τη βοηθάει. Ο Ανδρέας πήγε στη μέση του κρεβατιού, ανέβηκε από εκεί και τα δύο ζωντόβολα χώθηκαν ανάμεσά τους. Φωνές, «Μαμά, πεινάω», «Μπαμπά και εγώ» και χοροποηδήματα πάνω στο κρεβάτι. Η Μίνα και ο Μάρκος αντάλλαξαν βλέμματα.
Το επόμενο να είναι το ίδιο ζωηρό. Το ίδιο χαρούμενο και γελαστό. Και μακάρι, ω μακάρι, το ίδιο και περισσότερο ευτυχισμένο.
Η κατάρα τους είχε σπάσει. Έτσι ήλπιζε.
____________________________
Α/Ν Και η τρίτη περιπέτεια αρχίζει. Το τέλος φτάνει και ίσως...ίσως οδηγήσει σε μια νέα αρχή.
Καλή εβδομάδα να σας έρθει. Το επόμενο κεφάλαιο θα αργήσει να έρθει.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro