22. Under Pressure - Queen, David Bowie.
22. Under Pressure – Queen, David Bowie
Σε είκοσι χρόνια από τώρα θα είσαι περισσότερο απογοητευμένος από τα πράγματα που δεν έκανες, παρά από αυτά που έκανες. Οπότε λύσε τα σχοινιά. Ταξίδεψε μακριά από το ασφαλές λιμάνι. Πιάσε τους αληγείς ανέμους στα πανιά σου. Εξερεύνησε, ονειρέψου, ταξίδεψε.
-H. Jackson Brown Jr., P.S. I Love You.
Η Ήβη έτρεχε από πλακάκι σε πλακάκι προσέχοντας να μην πατήσει τις γραμμές. Η γραμμές δεν ήταν καλές, η Νίνα έλεγε πως καιγόσουν και θα έχανες το παιχνίδι. Οπότε δεν κοιτούσε πουθενά αλλού παρά τα πόδια της όταν συγκρούστηκε με τον μπαμπά της.
Ο ψηλός άνδρας με τα πράσινα μάτια που είχε μάθει να αγαπάει περπατούσε μερικά τετράγωνα πιο μακριά, δίπλα από έναν άγνωστο φίλο του. Ήταν η σειρά του να την παραλάβει από το σχολείο, η μαμά έπρεπε να μείνει σπίτι γιατί η Νίνα ήταν άρρωστη. Της κίνησε το ενδιαφέρον ο άγνωστος άνδρας, αλήθεια, ιδιαίτερα το αστείο κόκκινο καπέλο του. Τώρα η Ήβη το κρατούσε με τα δύο χέρια της χαρούμενη για το έντονο χρώμα στις παλάμες της.
«Πρόσεχε ηλιαχτίδα.» της είπε ο μπαμπάς σηκώνοντάς την από το πεζοδρόμιο. Χτύπησε το πόδι της μα η ίδια δεν πονούσε και δεν καταλάβαινε γιατί ο μπαμπάς ξαφνικά ανησύχησε. «Είπαμε πως δεν τρέχουμε.»
Η Ήβη κοίταξε προς τα κάτω, ντροπιασμένη, χωρίς να θέλει να δει τα επικείμενα δάκρυα ο άγνωστος άνδρας. Ψηλός σαν ήταν, είχε την ομορφιά όλου του κόσμου. Θα της έμενα για πάντα στη μνήμη. Με σκούρα μαλλιά, μάτια που δεν έβλεπε το χρώμα και χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του που θα μπορούσαν αυτομάτως να τον κάνουν τον ομορφότερο πρίγκιπα της Ντίσνεϋ. Ήταν μόνο έξι, αλλά την έκανε να κοκκινίζει όταν τον έβλεπε. Ο ίδιος δεν της είχε μιλήσει ποτέ πέρα από το ευγενικό νεύμα κατεβάζοντας το καπέλο του. Κάθε φορά και με ένα διαφορετικό χρώμα, σε σκοτεινές αποχρώσεις που την έκαναν στην αρχή να φοβάται, αλλά τώρα το είχε συνηθίσει. Τρίτες και Πέμπτες, πάντα στην ώρα τους.
Ο μπαμπάς την έσπρωξε ελαφρά προς τα μπροστά για να συνεχίσουν οι δύο άνδρες μόνοι τους από πίσω. Η Ήβη δεν ήθελε να ακούει τις ενήλικες συζητήσεις τους έτσι και αλλιώς, δεν τις καταλάβαινε. Περπατούσε αργά αργά, από τετράγωνο σε τετράγωνο προσπαθώντας να μη ξεφεύγει από τις γραμμές. Και το σκοτάδι να την ακολουθεί από πίσω.
Μόνη στις σκέψεις της. Τελευταία ήταν πάντα μόνη. Οι μεγάλοι να μιλούν για ενήλικα θέματα, ο Ανδρέας να βγαίνει με τους φίλους του, η Νίνα να κοιμάται στα σπίτια των φίλων της. Η Ήβη δεν ήξερε πώς να κάνει φίλους. Καθόταν μόνη της στα διαλείμματα και η κυρία Αλίκη της κρατούσε παρέα όσο έτρωγε το κολατσιό της. Τα αγόρια πάντα έτρεχαν γύρω γύρω με μια μπάλα και η Ήβη δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Τα κορίτσια να παίζουν με τις κούκλες τους και να γελάνε για το χρώμα ροζ, η Ήβη σίγουρα δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Τουλάχιστον είχε την κυρία Αλίκη να της λέει τις καινούριες συνταγές που της έφτιαχνε ο άνδρας της, ο κύριος Χάρης. Το πιο ερωτευμένο ζευγάρι που είχε δει ποτέ της. Τόσο χαρούμενοι ήταν οι γονείς της κάποτε;
Η κυρία Αλίκη δεν ήταν σαν τις άλλες κυρίες, ήταν διαφορετική, γιατί άφηνε την Ήβη στην ησυχία της όταν χρειαζόταν και της μιλούσε όποτε έπρεπε. Χμ, ίσως τελικά να είχε έναν φίλο, εκείνη. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά που κάποιες φορές έβαφε μπλε γιατί έλεγε πως αυτό σίγουρα θα έκανε τη μαμά της να γυρίζει στον τάφο της. Φορούσε μπλούζες με περίεργους ανθρώπους πάνω τους, σχεδόν αστείους, που όμως έκαναν τα άλλα κορίτσια να κλαίνε από τρόμο. Η Ήβη όμως χαμογελούσε, ήθελε και εκείνη τέτοιες μπλούζες. Και να ακούει τέτοια μουσική, βαριά και ήρεμη όπως τη χαρακτήριζε η κυρία Αλίκη, αλλά η μαμά δεν την άφηνε. Ήθελε και τέτοια σχέδια στα χέρια της, ειδικά την μπλε πεταλούδα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ήταν όμορφη, υπέροχη, σχεδόν μαγική. Λίγο ακόμα και η Ήβη θα πίστευε πως όντως έβγαινε από το δέρμα της δασκάλας της.
Ο κύριος Χάρης από την άλλη ήταν κάπως αλλιώς. Κάθε μέρα στις δώδεκα και πενήντα έβγαινε από το αυτοκίνητό του σχεδόν μουτρωμένος. Τα γυαλιά του έπεφταν από τη μύτη του συνέχεια και φαινόταν εκνευρισμένος όταν γινόταν αυτό. Μετά, όταν εμφανιζόταν η κυρία Αλίκη, άλλαζε. Το πρόσωπό του φωτιζόταν, ίσως έφταιγε το μικρό και ντροπαλό χαμόγελο που τον έκανε να δείχνει πιο όμορφος. Η κυρία Αλίκη θα έτρεχε με την μπλε τούλινη φούστα της να κυματίζει στον αιθέρα, τα χρωματιστά παπούτσια της να μπαίνουν μέσα στις λάσπες και να χώνεται στην αγκαλιά του με ένα εξίσου όμορφο χαμόγελο. Ο κύριος Χάρης θα την κλείνει στην αγκαλιά του, θα τη φιλάει στο μέτωπο και μετά η Ήβη θα έκλεινε τα μάτια της γιατί της φιλούσε στα χείλη. Το ζευγάρι θα έμπαινε στο αυτοκίνητο και κάτω από μια μελωδία που είχε κολλήσει στο μυαλό της Ήβης σαν νανούρισμα, η κυρία Αλίκη θα έβγαζε έξω από το παράθυρο της πόρτας της το χέρι και θα τη χαιρετούσε. Εκείνη, την Ήβη. Και η Ήβη θα σήκωνε το χέρι ψηλά στον ουρανό, αλλά θα ήταν ήδη αργά. Το αυτοκίνητο θα είχε εξαφανιστεί, σχεδόν πάντα.
Είχε ένα όνειρο. Μια μέρα να μη φοβηθεί τίποτα, ούτε τον μπαμπά, ούτε τη μαμά ούτε τα παιδιά από το νηπιαγωγείο. Μια μέρα να μη τη νοιάξει που δεν καταλαβαίνει και δεν τη καταλαβαίνουν. Και να βάλει αυτή την τρομακτική μπλούζα και τα μπλε τούλινη φούστα και να βγει να τρέξει μακριά, πολύ, πολύ μακριά.
Δεν το είχε καταλάβει αλλά είχαν φτάσει στη γειτονιά τους. Έβλεπε το σπίτι τους να την περιμένει με τις λεμονιές στην αυλή και από πίσω μεγάλοι θάμνοι με γιασεμί που καλλιεργούσε ο μπαμπάς. Λίγο μετά τον φράχτη υπήρχε ένα μεγάλο χωράφι, εκεί τα απογεύματά της έπαιρναν τη δική τους μαγεία με τον μπαμπά της να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και ο πρίγκιπάς της να γίνεται βασιλιάς και άρχοντας της καρδιάς της. Εκεί ήταν ελεύθερη, μαζί του, αγαπημένη και αγαπώντας βαθιά.
«Ήβη πες αντίο στον κύριο Ανδρέα.»
Η φωνή του μπαμπά την έκανε να γυρίσει διστακτικά το βλέμμα της προς τον άγνωστο άνδρα. Το προτιμούσε έτσι, να μη του δίνει όνομα και μια σταθερή μορφή στο πρόσωπό του, ένα είδος ταξιδιώτη στη φαντασία της. Σήκωσε το χέρι και το κούνησε απαλά πάντα αποφεύγοντας το βλέμμα του. Ο άγνωστος άνδρας κατέβασε ευγενικά το καπέλο σε απάντηση. Έτσι μέσα στη σιωπή και οι δυο τους, δύο κοινωνικά άγαρμποι άνθρωποι που καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον.
Η Ήβη προχώρησε μπροστά χωρίς να περιμένει τον πατέρα της και μπήκε ανάμεσα στις λεμονιές, αναμένοντας για τη μέρα που θα μπορεί να τρέξει μακριά.
Προσπάθησε να μη χάσει την ισορροπία της γλιστρώντας πάνω στο μάρμαρο του νοσοκομείου. Ήδη έπεσε πάνω σε δύο τοίχους και παραλίγο να σπάσει το πόδι της στις σκάλες τρέχοντας για να προλάβει να δει την προγιαγιά της ξανά. Επίσης, με ποια λογική αποφάσισε να βάλει σήμερα από όλες τις μέρες φούστα; Μια χαρά δεν ήταν με τις φόρμες της; Γιατί να αναγκαστεί να τρέχει μέσα στα υφάσματα μωρέ μέσα στον αέρα. Κάτι τέτοιες έξυπνες ιδέες καλό ήταν να μη τις έχει.
Έξυπνες...ιδέες...το έπιασες; Χειροτερεύει η κατάσταση.
Λαχανιασμένη, με τις μπούκλες ολίγον μουσκεμένες από τον ιδρώτα της σημερινής -και μοναδικής- γυμναστικής, η Ήβη έσυρε τα πόδια της προς το δωμάτιο της Ευανθίας. Η Μίνα την είχε πάρει τηλέφωνο μόλις λίγες ώρες πριν με τα νέα, όσο η Ήβη ήταν στη βιβλιοθήκη επιστρέφοντας και τα τελευταία βιβλία της στη σχολή. Αποχαιρέτησε το κτήριο στα γρήγορα χωρίς πολλούς συναισθηματισμούς, ελπίζοντας η επόμενη φορά που θα βρεθεί εκεί να είναι και η τελευταία της και να μη το ξαναδεί ούτε σαν φωτογραφίες. Από εκεί και μετά ήταν τυχερή που βρήκε λεωφορείο σχεδόν άδειο σε ώρα αιχμής με προορισμό το νοσοκομείο.
Τα βήματα της ήταν αργά και βαριά καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Έβαλε μέσα τη γλώσσα της και ίσιωσε το κορμί της, το δικό της παράπονο δεν σήμαινε τίποτα μπροστά σε αυτό που είχε μπροστά της. Πίστευε πως δεν ήταν κάτι, η Ευανθία απλώς κοιμόταν, ήρεμη, ήσυχη, άνετη και χωρίς καμία έγνοια. Φαινόταν τόσο χλωμή, περισσότερο από την προηγούμενη φορά. Τα μάτια της ερμητικά κλειστά και η Ήβη για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν θα τα έβλεπε ξανά ή αν η τελευταία ανάμνησή της θα ήταν από τη μέρα που της είπε ότι τη μισεί.
Η Δανάη καθόταν κοντά στο παράθυρο, καπνίζοντας με το μισό σώμα προς τα έξω, η Μίνα βρισκόταν κουλουριασμένη σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Μάνα και κόρη στις δικές τους σκέψεις, και όμως καμία δεν κοιτούσε την Ευανθία. Και τι να κοιτάξει; Μόνο το φάντασμά της ήταν εκεί, να κρατιέται με μία μηχανή που έκανε μόνο μπιπ, μπιπ, μπιπ. Προς έκπληξή της, η τέταρτη γενιά της οικογένειας ήταν εκεί. Όχι, η Νίνα θα ερχόταν σε λίγο, μερικά λεπτά πριν τις εφτά. Αντίθετα, ο αδελφός της ήταν εκεί δίπλα από το κολοβό φίδι που είχε για γυναίκα.
Η Αμαλία κοιτούσε το κινητό της με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δεν πρόσεξε όταν ο Ανδρέας σηκώθηκε από τη θέση του, κλωτσώντας στην πορεία την πολυτελή τσάντα της. Αν στριφογυρνούσε η Ήβη τα μάτια της άραγε θα έδειχνε το πόσο εκνευρισμένη είναι που η τσού- το φίδι τέλος πάντων είναι εκεί; Ο Ανδρέας σίγουρα δεν το παρατήρησε. Ήρθε κατά πάνω της ανοίγοντας τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Η Ήβη έκανε ένα βήμα πίσω, ναι ένιωθε άνετα με τον αδελφό της, αλλά βρισκόταν στο νοσοκομείο αρκετή ώρα για να προσεγγίσει πάνω του όλες τις αρρώστιες που κυκλοφορούσαν.
Φαινόταν κουρασμένος. Ενίοτε σένιος και ξυρισμένος, τώρα τα μάτια του ήταν κόκκινα και έπεφταν βαριά. Το μπλε τους θολό και η θάλασσα φουρτουνιασμένη απόψε. Προσπάθησε να βγάλει το πιο γλυκό χαμόγελο που μπορούσε. Και αυτό την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. «Ηβάκι.»
Το Ηβάκι σταύρωσε τα χέρια της γύρω από τον κορμό της κοιτώντας τις νοσοκόμες να ελέγχουν ξανά και ξανά τα ζωτικά σημείο της Ευανθίας. «Λοιπόν, το έχασα;»
Ο Ανδρέας την έσπρωξε απαλά προς τα έξω. Η Ήβη ακολούθησε τη κίνηση με χέρια σταυρωμένα και μια σκέψη να απειλεί την όποια ηρεμία της. Πως η Ευανθία είχε φύγει, επιτέλους, πριν ηρεμήσει η ψυχή της. Πως την έχασε και δεν θα άνοιγε ποτέ ξανά εκείνα τα όμορφα μάτια. Μια γλυκιά κίνηση αυτή του αδελφού της, να τη κοιτάξει σκυμμένος από πάνω της, προστατεύοντάς την από το κόσμο και το κακό γύρω της, όπως έκανε και παλιά. Μόνο που τώρα η Ήβη ήταν όρθια, τον κοιτούσε με ανεξήγητο θυμό και ο αδελφός της δεν θα μπορούσε να πει ή να κάνει τίποτα για να την ηρεμήσει.
«Όλα είναι καλά.» της ψιθύρισε. Και τότε γιατί ένιωθε η ίδια ενοχές. «Απλώς βρίσκεται σε τεχνητό κώμα.»
Είχε διαβάσει βιολογία για να περάσει στις Πανελλήνιες, συνέχισε να παρακολουθεί ανούσια συνέδρια και να διαβάζει επιστημονικά άρθρα πάνω στο βιολογικό υπόβαθρο της ζωής γιατί αυτό ήταν που πάντα την ενδιέφερε, και όμως παρά τις γνώσεις της, τώρα ένιωθε πιο ηλίθια από ποτέ. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»
Ο Ανδρέας φαινόταν περισσότερο ήρεμος από όσο ένιωθε η Ήβη. Δεν το καταλάβαινε ποτέ αυτό, πώς μπορεί σε μία τόσο σημαντική στιγμή, ο αδελφός της να μη βρίσκεται σε ένα απόλυτο χάος όπως εκείνη. Τι έκανε λάθος η ίδια; Μιλούσε πολύ; Έβγαζε περισσότερο συναίσθημα από όσο ήταν κοινωνικά αποδεκτό; Γιατί ένιωθε αυτά που ένιωθε και δεν μπορούσε να τα ονομάσει;
«Ηβάκι, χαλάρωσε.» ο αδελφός της πήρε ένα από τα τρεμάμενα χέρια της στα δικά του. Το Ηβάκι κοίταξε κάτω, αν και κρυμμένο, μπορούσε να δει το χέρι της να τρέμει μέσα στην μεγάλη χούφτα του αδελφού της. Τα μπλε μάτια του να τη καίνε, οι επόμενες λέξεις του να την αρρωσταίνουν. «Είναι για το καλό της. Θα ξυπνήσει και θα είναι πάλι περδίκι όπως θέλουμε. Η Ευανθία θα ζήσει.»
«Μα ήρθε η ώρα της να φύγει Ανδρέα. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνατε.»
«Γιατί έπρεπε Ηβάκι. Η Ευανθία ήταν σε άσχημη κατάσταση.» η φωνή του λύγισε στο τέλος. Η Ήβη είδε τα μάτια του να κλείνουν και αναρωτήθηκε αν ήταν από πόνο. Όταν εν τέλη τα άνοιξε, η κούραση δεν ήταν σωματική κατάλαβε. Κάτι στης ψυχής προβλήματα που η ίδια δεν ήξερε την ερμηνεία τους. Κάτι που δεν καταλάβαινε, χωρίς όρους και παραδείγματα. «Κάπου είχα διαβάσει πως αν το κάνεις στον ασθενή, μπορεί όταν ξυπνήσει να είναι πολύ καλύτερα. Και το κάναμε. Τώρα έγινε, η Ευανθία θα είναι και πάλι καλά.»
«Η Ευανθία μας μισεί.» του απάντησε, δάκρυα στα μάτια. Να' το πάλι, αυτό το συναίσθημα που δεν την άφηνε ήσυχη τις τελευταίες εβδομάδες. Σκάλιζε τη ψυχή της και έτρωγε την ενέργεια για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό.
«Πρότεινες κάτι τέτοιο στον γιατρό;» τον ρώτησε έκπληκτη. Το τείχος προστασίας της είχε πέσει με ένα σπρώξιμο στο στήθος του και ο Ανδρέας απομακρύνθηκε. «Πας καλά;»
Ο αδελφός της, φανερά εκνευρισμένος έσκυψε πάλι κοντά της, μερικά κεφάλια να γυρίζουν στο μέρος τους. «Δεν θες η Ευανθία να γίνει καλά;»
«Η Ευανθία μας μισεί.» του ομολόγησε. Κάτι στη φωνή της ακούστηκε ψυχρό, μια νότα χαμηλή και σκληρή, έτοιμη να σπάσει. «Η Ευανθία μας μισεί από τη στιγμή που τη βάλαμε εδώ μέσα και εσείς κάνετε σαν να είναι το τίποτα.»
«Σταμάτα Ήβη, δεν ξέρεις τι λες!» της φώναξε. Ο Ανδρέας περπάτησε μακριά της σκουπίζοντας το πρόσωπό του από τον ιδρώτα του καλοκαιριού. «Η Ευανθία αγαπάει τη ζωή και θέλει να ζήσει. Και εμείς θέλουμε να ζήσει. Τέλος της συζήτησης, είτε θα μπεις εκεί μέσα και θα το αποδεχτείς, είτε θα φύγεις.»
Δεν είχε ξαναδεί έτσι τον αδελφό της. Ο αγαπημένος της στρατιώτης, σήκωνε το ξίφος απέναντι στο σκοτάδι. Της έδινε μαξιλάρι και χώρο στο κρεβάτι όσο εκείνος πολεμούσε δράκους και τέρατα στο πάτωμα για το Ηβάκι. Τώρα ήταν αλλιώς, στρατιώτης μεν, δειλός δε. Για ποιο λόγο πάλευε, δεν ήξερε. Και η Ήβη φοβόταν, φοβόταν πολύ. Γιατί είχε αλλάξει και ο άνδρας που αγαπούσε τώρα ήταν ένας άλλος.
Η Αμαλία θα έφταιγε. Για όλα φταίει η οχιά.
«Η Ευανθία είναι εκατό τέσσερα χρονών.» του είπε. «Είναι έτοιμη να πεθάνει. Όταν το αποδεχτείτε εσείς αυτό, θα είναι πολύ αργά.»
«Φύγε.»
Η Ήβη κοίταξε το ρολόι της χωρίς να προσέχει τον εκνευρισμό στο βλέμμα του Ανδρέα. Η ώρα πλησίαζε. Μια ανάσα και ήταν έτοιμη. «Όντως, φεύγω.»
Ο Ανδρέας γέλασε κουνώντας το κεφάλι του. «Απαθής μέχρι και το πιο μικρό σου κοκαλάκι. Πώς να καταλάβεις τι θέλει και τι νιώθει κάποιος σαν την Ευανθία;»
Δεν κατάλαβε πότε το έκανε ή γιατί. Το χέρι της κινήθηκε με το δικό της ρυθμό, σταμάτησε να τρέμει, τα δάχτυλα ευθυγραμμίστηκαν και το χέρι σηκώθηκε ψηλά. Έτσι γενναίο ως ήταν μπροστά στο τέρας που τώρα έβλεπε, ήρθε και έπεσε με δύναμη πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα του. Ο ήχος σταμάτησε τα πάντα, τις νοσοκόμες να περπατάνε, τους ανθρώπους να μιλάνε, τον αέρα να περνάει. Ο αδελφός της παραπάτησε στο πλάι, μα η Ήβη δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει ψηλά αυτό το στρατιώτη.
«Όταν γίνεις πάλι ο αδελφός μου και όχι το σκυλάκι της τσούλας σου, μόνο τότε έλα να με βρεις.»
Λέξεις που ίσως να μετανιώσει στη συνέχεια, αλλά την έκαναν να πάρει τα πόδια της και να φύγει από εκεί πριν τρέξουν τα δάκρυα. Ο αδελφός της τη κοιτούσε όσο προχωρούσε μακριά τρίβοντας το σημείο στο οποίο τον χτύπησε.
Το χέρι της άρχισε πάλι να τρέμει.
Τα δάκρυά της όμως δεν έπεφταν.
Ήταν στο σπίτι της Ευανθίας, η Νίνα σε φίλους, ο Ανδρέας σε δικούς του και εκείνη μόνη της με την προγιαγιά της. Πάντα μόνη με την πρόγκαγα της. Η Ήβη δεν είχε φίλους. Η Ήβη δεν είχε τίποτα. Βαρετή η ζωή της, αλλά μόλις την έστελναν οι γονείς της στην Ευανθία όλα άλλαξαν.
Σήμερα κοιτούσε το πάτωμα έντονα, νιώθοντας πως ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον πράγμα στο κόσμο, ακόμη και αν είχε κάτσει να μετρήσει όλα τα πλακάκια και τις γραμμούλες που είχε το καθένα ξεχωριστά πάνω από πέντε φορές. Η Ευανθία μαγείρευε στη κουζίνα της όπως πάντα, αφήνοντας την Ήβη μόνη να ψάχνει τρόπο να περάσει την ώρα. Τι θα μπορούσε να σκεφτεί άραγε; Ίσως το νέο παραμύθι που τους διάβασε η κυρία στο νηπιαγωγείο; Όχι, βαρετό. Ίσως για το τι παιχνίδι έπαιξαν εκείνη τη μέρα; Όχι, βαρετό. Ίσως για το πώς θα μπορούσε να είχε διαβάσει τους αριθμούς αλλά όλο κάποιος την ενοχλούσε ή δεν της έδινε χρόνο; Όχι, η μαμά της έλεγε πως αυτά ήταν για μεγαλύτερα παιδιά. Ίσως μπορούσε να κρυφτεί πάλι στο μπάνιο, να μείνει τελείως μόνη, άλλωστε για αυτό δεν μαγειρεύει εκεί πέρα και η Ευανθία και δεν της μιλάει; Για να μείνει μόνη; Μήπως έκανε κάτι και την πείραξε; Και πού ήταν η μαμά; Γιατί ήρθε πάλι εδώ; Ο μπαμπάς; Ήθελε τον μπαμπά της, αυτό ήταν. Από χθες το βράδυ είχε να τον δει και τώρα τον αναζητούσε με λατρεία.
Πού ήταν όλοι;
Η Ήβη σηκώθηκε από τον καναπέ και περπάτησε σιγανά τα τρία βήματα που την έβρισκαν σε απόσταση από το τραπεζάκι. Έπεσε στα γόνατα της και έσκυψε μπροστά. Το σεμεδάκι της Ευανθίας έκρυβε αυτό που έψαχνε, ένα σεμεδάκι που είχε δεκατέσσερα τετράγωνα και μέσα σε κάθε τετράγωνο υπήρχαν δεκατέσσερις τρυπούλες σε σχήμα ρόμβου, ρόμβος ρόμβος! Το έκανε η Ευανθία με τα ίδια της τα χέρια, τουλάχιστον έτσι λέει η ίδια, όμως η μαμά της ψιθυρίζει πως είναι κρυφό δώρο από την πεθερά της και δεν το δέχεται. Το σεμεδάκι βρίσκεται στο τραπέζι κάθε μέρα από τις 25 Μαρτίου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά και διαγώνια. Η Ήβη είναι εκεί όταν η Ευανθία το βγάζει από το συρτάρι της τραπεζαρίας, εκεί όταν το σιδερώνει και το απλώνει με χάρη στο μικρό τραπέζι μπροστά από τον καναπέ, εκεί όταν το σηκώνει και σχεδόν δακρύζει, το σιδερώνει άλλη μια και το βάζει πίσω στο συρτάρι, κλειδωμένο μέχρι την επόμενη 25η Μαρτίου. Και όλα αυτά για ένα σεμεδάκι.
Η Ήβη σήκωσε τη μία γωνία με το μικρό της χέρι και με χαρά διαπίστωσε πως βρήκε αυτό που έψαχνε. Το βιβλίο ήταν βαρύ όπως φαινόταν, όμως είχε φτάσει σε μια ηλικία που μπορούσε να το σύρει στο πάτωμα και να το σηκώσει στον καναπέ. Ύστερα χοροπήδησε ψηλά, μαζί με όλα τα αιωρούμενα μικροσκοπικά πλάσματα που φέρουν ιούς και αρρώστιες, και έκατσε στο κόκκινο μαξιλάρι του καναπέ, τοποθετώντας το βιβλίο στα γυμνά της πόδια. Απέξω ήταν μπεζ, ίδιο χρώμα με το σεμεδάκι, και είχε τέσσερα τετράγωνα. Το κάθε τετράγωνο είχε σκούρο μπλε χρώμα και τα είχε ζωγραφίσει ο προπάππους Άρης. Έπιαναν τα χέρια του, όπως λέει και η Ευανθία. Το κάθε τετράγωνο είχε και μια μικρή ζωγραφιά, κάτι ασημένιες τελίτσες που ενώνονταν με μια χρυσή γραμμή. Η Ήβη κάποτε δεν καταλάβαινε τι ήταν. Μετά η Ευανθία της εξήγησε. Και από τότε, ερωτεύτηκε αυτό το βιβλίο.
Δεν ήταν κάτι σπουδαίο που θα μπορούσε να της τραβήξει το ενδιαφέρον με τα ζωντανά χρώματα του ή με πράγματα που είχαν κίνηση. Ήταν κάτι απλό. Ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Είχε μέσα ασπρόμαυρες και καφέ και σχεδόν χρωματιστές φωτογραφίες του Άρη, της Ευανθίας, της Δανάης και της μαμάς. Κάτι τόσο απλό, που όμως ένιωθε πως ήταν το μόνο πραγματικά ενδιαφέρον πράγμα σε όλο το σπίτι, παρά τον χρυσό παπαγάλο που τη κοιτούσε μέσα από τη κορνίζα στον απέναντι τοίχο. Η Ήβη το είχε ανοίξει να το ξεφυλλίσει τόσες φορές που ο Ανδρέας τη ρωτούσε πού είναι αυτή η φωτογραφία και του απαντούσε με τον νοητό αριθμό που είχε βάλει σε κάθε σελίδα η Ήβη και το σημείο που θα την έβρισκε. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με ένα ζευγάρι. Δεξιά η Ευανθία, με τα καστανά μαλλιά της και τα μεγάλα μάτια, η μαμά έλεγε πως η τσαχπινιά ήταν πάντα στο βλέμμα της. Και αριστερά, ίσως ο άνθρωπος που αγαπούσε περισσότερο και ας μη τον είχε γνωρίσει ποτέ.
Μπροστά της είχε ένα ζευγάρι γαλανά μάτια που τη κοιτούσαν μέσα από το ασπρόμαυρο φίλτρο της φωτογραφίας. Το γαλανό φαινόταν σχεδόν άσπρο μέσα στα γελαστά μάτια του προπάππου Άρη. Γελαστά, όπως εκείνος, πάντα γελαστός. Τα ξανθά μαλλιά του στην ηλικία που τραβήχτηκε η φωτογραφία ήταν λευκά και η Ήβη φοβόταν πως το βράδυ φωσφόριζαν στο σκοτάδι αλλά δεν το έβλεπε κανείς. Ο προπάππους Άρης ήταν όμορφος, πολύ όμορφος και η μικρή χαμογελούσε κάθε φορά που έβλεπε τη φωτογραφία του. Η Δανάη της έλεγε πως ήταν «Κελεπούρι» και πώς η Ευανθία «Έκανε μάγια και ξόρκια για να τον πιάσει τέτοιο γκόμενο». Η Ήβη δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά αλλά υπέθετε πως ήταν διάσημος στην εποχή του.
Μερικές σελίδες πιο μετά, συγκεκριμένα στη σελίδα οχτώ, υπήρχαν τέσσερις φωτογραφίες. Στην πρώτη ήταν η Ευανθία με τον Άρη, φορώντας λευκά σαν μικροί άγγελοι, χαμογελώντας μπροστά στη κάμερα. Η φωτογραφία τραβήχτηκε όταν εκείνη ήταν στο «Νησί», σε κάποιο απόμερο μέρος της Λήμνου, λίγες ώρες πριν την δύση του ηλίου και μερικά λεπτά αφότου παντρεύτηκαν. Η ιστορία τους έχει χαραχτεί στη μνήμη της Ήβης, από την πρώτη τους γνωριμία όσο η Ευανθία καταβρόχθιζε συκωτάκια το Πάσχα, μέχρι το πώς δύο μήνες αργότερα ο Άρης έπεσε από τη μηλιά προσπαθώντας να την πείσει να ξενιτευτεί μαζί του. Τελικά την έπεισε.
Από δίπλα και από κάτω δύο λίγο μεγαλύτερες φωτογραφίες. Ο Άρης με τον μπαμπά της Ευανθίας, η Ευανθία με τη μαμά του Άρη, και ένα μωράκι στην αγκαλιά του ζευγαριού. Το μωράκι να κοιτάει τον φακό όπως η Ήβη το βιβλίο τώρα, με ανοιχτά τα χείλη και γουρλωμένα τα μάτια, μόνο που εκεί, η Δανάη ήταν η πρώτη στην οικογένεια που φόρεσε το γαλάζιο ύφασμα στο βλέμμα της. Ήταν η βάφτιση της γιαγιάς της, Δανάης, που με τούτα και με εκείνα, πραγματοποιήθηκε στα γρήγορα από έναν μεθυσμένο ιερέα. Από κάτω, η επόμενη φωτογραφία έδειχνε πάλι τη Δανάη, αυτή τη φορά όχι μεγαλύτερη από τη εξάχρονη ξανθιά κουκλίτσα του βιβλίου, με ένα κουτάβι στα χέρια της. Το κουτάβι πέθανε λίγες ώρες αργότερα, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεται αν και αγνοείται η τύχη του μιας και αποφάσισε να τρέξει μακριά.
Το χέρι της Ήβης στάθηκε πάνω στη τελευταία εικόνα. Ένα κοριτσάκι χαμογελαστό από τη γέννηση του, ένα κοριτσάκι που ο Άρης ήθελε και προσευχόταν να ήταν αγοράκι, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε με μια μητέρα και πολλή, πολλή, πολλή αγάπη. Μπορεί να μην ήταν το αγοράκι που ήθελε ο Άρης, αλλά από τη στιγμή που οι μπλε ματιές τους έπεσαν η μία πάνω στην άλλη, ερωτεύτηκαν τη χαρά που είχαν μαζί. Παππούς και εγγονή, η Μίνα -κοντό από το Ασημίνα της μαμάς του Άρη- μεγάλωσε στα χέρια του τρέχοντας από εδώ και από εκεί στο εργαστήριο Φυσικής που είχε στο διπλανό σχολείο. Στη φωτογραφία, η μικρή Μίνα κρατούσε ένα πλαστικό παιχνίδι, φτιαγμένο μόνο για τα δικά της μάτια. Η Ήβη δεν ήξερε πού ήταν ή αν ακόμα υπήρχε, αλλά ήξερε πως το ήθελε, μια μέρα θα το αποκτούσε. Ήταν ένα μικρό τηλεσκόπιο που-
«Με αυτό έβλεπαν οι δύο τους τ'άστρα, ταξίδευαν μακριά.»
Η φωνή της Ευανθίας συνέχισε τη σκέψη της, προγραμματισμένη μέχρι και στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Η Ήβη χαμογέλασε και η Ευανθία σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα πριν κάτσει δίπλα της. Η μυρωδιά από κοκκινιστό με πατάτες τηγανητές κάποιες φορές ήταν αρκετά έντονη για την ευαίσθητη μυτούλα της, αλλά είχε συνηθίσει. Ήταν μαγική, όπως έλεγε η μαμά, η σχέση των φαγητών και των άστρων που τη μεγάλωσαν. Την μέρα η Μίνα ανακάτευε σούπες μαζί με την Ευανθία, το βράδυ παρατηρούσε τη βροχή μετεωριτών μαζί με τον Άρη, και λίγο αργότερα την έπαιρνε η Δανάη και της έλεγε να μη βρει ποτέ γκόμενο γιατί «Οι άνδρες είναι γουρούνια». Μιλούσε για τον πατέρα της Μίνας την περισσότερη ώρα.
«Πάλι αυτό βλέπεις βρε κούκλα μου;» ρώτησε η Ευανθία με έναν αναστεναγμό. «Τόσα παιχνίδια, τόσες κουκλίτσες και εσύ ή στα βιβλία ή σε αυτό. Καταραμένο είσαι;»
Η Ήβη γύρισε σελίδα. Μια φωτογραφία με τον Άρη να κοιτάει τη μαμά να ζωγραφίζει αστέρια. «Η μαμά λέει πως είμαι συγκεντρωμένη στο στόχο μου.»
«Μη πω σε τι είσαι συγκεντρωμένη αλλά μπορεί να κλάψεις αν σε βγάλω εκτός προγράμματος.» το χέρι της προγιαγιάς της χάιδεψε μια φωτογραφία στη σελίδα έντεκα. Το δαχτυλίδι της χρυσό να λάμπει στον ήλιο. «Όμορφες μέρες.»
«Πες μου πάλι,» το κεφάλι της γύρισε προς την Ευανθία. «για τον Άρη.»
«Έχω το κρέας στη φωτιά βρε κούκλα μου.»
«Σε παρακαλώ.» το χεράκι της έγινε μπουνίτσα και το έφερε κάτω από το πιγούνι της, στηρίζοντας το κεφαλάκι της εκεί, πάνω από το άλμπουμ φωτογραφιών. «Σε παρακαλώ πολύ πολύ πολύ.»
Η Ευανθία τη κοιτούσε με κάτι που η Ήβη δεν ήξερε πώς να περιγράψει. Η μαμά της τη κοιτούσε έτσι συχνά, ο μπαμπάς της επίσης και μετά όλοι έπεφταν πάνω της με αγκαλιές και φιλιά που την έκαναν να νιώθει περίεργα στο στομάχι και δίπλα στη καρδούλα. Δεν της άρεσε, αυτό ήταν σίγουρο. Περίμενε την αγκαλιά από την Ευανθία αλλά μόνο ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο που άφησε σάλια και άλλα πράγματα πάνω της. Η Ήβη τα σκούπισε διακριτικά.
«Θα σε φάω έτσι όπως είσαι.» μουρμούρισε η Ευανθία. «Εντάξει λοιπόν. Δεν θα πω όμως τα πάντα, τα ξέρεις πλέον καλύτερα και από εμένα.» η προγιαγιά της κάθισε καλύτερα δίπλα της σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά που φορούσε. «Ο προπάππους σου Άρης ξέρεις ήταν τρελό αγοράκι μικρός. Την είχε και μια μεγάλη, μου την έδειχνε στα χωράφια του στον Ελαιώνα. Πρέπει να πάμε και εκεί μια μέρα, κληρονομιά είναι.»
«Τι είχε μεγάλο;»
«Αυτό με το οποίο σκέφτονται οι άνδρες.» της απάντησε η Ευανθία. «Μη με διακόπτεις. Και που λες, μικρή και αθώα ως ήμουνα, είπα ναι στο πίτσι πίτσι. Θυμάμαι ήταν Ανάσταση, μα καλά η μάνα μου είχε κάνει τα καλύτερα συκωτάκια και μετά από κάνα δυο ώρες με πήγε στο χωράφι. Φυσικά και έπεσε στα γόνατα για μένα, με ήθελε καιρό, μην ακούς τι λέει η γιαγιά σου, εγώ δεν έκανα θυσίες ανθρώπων για να τον πιάσω. Ήμουν κελεπούρι εγώ, με τα πιασίματα μου, με την τσαχπινιά μου, είχα ένα ουμφ, καταλαβαίνεις;»
Η Ήβη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Όσες φορές και αν ακούσει την ιστορία πάντα κάτι έχανε. «Όχι.»
«Καλύτερα, να μείνει και κάποιος αγνός σε αυτό το σπίτι.» η Ευανθία χάιδεψε τα μαλλιά της συνεχίζοντας την ιστορία. «Τέλος πάντων. Μετά θυμάμαι τον μπαμπά μου να φωνάζει "Κατέβα απ'τη μηλιά θα σε τουφεκίσω!" και τον Άρη να πέφτει κάτω μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Εγώ να τρέχω, να τον σηκώνω και μαζί να φεύγουμε. Με πήγε με το αμάξι ενός φίλου -το έκλεψε- μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Έλεγε έχει ωραία ζαχαροπλαστεία εκεί. Και λίγο αργότερα μπήκαμε κρυφά στο καραβάκι για Λήμνο. Και τι ωραίες διακοπές ε; Του έδωσε και κατάλαβε.»
«Ποιανού;»
«Του μυαλού της γυναίκας.»
«Μάλιστα.»
«Ε μετά γυρίσαμε πίσω.» συνέχισε. Η προγιαγιά της αναστέναξε. «Ήρθε η Δανάη και λίγο αργότερα ο προπάππους σου τελείωσε το Φυσικό στη Θεσσαλονίκη. Όταν έλειπε πονούσα πολύ. Ευτυχώς δεν θα φύγετε εσείς ποτέ από εδώ για να πάτε να μείνετε στη Θεσσαλονίκη μόνιμα, έτσι ε; Έτσι, στο λέω εγώ, σιγά μη σας αφήσω. Η Δανάη μετά γνώρισε ένα αγοράκι, τσουπ το κουτσούβελο. Ο Άρης μόνο φόνο δεν διέπραξε όταν το έμαθε. Η Δανάη τον έδιωξε τον άλλον, χρυσό παλικάρι δεν λέω, αλλά πολύ μεγάλος ακανές.»
«Ο παππούς μου;» ρώτησε η Ήβη. Δεν είχε δει ποτέ φωτογραφία του. Η γιαγιά Δανάη δεν είχε καμία, και η μαμά μόνο κρατούσε σε ένα συρτάρι κάποιες από όταν ήταν πολύ μικρή. Από μια ηλικία και μετά ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.
«Ε καλά, για τα τυπικά μόνο. Δότης σπέρματος για τις ανάγκες της κόρης μου ήταν, αλλά τέλος πάντων. Όταν μάθαμε πως θα είναι κοριτσάκι, ο Άρης μου λιποθύμησε. Αχ πόσο ήθελε ένα αγοράκι, να έχει να το χαίρεται. Τρεις γυναίκες θα είχε στη δούλεψή του. Ήθελε λέει και ένα αγοράκι να παίζουν μαζί. Η μαμά σου γεννήθηκε ξημερώματα μέσα στο καλοκαίρι. Η Δανάη έβριζε κάθε λογής πλάσμα, ακόμα και το μωρό και έκλαιγε από ευτυχία. Ο Άρης είδε το μωρό και όλα άλλαξαν μέσα του. Σαν να το ερωτεύτηκε. Από την πρώτη μέρα έγιναν αχώριστοι. Από την πρώτη τους μέρα μαζί, μέχρι τη τελευταία.»
Η Ήβη κατάλαβε πως τελείωσε η ιστορία. Πάντα στο ίδιο σημείο, τη μέρα που ο προπάππους Άρης έφυγε από τη ζωή. Έκλεισε το άλμπουμ φωτογραφιών και κοίταξε τους τέσσερις αστερισμούς στο εξώφυλλο. Έναν για τον προπάππου Άρη, έναν για την προγιαγιά Ευανθία, έναν για τη γιαγιά Δανάη και τον τελευταίο για τη μαμά, Μίνα. Αλλά η ιστορία δεν έπρεπε να τελειώνει εκεί. Αν τελείωνε, τότε πώς υπήρχε η Ήβη;
«Γιατί δεν έχει τον δικό μου αστερισμό εδώ;»
Η Ευανθία πήρε το άλμπουμ από τα χέρια της μικρής. «Σαν πολλές ερωτήσεις δεν κάνεις; Αχ θα μου καούν οι πατάτες!»
Η Ήβη είδε τη γυναίκα να σηκώνεται και με τα μικρά της πόδια να τρέχει πάνω από τη κατσαρόλα. Η μικρή πήδηξε από τον καναπέ και την ακολούθησε στη κουζίνα. Οι πατάτες έβγαιναν η μία πάνω στην άλλη και το κρέας άχνιζε μέσα στον φούρνο. Μέσα από το τζαμάκι η Ήβη δεν μπορούσε να δει τίποτα, αλλά φανταζόταν ζουμιά και μυρωδικά να γίνονται ένα, να δημιουργούν κάτι μαγικό, όπως τα αστέρια έλεγε η μαμά της. Η Ευανθία με προσοχή έβαλε τη τελευταία μερίδα πατάτες στο καυτό λάδι, σκούπισε ξανά τα χέρια της και άνοιξε τον φούρνο. Η πρώτη και η τελευταία γενιά της οικογένειας ήταν σκυμμένες μέσα σε έναν μικρό φούρνο, η Ευανθία να ελέγχει αν το κρέας είναι έτοιμο, η Ήβη να βλέπει τη μαγεία να απλώνεται μπροστά της και το μυαλό της να μεταφράζει τις φούσκες στο ζουμί σε άστρα. Οι δύο τους πήραν μια βαθιά ανάσα ταυτόχρονα, κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν και η Ευανθία έκλεισε τον φούρνο.
«Γιαγιά-»
«-προ-»
«-δεν απάντησες στην ερώτησή μου.»
Η Ευανθία τη κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που κοιτούσε τον Ανδρέα πριν σηκώσει τον πλάστη να τον χτυπήσει. «Εσύ και οι ερωτήσεις σου. Πες την πάλι.»
Η Ήβη τράβηξε απαλά μια καρέκλα από τη κουζίνα και έκατσε πάνω της. «Εμείς γιατί δεν έχουμε τους αστερισμούς μας στο βιβλίο;»
«Ρώτα τη μάνα σου, δικό της είναι πλέον.» της απάντησε η Ευανθία.
Η γυναίκα ήρθε κοντά της και η Ήβη τη κοίταξε στο πλάι. «Ναι αλλά δεν έχει φωτογραφίες με τον μπαμπά.»
«Σίγουρα θα έχει η μαμά σου φωτογραφίες με τον μπαμπά.»
«Έχει μία. Είναι μόνος του.» η φωνή της ένα απαλό μουρμουρητό. «Δεν έχει με εμάς ή με τη μαμά.»
Η Ήβη ένιωσε το χέρι της Ευανθίας να χαϊδεύει το μικρό της χέρι. Η προγιαγιά της γονάτισε δίπλα στο σκυμμένο κοριτσάκι. Είδε φωτογραφίες από γάμους και χαρές της υπόλοιπης οικογένειας, οι γονείς της δεν είχαν κλεφτεί ή κάτι τέτοιο, οπότε δεν θα έπρεπε να είχε κάποια φωτογραφία; Η Ήβη έψαχνε μήνες για να βάλει στο άλμπουμ αλλά δεν έβρισκε τίποτα, εκτός από ένα απαγορευμένο μέρος. Το συρτάρι της μαμάς.
«Ξέρεις ο Άρης ήταν σαν και εσένα.»
Η Ήβη γύρισε να τη κοιτάξει. «Τι εννοείς;»
«Είχε...είχε κάτι που τον ξεχώριζε. Και δεν ήταν ούτε τα μεγάλα του προσόντα ούτε η γοητεία του. Έχετε τα ίδια μάτια. Το ίδιο γαλάζιο.» η Ευανθία την κοίταξε στα μάτια. «Το ίδιο μυαλό.»
Ρούφηξε τη μύτη της και γύρισε το σώμα της προς την προγιαγιά της. Να και μια ιστορία που δεν ήξερε. Δεν ήταν στο πρόγραμμα.
«Για ώρες κλεινόταν στο εργαστήριό του μελετώντας κάτι που οι άλλοι δεν καταλαβαίναμε. Μόνο η μάνα σου καταλάβαινε. Ο προπάππους σου μιλούσε σε μια ξένη γλώσσα, έλεγε πράγματα που δεν έβγαζαν λογική για τη δική μου απλή κούτρα. Σκεφτόταν αλλιώς, σκεφτόταν πολύ, σκεφτόταν διαφορετικά.» της είπε. «Και κάποιες φορές ένιωθε μόνος και ξένος. Μόλις είδε τη μάνα σου ήταν σαν να απέκτησε έναν νέο καλύτερο φίλο. Κάποιον που να καταλαβαίνει, ή τουλάχιστον έκανε προσπάθεια να καταλάβει. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο προπάππους σου και ας μην έκανε σπουδαία πράγματα. Είχε χίλια δυο προβλήματα και ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε σαν να είχε την δύναμη αγάπης όλου του κόσμου. Και εσύ είσαι έτσι μικρό μου Ηβάκι. Ηλιόφωτη, όπως σε λέει ο μπαμπάς σου.»
Οι πατάτες άρχισαν να ακούγονται μέσα στο λάδι.
«Έχεις ίδιο αστερισμό με τον μπαμπά σου. Και τον προπάππου σου. Είστε ήδη μέσα στο βιβλίο.»
Ο διάδρομος αναμονής ήταν άδειος πέρα από την Νίνα και την ίδια. Η ώρα ήταν μόλις πέντε λεπτά μετά τις έξι, αλλά η Ήβη ένιωθε λες και είχε περάσει μια αιωνιότητα. Της είπε για το τι είχε γίνει με τον Ανδρέα και τι έγινε με την Ευανθία και η Νίνα απάντησε μόνο με ένα «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, κανένα τεχνητό κώμα και μαλακίες δεν θα το αποτρέψει αυτό. Άλλα μυαλά όλοι αυτοί, πεινάω.» και μετά έπιασε το βιβλίο της περιμένοντας τον γιατρό να τους φωνάξει. Η Ήβη δεν ήταν εντάξει στην ιδέα «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». Της θύμιζε πράγματα και σκέψεις που φοβόταν να αντιμετωπίσει. Το σημειωματάριο στη τσάντα της τη φώναζε για να το ανοίξει, για να του πει κάτι, αλλά εκείνη δείλιαζε. Κάτι θα άλλαζε σήμερα, κάτι θα ήταν διαφορετικό.
Μια νοσοκόμα τους πλησίασε και κοίταξε τη Νίνα. «Ο γιατρός μπορεί να σας δεχτεί τώρα.»
Η Ήβη κρέμασε τη τσάντα της στον ώμο και σηκώθηκε από τη καρέκλα. Ταίριαξε τη φούστα της στα σημεία που ήταν τσαλακωμένη και περίμενε τη Νίνα να κάνει την πρώτη κίνηση. Η αδελφή της μόνο έκλεισε το βιβλίο και κοιτούσε το δωμάτιο που την περίμενε. «Τι έγινε;»
Η Νίνα άγγιξε απαλά το χέρι της στο στομάχι της. «Νομίζεις πως είναι η σωστή απόφαση;»
Η Ήβη ξεροκατάπιε. Πλησίασε ξανά και πήρε πίσω τη θέση της, δίπλα στην αδελφή της. Υπήρχε η επιλογή, σκέφτηκε. Αλλά πώς θα μπορούσε η αδελφή της να επιλέξει. «Δεν ξέρω Νίνα.»
«Δεν είναι μόνο δικό μου καταλαβαίνεις;» της ψιθύρισε της σκέψεις της. Η Νίνα έβαλε το βιβλίο στη τσάντα της και γύρισε κοντά στην Ήβη. Τη κοιτούσε αγχωμένα, αγχωνόταν και η Ήβη με τη σειρά της. «Φοβάμαι τι θα γίνει αν...αν...»
«Αν;»
«Αν το μάθει ο πατέρας. Και ο Ιάσονας.»
Η Ήβη έπιασε το χέρι της αδελφής της. Η Νίνα είχε άλλες σκέψεις από την ίδια, και η Ήβη δεν μπορούσε να της εξηγήσει τις δικές της, μήπως και την πιέσει. Της υποσχέθηκε όμως πως θα είναι εκεί. Ό,τι χρειαστεί.
«Δεν ξέρω τι μπορώ να σου πω για να σε βοηθήσω.» ξεκίνησε. Έγλειψε τα χείλη της για να πάρει θάρρος. «Πριν λίγα λεπτά χαστούκισα τον αδελφό μου. Η Ευανθία πεθαίνει. Παίρνω πτυχίο σε μερικές μέρες. Η Δανάη σκέφτεται να ζητήσει σε γάμο έναν Ιταλό τριάντα χρόνια μικρότερό της. Η μαμά θα ξεκινήσει το μεταπτυχιακό της τον Σεπτέμβρη. Ο Ανδρέας θέλω να ελπίζω πως θα παρει διαζύγιο από το φίδι που βρήκε και παντρεύτηκε. Και εσύ...εσύ θα πας ταξίδι στο Νησί, θυμάσαι; Φεύγεις με το πρώτο καράβι τον Αύγουστο. Και όλα είναι καλά. Είτε το κάνεις είτε όχι, αυτό το παιδί δεν επηρεάζει κανέναν άλλον πέρα από εσένα. Εσύ είσαι η μόνη που ορίζει το πρόγραμμα. Οι υπόλοιποι κανονίζουμε το δικό μας. Και αν το μάθει ο πατέρας, καλώς. Αν το μάθει ο Ιάσονας, καλώς. Το θέμα είναι αν εσύ το θες. Νίνα, το θες;»
Η αδελφή της σκούπισε ένα δάκρυ που ξεκινούσε την πορεία του από την άκρη του ματιού της. «Όχι.»
«Εντάξει τότε.»
«Ήβη;»
«Ναι;»
Οι δύο αδελφές σηκώθηκαν από τις θέσεις τους. «Πώς το κανόνισες όλο αυτό; Λεφτά, τον γιατρό-»
«Κάνω το πρόγραμμά μου και σε βάζω μέσα..» της είπε μόνο. «Πάμε.»
Η μία δίπλα στην άλλη, οι δύο αδελφές περπάτησαν μέσα στο δωμάτιο. Η νοσοκόμα ετοίμαζε έναν δίσκο και άλλη μία κοιτούσε κάποια χαρτιά. Η Νίνα άρχισε να αλλάζει με τη βοήθεια της Ήβης, κρατούσε τα πράγματά της και τη κοιτούσε για επιβεβαίωση. Η Νίνα της απαντούσε καταφατικά, μετά από λίγο όμως τη κοιτούσε ξανά σε ερώτηση. Δεν ήξερε ποια είχε τις πιο μπερδεμένες σκέψεις αυτή τη στιγμή, η Νίνα ή η Ήβη; Αυτό το δωμάτιο σίγουρα δεν προκαλούσε σε κανέναν ευχάριστα συναισθήματα αλλά η Ήβη μετά φανταζόταν πώς θα ήταν οι αναμνήσεις. Άραγε το ίδιο μελαγχολικές με τους λευκούς τοίχους και τις κενές φωτογραφίες από κυοφορούμενες μητέρες; Ή κάτι, ένα μικρό κομμάτι, θα τη τσιμπούσε για να της αποδείξει πως όλα αυτά ήταν απλά ένας εφιάλτης, δεν έγιναν ποτέ, δύσκολο να περάσουν από τη μνήμη στη λήθη. Η Ήβη δεν μπορούσε να αποφασίσει τελικά ποια επιλογή επικρατούσε. Γιατί δεν ήξερε τι ένιωθε, ήξερε όμως πως κάπου πονούσε. Το ίδιο και η Νίνα.
Η αδελφή της έκατσε στο κρεβάτι και άκουγε τις νοσοκόμες να της εξηγούν τι θα γίνει. Η Ήβη κοίταξε το ρολόι της, η ώρα περνούσε, άρα δεν ήταν εφιάλτης. Ήταν πραγματικότητα. Η Νίνα κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω λες και καταλάβαινε, αλλά η μικρή ήξερε πως το μυαλό της Νίνας ήταν αλλού. Ήταν ένας μηχανισμός που είχε για να ηρεμεί, να σκέφτεται άσχετα πράγματα, να προκαλεί συζητήσεις και φαντασιώσεις στο μυαλό της για να αποφύγει τον κόσμο. Έτσι της είχε πει ένα βράδυ όταν, πάλι σε δωμάτιο νοσοκομείου, η Ήβη βρήκε τη Νίνα κοιτάει το ταβάνι με μισόκλειστα μάτια και να γελάει από μέσα της όσο ο γιατρός έκανε ράμματα και στα δύο πόδια της. Ίσως τότε έφταιγε και κάποιο ηρεμιστικό. Ίσως έφταιγε και το αλκοόλ.
Ο γιατρός μπήκε και η Ήβη πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωσε εντάξει μαζί του. Ο ψηλός, ξανθός Γιάννης τους χαιρέτησε με ένα ευγενικό χαμόγελο, πρώτα την Ήβη, μετά τη Νίνα. «Καλησπέρα σας. Έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»
«Δεσποινίς,» είπε η μια νοσοκόμα στην Ήβη. Κρατούσε μερικά χαρτιά. «Πρέπει να υπογράψετε.»
Η Ήβη πήρε στα χέρια της το στυλό και υπέγραψε στη γραμμή για τον μάρτυρα δίνοντάς τα στη Νίνα. «Είναι δήλωση συναίνεσης. Θα το υπογράψεις εσύ, ο γιατρός και εγώ ως μάρτυρας. Και αυτό ήταν.»
«Αυτό μόνο;» ρώτησε η Νίνα.
«Ναι.» της απάντησε ο γιατρός υπογράφοντας στη γραμμή του. Στη συνέχεια τα έδωσε πίσω στη νοσοκόμα. «Ξάπλωσε πίσω και άνοιξε τα πόδια σου. Είσαι εντάξει;»
«Ναι.» απάντησε η Νίνα. Μετά σήκωσε απότομα το χέρι της. «Μισό! Μπορείτε να μου το πείτε άλλη μία φορά;»
Η νοσοκόμα της έκανε μια ένεση. «Είναι αγωγή. Για να μαλακώσει ο τράχηλος.»
«Ναι, μετά;»
Ο Γιάννης ήρθε κοντά της. «Θα ανοίξω προσεκτικά τον τράχηλο και θα κάνω αναρρόφηση του περιεχομένου της μήτρας. Δεν θα πάρει πολύ. Ούτε που θα το καταλάβεις.»
«Οκ οκ, είμαι έτοιμη.»
Ο Γιάννης φόρεσε τη μάσκα του και ένα ζευγάρι γάντια παίρνοντας θέση μπροστά από τη Νίνα. Η Ήβη είδε την αδελφή της να κλείνει τα μάτια μόλις η νοσοκόμα της χορήγησε την ήπια γενική αναισθησία και το χέρι της να πιάνει το σεντόνι. Δεν πρόλαβε να δώσει μεγαλύτερη σημασία, ο ήχος του κινητού της τη διέκοψε.
«Ήβη, μην απαντήσεις.» της ψιθύρισε η Νίνα.
Η Ήβη είδε μόνο το όνομα στην οθόνη της. Ήταν η μαμά. Θα ήταν για να της πει να πάει να κάνει χάδια στον Ανδρέα. Το έβαλε στο αθόρυβο -κίνηση που αποφεύγει- και γύρισε πίσω στη Νίνα.
Η αδελφή της πήρε μια βαθιά εισπνοή και κοίταξε την Ήβη. «Θα πονέσει;»
«Όχι, σου έβαλαν αναισθησία.»
«Όχι εμένα.» είπε σιγανά η Νίνα. Τη κοίταξε στα μάτια. Η Ήβη κατάλαβε αλλά περίμενε επιβεβαίωση. «Το...το-»
Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. «Όχι. Είναι αρκετά νωρίς για να νιώσει.»
«Εντάξει.»
Ο Γιάννης ένευσε στη Νίνα. «Ξεκινάμε.»
Το κινητό της Νίνας ήταν αυτό που άρχισε να χτυπάει τώρα. Η Ήβη απολογήθηκε απαλά και το έψαξε στη τσάντα της αδελφής της. Αυτός που καλούσε ήταν πάλι η Μίνα. Όχι και εδώ, όχι πάλι. Το έκλεισε πετώντας το πάλι μέσα στη τσάντα. Είχαν να ασχοληθούν με πιο σοβαρά πράγματα από τη σφαλιάρα του Ανδρέα. Η Ήβη επέστρεψε στη θέση της με τη Νίνα να τη κοιτά ανήσυχη. «Η μαμά ήταν. Για τον Ανδρέα θα παίρνει, δεν είναι κάτι. Συγνώμη, ξεκινάμε.»
Νεύοντας θετικά, ο Γιάννης έσκυψε μπροστά και ξεκίνησε. Η μία νοσοκόμα έλεγχε τα ποσοστά αναισθησίας στη Νίνα, η άλλη βοηθούσε το γιατρό. Η Νίνα έκλεισε τα μάτια της ξανά και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι μόλις ο Γιάννης την άγγιξε με το χειρουργικό εργαλείο. Η Ήβη ένιωθε άβολα, ένιωθε ένα τσίμπημα. Ήταν εκείνο το ταρακούνημα της λήθης άραγε; Το υποσυνείδητο να της λέει κάτι; Στις σκέψεις της, κάτι την ενοχλούσε, όπως όταν ξεχνάς κάτι σημαντικό που πρέπει να κάνεις, ή όταν δεν είσαι σίγουρος αν έσβησες τον θερμοσίφωνα και κοιτάς τρεις φορες για να βεβαιωθείς. Ήξερε τι ήταν, δεν πέρασε ποτέ από τη μνήμη στη λήθη, απλώς αρνούταν να την επηρεάσει τώρα. Ήθελε κάτι, κάτι μικρό να την ηρεμήσει.
Το χέρι της Νίνας έσφιγγε το σεντόνι, αλλά ήξερε πως δεν ήταν από σωματικό πόνο. Η Ήβη το χάιδεψε απαλά και πέρασε το χέρι της μέσα από το δικό της κοιτώντας κάτω. Ήξερε πως αν ήταν στη θέση της Νίνας θα ήθελε να είχε κάποιον να της κρατάει το χέρι όταν όλα τελειώσουν. Και ήξερε πως η ίδια θα ήθελε κάποιος να της κρατάει το χέρι όταν όλα πονάνε. Η Νίνα άνοιξε τα μάτια της και τη κοίταξε χαμογελώντας. Κούνησε το κεφάλι της σαν να διάβαζε τις σκέψεις της και η μία επιβεβαίωσε στην άλλη: Ναι, είναι η πραγματικότητα. Αλλά είναι όλα καλά.
Στα δέκα λεπτά που ακολούθησαν το κινητό της Ήβης απέκτησε δεκατρία νέα μηνύματα και τέσσερις κλήσεις. Το ίδιο και στο κινητό της Νίνας. Με το χτύπημα του πέμπτου τηλεφωνήματος, μια ψυχή είχε φύγει μακριά. Είχε κοιμηθεί, είχε ονειρευτεί και έφυγε για να σαλπάρει σε νέα ταξίδια, από τη μνήμη στη λήθη, να περάσει σε νέα λιμάνια.
__________________________
A/N Καλησπέρα! Τι κάνετε και πώς είστε; Ελπίζω αυτό το κεφάλαιο να σας βρίσκει όλους/όλες καλά.
Οι ευχές μου για το νέο έτος είναι μαζί σας, χρυσές και γλυκές, πάντα ευτυχία και μακάρι τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα. Να περνάτε καλά, να χαμογελάτε!
Το έτος τελειώνει και θα ήθελα σε αυτό το σημείο να πω άλλη μια φορά ευχαριστώ. Με κρατάτε στα πόδια μου. Θα τα ξαναπούμε με το νέο έτος, μια νέα δεκαετία μας περιμένει!
DL
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro