Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

24. Pale Blue Eyes - The Velvet Underground.

24. Pale Blue Eyes – The Vevet Underground.

Είχε επίγνωση για χιλιάδες άσχημες μυρωδιές να πλέουν στον αέρα, η κάθε μία συνδεδεμένη με χιλιάδες σκέψεις, και ελπίδες, και χαρές, και έγνοιες, ξεχασμένες εδώ και πολύ πολύ καιρό.

-Charles Dickens, A Christmas Carol.

Τα μαλλιά της, ξανθά, λευκά. Ατημέλητες μπούκλες να ακουμπούν γλυκά το μαξιλάρι γεμάτο όνειρα χαμένα. Τα μάτια της, είχαν ένα χρώμα αλλόκοτο, σπάνιο, δεν μπορούσε να το περιγράψει. Τώρα ήταν κλειστά, με τις εμπειρίες της ζωής και τον έρωτα κλειστό στη ψυχή της. Τα χείλη της παγωμένα στη θέση τους, τη μια στιγμή φιλούσαν τη ζωή με νάζι, την άλλη είχαν πάρει τα μυστικά της ευτυχίας και τα έκρυψαν στα βάθη της ληθης. Το πρόσωπο της ήταν ήρεμο, γαλήνιο. Δεν είχε εφιάλτες, μόνο χαρούμενα όνειρα και ανυπομονησία για το μέλλον.

Και εκείνη η γραμμή, δεν είχε αναταράξεις, ήταν και αυτή ήρεμη, σαν τη θάλασσα που την έπαιρνε τώρα μακριά. Υπήρχε σιωπή μέσα της, κανένας ήχος δεν ακουγόταν, μόνο μια όμορφη μελωδία της απόλυτης ευτυχίας.

«Εγώ φταίω.» έλεγε συνέχεια ο Ανδρέας. «Εγώ, μόνο εγώ.»

«Δεν έκανες κάτι εσύ μωρό μου, σε παρακαλώ.» τον αγκάλιαζε η Μίνα. «Οι γιατροί-»

«Το να αποδίδουμε ευθύνες δεν ωφελεί κανέναν. Η πρόταση μας ήταν άλλη, όμως ο ασθενής και η οικογένεια έχουν τον πρώτο λόγο.» είπε κάποιος γιατρός. «Λυπούμαστε πολύ για την απώλεια σας.»

«Θα πρέπει να σας πληρώσουμε;» ρώτησε η Αμαλία. «Μιας και εν τέλη αποτύχατε.»

Οι γιατροί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Δανάη κατέβασε το τσιγάρο και την έπιασε από το μπράτσο. «Άντε και στο διάολο.»

Η Αμαλία έφυγε τρέχοντας με ένα σπρώξιμο από την Δανάη. Η Νίνα καθόταν δίπλα της. «Δεν πρόλαβα να πω αντίο.»

«Ήταν η λάθος απόφαση; Αυτό έφταιγε;» ρώτησε και πάλι ο Ανδρέας. «Νόμιζα πως αν τη βάζαμε σε τεχνητό κώμα θα...θα βοηθούσε κάπως.»

«Θα μπορούσε, αν και με την εκτεταμένη εξάπλωση της σήψης, ήταν δύσκολο, όμως όχι αμφίβολο.» του είπε ο ένας από τους γιατρούς.

Ο Ανδρέας όμως έκανε πως δεν τους άκουσε. «Η απόφαση μου, ήταν λάθος. Με άφησε υπεύθυνο και εγώ την απογοήτευσα.»

«Μη μιλάς έτσι μωρό μου, δεν φταις σε κάτι. Προσπαθήσαμε να της δώσουμε χρόνο.» η Μίνα έκλαιγε.

Η Δανάη άναψε δεύτερο -τέταρτο- τσιγάρο. Η Νίνα μόρφασε. Η γιαγιά τη κοίταξε ψυχρά. «Από πότε σε ενοχλεί;»

«Εγώ-δεν...» πρώτη φορά η Νίνα δεν είχε έτοιμη απάντηση. Κοιτούσε τη γυναίκα με ανοιχτό το στόμα, μια ζάλη στο βλέμμα της, το χέρι της να κρύβει το στομάχι της. «Μπορείς να το φυσάς αλλού;»

«Ή και καθόλου.» πρότεινε ένας γιατρός. «Εντάξει είναι έξω από το παράθυρο, αλλά διακινδυνεύετε την υγεία σας και-»

«Μιλάς εσύ που δεν μπορούσες να σώσεις τη μάνα μου;»

«Καταλαβαίνω πως είναι μια δύσκολη στιγμή-»

Το ρολόι έδειχνε έξι και σαράντα δύο. Και είκοσι τρία δευτερόλεπτα, είκοσι πέντε, είκοσι έξι...

«Υπήρχαν λύσεις σωστά; Θα μπορούσατε να κάνετε χειρουργείο; Ή-ή δεν ξέρω, κάτι!» φώναξε ο Ανδρέας. Η Μίνα έκλαιγε περισσότερο.

Ο πρώτος γιατρός κούνησα αρνητικά το κεφάλι του. «Στο στάδιο που βρισκόταν η συγγενής σας, τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Λυπάμαι πολύ και πάλι.»

Η Δανάη γέλασε. «Φυσικά και λυπάσαι.»

«Εγώ φταίω.» μονολογούσε από την αρχή ο Ανδρέας.

«Σε παρακαλώ, ο καπνός, ζαλίζομαι.» η Νίνα απομακρύνθηκε. «Τελειώσαμε; Δεν νιώθω καλά.»

«Μόλις πέθανε η προγιαγιά σου!» της φώναξε η γιαγιά.

Η Μίνα σκούπισε τη μύτη της. «Αν θες πάνε σπίτι. Φαίνεσαι κουρασμένη μωρό μου. Πάρε και την Ήβη.»

Έξι και σαράντα τρία και πενήντα εφτά δευτερόλεπτα, πενήντα οχτώ...

«Και τώρα τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε η Μίνα. Ο Ανδρέας δίπλα της μιλούσε μόνος του κοιτώντας τον τοίχο και το άτομο που στεκόταν κάτω από το ρολόι.

Η Αμαλία τόλμησε να ξαναμπεί στο δωμάτιο. «Πάμε; Έχω δουλειές.»

«Λία, δεν μπορώ τώρα.» της είπε ο Ανδρέας.

Η Δανάη στράφηκε ολόκληρη προς την Νίνα. «Εσύ τι έχεις τόσο καιρό; Άρρωστη και μόλις πάθει κάτι κάποιος μόνο τότε εμφανίζεσαι. Πού ήσουν;»

«Ήμουν στο πάνω σπίτι. Ήμουν αδιάθετη.» της απαντούσε, με δάκρυα στα μάτια.

Οι γιατροί πλησίασαν τη Μίνα. Ο ένας, ο πιο νέος πήρε το λόγο. «Αρχικά θα αποσυνδέσουμε τα μηχανήματα ύστερα από τη συγκατάθεση σας. Από εκεί και μετά είναι μόνο θέμα χρόνου να...φύγει τελείως. Μετά θα-»

«Ανδρέα, αύριο θα πάμε να φάμε εκεί που έλεγες; Στους Αμπελόκηπους.»

Έξι και σαράντα πέντε και δέκα έξι δευτερόλεπτα, δέκα εφτά...

«Όχι, Λία. Δεν θα πάμε, δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται;»

«Τόσες εβδομάδες άρρωστη; Τι είχες;» τη ρώτησε η Δανάη.

Η Νίνα ένιωθε άβολα και αυτό το ήξεραν όλοι στο δωμάτιο. «Κάτι δικά μου.»

«Αν έκλαιγες πάλι για τον Ιάσονα, θα σε χαστουκίσω.»

«Θα πρέπει εμείς...εμείς να επιλέξουμε φέρετρο;» ρώτησε η Μίνα. «Δεν μπορεί κάποιος άλλος;»

«Δυστυχώς αυτά θα τα συμφωνήσετε με το γραφείο τελετών που θα συνεργαστείτε.» συνέχισε ο άλλος. «Θα σας αφήσουμε μόνους. Όταν είστε έτοιμοι μπορείτε να φωνάξετε τη νοσοκόμα και θα τα κάνει όλα εκείνη. Και πάλι λυπούμαστε πολύ.»

«Μείνετε σας παρακαλώ, δεν καταλαβαίνω-» η Μίνα άρχισε πάλι να κλαίει. «Συγνώμη.»

Η Δανάη δεν το έβαλε κάτω. «Είμαστε οικογένεια. Τα δικά σου είναι και δικά μας.»

«Λείπεις τον μισό χρόνο.»

«Κάπως πρέπει να συντηρηθούν δύο σπίτια.»

Η Αμαλία μάζεψε τα πράγματά της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην πάμε αύριο για μεσημεριανό στους Αμπελόκηπους. Η κηδεία θα κρατήσει μία, άντε δύο ώρες. Μετά είμαστε ελεύθεροι.»

«Λία, είπα όχι!»

Οι γιατροί άρχισαν να απομακρύνονται. «Να πηγαίνουμε.»

«Περιμένετε.»

Έξι και σαράντα οχτώ και τριάντα τρία δευτερόλεπτα, τριάντα τέσσερα...

«Παρακαλώ;» ρώτησε ο ένας γιατρός τον Ανδρέα.

Ο Ανδρέας τους πλησίασε όσο η Αμαλία έβγαινε από το δωμάτιο. «Εγώ...πήρα τη σωστή απόφαση σωστά;»

Ο γιατρός έκανε τα πάντα για να απαλύνει τους φόβους του Ανδρέα. «Ναι.»

Και αν το ψέμα έκανε τον Ανδρέα να νιώσει καλύτερα αυτή τη στιγμή, ας είναι.

«Εντάξει.» είπε ο Ανδρέας. Ύστερα γύρισε προς τον τοίχο και το άτομο που στεκόταν κάτω από το ρολόι. «Ήταν μια σωστή απόφαση. Έτσι;»

«Μωρό μου, τώρα σου είπαν οι γιατροί.»

«Δεν ρωτάω εκείνους.» ο Ανδρέας κοιτούσε μόνο το άτομο κάτω από το ρολόι. «Θέλω την επιβεβαίωση από κάποιον που το ζει διαφορετικά. Που βλέπει τα πράγματα με απόλυτη λογική. Οπότε πες μου, ήταν η σωστή απόφαση για εκείνη;»

Οι γιατροί περίμεναν υπομονετικά. «Ίσως να μην ήταν η κατάλληλη-»

Έξι και πενήντα και εξήντα δευτερόλεπτα.

«Μίλα γαμώτο σου, σε έχω ανάγκη!»

Ο χρόνος σταμάτησε και εκείνη επέστρεψε πίσω στην πραγματικότητα που με τόσο σθένος μισούσε.

Τα μαλλιά της ξανθά, λευκά, ατημέλητες μπούκλες να ακουμπούν γλυκά στην άσπρη μπογιά. Τα μάτια της, είχαν ένα χρώμα αλλόκοτο, σπάνιο, δεν μπορούσε να το περιγράψει. Τα χείλη της παγωμένα στη θέση τους. Το πρόσωπο της ήρεμο γαλήνιο.

Η Ευανθία ήταν νεκρή.

Η Ήβη έφυγε από τον τοίχο που στεκόταν και έτρεξε στον κάδο βγάζοντας όλα τα περιεχόμενα από το στομάχι της. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε το στόμα της όσο περισσότερο μπορούσε, ο εμετός να βγαίνει μαζί με όλα όσα σκεφτόταν. Η Μίνα έτρεξε αμέσως κοντά της, πιάνοντας τα μαλλιά της στο ένα χέρι και χαϊδεύοντας την πλάτη της με το άλλο.

Η Ευανθία ήταν νεκρή και η Ήβη δεν ήταν εκεί να ζητήσει συγχώρεση. Που επέτρεψε να τη βάλουν εδώ. Που δεν είπε όχι, που δεν την άφησε να πεθάνει ήσυχη. Η Ευανθία ήταν νεκρή και η Ήβη δεν είχε βρει ποτέ απάντηση στις ερωτήσεις της. Η Ευανθία ήταν νεκρή και η Ήβη απλά δεν ήξερε πώς να υπάρξει. Κάτι ήταν λάθος, μέσα της, όμως δεν μπορούσε να ζήσει με αυτή τη σκέψη.

Άλλη μια φορά εμετός. Τα χέρια της έτρεμαν γύρω από τον κάδο όμως ήταν όλα υπό έλεγχο. Σήκωσε το πρόσωπο της και ο Ανδρέας σκούπισε στο στόμα της και τον λαιμό της με προσοχή. Η Μίνα έφυγε και ο Ανδρέας πήρε τη θέση της. Έπεσε στα γόνατα του και χάιδεψε τα χέρια της. Πριν λίγο αυτά τα χέρια τον είχαν χτυπήσει. Τώρα τα μάτια του τη κοιτούσαν με απόγνωση. Ήθελε να του πει τι νόμιζε, πάντα το έκανε στις δύσκολες καταστάσεις. Ένα ζευγάρι μάτια είναι διαφορετικό από το άλλο έλεγε. Ελέγχονται από διαφορετικούς εγκεφάλους. Και ο εγκέφαλος της Ήβης λειτουργούσε πολύ διαφορετικά από όλους αυτού τού δωματίου.

Αυτός ήταν και ο τρόπος που έπαιρνε οποιαδήποτε συναισθηματική απάντηση από την Ήβη. Γιατί μπορεί να είχε πρόβλημα στο να ξεχωρίσει τη λύπη από τον θυμό, αλλά οι λέξεις της δεν είχαν τέτοιο εμπόδιο. Αυτός ήταν ο τρόπος που η Ήβη συμμετείχε. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Ήβη επικοινωνούσε μαζί του. Του μιλούσε, αυτός το δεχόταν και κάπου στη μέση μεταφραζόταν το μήνυμα.

«Η Ευανθία πέθανε.» του ψιθύρισε.

«Ναι.»

Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της. «Οπότε δεν έχει σημασία πλέον. Είναι αλλού. Ας την αφήσουμε εκεί.»

Ο Ανδρέας έκλεισε τα μάτια του και έγνεψε. «Εντάξει.»

Έξι και πενήντα δύο και ένα δευτερόλεπτο.

Ο Ερμής κοιτούσε με συγκέντρωση τα λευκά και μαύρα πιόνια. Το μυαλό του, μια σφαίρα με γνώσεις και κλωστές που η μία οδηγούσε στην άλλη, προσπαθούσε να φτάσει με αφαιρετικό τρόπο στην κατάλληλη επιλογή, αυτή τη μια που θα οδηγούσε την Ήβη να τα παρατήσει και εκείνον να κερδίσει. Η Ήβη, περήφανη ως ήταν, κρατούσε το σκορ των νικών της...πολύ μεγαλύτερο από αυτό του Ερμή. Ας πούμε πως ήταν μηδέν του Ερμή, κάτι που έκανε τη φλέβα στο μέτωπο του να πετάγεται κάθε φορά που η βασίλισσα του έπεφτε ή όταν αποκεφαλιζόταν ο βασιλιάς του. Και τώρα, άλλη μια παρτίδα που η Ήβη ήξερε πως ο φίλος της θα χάσει.

«Μη με κοιτάς έτσι Σκάουτ, με αποσυντονίζεις

Η Σκάουτ δάγκωσε τη γλώσσα της για να μη γελάσει. Το ψευδώνυμο της προερχόταν από τον ομώνυμο χαρακτήρα του βιβλίου «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Harper Lee. Ο Ερμής αστειεύτηκε πολλάκις πως η Ήβη είναι τόσο αθώα όσο η μικρή Σκάουτ. Στην αρχή δεν ήταν αστείο, τουλάχιστον μέχρι να της το εξηγήσει. Από εκεί και μετά το όνομα έμεινε, και κάποιες φορές η Σκάουτ ξεχνούσε το ίδιο της το όνομα μαζί του.

«Δεν βρίσκω τον λόγο να συγκεντρωθείς. Αφού θα χάσεις, πάλι.»

Ο Ερμής έκανε τη κίνηση του. Ένα ρίσκο που χρειάστηκε μεγάλη τόλμη και μια βαθιά ανάσα. Ο μαύρος του στρατιώτης μετακινήθηκε δύο θέσεις μπροστά. «Έχεις σκεφτεί πως μπορεί απλώς να σε αφήνω να νικάς

«Όχι.» ο λευκός στρατιώτης της έριξε στο πάτωμα τον μαύρο. Άλλη μια κίνηση κοντά στη νίκη. Δεν έμενε πολύ.

Ξεφυσώντας, ο Ερμής στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του, απογοητευμένος στα μάτια της. Οι δύο τους ήταν ξαπλωμένοι στο ξύλινο πάτωμα του Ερμή, όπως κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, με μια παρτίδα σκάκι μπροστά τους και βιβλία στο πάτωμα να γεμίζουν σκόνη ή να δρουν ως τραπεζάκια. Ο Ερμής επανειλημμένα έλεγε όχι στις πιέσεις της Ήβης για την αγορά βιβλιοθηκών με τη δικαιολογία πως σύντομα θα έφευγε. Το όνειρο του για τη Σκωτία με το πέρας των μεταπτυχιακών σπουδών του ήταν μια σκιά στους φόβους της, κάτι που κανένας από τους δύο δεν συζητούσε. Αντίθετα, ξάπλωναν στο ξύλο και έπαιζαν σκάκι.
Εντάξει, κάποιες φορές ο Ερμής την πήγαινε θέατρο. Αλλά αυτός είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος που η Ήβη προσπαθούσε να ξεχάσει.

«Πέρασα ένα μάθημα.» του είπε όταν πήγε να κάνει κίνηση για να της κλέψει τον πύργο της. «Προφανώς δεν είναι η θεατρική αγωγή. Θα βγουν ποτέ οι βαθμολογίες από εκεί;»

Η κορυφή της γλώσσας του έγλειψε απαλά τα χείλη του, ένα χαμόγελο σκανταλιάς στο πρόσωπο του. Η Ήβη είχε παρατηρήσει πως αυτό γινόταν κάθε φορά που ο Ερμής ήταν τόσο σίγουρος για την κίνηση του, που ήταν απλώς κακή. Αποφάσισε να της κλέψει τον πύργο. Μέγα λάθος. «Σύντομα.»

«Αν ξέρεις τον βαθμό μου μπορείς να μου τον πεις.» η Ήβη περιεργάστηκε το σκηνικό. Δεν χρειάστηκε σκέψη, απλώς του έφαγε άλλο έναν στρατιώτη ως τιμωρία για τον πύργο της. Ο ήχος της πτώσης ήταν βαρύς για τον φίλο της, κερδίζοντας ένα μεγάλο χαμόγελο από εκείνη.

«Αυτό είναι αντιεπαγγελματικό. Είναι σαν να με εκμεταλλεύεσαι, δεν περίμενα τέτοια αντίδραση από εσένα Σκάουτ

«Μα σε εκμεταλλεύτηκα.» του είπε. «Ή μήπως ξεχνάς τις ημέρες που με βασάνιζες με το θέατρο και τον Σοφοκλή;»

«Τώρα που είπες θέατρο, σου έχω κανονίσει ραντεβού με έναν φίλο μου για μεθαύριο.»

Η Ήβη άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Και τι να πει, δεν ήξερε. Το φλερτ και οι κοινές δραστηριότητες δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά της. Ήταν μια πολυτέλεια που η ίδια δεν χρειαζόταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το είχαν συζητήσει με τον Ερμή, εξάλλου, με αυτόν τον τρόπο γνωρίστηκαν. Η προσπάθειά του να της βρει ένα ταίρι ξεκίνησε τρεις εβδομάδες πριν, όταν της ανακοίνωσε πως υπάρχει περίπτωση να φύγει μετά το μεταπτυχιακό του. Αυτή η έξοδος από τη χώρα θα σήμαινε πως η Ήβη πιθανότατα να έμενε και πάλι μόνη -με εξαίρεση την Άννα και τη Δώρα- και τότε κάποιος έπρεπε να πειράζει τη ξανθιά αυτιστική κοπέλα με το μίσος της για το θέατρο.

«Όχι.» του είπε. Και σε αυτό ήταν κάθετη.

Ο Ερμής όμως ήταν οριζόντιος. «Όταν θα φύγω-»

«-αν φύγεις-»

«-κάποιος θα πρέπει να σου υπενθυμίσει πως το θέατρο είναι μια όμορφη μορφή τέχνης, ακριβώς όπως εσύ θαυμάζεις την ομορφιά κάποιου προσώπου ανεξάρτητα από το άτομο και δεν αποκτάς συναισθήματα γιατί δεν ξέρεις τι είναι. Οπότε, ποιος καλύτερος από κάποιον που έχει τις ίδιες γνώσεις με εμένα; Μάλιστα, είναι από Σέρρες. Νομίζω πως ξέρει και την αδελφή σου. Άλλο ένα κοινό στοιχείο. Θα βγείτε, θα περπατήσετε, μπορείς να του πετάξεις τις ιδέες σου περί Σατανισμού και Φρόιντ σε μια παλιά ενσάρκωσή τους το 1258*, θα σου ρίξει κάτι χαζομάρες που πιστεύει για τον φίλο Raleigh και τις σχέσεις του με τη νύχτα**, θα καταλήξετε πως εκείνος δεν έχει άποψη αλλά εσύ έχεις και το ραντεβού θα τελειώσει στην πόρτα σου με ένα τσάι λεμόνι και μια μπύρα.»

Η Ήβη τον κοιτούσε με έκπληξη. Άλλη μια φορά της είχε κανονίσει μια τέτοια εκδήλωση κοινωνικοποίησης και εκείνη όχι μόνο δεν πήγε, αλλά έστειλε τη Δώρα στη θέση της. Ο τύπος άρχισε να μαθαίνει κορεάτικα και η φίλη της τον έδιωξε από τη ζωή της στη δεύτερη σειρά Netflix. Κάτι τέτοιες στιγμές ήθελε να χτυπήσει τον Ερμή ή, ακόμα χειρότερα, να τον αγκαλιάσει με μίσος. Της προκαλούσε ανάμεικτα πράγματα, από ρίγη έως πονοκέφαλο και δεν ήξερε πώς μπορούσε να το σταματήσει. Φυσικά θα τον έβλεπε. Αλλά η σκέψη και μόνο να χάσει ένα τηλεφώνημά του το βράδυ πλέον τη βασάνιζε.

«Το πολύ πολύ να ξαναβγείτε. Πρόσεχε, θα χάσεις τη βασίλισσά σου.»

Όντως. Η Ήβη κοίταξε πίσω στη σκακιέρα. Είχε απορροφηθεί από τη συζήτηση που τον άφησε με μια κίνηση να της κλέψει τον τελευταίο στρατιώτη. Μια λευκή βασίλισσα ενάντια σε μια μαύρη και δύο στρατιώτες. Μπορεί να του έδωσε τη δυνατότητα να σκοτώσει πολλά από τα πιόνια της, όμως ο Ερμής ήταν γνωστός για τις λάθος αποφάσεις. Η γρατζουνιά που του είχε προκαλέσει το δαχτυλίδι της την μέρα της γνωριμίας τους, το αποδείκνυε τρανταχτά. Τώρα, με το ίδιο χέρι και οι ασημένιες ακτίνες του κοσμήματος να γυαλίζουν κάτω από το λιγοστό φως του σαλονιού, η Ήβη μετακίνησε το πιόνι της τρεις θέσεις δεξιά, όσες χρειάστηκε για να απομακρυνθεί τελείως από τους στρατιώτες του Ερμή.

«Αφού θες να μιλήσουμε για την ερωτική μου ζωή, πότε θα μου πεις γιατί χώρισες με την πρώην σου;»

Τα λόγια της έτσουζαν, τόσο εκείνη, όσο και εκείνον. Ο Ερμής δεν μιλούσε ποτέ για την πρασινομάτα κοπέλα που τον έκανε τα βράδια να αγριεύει στον ύπνο του. Και η Ήβη όμως, δεν ήθελε να θίξει το θέμα, μιας και η πληροφορία πως κάποιος έκανε τον φίλο της να μεθύσει και να τη φιλήσει με πόνο στα μάτια την έκανε να νιώθει δυσάρεστα. Αν μάθαινε ποια ήταν, μπορεί, μπορεί να εξαπολούσε τη δύναμη της Νίνας πάνω της.

Τα γκρίζα μάτια του φίλου της έμοιαζαν με δύο άχρωμες σκιές ενός μέλλοντος που ήθελε να βγει αλλά δεν μπορούσε. Η Ήβη κατέληξε σε αυτή την παρομοίωση δύο εβδομάδες και τέσσερις μέρες πριν τη σημερινή, όταν διαβάζοντας κάποιο βιβλίο που είχε ξεχάσει τον τίτλο, αναφορικά με έναν έρωτα που δεν ολοκληρώθηκε, σκεφτόταν τι θα γινόταν αν είχε αφήσει τον Ερμή, εκείνη τη μέρα που πήγε σπίτι του, να συνεχίσει το φιλί της. Σκέψεις που προσπαθούσε να αποφύγει. Για συζητήσεις, όπως και αυτή.

Ο Ερμής κατέβασε το χέρι του από το πιόνι που κρατούσε. «Η αντίστροφη ψυχολογία δεν πιάνει σε εμένα. Θα σε νικήσω, το νιώθω.». Τελικά, έπαιξε τη κίνησή του.

«Δεν είναι αντίστροφη ψυχολογία.» τον ενημέρωσε. Άρχισε να πονάει η μέση της ξαπλωμένη όλη την ώρα στο πάτωμα. Γύρισε το σώμα της και βρέθηκε ανάσκελα να κοιτάει τη λάμπα που τρεμοπαίζει. «Μπλέκεσαι στην κοινωνική μου ζωή, θα μπλεχτώ και εγώ.»

Έκλεισε τα μάτια της κουρασμένη. Ήταν περασμένη η ώρα, έπρεπε να φύγει σύντομα, αν ο Ερμής τελείωνε με τις παιδικές κινήσεις του στο σκάκι. Άκουσε τη σκακιέρα να μετακινείται προς τα δεξιά και ύστερα ένα σύρσιμο προς το μέρος της. Έκπληκτη, βρήκε τον ένοχο να τη κοιτάει από πάνω, η γκρίζα στολή που φορούσε κάτω από τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες να γυαλίζει και να αποτυπώνεται με θλίψη πάνω στη γαλανή δική της.

«Έχω μπλέξει Σκάουτ.» ψιθύρισε. Τα χέρια του δεξιά και αριστερά από την Ήβη, να την κάνουν να κοιτάει μόνο εκείνον. «Έχω μπλέξει και φοβάμαι. Για εκείνη, για εμένα.»

Η Ήβη άφησε ελεύθερα τα χέρια της στο στομάχι της και κοίταξε τον Ερμή. Η κοντινή τους επαφή ήταν συχνή, κάποιες φορές μη απαραίτητη όπως τώρα, αλλά είχαν συνηθίσει οι δυο τους σε αυτό. Η Ήβη το είχε αποδεχτεί πως θα γινόταν ως χαρακτηριστικό της στενής τους σχέσης, όμως αυτό δεν σήμαινε πως δεν την έκανε να νιώθει άβολα. Δεν ήταν πλέον σίγουρη καν αν όντως ένιωθε άβολα, αλλά ένας κόμπος στο στομάχι και ένα ρίγος ζέστης ήταν αρκετά για να της προκαλέσουν δυσαρέσκεια στην αρέσκεια.

Το χειρότερο ήταν πως η ίδια δεν ήξερε αν ο φίλος της είχε την ίδια αντίδραση. Όταν είχε κάποιο πρόβλημα να μοιραστεί ή να την ενοχλήσει, τότε ο Ερμής έσκυβε πάνω της και η Ήβη επικαλούνταν Θεούς και άλλα πλάσματα να μη την αφήσουν να πετάξει κάποια χαζομάρα και να έχει τις σκέψεις της σε τάξη. Σε αυτές τις μικρές περιστάσεις επαφής μικρότερης του μισού μέτρου, ο Ερμής φαινόταν ευάλωτος στα ίδια του τα συναισθήματα. Το τελευταίο καιρό παρατηρήθηκε έντονη λύπη όταν κοιτούσε το κινητό ή έφευγε μετά από συνάντησή τους. Η Ήβη πίστευε πως ήταν κάτι που περνάει, όπως σε όλους τους ανθρώπους. Ίσως και να έκανε λάθος.

«Τι έκανες

Ο ήχος μηνυμάτων στο κινητό του εμφανίστηκε στο κατά τα άλλα σιωπηλό διαμέρισμα για τρίτη φορά τη τελευταία ώρα. Ο Ερμής και η Ήβη κοίταξαν αριστερά, εκεί που τα κινητά τους περίμεναν τους ιδιοκτήτες τους να τα χρησιμοποιήσουν για κακό σκοπό. Η οθόνη του κινητού του Ερμή έλαμψε και αφού είδε το μήνυμα, επέστρεψε στη θέση του πάνω από το κεφάλι της Ήβης, να τη κοιτάει γεμάτος σκέψεις στη μελαγχολία του.

«Ήταν να πάω σε ένα πάρτι σήμερα.»

Η Ήβη κατάπιε όλες τις ερωτήσεις της και είπε την κύρια ήρεμα, όσο μπορούσε. «Και γιατί δεν πήγες;»

«Υποτίθεται πως είμαστε φίλοι, μέχρι και στο σπίτι της θα μείνω μέχρι να βρω κάτι άλλο. Αλλά δεν νιώθω εντάξει με αυτό, με αυτό που κάνουμε.» παραδέχτηκε. Ο Ερμής της είχε πει πως θα έφευγε από το διαμέρισμα σύντομα, ίσως τέλη του μήνα, για να βρει κάτι που θα του κόστιζε λιγότερο και θα του κέρδιζε περισσότερα σε περίπτωση που όντως πήγαινε στη Σκωτία. Της είχε πει επίσης πως θα έμενε στην πρώην του για λίγο, άρα θα έπρεπε να βρουν νέο μέρος να βλέπονται. Αυτό που δεν της είπε ήταν πως ένιωθε ακόμη κάτι για εκείνη. Κάποτε είχε το όνομά της στο στήθος του, αλλά η Ήβη γνώριζε πως πλέον ήταν μια απλή γραμμή. Φοβόταν πως αυτή η γραμμή τον πονούσε περισσότερο από όσο όταν είχε κάνει το τατουάζ στην αρχή. «Και δεν πήγα γιατί είναι Τετάρτη. Οι Τετάρτες μου είναι κλεισμένες και αφοσιωμένες σε εσένα.»

Μελαγχολική χαρά που οι Τετάρτες του ήταν δικές της. Και οι πολύτιμες Παρασκευές. Λύπη, γιατί το παρελθόν του καταλάμβανε ακόμη και τώρα μερικές μέρες της εβδομάδας της.

«Είσαι ακόμη μαζί της;» η ερώτηση άγγιξε τα χείλη της και βγήκε σαν σκιά γύρω από το πρόσωπό του.

«Ναι.» της είπε. «Αλλά και όχι. Εκείνη είναι με άλλον. Μακάρι να την αγαπάει όσο την αγάπησα και εγώ.»

Η Ήβη βλεφάρισε γρήγορα καθώς μια μπάλα αέρα της προκαλούσε πόνο στο στήθος, στη καρδιά, στο κεφάλι. Τα προσπέρασε, έτσι εύκολα. «Προφανώς για να έχει γίνει όλο αυτό, η αγάπη δεν αρκεί.»

Ο Ερμής έσυρε άηχα μια τούφα ξανθές μπούκλες μακριά από το πρόσωπό της. Το άγγιγμά του άφησε στίγματα θλίψης στο δέρμα της, οι πνοές τους μία, η ζέστη στο μάγουλό της να καίει εκείνο το σημείο. «Δεν είμαι σίγουρος αν την αγαπώ πλέον.»

«Και τότε ποιο το νόημα;»

Η απάντησή του ήταν γρήγορη. Σχεδόν άηχη, μόνο εκείνη να ακούσει. «Κρατάει ζεστή εκείνη τη θέση, πριν έρθει η άλλη και κατακτήσει και αυτό το κομμάτι μου.»

Υπάρχει και άλλη;

Το βλέμμα του τη κοιτούσε λες και το κέντρο της ζωής του ήταν εκείνη. Μια κοπέλα που τα ξανθά μαλλιά της έμπαιναν συνέχεια μπροστά στα μάτια της και εκείνος, πλέον από συνήθεια, της τα έπαιρνε μακριά. Η κίνηση ήταν απλή, αλλά λειτούργησε σαν να της άνοιξε τον δρόμο προς μια αλήθεια που δεν μπορούσε να αποδεχτεί κάνεις τους.
Αν η αγάπη δεν είναι αρκετή...«Τότε πως μπορεί κάποιος να πονάει τόσο πολύ από αυτήν;»

«Δεν ξέρω Σκάουτ. Αλλά κάτι μου λέει πως εγώ και εσύ, θα το ανακαλύψουμε μαζί.»

Ο ήχος του κινητού του τους έκανε να κοιτάξουν προς τα εκεί. Η ώρα σήμανε έντεκα, η Ήβη έπρεπε να φύγει. Σε μια σιωπηλή συμφωνία με τα βλέμματά τους, σύρθηκαν όρθιοι δίπλα από τη σκακιέρα. Ήταν η σειρά της Ήβης. Μια τελευταία κίνηση και το παιχνίδι θα είχε τελειώσει. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη, τα πιόνια ήταν στις θέσεις τους, έτοιμα για την ήττα.

«Θα χάσεις τη βασίλισσά σου.»

Τα μάτια της στα δικά του. Ο Ερμής δεν χρειάστηκε να δει τη κίνηση της Ήβης, η ίδια ένιωθε πως έμπαινε στο μυαλό της και τη διάβαζε γράμμα προς γράμμα. «Η μέρα που θα χάσω τη βασίλισσά μου, θα είναι η μέρα που θα χάσω τα πάντα.»

Το πιόνι της μαύρης βασίλισσας έπεσε και η Ήβη κατάλαβε για πρώτη φορά, πως τα λόγια του, ήταν κάθε άλλο, παρά κυριολεκτικά. Ήλπιζε μόνο η κοπέλα που εκπροσωπούσε τη βασίλισσα στα όνειρά του, να μη τον πονούσε, ποτέ ξανά.

Ο Ερμής χαμογέλασε όταν η λευκή βασίλισσα της Ήβης έκατσε πάλι στο κέντρο.

Η Δανάη και η Μίνα είχαν μια ήρεμη σχέση μάνας και κόρης. Η μία θα φώναζε πίνοντας μιμόζες στο μπαλκόνι, η άλλη θα γελούσε και θα έκλαιγε με την ηλιθιότητα της μητέρας. Η Ευανθία θα τις κοιτούσε από το πλάι και μπορεί να τις έπειθε για μια παρτίδα μπιρίμπα. Η Ήβη μια φορά τις είχε πιάσει ξύπνιες το βράδυ, οι τρεις τους στο μπαλκόνι της κουζίνας, να γελάνε και να χάνουν στα χαρτιά, να κερδίζουν στην αγάπη. Μετά, η Ευανθία θα κοιτούσε τα δημιουργήματά της, δύο γενιές γεμάτες γέλιο και χαρά. Ταυτόχρονα η Ήβη θα τις παρακολουθούσε από την άκρη, τρεις γενιές γεμάτες μελαγχολία και τη φιλία που είχαν μεταξύ τους να τις κρατάει στενά.

Οπότε, όταν άκουσε τις φωνές της Μίνας και της Δανάης από το διαμέρισμα του κάτω ορόφου, η Ήβη δεν ένιωσε έκπληξη. Στο μυαλό της, ήταν μια φυσιολογική απόρροια των πραγμάτων που έλαβαν χώρα σήμερα. Η κόλλα που τις έδενε στέγνωσε και έμειναν οι δυο τους να μαζεύουν τα κομμάτια. Η Ευανθία πέθανε, και οι δύο γενιές που άλλοτε έδειχναν την ευτυχία στα μάτια της προγιαγιάς της, τώρα παρουσίασαν την αληθινή μελαγχολία που έβλεπε η Ήβη.

Μαζί με τη Νίνα κάθονταν στο σαλόνι και τις άκουγαν. Αυτό που κατάλαβαν ήταν πως η μητέρα τους ήθελε να τελειώνει με τα διαδικαστικά της επόμενης μέρας, μα η Δανάη δεν μπορούσε να αποδεχτεί τόσο εύκολα αυτή την αλλαγή στη ζωή της. Τουλάχιστον η Ήβη αυτό πίστευε πως γινόταν. Η ίδια, δεν είχε νιώσει ποτέ τον θάνατο ως απώλεια, μιας και η Ευανθία, ήταν το πρώτο μέλος της ζωής της που γνώριζε και πέθανε. Όμως γνωρίζοντας τον θάνατο από τα μάτια τρίτων, ήθελε να πιστεύει πως ήταν μια διαδικασία ηρεμίας και γαλήνης, εκεί που το σώμα χαλαρώνει και η ψυχή τρέχει να βρει την ελευθερία από το κέλυφος στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια. Επιστημονικά αποδεδειγμένο δεν ήταν, ωστόσο, ήταν κάτι που την έδινε μια δόση αισιοδοξίας για το μέλλον.

Η Νίνα καθόταν στην άλλη πλευρά του καναπέ και κοιτούσε την αδελφή της. Οι δυο τους δεν είχαν μιλήσει ξανά από τη στιγμή της έκτρωσης, μοιράστηκαν μόνο κοινές ματιές χωρίς νόημα και αιτία. Σύμφωνα με όλα όσα έμαθε από το μάθημα Ψυχοκοινωνικής αλληλεπίδρασης, η Ήβη πίστευε πως η αδελφή της βρισκόταν σε μια ανησυχία στο μυαλό της, η ψυχολογική φόρτωση της ημέρας ήταν μεγάλη. Από την άλλη, αν και αυτή η θεωρία θα μπορούσε άνετα να εφαρμοστεί και στην ίδια, είχε μάθει να εκφράζεται με λέξεις σε σημειωματάρια και υποσημειώσεις στις υποσημειώσεις, και όπως γινόταν συνήθως, προσπάθησε να κρύψει τον εαυτό της και να επικεντρωθεί στους άλλους.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν ήταν η κατάλληλη και το ήξερε. Το έβλεπε. Το ένιωθε. Και παρά τις εναλλακτικές πρακτικές που προσπαθούσε να εφαρμόσει για χρόνια με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου με μεγάλα γυαλιά, ποτέ δεν κατάφερε να τις καταλάβει πλήρως και να τις θέσει σε εφαρμογή. Και φοβόταν, φοβόταν πως η μέρα που θα έπεφτε ερχόταν, γρήγορα, και είχε κάνει όλες τις λάθος κινήσεις για να το αποτρέψει.

«Πώς είσαι;»

Η ερώτηση φάνηκε να ξαφνιάζει τη Νίνα. Ο Γιάννης της είπε να προσέχει την αδελφή της, επιπλοκές μπορούν να συμβούν, έτσι ήταν η ιατρική και η Ήβη γνώριζε καλά όλα αυτά. Ήθελε το καλύτερο για εκείνη, πίστευε πως της το έδωσε σήμερα και χρειαζόταν την επιβεβαίωση για να νιώσει εντάξει. Η σκέψη πως μοιραζόταν αυτό το κακό συνήθειο με τον αδελφό της, την τρόμαζε.

Η Νίνα σήκωσε τα πόδια της στον καναπέ και χαμήλωσε τη τηλεόραση. «Είμαι καλά, εσύ;»

«Καλύτερα.»

Και τέλος.

Δούλευε αυτή τη κίνηση στο μυαλό της τη τελευταία μισή ώρα. Από τη στιγμή που γύρισαν σπίτι και κλειδώθηκε για λίγο η κάθε μία στο δωμάτιό της, μέχρι τώρα. Και αν έκανε λάθος; Αν τελικά η Νίνα δεν τον χρειαζόταν; Και τι μπορεί να χρειαζόταν; Η Ήβη δεν ήξερε, αλλά η κίνηση ήταν η μόνη που γνώριζε, με σιγουριά, πως θα άλλαζε το θλιμμένο βλέμμα που έχει η Νίνα εδώ και μήνες.

«Μίλησα με τον Ιάσονα πριν λίγο.» την ενημέρωσε. «Περιμένει τηλεφώνημά σου.»

Και είχε δίκιο, το βλέμμα της Νίνας άλλαξε, από θλίψη σε... τρόμο; Ίσως, δεν ήταν σίγουρη. «Γιατί; Τι του είπες; Ήβη, μου το υποσχέθηκες!»

Πήρε μια ανάσα, τη βοηθούσε να καταπνίξει τον πανικό που πολλές φορές την καταλάμβανε. Συνέχισε να πιστεύει πως ήταν η σωστή κίνηση. Και θα το αποδείκνυε. «Δεν του είπα για το μωρό. Του είπα για την Ευανθία. Νομίζω πως έκλαψε λίγο, δεν είμαι σίγουρη. Είπε πως θα ήθελε να σου μιλήσει, να δει πως είσαι, αλλά ντρέπεται.»

«Ας ντρέπεται και ας περιμένει.» η Νίνα άφησε το κεφάλι της να χαλαρώσει πάνω στα χέρια της. «Δεν έχω να του πω κάτι.»

Οι ίδιες βλακείες ξανά και ξανά. «Νομίζω πως τον χρειάζεσαι αυτή τη στιγμή.»

«Νομίζεις πολλά πράγματα Ήβη, αλλά έχεις αρκετά σημειωματάρια που δείχνουν πως δεν ξέρεις τίποτα.»

Μάλλον έπρεπε να τα παρατήσει. Δεν περίμενε αυτή τη τόσο αρνητική αντίδραση από τη Νίνα. Ένα πράγμα που έμαθε από πόνο είναι πως για να περάσει, πρέπει να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που σε αγαπούν, σιωπηλά ή δυνατά, να σου υπενθυμίζουν πως όλα είναι εντάξει, πως όλα είναι καλά, πως έχεις όλα όσα χρειάζεσαι. Είδε την Άννα να μη μιλάει στις φίλες της όταν πέθανε ο παππούς της, αλλά όταν το είπαν στον σύντροφό της, Γιώργο, εκείνος την έκανε να χαμογελάσει. Είδε τη Δώρα να φεύγει για τρίτη φορά από το σπίτι της στη τρίτη λυκείου, να πηγαίνει πάνω κάτω κοιτώντας τις κλήσεις των γονιών της να περνούν αναπάντητες και μετά στο τέλος, να ζητάει μια μεγάλη μερίδα κινέζικου για να ανακάμψει και να ηρεμήσει. Τι μπορεί να πήγε τόσο λάθος τώρα με τη Νίνα;

«Μα τον αγαπάς. Καταλαβαίνω πως είσαι φορτισμένη, οπότε ίσως πρέπει να είσαι με αυτούς που αγαπάς-»

«Είμαι με εσένα τώρα, την αδελφή που αγαπώ όσο τίποτε άλλο.» την διέκοψε. Η Νίνα τη κοιτούσε με αγανάκτηση. «Δεν θα έπρεπε ο Ιάσονας να είναι το σωσίβιο σωτηρίας μου επειδή πέθανε η Ευανθία και σκότωσα το μωρό μου, αλλά εσύ. Και εσύ δεν μου λες τίποτα. Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες τόσο καιρό, αλλά Ήβη, εσύ πού βρίσκεσαι σε όλο αυτό;»

Μπερδεμένες οι σκέψεις της, η Ήβη έξυσε το κεφάλι της αμήχανα. «Δεν καταλαβαίνω.»

«Φυσικά.» μουρμούρισε η αδελφή της. «Αυτό είναι τόσο αμήχανο για εμένα όσο είναι και για εσένα. Και ήταν μια δύσκολη μέρα, οπότε ίσως πρέπει να το λήξουμε εδώ.»

«Όχι!» αναφώνησε. Η Ήβη έψαξε μέσα στις σημειώσεις του μυαλού της έναν τρόπο μετάφρασης των όσα της είπε. Η αγάπη είναι οικογένεια, αυτό ήταν κάτι που της έλεγε πάντα η Ευανθία. Ακόμη και αν Ήβη καταλάβαινε τη σημασία της, ερμήνευε πως η οικογένεια δεν έχει το ίδιο αίμα, αλλά την ίδια ψυχή και πολλές φορές έβρισκε τον εαυτό της να μη το βλέπει στη δική της οικογένεια. Αυτό ακούγεται σαν μια σκέψη αρκετά δύσκολη, ωστόσο όταν είσαι μοναχικός μέσα στο μυαλό σου, πολλές φορές το βλέπεις σαν μόνος. «Αν ξεκινάμε κάτι, πρέπει να το τελειώνουμε.»

Η τηλεόραση έκλεισε με ένα πάτημα του κουμπιού. Η Νίνα ξεφύσησε και περίμενε. Η Ήβη επίσης. Φάνηκε αιώνες η σιωπή και η τελευταία κατάλαβε πως τόσα ήταν και τα πράγματα που δεν είχαν μοιραστεί εδώ και καιρό. Δεν ήταν ποτέ πρόβλημα αυτό, η Ήβη πάντα κρατούσε κάποια μικρά μέρη του εαυτού της για εκείνη. Λόγος και αιτία; Τίποτα. Ίσως και κάτι. Το να μείνει μυστικό στη καρδιά της, λες και αν το έλεγε πουθενά, το όνειρο, ένα κάποιο όνειρο, θα έλιωνε και θα τελείωνε και η πραγματικότητα θα κατέστρεφε τη φαντασία.

Η Νίνα ξεκίνησε πρώτη. Η Ήβη παρακολουθούσε τις λέξεις της, τη μία μετά την άλλη, μια βουή στα αυτιά της με τη μετάφραση στο μυαλό της να πραγματοποιείται αργά. Ξεκίνησε με «Φοβάμαι να πάρω τηλέφωνο τον Ιάσονα γιατί...» και τελείωσε με «Δεν ξέρω τι άλλο να πω, Ήβη συγνώμη.». Η Ήβη δεν μπορούσε να πει κάτι, δεχόταν μόνο το μήνυμα. Ήθελε να γελάσει, αλλά δεν ένιωθε χαρά. Ήθελε να κλάψει, αλλά δεν ήξερε αν ένιωθε λύπη ή θλίψη ή οτιδήποτε. Δεν ήξερε τι να πει, τι να νιώσει, τι να σκεφτεί. Οι αλήθειες που μοιράστηκε μαζί της τροφοδότησαν τα ψέματα που είχε φτιάξει στο μυαλό της, οι αμφιβολίες που της χτυπούσαν το καμπανάκι αλλά εκείνη τις αγνοούσε. Πονούσε, κατά κάποιο τρόπο, λες και ένα βαρύ πράγμα έπεσε στους ώμους της. Ίσως το βάρος της γνώσης. Γιατί δεν θα το έλεγε σε κανέναν άλλον, το είχε υποσχεθεί. Γιατί επίσης της ήταν δύσκολο να το αποδεχτεί.

Σήκωσε όλα της τα χαρτιά όταν ήρθε η δική της σειρά. Τα πήρε όλα από την αρχή, από το βράδυ που ξεκίνησαν, μέχρι το βράδυ που τελείωσαν όλα. Προσπάθησε να κρατήσει ίσιο πρόσωπο, να μην αφήσει τη μάσκα να πέσει. Κάποιες φορές το κατάφερνε, αλλά όταν κοιτούσε τη Νίνα να δακρύζει, λυπημένα χαμόγελα που προσπαθούσαν να φτιάξουν τη διάθεση έκαναν την εμφάνιση. Της είπε για εκείνον τον μεγάλο έρωτα, για το πώς κατάφερε να αλλάξει τη κινητήρια δύναμη που έλεγχε τη σκέψη της, την λογική της αγάπης. Και όταν τελείωσε, πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη Νίνα να της κάνει ερωτήσεις. Δεν μπορούσε να απαντήσει σε όλες, χρειάστηκαν απαντήσεις που δεν είχε δώσει ακόμα ούτε στον εαυτό της, και η σκιά του παρελθόντος που έκρυβε, μετατράπηκε σε μια απλή ομίχλη. Οι αιτίες για τις απορίες της Νίνας, όλες εξαφανίστηκαν, με το απλό άγγιγμα του χεριού, τη μόνη πραγματοποίηση επαφής που επέτρεπε η Ήβη και είχε το θάρρος αυτή τη στιγμή να υποστηρίξει το σύστημά της.

Στο τέλος, το μόνο που έμεινε ήταν ένα πράγμα. Η αντιμετώπιση του παρόντος. Η συζήτησή τους ήταν μεγάλη, με πισωγυρίσματα από τον καναπέ στη κουζίνα για χαρτομάντιλα και φαγητό, μα κάποτε τελείωσε. Πέρασε σαν το μαύρο πέπλο της νύχτας, όταν τη σκεφτόταν αργότερα, δεν θυμόταν τίποτα πέρα από ένα καλοκαιρινό αεράκι να την αγγίζει, μια αίσθηση χωρίς όνομα, που την έκανε όμως να νιώθει όμορφα. Ήλπιζε, πως έτσι ένιωθε και η Νίνα.

«Ήσασταν φίλοι πρώτα.» της είπε. Το τηλέφωνο στα χέρια της, προσπαθούσε να βρει την επαφή του πρώην της αδελφής της μέσα στα χιλιάδες ονόματα. «Οπότε θα τον πάρεις και θα τα πείτε. Μόνο αυτό.»

«Δεν τον είδα ποτέ φιλικά, ήθελα μόνο το πουλί του.» η Ήβη σήκωσε απότομα το κεφάλι με την απάντηση της Νίνας. Σκουπίζοντας τη μύτη της, η παιχνιδιάρικη ομορφιά της επανήλθε στο άψε σβήσε. «Λες και δεν ξέρεις, μας το παίζεις αθώα.»

Δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει, αποφεύγοντας τη ματιά της. «Ό,τι και να ήταν, το μόνο εμπόδιο στη σχέση σας είναι μια σιχαμένη πεθερά.»

«Και άλλα.»

«Και άλλα που θα του πεις όταν νιώσεις έτοιμη.»

Η Νίνα πήρε το κινητό. «Και αν δεν είμαι ποτέ έτοιμη;»

«Δεν θα είσαι ποτέ. Αλλά θα το νιώσεις. Το είπες σήμερα σε εμένα.» η Ήβη σηκώθηκε. «Κάποια στιγμή θα το πεις και σε εκείνον. Θα είμαι μέσα αν με χρειαστείς. Μη κοιμηθείς πάλι στον καναπέ.»

Η Νίνα πάτησε το κουμπί της κλήσης. «Σε ευχαριστώ.»

Με τις φωνές της Μίνας και της Δανάης να έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, η Ήβη έκλεισε την πόρτα του δωματίου της πάνω στην ώρα που ο Ιάσονας απάντησε στο τηλεφώνημα της αδελφής της και η Νίνα είπε το πρώτο «Γεια, εγώ είμαι.» μετά από καιρό. Η Ήβη είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τα βήματα της αδελφής της, αλλά δεν είχε το ίδιο θάρρος. Αυτό φάνηκε στο πρώτο από τα τρία τηλεφωνήματα, κάτι σαν τα τρία φαντάσματα του Σκρουτζ.

Στάθηκε μπροστά από την μπαλκονόπορτα και κοίταξε πίσω από τη κουρτίνα. Οι γείτονες μάλωναν με μουσική από πίσω, ένας έβλεπε τη τελευταία σεζόν μιας αστυνομικής σειράς όσο η γυναίκα του κοιμόταν δίπλα του και η νέα γειτόνισσα κοιτούσε ψηλά μήπως πάρει μάτι από τα κουτσομπολιά της πολυκατοικίας. Με κλειστά τα μάτια, επέλεξε την επαφή και πάτησε «κλήση», όμως δεν ήταν έτοιμη για αυτό. Η Ήβη περίμενε δύο χτύπους και στον τρίτο, αποφάσισε να το κλείσει. Ίσως δεν ήταν ώρα, ίσως ήταν αργά, ίσως δεν απαντούσε γιατί δεν ήθελε, ίσως πολλά. Αλλά ίσως και να απάντησε και η Ήβη απλώς να του το έκλεισε στα μούτρα γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τίποτα από το παρόν.

Στο δεύτερο τηλεφώνημα, ο Ερμής απάντησε με την πρώτη. Ο φίλος της φιλοξενούσε σε οικογενειακό τραπέζι την οικογένεια της Astrid. Στο άκουσμα της μέλλουσας νύφης, ένα καρφί βρήκε το δρόμο του στην ήδη ανοιχτή πληγή, αλλά με χαμόγελο του είπε το συγχαρητήρια της ευτυχίας. Η Ήβη με τη σειρά της του παρουσίασε τα νέα της, τον θάνατο της Ευανθίας και την απόφαση της Νίνας. Ο Ερμής ήταν ο μόνος που ήξερε για αυτό, δεν μπορούσε να του το κρύψει ούτε για αστείο και στο άκουσμα και των δύο, η άλλοτε σταθερή φωνή του, λύγισε. Η ίδια δεν άντεξε για πολύ. Ένιωθε τη κούραση της μέρας, της εβδομάδας, του χρόνου στους ώμους της και για λίγο, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ανάσες, μαζί, όσο ο Ερμής διάλεγε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων για ανάγνωση, όμορφα όνειρα γεμάτα φαντασία.

Η φωνή του την ακολούθησε μέχρι το κρεβάτι και κάτω από τα σκεπάσματα. Ποτέ δεν άκουγε αυτά που όντως της έλεγε, μπορεί να της διάβαζε την ιστορία της Κίνας και των Μογγόλων, αρκεί να άκουγε τη μελωδία στα αυτιά της και να την κοίμιζε, λες και εκείνος ήταν δίπλα της. Σήμερα παράτησε στη μέση του δείπνου την μελλοντική οικογένειά του και η Ήβη μπήκε σε σκέψεις. Αναρωτήθηκε αν η Astrid γνωρίζει για εκείνη. Για τη γυναίκα που κλέβει τον έρωτα της ζωής της με ένα τηλεφώνημα και τον κάνει να κλειδώνεται με τις ώρες σε ένα μικρό δωμάτιο, να κοιμάται στο πάτωμα. Αναρωτήθηκε σε περίπτωση που γνώριζε, πόσο το δεχόταν. Άραγε καταλάβαινε τη σχέση τους; Ή η Ήβη ξαφνικά θα έπρεπε να αποχωρήσει; Ήλπιζε η Astrid, εκεί που είναι μακριά, να τον προσέχει, τα βέλη του έρωτα περιέχουν τρομερό δηλητήριο και δεν μπορείς να τα τραβήξεις χωρίς να πεθάνεις. Οι πληγές του βαθιές, αναρωτιόταν αν η νέα του αγάπη είχε χώρο για την ύπαρξη μιας παλιάς. Προσπαθούσε να είναι χαρούμενη για αυτόν. Αλλά ο Ερμής ήταν μακριά της και όλα όσα πήρε με εκείνο το αεροπλάνο ήταν και δικά της. Τα ήθελε πίσω, κοντά, στην αγκαλιά της.

Η φωνή του Ερμή είχε σταματήσει όταν ξύπνησε. Έκλεισε το τηλέφωνο φαντάζοντάς τον να κοιμάται στο πάτωμα της βιβλιοθήκης του σε μια στάση που δεν βοηθούσε ιδιαίτερα τον λαιμό του. Είχε κοιμηθεί τρεις ώρες όλες και όλες. Η Νίνα άραγε πήγε στο δωμάτιό της; Δεν είχε δύναμη να σηκωθεί να ελέγξει. Ήθελε να πιστεύει πως τουλάχιστον είχε επιτέλους ένα χαμόγελο στα χείλη.

Γύρισε και ξάπλωσε στην πλάτη της, μια λεπτή κουβέρτα να τη καλύπτει. Δεν το είχε σκοπό να το κάνει, αλλά το χέρι της πήγε αυτόματα στο κινητό, σε μια επαφή κρυμμένη από όλους και όλα. Είχε αποθηκεύσει στη μνήμη της τον αριθμό, εννέα ψηφία που δεν άλλαξαν ποτέ κάτοχο μετά από πόσα χρόνια. Μπορούσε να τον δει μπροστά της, να τον ακούσει, να τον σκεφτεί, αλλά δεν μπορούσε να τον πει. Δεν είχε εικόνα του κατόχου πλέον, όλα αυτά είχαν διαγραφτεί από τη μνήμη της. Υπήρχε μόνο ένα κενό πρόσωπο και μια μελωδική φωνή που κατά καιρούς, πονούσε για να ακούσει.

Το χρειαζόταν τώρα, περισσότερο από όσο άλλο. Η αγάπη βλέπεις, πολύτιμε αναγνώστη, μπορεί να τραβήξει τον πόνο, αλλά κάποιοι τον χρειάζονται για να νιώσουν υπαρκτοί. Η δυσάρεστη συνέπεια του να είσαι ανθρώπινο ον, με ψυχή, με πνεύμα, με σκέψη.

Η πνοή της βγήκε ψυχρή απέναντι στη ζέστη του καλοκαιριού. Ένα, δύο, τρία μπιπ, και μετά ο πόνος. Η ηρεμία πριν τη καταιγίδα.

«Καλέσατε τον Μάρκο.» ένα γέλιο διέκοπτε πάντα αυτή τη φωνή που τόσο μισούσε. «Και την ηλιαχτίδα. Αφήστε μήνυμα μετά τον ήχο.»

Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της.

«Ο χώρος μηνυμάτων είναι γεμάτος. Παρακαλώ, προσπαθήστε αργότερα.»

Αχ και να' ξερε κανείς αυτό το κρυφό μυστικό της. Όλα τα μηνύματα, ήταν δικά της.

Κάλεσε ξανά.

Το κλικ της φωτογραφίας έφτασε στα αυτιά της και η Ήβη, μαζί με τον μπαμπά της, τραβήχτηκαν προς την άλλη. Η μαμά της γέλασε και τη κούνησε για να εμφανιστεί. Την έβαλε στο συρτάρι που κλειδώνει πάντα, εκεί που οι φωτογραφίες δεν έβλεπαν το φως της μέρας εκτός και αν η μαμά το επέτρεπε. Πλέον, υπήρχε μία και μοναδική φωτογραφία του μπαμπά της το σκοτεινό χώρο, και η μικρή Ήβη χάρηκε που ήταν και εκείνη δίπλα του.

Η Ηβη έσκυψε μπροστά και τοποθέτησε τη λευκή βασίλισσα της δύο τετράγωνα αριστερά. Ο μπαμπάς γέλασε στο αυτί της, η ίδια κατάλαβε πως μάλλον ήταν λάθος κίνηση.

«Μπαμπά, μυρίζεις άσχημα πάλι.» του ψιθύρισε στο αυτί. «Μη ξεχάσεις να βάλεις το άρωμα πριν πας στη μαμά.»

Ο μπαμπάς της την αγκάλιασε πάνω στα πόδια του. Με μια κίνηση, η βασίλισσα της εσε στο πάτωμα. Το παιχνίδι τελείωσε.

«Ευχαριστώ που μου το υπενθύμισες ηλιαχτίδα μου.»

Μια όμορφη μέρα.

_____________________

*Ο Πάπας Αλέξανδρος ΙV κήρυξε πως οι ανακρίσεις περί μαγείας θα πραγματοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις της αίρεσης.

**The School of Night/The School of Atheism: ο sir Walter Raleigh και οι φίλοι του της τέχνης και της επιστήμης, Christopher Marlowe, George Chapman, Matthew Roydon και Thomas Harriot, μιλούσαν στα ουράνια για το θείο και το πόσο όμορφο είναι το σκοτάδι. Είχαν ένα θέμα με τον Shakespear και την φίλη Ελισάβετ Ι.

____________________
Α/Ν Η σκιά του νέου εξαμήνου είναι μεγάλη. Η εξεταστική τελείωσε και εμένα με βρίσκετε εδώ.

Πώς είστε; Ελπίζω να σας βρίσκω χαμογελαστούς.

Χαίρομαι που είστε ακόμη εδώ.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro