2. These Boots are made for walkin' - Nancy Sinatra
2. These Boots are made for walkin' - Nancy Sinatra
Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μην ακολουθήσω. Μην περπατάς πίσω μου, μπορεί να μην οδηγήσω. Περπατά δίπλα μου, απλώς να είσαι φίλος μου.
- Albert Camus
Ο Αχιλλέας κοιτούσε τη σελίδα της στο Instagram με σταυρωμένα χέρια. Τις τελευταίες ημέρες είχε ανεβάσει δύο φωτογραφίες. Φυσικά, να μας τρίψει στα μούτρα την ευτυχία της. Δεν μας έφτανε να μας το φωνάζει από τις ταράτσες.
Κοιτούσε την τελευταία φωτογραφία που ανέβασε. Ήταν εκείνη, με το λαμπερό χαμόγελό της να κοιτάει τη κάμερα ανάμεσα σε τούλια και λουλούδια. Στη λεζάντα έγραφε: «Δουλειές και πάλι δουλειές!». Ναι ε, σου είναι κουραστικό; Τότε γιατί το κάνεις; Γιατί μας τυραννάς αχάριστη γυναίκα;
Προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό του. Δεν ήταν εύκολο, ειδικά όσο η μέρα πλησίαζε. Λίγο ακόμη και θα τον αφήσει για πάντα. Λίγο ακόμη και θα ανήκει σε άλλον.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και ο Ιάσονας τον κοιτούσε σαν να τον έπιασε να κάνει χόρτο. Όπως τότε, στη δευτέρα λυκείου. Ο Αχιλλέας έκλεισε το κινητό γρήγορα. Με το βλέμμα του να καίει τον αδελφό του, σηκώθηκε με το κεφάλι ψηλά και έκατσε πάνω στο κινητό χωρίς να νιώθει τίποτα. Εκτός από μια δόνηση. Καιγόμαστε εδώ πέρα Γιώργο, τώρα μας θυμήθηκες;
«Κοιτούσες πάλι το προφίλ της.» είπε ο Ιάσονας. «Έτσι δεν είναι;»
Ο Αχιλλέας σήκωσε το φρύδι του. «Για ποιο πράγμα μιλάς, Βρούτε;»
«Σήκω πάνω.» ο Ιάσονας τον πλησίαζε απειλητικά.
«Αρνούμαι να ακολουθήσω τις εντολές σου.»
Και ο Ιάσονας επιτέθηκε. Τα δύο αδέλφια μάλωναν από τότε που γνωρίστηκαν για πρώτη φορά, πριν από είκοσι δύο χρόνια, στο νοσοκομείο της πόλης ύστερα από την πολύωρη γέννα της μητέρας Μέδουσας. Γιατί Ελένη, τουλάχιστον Ωραία, δεν ήταν. Ο Ιάσονας ως μεγάλος αδελφός ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε, όταν τα πρώτα Χριστούγεννα με ολόκληρη της οικογένεια, ο Ιάσονας έβαλε το μωρό Αχιλλέα στο ντουλάπι με τα ποτά του πατέρα. Ο Αχιλλέας πήρε εκδίκηση κάνοντας εμετό πάνω του.
Η διαμάχη πάντα γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Ο Ιάσονας πάντα πιο δυνατός, είχε το πάνω χέρι από την αρχή. Ο Αχιλλέας τα παρατούσε σχεδόν αμέσως, συνήθως μετά από την γνωστή κλοτσιά στο καλάμι από τον Ιάσονα. Έτσι και αυτή τη φορά, γρήγορα ηττήθηκε και βρήκε τον εαυτό του να ξαπλώνει στα πατώματα με τον Ιάσονα να ξαπλώνει στο κρεβάτι του.
«Είχα τόσο δίκιο.» μουρμούρισε ο μεγαλύτερος αδελφός του. «Εισαι πολύ καμμένος μικρέ.»
Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Εσύ έχεις καεί άσχημα αδελφέ μου. Ακούς εκεί, γάμος.»
«Ειναι ο έρωτας της ζωής μου.» άκουσε τον Ιάσονα να ξαπλώνει πάνω στο κρεβάτι.
«Η μητέρα δεν φαίνεται να συμφωνεί.»
«Η μητέρα να πάει να πέσει από κανέναν γκρεμό. Εγώ θα παντρευτώ τη Νίνα αυτό το καλοκαίρι και δεν αλλάζω γνώμη.» Η φωνή του έγινε πιο απαλή, πιο ήρεμη. «Θα καταλάβεις και εσύ όταν γνωρίσεις αυτή τη μία.»
Ο Αχιλλέας έκλεισε τα μάτια του. «Την έχω ήδη γνωρίσει. Και επέλεξε άλλον.»
Ο Ιάσονας άφησε το κινητό να πέσει πάνω στον Αχιλλέα. Ανακάθισε στο κρεβάτι πατώντας πάνω στον αδελφό του. «Είναι καιρός να τη ξεχάσεις Αχιλλέα. Εκείνη έχει προχωρήσει, εσύ γιατί όχι;»
«Έχω ακόμη λίγο χρόνο αγαπημένε Ιάσονα. Πού θα πάει, θα τη κάνω να γυρίσει.» το είχε βάλει στόχο εξάλλου.
Ο Ιάσονας σηκώθηκε αυτή τη φορά τελείως. Κοιτούσε τον αδελφό του με λύπη. «Νομιζω πως όλοι έχουμε καταλάβει ότι δεν θέλει να γυρίσει.»
Θα γυρίσει, θα το δείτε όλοι σας.
Ο Αχιλλέας μάζεψε όσα κομμάτια ντροπής του είχαν απομείνει και ακολούθησε τον αδελφό του στη τραπεζαρία. Χθες το βράδυ οι λοιποί συγγενείς είχαν φύγει αργά για τα σπίτια τους κάτω στο χωριό. Οι μουσαφίριδες το γλεντήσουν μαζί με τον πατέρα μέχρι τις τέσσερις το πρωί, όπου και είχε τελειώσει το τσίπουρο. Όλοι έπιναν, γλεντούσαν, τραγουδούσαν.
Εκτός από μία.
Στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας της πανέμορφης Θεσσαλονίκης, έμαθε πως η Ήβη ήταν η θεά της νιότης και της ζωντάνιας. Η Ήβη που γνώρισε χθες δεν έδειχνε τίποτε από τα δύο. Ναι, το πρόσωπό της ήταν γλυκό και ροδαλό σαν αυτό μιας νέας κοπέλας που βγαίνει για πρώτη φορά στον κόσμο, αλλά η Ήβη ήταν καλλημένη σε έναν άλλο κόσμο. Στο χέρι της κρατούσε ένα μικρό μολύβι που λίγο ακόμη να το έξυνε και θα έπιασε κενό αέρα. Στα γόνατά της ισορροπούσε ένα μικρό τετράδιό, από αυτά που έγραψες στο δημοτικό τα ονόματα και το σταθερό τηλέφωνο των συμμαθητών σου για να νιώσεις πως έχεις φίλους. Η Ήβη έβλεπε γύρω της με εκείνα τα μεγάλα μπλε μάτια που είχε όλη της η οικογένεια, και έγραφε μετά από λίγο στο τετράδιό της. Κοιτούσε κάθε λεπτομέρεια και μετά την έγραφε. Στις έντεκα η ώρα ακριβώς, είχε αποσυρθεί ευγενικά από το τραπέζι λέγοντας την επική φράση: «Αποσύρομαι ευγενικά.». Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που μίλησε από τη στιγμή που άρχισε το γλέντι.
Ο Αχιλλέας την ξεχώρισε ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Καθόταν στη μέση, τα μάτια της να εποπτεύουν τα πάντα. Έτρωγε αργά το πρωινό της, μια φρυγανιά, τέσσερις φράουλες να καλύπτουν τη φρυγανιά ακριβώς -έβγαλε αμέσως την πέμπτη όταν είδε πως δεν χωρούσε-, τις αφαίρεσαι από τη φρυγανιά βάζοντάς τες σε μια ευθεία γραμμή, κατά μέγεθος και ένα ποτήρι τσάι με λεμόνι που έφτανε μέχρι το τέλος του σχεδίου στο γυαλί.
Τυχαία, συμπτωματικά και σίγουρα όχι καρμικά, η θέση δίπλα της ήταν άδεια. Ο Αχιλλέας άπραξε την ευκαιρία και έκατσε δίπλα της για να γνωρίσει το περίεργο μυαλό της καλύτερα. «Σου έλλειψα;»
Η Ήβη άφησε τη φρυγανιά τη ς με ηρεμία στο πιάτο της. «Συγνώμη αλλά δεν πρόσεξα την απουσία σου.»
Στη συνέχεα, ο Αχιλλέας την είδε να ανοίγει το γνωστό τετράδιο. Οι σελίδες είχαν σχεδόν τελειώσει, αλλά ήταν σίγουρος πως το κορίτσι με τα γαλανά μάτια είχε και άλλα σε εκείνη την πάνινη τσάντα που έγραφε «God Bless the Books» από ένα βιβλιοπωλείο ονόματι Πρωτοπορία. Έσκιψε κοντά της για να δει τι γράφει. Με το χέρι του, παραμέρισε μερικές μπούκλες που του έκρυβαν τη θέα. Έγραφε υποσημειώσεις στις υποσημειώσεις των σημειώσεων. Ο Αχιλλέας και να ήθελε δεν θα μπορούσε να δει αυτές τις υποσημειώσεις με τη μυωπία που τον δέρνει. Ή που θα αποκτούσε σύντομα, τι σκατά είναι αυτές οι μπίλιες;
«Αργεί να ξυπνήσει. Πιάνει αμέσως κουβέντα. Εξαιρετικά κοινωνικός. Εξαιρετικά εκνευριστικός.» έγραψε με όμορφα γράμματα.
«Έι!» αναφώνησε ο Αχιλλέας. «Έκανες κάποιο λάθος εκεί αγαπημένη μου κουνιάδα. Σβήσε το εκνευριστικός και γράψε ακαταμάχητος.»
Η Ήβη κούνησε αρνητιά το κεφάλι της. «Αυτό θα ήταν ψέμα. Δεν λέω ούτε γράφω ψέματα.»
Εκείνος σήκωσε το φρύδι του. Τέτοια χυλόπιτα είχε να φάει από την πρώτη Λυκείου, όταν έβγαλε εκείνο το καταραμένο σπυράκι στο μέωπο. «Δεν με βρίσκεις ακαταμάχητο;»
Σήκωσε ένα δάχτυλο σαν να λέει ένα λεπτό. Έψαξε μέσα στις σελίδες της μέχρι που έφτασε κοντά στην αρχή. «"Ακαταμάχητος. Αυτός στον οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς. Ο ισχυρός. Ισχυρή έλξη."» Ύστερα γύρισε το βλέμμα της πάνω του. Μισοέκλεισε τα μάτια της για να τον παρατηρήσει καλύτερα. Ο Αχιλλέας της πρόσφερε το καλύτερο χαμόγελό του.
«Συγνώμη αλλά δεν νιώθω κάποια ισχυρή έλξη. Ίσως αργότερα.»
Τζάμπα το χαμόγελο.
Ώστε της αρέσει να ρίχνει φαρμάκι; Θα παραγνωριστείς με τον Αχιλλέα γλυκιά μου. Θα δεις εσύ τι εστί Αχιλλέας. Το πόσο ακαταμάχητος είναι. Το πόσο γκλυκούλης και ερωτιάρης και ακαταμάχητος και-
«Και γιατί δεν ήρθε η μητέρα σου, Ασημίνα;»
Η μητέρα Μέδουσσα μπλόκαρε πάλι τις σκέψεις του με την ύπαρξή της. Τι σκεφτόταν; Α ναι! Γλυκέ ήλιε, θα μάθεις πως όλες οι κοπέλες πέφτουν στα γόνατα για αυτόν. Σέρνονται στα πατώματα για τη χάρη του. Ένα και ενενήντα μπόι, να είναι καλά ο πατέρας. Θα την έκανε-
«Είναι με το καινούριο αίσθημα στην Ιταλία και τα πίνουν.»
Συμπεθέρα, δεν θα μπλοκάρεις και εσύ τις σκέψεις του. Φτάνει μία-
«Χωρίς να θέλω να κρίνω κάποιον, αλλά δεν είναι λίγο μεγάλη για τέτοια;»
Τα παράτησε.
Ο Αχιλλέας είδε τη γιαγιά που είχε έρθει μαζί με το καινούριο σόι, αυτή με τη μωβ τούφα να κοκκινίζει από θυμό, κάτω από το ροζ πράγμα που είχε στα μάγουλά της. «Είπες τη κόρη μου γριά;»
«Παρακαλώ, όχι τσακωμοί, πρώτη μέρα είναι ακόμη.» σήκωσε τα χέρια ο Ιάσονας. Η μητέρα Ελένη συνέχισε το φαγητό της σαν να απαντάει Ναι στην προ-γιαγιά Ευανθία. Ο Ιάσονας το αγνόησε. Χαμογέλασε προς όλους στο τραπέζι δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην αγαπημένη του Νίνα. «Ας μην αργούμε. Έχουμε δρόμο σήμερα.»
Η Ήβη κοίταξε απότομα τον Αχιλλέα. Κόκκινα φωτάκια πίσω από τα μάτια της σήμαναν συναγερμό κινδύνου. «Τι λέει;»
«Δεν θυμάσαι; Σου είπα χθες.» ο Αχιλλέας κοίταξε τα νύχια του. «Ερχεται το υπόλοιπο σόι να σας γνωρίσει.»
Η Ήβη δίπλα του έψαχνε τις σημειώσεις της. Ώστε αυτό δεν ήταν στο πρόγραμμα της; Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον.
Ο Αχιλλέας έσκιψε πάλι κοντά της. «Έχασες κάτι ηλιόφωτη;»
«Δεν το έχω γράψει! Δεν με ενημέρωσε κανένας για αυτό.»
Ο Αχιλλέας είδε τα χέρια της να τρέμουν. Τόσο πολύ την ενόχλησε; Λίγη ζωή χωρίς τάξη και οργάνωση δεν θα της έκαναν κακό. «Μην ανησυχείς. Ούτε εγώ θέλω να τους δω. Μένουν στην άλλη πλευρά του χωριού, μετά από το χωράφια μας. Πάνω από ώρα περπάτημα. Μέσα στον ήλιο κιόλας. Να πάρω αντιηλιακό.»
Η Ήβη τον κοιτούσε τρομοκρατημένη. Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. Τα είχε κάνει χειρότερα, μπράβο.
Σαν θείο δώρο, η μελλοντική αδελφή του εμφανίστηκε κοντά τους. Όλοι είχαν σηκωθεί από το τραπέζι, και έτσι η Νίνα έκατσε δίπλα στην αδελφή της. Η Ήβη γύρισε αμέσως σε εκείνη ψάχνοντας μια λύση.
«Βαθιές ανάσες.» της είπε. «Ένα, δύο και έξω. Πάμε. Ένα, δύο και έξω.»
Η Ήβη ακολούθησε το παράδειγμα της αδελφής της, κάθε κίνηση από το μικρό τίναγμα της μύτης μέχρι τις κινήσεις των χεριών. Η Ήβη ανέπνεε με αυτό το παράδειγμα ακόμη και όταν η Νίνα σταμάτησε. Η μεγάλη αδελφή κοίταξε τη μικρή με ηρεμία και με ένα μικρό χαμόγελο.
«Μη τον ακούς αυτόν, είναι ηλίθιος.» και άλλη προσβολή από τις αδελφές. Δεν θα άντεχε αλλά χτυπήματα ο Αχιλλέας. «Θα περπατήσουμε δύο χιλιόμετρα και εξήντα δύο μέτρα. Θα μας πάρει περίπου σαράντα λεπτά. Το μέτρησα την προηγούμενη φορά που ήρθα, στο υπόσχομαι λέω αλήθεια. Θα περάσουμε από εκείνο το όμορφο χωράφι με τις λεβάντες που έβλεπες χθες. Θα έχει και λίγη ορειβασία, πέντε λεπτά. Μην κοκκινίζεις Ήβη! Και φτάσαμε. Αυτό ήταν.»
Ο Αχιλλέας έβλεπε τις δύο αδελφές να επικοινωνούν. Η Νίνα περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια στην Ήβη το τι θα δει, πού θα πατήσει, τι θα ακούσει. Για αυτό άραγε όταν είχε έρθει η Νίνα την πρώτη φορά κρατούσε χρόνο και τραβούσε φωτογραφίες; Η Ήβη στο τέλος ανέπνεε κανονικά. Ο Αχιλλέας είδε τα χέρια της να μένουν στα γόνατά της ακίνητα και ήρεμα. Ήταν πλέον καλά.
Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον.
Η Νίνα γύρισε την μάτια της στον Αχιλλέα. «Και μιας και κατάφερες να μου την πανικοβάλλεις, θα περπατάς μαζί της.»
Συγνώμη, τι;
Ο Αχιλλέας άφησε το γνωστό χαμόγελο να πέσει. Κοιτούσε τη Νίνα με ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κούτελο. «Κοίτα, Κωνσταντίνα, εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς είπα τι θα γίνει.»
Η Νίνα τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Πρόσεξε Αχιλλέα, γιατί δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα.»
Η Ήβη φάνηκε να σηκώνει επιτέλους το κεφάλι της να τους αντικρίσει. «Δεν θέλω όμως να πάω μα-»
Μαζί του; Αυτό ήθελε να πει; Και άλλη χυλόπιτα μέσα σε λιγότερο από μια ώρα. Ο Αχιλλέας κοιτούσε τις δύο αδελφές προσβεβλημένος. Η Νίνα ψιθύριζε κάτι στο αυτί της, η Ήβη κουνούσε αρνητικά το κεφάλι σαν να μην ήθελε να κάνει αυτό που της έλεγε. Α όχι, δεν έχει τέτοια.
«Θα περπατήσεις μαζί μου.»
Ο Αχιλλέας πήρε μια βαθιά ανάσα για να μη φανεί ο θυμός του. Ακούς εκεί, να τον απορρίψει ξανά. Όχι κοριτσάκι, ο Αχιλλέας δεν απορρίπτεται τόσες φορές σε μια μέρα, ο στόχος κάθε ημέρα είναι μόνο μια απόρριψη. Δεν θα σπάσεις εσύ το ρεκόρ.
Η Ήβη κοίταξε τη Νίνα ηττημένη. Έπλεξε τα δάχτυλα της πάνω στα πόδια της και γύρισε προς τον Αχιλλέα. Τον κοίταξε με εκείνα τα μεγάλα γαλανά και όμορφα και φωτεινά και υπέροχα και-
«Εντάξει.»
-μάτια της. Τι; Ο Αχιλλέας περίμενε την απόρριψη, την άρνηση και τη μεγάλη ήττα. Αυτό του έδειχνε όλη αυτή την ώρα. Ό,τι και αν της ψιθύριζε η Νίνα έπιασε τόπο γιατί η ηλιόφωτη άλλαξε γνώμη γρήγορα, ακόμη και αν φαινόταν να μη το δέχεται.
Ο Αχιλλέας φανέρωσε πάλι εκείνο το λαμπερό του χαμόγελο. Σηκώθηκε από τη καρέκλα του, ίσιωσε το μωβ πουκάμισο με τα φλαμίνγκο και φόρεσε τα κίτρινα γυαλιά ηλίου.
«Τέλεια, θα γίνει της Πόπης. Γαλαρία, πίσω από τους γέρους.» είπε με χαρά. «Θα είμαστε πιωμένοι πριν καν φτάσουμε στο σόι.»
Η Νίνα τον κοιτούσε απειλητικά, η Ήβη έγραψε κάτι στο σημειωματάριό της γρήγορα, πριν ο Αχιλλέας νιώσει τη κοπέλα να έρχεται και να περπατάει δίπλα του. Το χαμόγελό του δεν έσβησε για πολλή ώρα.
Η Ήβη περπατούσε δίπλα του κάθε στιγμή. Ούτε μπροστά, ούτε από πίσω. Δίπλα του. Δεν μιλούσε κανένας τους, αλλά σταματούσαν πού και πού για να γράψει στο σημειωματάριό της πράγματα που έβλεπε για πρώτη φορά. Όπως ένα πρόβατο, δέρμα φιδιού, κάτι μωβ παπαρούνες σε ένα περιφραγμένο χωράφι που χρειάστηκε αρκετή ώρα να της εξηγήσει ο Αχιλλέας ότι δεν ήταν σαν τις κανονικές παπαρούνες που έβλεπε, αλλά τις καλλιεργούσαν για ηρωίνη.
Η Ήβη τον κοιτούσε λες και έλεγε ψέματα.
«Papaver somniferum. Μήκων η υπνοφόρος. Αυτό γιατί δεν το γράφεις στο σημειωματάριό σου;»
Το έγραψε.
Η Νίνα και η Μίνα γυρνούσαν πίσω το κεφάλι τους πού και πού, ο Αχιλλέας συμπέρανε πως ήταν για να τσεκάρουν την Ήβη. Με έναν αντίχειρα στον ουρανό τους διαβεβαίωνε κάθε φορά ότι η Ήβη δεν είχε πέσει στα πατώματα λιπόθυμη. Η ηλιόφωτη μέσα από τα γυαλιά ηλίου της παρατηρούσε τον κόσμο διαφορετικά. Ο Αχιλλέας την κοιτούσε κάθε φορά που ενθουσιαζόταν όταν μάθαινε και κάτι καινούριο. Κοιτούσε πώς απέφευγε να πατήσει πάνω στα φύλλα που έβρισκαν στον δρόμο, μετά τον ρωτούσε από ποιο δέντρο ήταν, το έγραφε και συνέχιζαν. Κοιτούσε κάθε φορά που σταματούσαν και μετά ξεκινούσαν πάλι, η Ήβη πάντα πατούσε πρώτα το δεξί της πόδι με το μπλε παπούτσι και μετά το αριστερό με το κίτρινο. Η ίδια έβλεπε το δεξί της πόδι να κινείται με ένα μικρό χαμόγελο ανακούφισης ότι δεν είχε παρεκτραπεί από το πρόγραμμα.
Ο καθένας θα είχε βαρεθεί τη ζωή του με μια κοπέλα σαν αυτήν. Ο Αχιλλέας όμως εκπλησσόταν κάθε φορά που την κοιτούσε. Ξεχνώντας τις προηγούμενες απορρίψεις, με το που έκλεινε το στόμα της περίμενε να ανοίξει και πάλι, και να δει τον περίεργο τρόπο που δουλεύει το μυαλό της. Ήταν ενθουσιασμένος, σαν να είχε βρει ένα μαγικό πλάσμα, έναν μονόκερο. Έναν μονόκερο με ξανθά μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια.
Οι μπροστινοί τους είχαν σχεδόν ξεχάσει πως οι δύο τους παρέμεναν πιο πίσω. Ο Αχιλλέας δεν νοιαζόταν για αυτό, αλλά σκεφτόταν την περίπτωση που η Ήβη θα πανικοβληθεί αν δεν δει γνώριμο κόσμο γύρω της. Φάνηκε να μη θέλει να περπατήσει μαζί του, να νιώθει πιο άνετα με κάποιον από την οικογένειά της. Αλλά τα τελευταία λεπτά δεν κοίταξε γύρω της για να τους αναζητήσει. Δεν έτρεμαν τα χέρια της. Δεν φοβήθηκε. Ίσως και να έκανε κάτι καλά τελικά ο Αχιλλέας.
Η ηλιόφωτη σταμάτησε άλλη μια φορά, λίγο πριν τον προορισμό τους. Της είχε υπενθυμίσει πως ακολουθεί μια μικρή ορειβασία, ούτε πέντε λεπτά που έλεγε η Νίνα πριν, η οποία γινόταν πολύ εύκολα. Και μετά, πάνω στον λόγο βρισκόταν το μεγάλο σπίτι της υπόλοιπης οικογένειας. Η Ήβη χαμογέλασε σε αυτό, χαρούμενη που το πρόγραμμα θα έβγαινε ακριβώς όπως της είχαν πει.
Ο Αχιλλέας έβλεπε μπροστά, σε αυτό που έβλεπε εκείνη. Δύο μεγάλα στρέμματα απλώνονταν μπροστά τους γεμάτα λεβάντες. Ο ίδιος από μικρός ερχόταν εκεί και περνούσε την ημέρα και τη νύχτα ξαπλωμένος στη μωβ θάλασσα. Είχε περάσει δύο καλοκαίρια εκεί κάθε βράδυ με εκείνη. Τη κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια. Τη κοπέλα που τώρα δεν ήταν εδώ.
«Μοιάζει απέραντο.» άκουσε την Ήβη να λέει σιγανά. «Το είδαμε και εχθές όταν ερχόμασταν. Τότε φαινόταν σαν να κάτι που δεν φτάνεις γιατί τρέχει συνέχεια μακριά σου. Τώρα δείχνει σαν να είναι παντού γύρω μου.»
Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Έτσι είναι.»
«Η Ευανθία λέει πως αυτό είναι η ζωή. Τρέχει, τρέχει, τρέχει μέχρι επιτέλους να αποφασίσεις να την πάρεις στα χέρια σου και να τη κάνεις δική σου.» η Ήβη κοιτούσε το σημειωματάριό της. «Δεν το κατάλαβα ιδιαίτερα.»
Ο Αχιλλέας πήρε το μπλε σημειωματάριο από τα χέρια της. Βασικά, πρώτα το ζήτησε. Εκείνη το έδωσε. Η κοπέλα ήρθε κοντά του για να βλέπει τι θα κάνει, κρατώντας μια μικρή απόσταση, χωρίς να ακουμπάει ο ένας τον άλλον. Ο Αχιλλέας διάβαζε τα γράμματά της, τις σημειώσεις και ό,τι μπορούσε από τις υποσημειώσεις. Γύρισε σε μια τυχαία σελίδα. Είχε πολλά πράγματα εδώ πέρα λες και η Ήβη δεν προλάβαινε να τα γράψει όλα. Γύρισε και άλλες και άλλες σελίδες μέχρι που έφτασε στη σημερινή ημέρα. Στο τέλος γύρισε προς το μέρος της.
Τον κοιτούσε ήδη.
«Η Ευανθία λέει πολλά σοφά πράγματα.» της είπε δίνοντας πίσω το σημειωματάριο. «Δεν της φαίνεται.»
Η Ήβη το πήρε από τα χέρια του όλο χαρά. «Πιστεύω πως φταίει η μωβ τούφα. Τον προηγούμενο μήνα ήταν πράσινη αλλά είπε πως έμοιαζε με φίλαθλο του Παναθηναϊκού. Ό,τι και αν είναι αυτό.»
Ο Αχιλλέας κοίταξε το ροζ που ξεθώριαζε στις άκρες των μαλλιών του. Τα είχε βάψει πρώτη φορά πριν μια εβδομάδα. Ημιμόνιμη βαφή έγραφε στο κουτί, αλλά και πάλι εκνευρίστηκε αρκετά όταν μετά το πρώτο πλύσιμο έφυγε σχεδόν όλο το χρώμα. Μακάρι να μείνει μέχρι την Ανάσταση, πρέπει να κάνει θραύση στην εκκλησία του χωριού. Τόσοι και τόσοι θα τον κράξουν, τουλάχιστον ας τον κράξουν ενώ έχει στυλ.
«Ας συνεχίσουμε καλύτερα.» είπε με τα νεύρα για τα μαλλιά του πάλι να φουντώνουν. «Έχουμε ακόμη λίγο δρόμο. Βλέπεις εκείνον τον λόφο απέναντι; Εκεί πάνω θα ανέβουμε και θα περπατήσουμε λίγο ακόμα.»
Η Ήβη τον ακολούθησε βάζοντας το σημειωματάριο στην πάνινη τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της. Ακολούθησαν το μονοπάτι που είχε εξηγήσει προηγουμένως πού οδηγεί. Η Ήβη ρωτούσε τι ήταν εκείνο το δέντρο και γιατί εκείνη η πέτρα είχε μπλε ζωγραφιές. Στην ερώτηση για τα ψηλά κίτρινα λουλούδια, ο Αχιλλέας της απάντησε πως είναι για τα φίδια και ο φόβος του μήπως την πιάσει κρίση πανικού έγινε πραγματικότητα. Παραλίγο να τη χάσει, από τη ζωή, από το βλέμμα του.
«Είναι πολύ αργά να πέσω;» τον είχε ρωτήσει.
«Ναι.» είχε απαντήσει. Και μετά της έπιασε το χέρι και της έδειξε ψηλά. Αλλά δύο βήματα και θα βρίσκονταν πάνω στον λόφο. «Να, σχεδόν φτάσαμε.»
Η Ήβη βλέποντας το σπίτι και την οικογένειά της να την περιμένουν ηρέμησε, λίγο αλλά ηρέμησε. Τον ακολούθησε, κρατώντας σφιχτά το χέρι του, ακόμη και όταν ήταν πλέον ασφαλής. Και μετά, χωρίς να το περιμένει, ένιωσε το χέρι της να τον αφήνει και είδε την ίδια να τρέχει κοντά στην αδελφή της.
«Δεν μου είπες τίποτα για τα φίδια!»
Ο Αχιλλέας την ακολούθησε γελώντας. Το κινητό του στην τσέπη της βερμούδας του δονήθηκε μια, δύο φορές. Ο Αχιλλέας το έβγαλε με τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Ο χρήστης sofia_greece δημοσίευσε μια φωτογραφία. Δεν άντεξε, πάτησε πάνω στην ειδοποίηση δίχως να περιμένει άλλο. Η φωτογραφία ήταν ένας χώρος σε κάποιο ξενοδοχείο της Αθήνας. Ήθελε να γράψει κάτι στα σχόλια, κάτι αρνητικό κάτι που να την προσβάλει. Αλλά τα δάχτυλά του έτρεμαν. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Άκουσε ανάλαφρα βήματα να τον πλησιάζουν. Είχε ακόμη σκυμμένο το κεφάλι πάνω στο κινητό του, αλλά είδε ένα μπλε και ένα κίτρινο παπούτσι να τον κοιτάνε.
«Δεν θα έρθεις;»
Ο Ιάσονας είχε δίκιο, ήταν καμμένος. Έλιωνε για εκείνη τη κοπέλα. Και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν λάθος να νιώσει κάτι άλλο. Έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό και σύντομα αλλιώς θα την έχανε για πάντα.
Ο Αχιλλέας σήκωσε αργά το κεφάλι του και ήρθε αντιμέτωπος με δύο μεγάλα γαλανά μάτια να τον κοιτάνε με περιέργεια. Αχ αυτό το περίεργο μυαλό της. Πόσο παράξενο ήταν;
«Φυσικά και θα έρθω, νόμιζες θα σε αφήσω μόνη με όλους τους τρελούς;»
Οι δύο τους περπάτησαν δίπλα δίπλα, όχι ο ένας μπροστά, όχι ο άλλος πίσω. Δίπλα δίπλα, σαν φίλοι. Δίπλα δίπλα σαν να έκανε ο ένας τον κόσμο του άλλου λιγότερο μοναχικό.
____________________________________
Α/Ν Καλό μήνα και από εμένα!
Ήρθε ο Αχιλλέας μας, η προσωπική μου λατρεία. Μακάρι να τον λατρέψετε και εσείς!
Πήραμε μια μικρή γεύση του τι εστί Αχιλλέας, και βλέπουμε πως είναι ήδη κολλημένος με κάποια. Η σχέση του με την Ήβη τώρα ξεκινάει!
Σας φιλώ,
DL
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro