18. Where Do I Begin? - Andy Williams.
Θερμή παράκληση: Ακούστε το τραγούδι ή ψάξτε τους στίχους. και σκεφτείτε τους. t sets the mood.
_____________________________________________
18. Where Do I Begin? – Andy Williams.
Κάποιες φορές σπας τη καρδιά σου με τον σωστό τρόπο, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.
-Gregory David Roberts, Shantaram.
Η Ήβη έκλεισε τα αυτιά της με τα μικρά χεράκια της. Οι φωνές την τρόμαζαν κάθε βράδυ και το σημερινό φάνταζε το χειρότερο από όλα. Ξεκίνησε πριν μισή ώρα και δεν είχε σταματήσει. Λύγισε τα πόδια της κοντά στο στήθος της και έκατσε κάτω από το γραφείο της Νίνας. Περίμενε να σταματήσουν αλλά όχι. Την έκαναν να πονάει το κεφάλι της. Ένιωθε τόσο κουρασμένη.
Η πόρτα άνοιξε και μέσα στο σκοτάδι το δωμάτιο φωτίστηκε από μια λωρίδα φωτός. Η Ήβη σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον αδελφό της να μπαίνει στο δωμάτιο. Τράβηξε τη καρέκλα μπροστά από το γραφείο και γονάτισε μπροστά της.
«Και σε ψάχνω τόση ώρα μικρό ζουζούνι.» της είπε γλυκά. Απέξω οι φωνές συνέχιζαν να ακούγονται. «Έλα, πάμε στο δωμάτιό μου.»
Η Ήβη υπάκουσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το δωμάτιο του Ανδρέα βρισκόταν στην πιο απομακρυσμένη γωνία του σπιτιού, για να κάνει πρακτική στα ντραμς χωρίς να ενοχλεί τους πάντες. Η Ήβη σηκώθηκε και έπιασε το χέρι του Ανδρέα. Αναρωτήθηκε αν θα κοιμόταν στο δωμάτιό του ξανά.
Πέρασαν πίσω από το σαλόνι. Για μια στιγμή είδε τον μπαμπά της να είναι κοντά στη μαμά της, δίπλα από το τζάκι. Δεν της φώναζε κάτι, τώρα μιλούσαν σιγανά. Αλλά μόλις κατάλαβαν πως περνούσαν, σταμάτησαν κάθε λέξη. Πρώτη τη κατάλαβε η μαμά και μετά ο μπαμπάς γύρισε να τη κοιτάξει.
«Μπαμπά, θέλω να κοιμηθώ μαζί σου.» του είπε και προσπάθησε να τρέξει κοντά του. Ο Ανδρέας όμως έσφιξε το χέρι του γύρω από το δικό της.
«Θα έρθω πιο μετά ηλιαχτίδα μου. Πάνε μέσα.» της είπε.
«Μα είναι ήδη αργά-»
«Ήβη μίλησα!»
Ο Ανδρέας τη τράβηξε κοντά του και σχεδόν την έσυρε στο δωμάτιό του. Ξεκίνησαν δάκρυα να πέφτουν από τα μάτια της. Η πόρτα έκλεισε και οι φωνές ξεκίνησαν ξανά.
Η Νίνα ήταν ήδη εκεί, ξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού. Τους κοιτούσε με υγρά μάτια. «Ακόμη;»
Ο Ανδρέας δεν απάντησε. Βοήθησε την Ήβη να ανεβεί στο κρεβάτι και τη σκέπασε με μια δεύτερη κουβέρτα, δημιουργώντας ένα εμπόδιο ανάμεσα στις δύο αδελφές. «Θα κοιμηθείτε εδώ σήμερα.»
«Εσύ πού θα κοιμηθείς;» ρώτησε η Νίνα.
«Στο πάτωμα.» της απάντησε. «Κλείστε τα μάτια. Εδώ είμαι. Προσπαθήστε να κοιμηθείτε, εντάξει;»
Ο αδελφός της άναψε ένα φωτάκι που είχε η Ήβη στο δωμάτιο, που έβγαζε μπλε φως μέσα από μια καρδιά. Πήρε ένα μαξιλάρι και έστρωσε τη κουβέρτα του στο πάτωμα μπροστά από το κρεβάτι. Η Ήβη σηκώθηκε για να βεβαιωθεί πως όντως ήταν εκεί. Ο Ανδρέας σκεπάστηκε και γύρισε έτσι ώστε να τη κοιτάει.
«Θες να σου φέρω μουσική;» τη ρώτησε.
Η Ήβη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Δεν της άρεσαν τα ακουστικά. Την ενοχλούσαν εκεί μέσα, στο μυαλό. Την έκαναν να ζαλίζεται. Τόσος θόρυβος.
«Ανδρέα; Φταίω εγώ που μαλώνουν ο μπαμπάς και η μαμά;»
«Μη το ξαναπείς πότε αυτό.» ο Ανδρέας σήκωσε το σώμα του να κοιτάξει και τη Νίνα. «Καμιά σας. Με ακούτε; Δεν φταίει κανείς μας.»
Η Ήβη ένιωσε τα δάκρυα να μαζεύονται ξανά. «Ναι αλλά λέει πως έχω κάποιο πρόβλημα. Είμαι εγώ το πρόβλημα;»
«Αχ μωρό μου.» ο αδελφός της τώρα σηκώθηκε στα γόνατά του για να τη κοιτάξει στα μάτια. «Δεν είσαι και δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Ο μπαμπάς έχει. Και η μαμά προσπαθεί να τον βοηθήσει. Σε παρακαλώ, μη σκέφτεσαι έτσι Ηβάκι. Δεν μου αρέσει καθόλου.»
«Μπορώ να τον βοηθήσω εγώ σε κάτι;»
Ο Ανδρέας την έσπρωξε απαλά προς τα πίσω για να ξαναξαπλώσει. «Όχι μωρό μου. Δεν μπορείς.» τη φίλησε στο μάγουλο. «Καληνύχτα.»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της. Έκανε αυτό που έκανε σε κάθε καβγά. Προσπάθησε να το αποβάλει τελείως από το μυαλό της. Άρχισε να φαντάζεται κάποια σκηνή, κάτι όμορφο που θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Εκείνη και ο μπαμπάς σε κάποιο λιβάδι, εκείνος να μυρίζει γιασεμί και κάτι άλλο, πιο έντονο, άσχημο. Να γελάνε και να τρέχουν μαζί. Να ξαπλώνουν κουρασμένοι και να βλέπουν τον ήλιο να πέφτει, όπως έκαναν σχεδόν κάθε απόγευμα. Να την αγκαλιάζει, όπως μόνο εκείνος ξέρει και μπορεί. Δεν χρειαζόταν άδεια. Απλώς το έκανε.
Να χαμογελάει και να νιώθει ασφαλής.
Οι φωνές μειώθηκαν στο μυαλό της και για λίγο νόμιζε πως κοιμήθηκε. Ύστερα άρχισε να ακούει βήματα. Και μετά, η πόρτα άνοιξε.
«Μαμά; Τι έγινε;» ο Ανδρέας. Ήταν ακόμη ξύπνιος.
Η μαμά του απάντησε εξίσου ψιθυριστά. «Ο μπαμπάς φεύγει. Ήρθε να σας πει αντίο.»
Η Νίνα δίπλα της σηκώθηκε με μιας. Άφησε το κρεβάτι και στάθηκε μάλλον κοντά στον Ανδρέα όταν άλλα, πιο βαριά βήματα, ακούστηκαν να φτάνουν στην πόρτα. Το φως καλύφθηκε από μια μεγάλη σκιά. Η Ήβη έκανε τη κοιμησμένη. Γύρισε την πλάτη της και έκλεισε δυνατά τα μάτια της.
«Και πότε θα ξαναέρθεις;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα η Νίνα.
Ο μπαμπάς έσκυψε κοντά της. «Δεν θα ξαναγυρίσω μωρό μου.»
Η Ήβη έκανε τα χέρια της μπουνιές μέχρι να πονέσει. Της είχε πει ψέματα. Είχε πει πως δεν θα ξαναέφευγε, ποτέ. Και τώρα λέει πως θα φύγει και δεν θα έρθει ποτέ ξανά. Της είχε πει ψέματα, ο ήρωάς της. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν για άλλη μια φορά.
«Θα σε βλέπουμε;» τον ρώτησε ξανά η Νίνα. Ο Ανδρέας δεν μιλούσε. Ο Ανδρέας πάντα ήξερε τα πράγματα καλύτερα από τους άλλους. Και δεν τους έλεγε τίποτα.
«Θα δούμε. Προς το παρόν θα φύγω από την πόλη.»
«Και πού θα πας;»
«Δεν ξέρω Νίνα.»
«Θέλω να σε βλέπω.»
«Και εγώ.»
«Και πώς θα σε βλέπω αν δεν ξέρω πού είσαι;»
«Θα σε βρίσκω εγώ.»
«Θέλω να ξέρω.»
«Ηρέμησε μωρό μου, μη κλαις.»
Και σιωπή. Η Ήβη σκέφτηκε που η μαμά της δεν έλεγε τίποτα. Αυτή έφταιγε για όλα. Ο Ανδρέας είπε πως προσπαθούσε να βοηθήσει τον μπαμπά. Και τώρα ο μπαμπάς φεύγει. Άρα εκείνη φταίει. Δεν τον βοήθησε αρκετά, δεν προσπάθησε αρκετά, δεν έκανε τίποτα. Τη μισούσε, τη μισούσε τόσο πολύ.
«Να τις προσέχεις.»
Ο Ανδρέας δεν απάντησε για λίγο. «Καλύτερα από εσένα.»
«Ανδρέα, σε παρακαλώ.» μίλησε η μαμά για πρώτη φορά. Ναι, τώρα μιλάει. Τώρα είναι αργά.
«Δεν πειράζει.» της απάντησε ο μπαμπάς. Δεν έπρεπε να την υπερασπίζεται, εκείνη έφταιγε που τώρα αυτός τους αφήνει. «Μακάρι να κάνεις καλύτερη δουλειά από εμένα.»
Άφησε τα δάκρυά της να μουσκέψουν το μαξιλάρι της και δεν έκανε τον κόπο να ρουφήξει τις μύξες της. Προσπάθησε να αναπνέει κανονικά όταν τα βήματα ήρθαν κοντά της. Όχι, δεν ήταν έτοιμη.
«Κοιμάται.» του είπε ο Ανδρέας.
Ο μπαμπάς όμως συνέχισε. Και ήρθε όλο και πιο κοντά. Ένιωσε το χέρι του στον ώμο της. Η Ήβη έσφιξε και άλλο τα χέρια της. Το δαχτυλίδι την πονούσε μέσα στη χούφτα της. Δεν ήθελε να τον αφήσει ακόμα.
«Ηλιαχτίδα, φεύγω.» της είπε.
Αρνήθηκε να γυρίσει. Ίσως αν νομίζει πως κοιμόταν δεν θα έφευγε.
«Σ'αγαπώ πολύ.» της ψιθύρισε στο αυτί.
Ένα φιλί για καληνύχτα. Ένα φιλί για αντίο.
Μύρισε το άρωμα του γιασεμιού. Ήταν υπέροχο.
Το πρόσωπό του απομακρύνθηκε, το χέρι έφυγε, το φως έσβησε, η πόρτα έκλεισε, η Νίνα ξάπλωσε πάλι δίπλα της, ο Ανδρέας έπεσε στο πάτωμα και μια πόρτα μακριά ακούστηκε να κλείνει. Λες και ο χρόνος πήγαινε ανάποδα. Ίσως έβλεπε κάποιο όνειρο. Ίσως ακόμη κοιμόταν. Ίσως αύριο να ήταν ακόμη εκεί.
Το πρωί η μαμά έτρωγε μόνη της. Και η Ήβη σταμάτησε να μιλάει για δύο χρόνια.
Ο ήλιος είχε πέσει όταν είδε τον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων, σημάδι πως είχαν φτάσει στη Θεσσαλονίκη και σε λίγο θα έμπαιναν μέσα στην πόλη. Η Ήβη ηρέμησε για αυτό στη θέση της. Ο Ιάσονας είχε ακολουθήσει την επιθυμία της να μη πηγαίνουν πάρα πολύ γρήγορα. Μπορούσε να πει πως ήταν καλύτερος οδηγός από τον αδελφό του. Σχεδόν το ευχαριστήθηκε. Και από μουσική, καμία. Ευτυχώς. Ίσως ταίριαζαν πολύ με τον Ιάσονα.
Η Νίνα έκανε κάτι καλό όταν ξεκίνησε η σχέση τους και αποφάσισε να μη γνωρίσει την αδελφή της στον νεαρό άνδρα. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της σχέσης, κάτι που το εκτίμησε πολύ η Ήβη. Δεν της άρεσε όταν έμπαιναν στη ζωή της άτομα που δεν θα έμεναν.
Και ένα μεσημέρι, έγινε το θαύμα. Η Νίνα είχε φέρει το πρώτο της αγόρι στο σπίτι για φαγητό. Τα πράγματα ήταν σοβαρά.
Αν και αυξήθηκαν οι επισκέψεις, η Ήβη και ο Ιάσονας δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον πολύ. Η Νίνα του είχε εξηγήσει της κατάσταση και εκείνος έδειξε σεβασμό και δεν πετάχτηκε ποτέ από πίσω της να τη τρομάξει όπως έκανε η αδελφή της. Δεν είχαν πολλές επαφές και φάνηκαν να το χαίρονται και οι δύο. Αυτές οι κάτι παραπάνω από εφτά ώρες που πέρασαν μαζί όμως ήταν εξίσου ωραίες.
Ήρεμες, ήσυχες, όμορφες. Καμιά κουβέντα εδώ και εκεί, ένα μεσημεριανό στην άκρη του δρόμου και τίποτε άλλο. Η Ήβη βρήκε τον εαυτό της να χαμογελάει στη σκέψη.
«Πέντε ώρες κάναμε.» της είπε ο Ιάσονας. «Ήρθε και με βρήκε πριν καν βγει ο ήλιος. Μου είπε να το σανιδώσω. Κάναμε πέντε ώρες Θεσσαλονίκη-Αθήνα. Και τώρα εφτά. Ήταν οι πιο ήρεμες εφτά ώρες που πέρασα.»
Η Ήβη κοίταξε απέξω τα μαγαζιά που άρχισαν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο. «Και εγώ το χάρηκα αρκετά. Σε ευχαριστώ πολύ που με έφερες.»
«Δεν κάνει τίποτα. Αυτή τη στιγμή προτιμώ εσένα παρά τη Νίνα.» οι δυο τους γέλασαν. «Θα έρθει είπε με το δικό της;»
«Ναι. Είπε πως ήθελε να μείνει λίγο, να νιώσει την περιπέτεια.» του απάντησε η Ήβη επαναλαμβάνοντας τη συζήτηση με την αδελφή της. «Ελπίζω να επιστρέψει μέχρι αύριο. Δεν ξέρω τι δικαιολογία να πω στη Μίνα.»
Ο Ιάσονας σταμάτησε μπροστά από το κόκκινο φανάρι στην Πλατεία Αριστοτέλους. «Τίποτα μη της πεις. Μπορεί να μη το καταλάβει καν.»
«Και αν ρωτήσει; Δεν μπορώ να πω ψέματα.»
«Καταλαβαίνω.» το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά. «Αλλά ίσως δεν χρειαστεί. Μπορεί να πήρε η Νίνα τηλέφωνο. Μην αγχώνεσαι μέχρι να συμβεί. Και αν συμβεί, πες την αλήθεια. Σιγά. Πρώτη φορά φεύγει η Νίνα από την πόλη χωρίς να πει κουβέντα;»
Μάλλον το είχε κάνει και σε εκείνον. Ακούστηκε ένα παράπονο στη φωνή του. «Εντάξει.»
Μια στιγμή ευχάριστης σιωπής έπεσε στο αυτοκίνητο. Ο Ιάσονας συνέχισε να οδηγεί με προορισμό το σπίτι χωρίς να μιλάει. Η Ήβη προσπαθούσε να βρει λόγους για να βγει έξω πέρα από το φαγητό. Ναι δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Πέρα από το νηπιαγωγείο. Μια σκέψη που δεν περίμενε ποτέ να της έρθει, της έλλειψε. Τα παιδιά, η φασαρία, μετά η ησυχία. Κάτι στα πεταμένα παιχνίδια, στις μπογιές στα πρόσωπα, στα τραγούδια, στις φωνές. Όλα αυτά που τόσο μισούσε γιατί δεν μπορούσε να αντέξει. Κάτι της έκαναν αυτές οι δύο εβδομάδες. Και τώρα, αυτά τα μικρά σκατούλια που έτρεχαν πάνω της κάθε πρωί της έλειπαν.
Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως το σχέδιό της δεν ήταν αυτό που θα την έκανε ευτυχισμένη; Μήπως ήθελε κάτι το οποίο δεν ήταν για εκείνη;
Μήπως τα πράγματα ήταν πιο απλά και τζάμπα βασάνιζε τον εαυτό της με ερωτήσεις και σχέδια για σχέδια για σχέδια; Μήπως έπρεπε απλώς να τα αφήσει όλα και να απολαύσει τη στιγμή;
Και τότε μια άλλη σκέψη. Μια άλλη ερώτηση, άλλη μία μέσα στη θάλασσα του μυαλού της.
Τι άλλαξε;
«Τι άλλαξε;» μουρμούρισε. Ανακάθισε στη θέση της και κοίταξε τον Ιάσονα. «Τι άλλαξε;»
Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον δρόμο αλλά φάνηκε να ξαφνιάζεται με την ερώτηση. «Πού;»
«Με εσάς. Με τη Νίνα. Τι άλλαξε στη σχέση σας;» τον ρώτησε. «Σταματήσατε να αγαπάτε ο ένας τον άλλον;»
Ο Ιάσονας γύρισε να την κοιτάξει στιγμιαία. Άνοιξε το στόμα του αλλά οι λέξεις δεν βγήκαν. Η Ήβη παρακολούθησε μια σειρά από εκφράσεις έκπληξης, απορίας, άρνησης, μήπως τελικά αποδοχής, μέχρι που έφτασε σε κάποιο συμπέρασμα. Ο Ιάσονας έκανε μια προσπέραση, η πρώτη που κάνει σε όλη τη διαδρομή, αυξάνοντας για λίγο ταχύτητα. Και απάντησε.
«Δεν ξέρω.»
Αυτή η αβεβαιότητα μας μάρανε, θα έλεγε η Ευανθία, η Δανάη, η Μίνα και η Νίνα μαζί. Μετά από τόσες μέρες παρέα με τον Αχιλλέα, το σκεφτόταν και η Ήβη. Αν και δεν καταλάβαινε πλήρως τη σημασία της λέξης «μάρανε» αλλά υποθέτει πως σημαίνει κούρασε. Ή κάτι τέτοιο. Μήπως να το ψάξει-
«Δηλαδή, ξέρω.»
Η Ήβη ξαναέβαλε το κινητό στη τσέπη της. «Δεν φαίνεσαι σίγουρος.»
«Γιατί δεν μπορώ να σου απαντήσω τι έγινε από πλευράς της.» της εξήγησε και μείωσε ξανά τη ταχύτητα στα επιθυμητά πλαίσια. «Την αγαπάω Ήβη. Όσο τίποτε άλλο. Αν μπορούσα, θα την έπαιρνα και θα πηγαίναμε να παντρευτούμε μόνοι μας, να τελειώνει το πράγμα. Αλλά θέλω τη φασαρία, μετά την ησυχία. Τα πεταμένα πιάτα, τις τούρτες στο πρόσωπο, τα τραγούδια, τις-»
«Φωνές.»
Ο Ιάσονας ένευσε. «Ναι, τις φωνές. Και νομίζω πως αυτό είναι που δεν θέλει εκείνη. Το προσπάθησε, πολύ. Αλλά κάποιοι δεν μπορούν. Σπάνε, δεν αντέχουν.»
«Η αγάπη δεν έχει αντοχές. Είναι εκεί, από την αρχή μέχρι το τέλος.»
Ο Ιάσονας έστριψε. «Πού το διάβασες αυτό;»
Η Ήβη θυμήθηκε το βιβλίο που είχε πέσει από τον γκρεμό στην αρχή της εκδρομής στο χωριό. «Σε ένα βιβλίο που μάλλον καταβροχθίζεται από αρκούδες αυτή τη στιγμή που μιλάμε.»
Το στενό που βρισκόταν το σπίτι τους φαινόταν όλο και πιο μικρό. Η μπεζ πολυκατοικία υψώθηκε μπροστά της και τη κοιτούσε απειλητικά. Το φως στο τρίτο όροφο ήταν ανοιχτό. Στο τέταρτο ήταν σβηστό, οι κουρτίνες τραβηγμένες, όπως τις είχε αφήσει. Σπίτι λοιπόν.
Αυτό δεν της έλειψε ιδιαίτερα.
«Η μητέρα μου είναι ένας δύσκολος άνθρωπος. Πολύ δύσκολος άνθρωπος. Κάθε μέρα που τη κοιτάω αναρωτιέμαι αν ποτέ αγάπησε κάποιον.» της είπε ο Ιάσονας όταν πάρκαρε το αυτοκίνητο. «Και μετά θυμάμαι όλα εκείνα τα βράδια, που νόμιζε πως δεν ήταν κανείς στο σπίτι και έμενε μόνη. Τραγουδούσε και χόρευε και γελούσε. Ο μπαμπάς θα εμφανιζόταν από κάποιο δωμάτιο και θα έμπαινε στον χορό μαζί της. Και τότε καταλάβαινα κάτι. Η Μέδουσα είναι μικρό ψαράκι. Είναι γλυκιά, είναι όμορφη, είναι ευτυχισμένη. Αγαπάει τον μπαμπά όσο τίποτε άλλο. Και λατρεύει τον εαυτό της. Και είναι υπέροχη.»
Η Ήβη αμφέβαλε για όλα αυτά. Δεν πίστευε πως η Μέδουσα θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, χαρούμενος. Έπρεπε να το δει για να το πιστέψει. Θαύμα, όνειρο και εφιάλτης.
«Μετά σκέφτομαι τη Νίνα. Ύστερα από τόσο καιρό έχω καταλάβει ένα πράγμα. Ότι αυτή και η Μέδουσα είναι δύο άτομα, μία ψυχή. Ίδια.» η Ήβη σήκωσε ένα φρύδι προς απορία. Δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη σύνδεση. Και ο Ιάσονας της εξήγησε. «Δύο άνθρωποι ελεύθεροι να χαίρονται τη ζωή τους. Μόλις κλειστούν μέσα χάνουν τη δύναμή τους. Η μητέρα μου έχασε τη δύναμή της, η Νίνα φοβάται πως θα τη χάσει. Η μαμά δεν θέλει να παντρευτώ τον εαυτό της, η Νίνα δεν θέλει να καταλήξει έτσι. Νομίζω πως προσπαθούν να κάνουν τη χάρη η μία στην άλλη.»
Το γεγονός ότι η Νίνα θα έμοιαζε στη Μέδουσα δεν περίμενε ποτέ να το ακούσει. Και όμως, όσο συνέχιζε ο Ιάσονας τόσο καταλάβαινε. Στο μικρό μυαλό της, η Ήβη είδε την αδελφή της να αλλάζει. Αγαπούσε πολύ, αλλά ήθελε να ξέρει πως αν γίνει κάτι, η πόρτα για την έξοδο δεν θα είχε εμπόδια. Και ο γάμος για εκείνη ήταν κάτι τέτοιο, ένα εμπόδιο μπροστά από την πόρτα. Θα μπορούσε να το περάσει, ή η αγάπη της θα την κρατούσε πίσω.
Σε όλες αυτές τις σκέψεις, ο Ιάσονας της εξήγησε όλες τις μεταφορές μία προς μία. Κάπου είχε διαβάσει πως το κάθε άτομο είναι διαφορετικό από την πηγή της νοητικής ύπαρξής του, της σκέψης. Τώρα καθόταν δίπλα σε κάποιον που θα μπορούσε άνετα να σκέφτεται όπως εκείνη. Ο Ιάσονας καταλάβαινε το περιβάλλον γύρω του και τη κοινωνία που υπήρχε. Η Ήβη όχι, αυτή ήταν η διαφορά τους. Η πηγή ήταν ίδια.
«Θέλω να είναι ευτυχισμένη. Και αν αυτό σημαίνει πως δεν θα είμαστε μαζί, ας είναι έτσι.» της είπε ο Ιάσονας. «Αλλά θέλω μια χάρη.»
Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. «Τι χάρη;»
«Αν γίνει κάτι, το οτιδήποτε, θέλω να ξέρω. Θα ήθελα να γνωρίζω τον πόνο της, καταλαβαίνεις;»
Κούνησε το κεφάλι της θετικά.
Μάζεψε τα πράγματά της και βγήκε από το αυτοκίνητο. Η μόνη ένδειξη αποχαιρετισμού τους ήταν ένα χαμόγελο, μια υπενθύμιση της υπόσχεσης που είχαν δώσει, Δεν είπαν αντίο, γιατί να πουν; Κάτι τους έλεγε πως η επόμενη συνάντησή τους θα υπάρξει και θα είναι επική.
Ο Ιάσονας έφυγε και η Ήβη ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας της με το σακίδιο στην πλάτη. Το ασανσέρ, ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της, ήταν χαλασμένο, οπότε είχε μια δικαιολογία να πει όταν η Μίνα θα την έβλεπε λαχανιασμένη. Ένιωθε τόσο κουρασμένη που είχε σκοπό να μη μείνει πολύ. Ένα γεια, τι κάνεις και αμέσως για ύπνο.
Όταν είχαν πρωτοέρθει στη Θεσσαλονίκη, είχαν αγοράσει το διαμέρισμα στον τρίτο. Σύντομα ο Ανδρέας έφυγε, για στρατό, για σπουδές στην Αθήνα, για ταξίδια. Και μετά η Ήβη και η Νίνα μεγάλωσαν. Ήθελαν έναν δικό τους χώρο, να ζουν ανεξάρτητα αλλά στη φωλιά της μαμάς. Και όταν το διαμέρισμα στον τέταρτο έμεινε κενό, η Μίνα άρπαξε την ευκαιρία και το νοίκιασε. Τι και αν ήταν άχρηστο; Η Δανάη πλήρωνε. Οι δύο αδελφές το χάρηκαν. Το χρησιμοποιούσε κυρίως η Ήβη, εκεί κοιμόταν, εκεί έτρωγε, εκεί κρατούσε τα χαρτομάντιλα της Άννας όσο εκείνη εξηγούσε στην Ήβη και στη Δώρα τι έγινε με τον Γιώργο, το αγόρι της. Και η μαμά ήταν ακριβώς από κάτω, φαγητό έτοιμο για να το καταβροχθίσει ελεύθερα.
Η ζωή ήταν όμορφη ξανά.
«Αχ το μωρό μου! Ήρθε το μωρό μου!» φώναξε η Μίνα μόλις η Ήβη μπήκε μέσα. Τη φίλησε στο μάγουλο και τις τα τσίμπησε. «Άργησε να έρθει το μωρό μου. Κάτι μέρες. Πήγες και έφυγες χωρίς να μου το πεις, δεν ντρέπεσαι; Εγκεφαλικό πήγα να πάθω! Αχ το μωράκι μου μεγάλωσε. Σου έκανα μια λεμονόπιτα, τύφλα να έχει η Ευανθία!»
Η Ήβη απομακρύνθηκε και σκούπισε τα υπολείμματα σάλιου από το μάγουλό της. «Η Ευανθία βλέπει καλύτερα από όλους μας.»
«Ε καλά, όχι τελευταία. Γριά γυναίκα.» η Μίνα κάθισε στον καναπέ και στήριξε το πρόσωπό της στο δεξί της χέρι. Η μαμά της την κοιτούσε όπως κοιτούσε τον Matthew Macfadyen στην Περηφάνεια και Προκατάληψη. «Για πες. Πώς ήταν;»
«Ωραία.» απάντησε η Ήβη αφήνοντας τα πράγματά της στο τραπέζι. «Και ξεκίνησαν κάπως έτσι...»
Για δύο ώρες η Ήβη μιλούσε στη μητέρα της για τις περιπέτειές της. Στο μυαλό της, αυτός ο χρόνος ήταν υπερβολικός. Αλλά όταν κοίταξε το ρολόι που είχε πάει δέκα το ξανασκέφτηκε. Και συνέχισαν να μιλάνε. Η Μίνα θα τη σταματούσε για να τη ρωτήσει κάτι, η Ήβη θα γκρίνιαζε πως της αποσπούσαν την προσοχή τέτοιες ερωτήσεις, αλλά ναι, ήταν πολύ ωραία η λεμονόπιτα, και ο Huphrey Bogart θα έφτανε στη σκηνή που θα έλεγε «Here's looking at you, kid.» στην Ingrid Bergman.
«Καλέ η Νίνα πού είναι; Τα πατατάκια.»
Η Μίνα έψαχνε το κινητό της για να πάρει την αδελφή της τηλέφωνο. Η Ήβη ήθελε να αποφύγει αυτή την ερώτηση. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήθελε να κρατήσει τη σημερινή μέρα δική της, ένα κρυφό μυστικό. Λες και θα είχε σημασία αν της έλεγε πως η Νίνα έκανε όλο τον δρόμο μέχρι την Αθήνα με τον πρώην της για να προσπαθήσει να σταματήσει τον Αχιλλέα από το να καταστρέψει έναν γάμο.
Είχε σημασία για εκείνη. Ήταν δική της, μία μικρή περιπέτεια που ήθελε να κρατήσει μυστική.
Το δάχτυλό της έμοιαζε γυμνό χωρίς το δαχτυλίδι.
«Εγώ πάω για ύπνο.» της είπε.
«Ναι να πας μωρό μου, να πας να χαλαρώσει το προσωπάκι σου. Να πας.»
Και γιατί του έδωσε το δαχτυλίδι; Γιατί του άφησε το χαρτάκι; Δεν ήταν σίγουρη, χθες το βράδυ φαινόταν σαν μια καλή ιδέα. Για ένα αποχαιρετιστήριο δώρο ίσως; Ποιος ξέρει; Αλλά ήθελε να του πει κάτι τελευταίο, πριν φύγει.
Γιατί θα έφευγε, τα σημάδια έτσι της έλεγαν. Τα απαλά χαδάκια, οι μεγάλες, πολύωρες σκέψεις, η επιθυμία να πει «Είσαι τόσο κατεστραμμένος, σαν εμένα, νομίζω πως θέλω να με καταστρέψεις και εσύ λίγο ακόμα.». Ίσως όχι με αυτές ακριβώς τις λέξεις, αλλά κάπου σε εκείνο το πλαίσιο.
Ήταν ερωτευμένη; Όχι. Όχι ακόμα.
Αλλά έτσι είχε αρχίσει και την προηγούμενη φορά. Και τα πράγματα δεν πήγαν καλά.
Όσο μιλούσε με τη Μίνα, ένιωθε περίεργα. Η εκδρομή στο χωριό και η μετ' έπειτα περιπέτειά της είχε αρχικά έναν σκοπό, να βρει την αγάπη, σαν ύπαρξη, σαν σημασία μέσα στη ζωή. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Μίνα, η Νίνα και η Ευανθία την έσυραν από το δωμάτιό της. Και τώρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί για αυτό. Ένιωθε σαν να τους έλεγε ψέματα, η Ήβη όμως δεν έλεγε ψέματα.
Δύο χρόνια πριν γνώρισε κάποιον που της έδειξε τι σημαίνει έρωτας και την έμαθε να αγαπάει τη κάθε στιγμή, το κάθε χιλιοστό πάνω της και να χαμογελάει στις δυσκολίες. Λίγο παραπάνω από έναν χρόνο πριν, αποφάσισε πως όλο αυτό δεν άξιζε. Ήταν ένας μεγάλος πόνος. Και όπως κάθε πόνο, η Ήβη αποφάσισε να τον αποφύγει όπως μπορούσε. Τότε είχε αργήσει αλλά τώρα έπραξε νωρίς. Πριν πληγωθεί.
Το διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο ήταν σκοτεινό. Αυτό ήταν το σκοτάδι που ήξερε και γνώριζε καλά. Χωρίς να ανοίξει το φως, περιπλανήθηκε για λίγο μέχρι που έφτασε στο δωμάτιό της. Άφησε τα πράγματά της στο πάτωμα νιώθοντας μια επιθυμία για να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια της. Ίσως αν κοιμόταν δεν θα το σκεφτόταν. Το τι θα γινόταν αν έμενε, τι θα γινόταν αν είχε κάτσει λίγο ακόμα.
Ο Αχιλλέας ήταν ερωτευμένος με τη Σειρήνα. Τη κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια. Άραγε ήξερε; Ή απλώς διάλεξε τον δύσκολο δρόμο για να νιώσει πως αγαπιέται;
Η Ήβη θυμόταν λίγες σκηνές από εκείνο το βράδυ, και αυτό γιατί οι περισσότερες ήταν άχρηστες αναμνήσεις που έχασαν την αξία τους στην πορεία του χρόνου. Ήταν το τέλος του καλοκαιριού, ενάμιση χρόνο πριν, και σε κάποιο σπίτι στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης κάποιος είχε την υπέροχη ιδέα να μαζευτούν για ένα Χριστουγεννιάτικο πάρτι. Η Ήβη δεν ήθελε να πάει, είχε ζέστη, ήταν μακριά και το βράδυ θα έκανε ανάλυση των βιβλίων Χάρι Πότερ μαζί με τη Μίνα σε σχέση με τις ταινίες. Θα ήταν ένα υπέροχο βράδυ, αν η Άννα δεν την έσερνε εκεί. Μέχρι και η Δώρα ήταν κατά.
Αλλά το τρίο μαζεύτηκε και πήγε.
Η Άννα ήθελε να πάνε καθαρά για την ατμόσφαιρα. Ήταν από τους ανθρώπους που έβγαζε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο τέλη Οκτωβρίου και ξόδευε κόκκινες κορδέλες παντού στα ρούχα της για να αρχίσει να μπαίνει σε εκείνο το σκεπτικό των εορτών. Καλοκαίρι ως ήταν λοιπόν, θέλησε να πάρει τις φίλες της και να μιλήσουν για τα ψυχολογικά τους κάπου έξω, χωρίς να κλείνονται στο σπίτι και στη ζέστη. Η Άννα δεν μπορούσε να τις σύρει κυριολεκτικά μέχρι εκεί οπότε έθεσε σε εφαρμογή το επόμενο σχέδιο.
Τις έπεισε με σουβλάκια και βάφλες. Τίποτα από αυτά δεν τα μαγείρεψε εκείνη, ευτυχώς. Ευγενική χορηγία της Μίνας.
«Κάποιοι νομίζουν πως τα παραγγείλαμε.» τους είπε όταν κάθονταν σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού. «Ίσως φταίει πως φώναξα πρακτικά ότι θα τα φάμε μόνο εμείς και τώρα ψάχνουν να τα βρουν.»
Η Δώρα είχε βάψει τα μαλλιά της κίτρινα. Πάνω στο μαύρο σεντόνι από το κρεβάτι του δωματίου φαίνονταν πως οι τούφες της φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Η Νυμφαδώρα έτριψε το στομάχι της. «Εγώ πάντως είμαι έτοιμη για τις βάφλες, δεν ξέρω για εσάς.»
Το στομάχι της Ήβης έβγαλε έναν ακατανόητο ήχο. Η γεύση από το σουβλάκι ήταν ακόμη νέα στο στόμα της και ένιωθε πως δεν μπορούσε να φάει άλλο. «Ναι και εγώ είμαι έτοιμη.»
Η Άννα από το πάτωμα στο οποίο καθόταν έφερε προς το μέρος της τη μικρή τσάντα μεταφοράς που είχε δανειστεί από τη Μίνα. Από μέσα έβγαλε σαντιγί, κρέμα πατισερί, μους σοκολάτας γάλακτος και λευκής, σιρόπι κανέλας, σιρόπι φράουλας και μπισκότα Oreo. Η Ήβη ήταν πολύ σίγουρη πως το ψυγείο και το ντουλάπι της κουζίνας είχε αδειάσει, όπως γίνεται κάθε φορά που τα κορίτσια έρχονται σπίτι. Τώρα το έκαναν και μεταφορά μέσω του καινούριου αυτοκινήτου της Δώρας.
«Η μαμά φρίκαρε μόλις με είδε.» συνέχισε η φίλη της με την προηγούμενη συζήτηση. «Είπε με εκείνη την έκφραση που παίρνει όταν δεν της πετυχαίνουν τα dumblings, ξέρετε τώρα, μου λέει τέλος πάντων "Ποια φοιτήτρια Ιατρικής έχει τέτοια μαλλιά; Τα κόκαλα της γιαγιάς σου θα τρέμουν!". Εν τω μεταξύ τα κόκαλα της γιαγιάς όλοι ξέρουμε πως είναι πάνω στο τζάκι. Δεν έτρεμαν.»
Η Νυμφαδώρα προερχόταν από μια ιδιαίτερη οικογένεια. Η μαμά της ήταν από τη Κορέα, Νότια ευτυχώς. Ο πατέρας της ήταν τρίτης γενιάς Έλληνας με ρίζες από τη Κίνα. Και η Νυμφαδώρα κάποιες μέρες το έπαιζε Κινέζα, άλλες Κορεάτισσα, ανάλογα το συμφέρον. Τα Ασιατικά χαρακτηριστικά της ήταν πάντα ένα θέμα που είτε ήταν άξιο κοροϊδίας από κάποιους είτε άξιο θαυμασμού από τους περισσότερους. Όταν πέρασε στην Ιατρική, και οι δύο γονείς της πίστευαν πως η ζωή της κόρης τους δεν θα μπορούσε να πάει καλύτερα, ακολουθούσε εξάλλου το όνειρο και το επάγγελμα και των δύο οικογενειών. Μετά τους ανακοίνωσε πως θα ακολουθούσε την Ιατροδικαστική ειδίκευση. Και από τότε είναι στα μαχαίρια.
Η Ήβη έβαλε στη βάφλα της κρέμα πατισερί, καραμέλα και τα μπισκότα. Την πήρε σε ένα από τα πλαστικά πιάτα και επέστρεψε στη θέση της πάνω στο ξύλινο γραφείο. «Και εσύ τι απάντησες;»
«Πως θα προτιμούσα να είμαι Γιαπωνέζα, μιας και αυτό είναι το μόνο που λείπει από το σόι. Ανακάλυψα πως κάποιος παππούς ήταν από εκεί.» της απάντησε η Δώρα δαγκώνοντας την υπερφορτωμένη από υλικά βάφλα της. Είχε λίγο σιρόπι φράουλας στο μάγουλό της. «Μπορείς να δεις την απογοήτευσή μου που δεν πέρασε το αστείο.»
«Εγώ πάντως λέω να τα βάψεις ξανά στο φυσικό σου. Μοιάζεις με μπανάνα από μακριά βρε παιδί μου!» σχολίασε η Άννα από το πάτωμα.
«Και για κάτι τέτοια που λες θα μείνεις εκεί κάτω.» της απάντησε η φωσφορίζουσα φίλη. «Μη τολμήσεις και σηκωθείς, θα σε χτυπήσω. Που θα μου πεις να τα βάψω στο φυσικό μου. Τι είμαι εγώ, καμιά φυσιολογική; Σα δε ντρέπεσαι.»
Η Ήβη είδε την Άννα να καταβροχθίζει τη βάφλα της με ένα κρυφό χαμόγελο. Είχε χτυπήσει φλέβα στα νεύρα της Δώρας και αυτό ήταν η καλύτερη ψυχαγωγία και για τις τρεις τους. Η Δώρα χαμογέλασε και ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι με ανοιχτά χέρια και πόδια και το πιάτο με τη βάφλα της πάνω στο στήθος να ανεβοκατεβαίνει. «Τέλος πάντων, νομίζω πως θα με αποκληρώσουν.»
«Από την περιουσία με τα δύο εκατομμύρια μπουκαλάκια κανέλας;» ρώτησε η Άννα.
«Και βαλεριάνας, μη το ξεχνάς αυτό.» της θύμισε η Ήβη κουνώντας τα πόδια της.
Η Δώρα έφαγε ένα μπισκοτάκι. «Το τσάι σου θα ξεχάσουμε;»
«Είναι για τα νεύρα.»
«Είναι για τα σκουπίδια. Ούτε ο Λι δεν το πίνει.» απάντησε η Δώρα φέρνοντας στη συζήτηση τον μπαμπά της. «Μια φορά το πέταξε όταν ήρθε η νέα παραγγελία στο μαγαζί. Μετά κατέβασε λίγο τη τιμή για να φύγει όλο το φορτίο. Περιττό να πω πως η μαμά έψαχνε για σπίτια στην Αριστοτέλους μετά από αυτό. Λέει θέλει να αγοράσει μετοχές στο Electra Palace.»
Η Άννα σήκωσε το κεφάλι της. «Θα έχουμε έκπτωση στο τσίζκεϊκ ή θα πληρώνουμε ακόμη 14 ευρώ για τη κουτσουλιά;»
«Το έχουν στα 16 πλέον.» τους ενημέρωσε η Ήβη. Τα παπούτσια της χρειάζονταν καθάρισμα.
Δεν πρόσεξε που και οι δύο φίλες της τη κοιτούσαν. Η Δώρα είχε σηκωθεί στους αγκώνες της, το πιάτο με τη βάφλα να βρίσκεται σε μια επικίνδυνη γωνία για τα ρούχα της. Η Άννα είχε κάτσει στα πόδια της και τη κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα.
«Και εσύ πού το ξέρεις αυτό; Τελευταία φορά που πήγαμε έκανες εμετό και ορκίστηκες να μη ξαναπάς.» η Άννα είχε τρομερή μνήμη όταν ήθελε.
Η Ήβη είχε μείνει άφωνη. Παραλίγο να μαρτυρήσει το μυστικό. Εντάξει δεν ήταν ένα τόσο μεγάλο μυστικό. Δεν είχε κάνει και κάτι τραγικό. Αλλά ήταν δικό της. Και θα το κρατούσε για λίγο ακόμα.
«Ένας φίλος.»
Ποια βάφλα και ποια Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που έπεσαν όταν η Δώρα και η Άννα χοροπήδησαν πάνω στο κρεβάτι και τη κοιτούσαν περιμένοντας εξηγήσεις; Τα λαμπάκια ξαφνικά βρέθηκαν από το ξύλο του κρεβατιού στο πάτωμα σε μία κίνηση και η Ήβη είδε σε πράσινο, κόκκινο και μπλε κάτι κάλτσες που κρύβονταν κάτω από το έπιπλο. Οι δύο φίλες της τη κοιτούσαν με μεγάλα μάτια -η Δώρα όσο μπορούσε, την είχε πιάσει μια νύστα- και δύο σκανδαλιστικά χαμόγελα την καλωσόρισαν.
«Ποιος φίλος;» ρώτησε η Άννα με γλυκιά φωνή.
«Κάποιος ψηλός, μελαχρινός που σου στέλνει μήπως βιβλία;» συνέχισε η Δώρα.
Η Ήβη τις κοιτούσε έκπληκτη. Δεν περίμενε να γνωρίζουν κάτι για αυτό. Άγχος την κυρίευσε ξαφνικά. Και αν ήξεραν ποιος είναι; Θα ξεκινούσαν τα γνωστά ερωτήματα, τι ζώδιο είναι, πιστεύει πως η Avril Lavigne είναι ζωντανή ή ότι έχει αντικατασταθεί από κάποια σωσία της από τους Iluminati, θα έκανε την ιεροσυλία να φάει μπουγάτσα με σοκολάτα; Και το κυριότερο, είναι από χωριό; Γιατί αυτοί έχουν μεγάλο σόι, δεν τα μπορούμε αυτά.
Πώς μπορούσε να τους πει πως ο τύπος είχε ήδη απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις και της είχε κάνει τις αντίστοιχες; Ή πώς επίσης μπορούσε να τις πει πως νομίζει ότι κάθε φορά που τον βλέπει, μοιάζει με τη Νίνα όταν βγαίνει από το δωμάτιο που είχαν κάνει σεξ με τον Ιάσονα;
Δεν ήξερε τι ήταν. Δεν ήξερε τι ένιωθε. Ή μάλλον ήξερε, φόβο. Φόβο για τι μπορεί να της κάνει στο μέλλον μια τέτοια φιλία. Ήταν όντως φιλία; Η Ήβη φοβόταν να ρωτήσει.
«Να μωρέ, δεν είναι κάτι, απλώς-»
Για καλή της τύχη δεν χρειάστηκε να τις πει κάτι παραπάνω.
Η πόρτα του δωματίου που νόμιζαν πως είχαν κλείσει καλά άνοιξε διάπλατα και δύο αγκαλιασμένες φιγούρες εμφανίστηκαν στο κατώφλι της. Η Ήβη άφησε τη βάφλα από το χέρι της και οι τρεις φίλες γύρισαν να δουν τι διέκοψε τη συζήτησή τους. Το ζευγάρι σταμάτησε να φιλιέται και τώρα κοιτούσε τις κοπέλες.
Η Ήβη εντόπισε πρώτα ένα ζευγάρι γκρίζα μάτια που ήξερε καλά. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και ήταν σχεδόν σίγουρη πως η μελαχρινή κοπέλα με τα πράσινα μάτια ευθύνονταν για αυτό.
Εκείνος τη κοιτούσε παγωμένος. Σαν να μην ήξερε τι να κάνει. Η Ήβη αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν τώρα. Κανείς δεν πίστευε πως ο άλλος θα βρισκόταν στο ίδιο μέρος αυτή τη στιγμή. Ένιωθε να σφίγγεται το στήθος της. Σαν κάτι να την πονάει. Εκείνος ανέπνεε με δυσκολία αλλά δεν τραβούσε τα μάτια του από πάνω της. Προσπαθούσε ο ένας να διαβάσει τον άλλον και να απαντήσει στο ερώτημα «Και τώρα, τι;»
Η κοπέλα δίπλα του κοιτούσε μία τον άνδρα μία την Ήβη και μετά την Άννα. Η Άννα ακολούθησε την ίδια πορεία κυνηγιού, έψαχνε να βρει απαντήσεις στα χιλιάδες ερωτήματά της. Η Δώρα σκούπιζε αργά το σιρόπι φράουλας από το μάγουλό της καθώς ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε γέλια.
«Ήβη-»
«Συγνώμη για την ενόχληση.» τον διέκοψε η μελαχρινή κοπέλα από δίπλα του.
Πριν προλάβει να επεξεργαστεί τις πληροφορίες στο μυαλό της, η κοπέλα τράβηξε τον άνδρα έξω κλείνοντας την πόρτα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορε, πότε μπήκαν, πότε ειδώθηκαν, πότε έφυγε, δεν το κατάλαβε. Η Ήβη συνέχισε να κοιτάει το ξύλινο μέρος που κάποτε στεκόταν εκείνος και ένιωθε πως ούτε αυτός είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τι στο καλό είχε συμβεί μόλις τώρα; Ήθελε όσο τίποτε άλλο να κλάψει. Και να φωνάξει.
Δεν είχαν σχέση, ήταν φίλοι. Και αυτό την πείραζε ακόμη περισσότερο. Από την έκφρασή του, αυτό πείραζε και εκείνον.
Η Δώρα ήταν αυτή που μίλησε πρώτη. Η ερώτηση ήταν προς την Άννα. «Αυτή δεν ήταν η-»
«Ναι.»
Και μετά στην Ήβη. «Και αυτός δεν ήταν ο-»
«Ναι.»
Η Δώρα έπιασε τη βάφλα της. «Νομίζω πως τώρα ξεκινάει το καλό.»
Η Ήβη βρήκε τον λευκό φάκελο πάνω στο κρεβάτι της, όπως της είχε υποσχεθεί η Νίνα. Μαύρο μελάνι με καλλιγραφικά ανδρικά γράμματα στη μία γωνία, μια σφραγίδα με το σήμα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου από την άλλη. Η Ήβη άγγιξε το χαρτί για λίγο πριν σκίσει το χαρτί σιγά σιγά. Μέσα από τον φάκελο έπεσε ένα ενημερωτικό φυλλάδιο του Πανεπιστημίου, ένα χαρτί με την υπογραφή του Πρύτανη που η ίδια ήξερε ήδη τι έγραφε και ένα χαρτί μικρό. Η Ήβη το άνοιξε σιγά σιγά. Χαμογέλασε όταν είδε εκείνα τα όμορφα καλλιγραφικά γράμματα.
«Ώστε μεταπτυχιακό με πλήρη υποτροφία. Περιμένω δύο βιβλία τον επόμενο μήνα σαν πληρωμή. Περιμένω τηλεφώνημα. -Ε.»
Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της και κοίταξε την ώρα. Στο Εδιμβούργο ήταν δύο ώρες πίσω. Θα ήταν αρχή της βραδιάς για εκείνον. Δεν θα τον ενοχλούσε ιδιαίτερα.
Έψαξε το κινητό της στις τσέπες του παντελονιού της και βρήκε το τηλέφωνό του στο γράμμα Ε στον κατάλογο του Viber. Δεν είχε όρεξη να πληρώνει για τηλέφωνα εξωτερικού στη Vodafone, ούτε εκείνος. Ένιωσε ένα ρίγος όπως κάθε φορά που πατούσε το κουμπί της κλήσης. Ήταν η ανυπομονησία για τη φωνή του. Για τις συζητήσεις τους. Για τον απλό χαιρετισμό.
«Γεια.»
Χαμογέλασε. «Γεια.»
Μια μικρή σιγή και κατάλαβε πως περπατούσε σε κάποιο άλλο μέρος για να μη τον ακούν οι άλλοι. Ίσως τελικά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Αλλά άκουσε το γέλιο του και κατάλαβε πως ήταν ακριβώς η στιγμή που έπρεπε. «Άργησες.»
Η Ήβη άφησε μια πνοή να φύγει από μέσα της. Ήταν σαν ένα βάρος που αυξάνονταν και λίγο λίγο, έπεφτε καθώς τα έλεγε ξανά και ξανά. «Ήμουν σε μια περιπέτεια.»
«Περιπέτεια; Γνώρισες κάποιον που άξιζε να χαραμίσεις το χρόνο σου;»
Γέλασε. «Ίσως.»
«Λοιπόν...»
«Λοιπόν...» μουρμούρισε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το δωμάτιό της κοιτούσε στην πίσω πλευρά της πολυκατοικίας. Λίγα μετά μετά και μια νέα πολυκατοικία της έδειχνε τα τούβλα της. Φώτα από οικογένειες που παίζουν σκράμπλ, κάποιος που σαν τη Μίνα έκλαιγε με κάποια ταινία, οι συνήθεις καβγάδες μεταξύ γειτόνων. Και αυτό της έλλειψε. «Σε ευχαριστώ πολύ για όλα.»
«Ας μη μιλήσουμε για αυτό από τώρα.» της είπε και κατάλαβε πως καθόταν. Τον φαντάστηκε μπροστά από κάποια βιβλιοθήκη όπως έλεγε πως είχε στο σπίτι του με τη Jane Austen και την Emily Dickinson να του κουνούν το μαντίλι. Ένας κρυφός κοινός έρωτας που είχαν οι δυο τους. «Πες μου, πώς είσαι;»
Η Ήβη άφησε τους γείτονες να μαλώνουν και βγήκε από το δωμάτιο. Άναψε αυτή τη φορά το φως και η κουζίνα βρέθηκε μπροστά της. Λοιπόν, βρασμένο νερό για αρχή. «Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια. Είμαι...κάπως. Νιώθω λίγο περίεργα.»
«Στο στομάχι; Πιες κανένα τσάι. Ξέρεις εσύ.»
Η Ήβη χαμογέλασε καθώς έκοβε το λεμόνι. «Ναι κάτι ξέρω. Αλλά δεν είναι αυτό.»
«Τότε τι είναι;» τη ρώτησε και άκουσε σελίδες να γυρνάνε. Είχε ήδη βρει το επόμενο βιβλίο για τη καθιερωμένη ανταλλαγή τους; Ανυπομονούσε.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» το νερό ήταν έτοιμο, έκλεισε τον βραστήρα. «Όταν ξέρεις...πριν ξεκινήσει όλο αυτό...να-»
«Λέξεις Ήβη, τις χρησιμοποιούμε πού και πού εμείς οι άνθρωποι.»
Πράσινο τσάι ή Μαύρο; Η πιο δύσκολη απόφαση. «Τι ένιωθες όταν με ερωτεύτηκες;»
Δάγκωσε τα χείλη της. Είχαν κάνει μια παρόμοια συζήτηση όταν ήταν μαζί. Αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν ένας τρίτος, η τρίτη θεωρία της. Μπορούσε να δει τα πράγματα αλλιώς.
Πράσινο λοιπόν.
«Στα βαριά κατευθείαν λοιπόν.» τον άκουσε να κλείνει το βιβλίο του. Άρα μάλλον δεν ήταν το ιδανικό. «Έχει περάσει καιρός. Δεν μπορώ να το πω με λέξεις.»
«Νόμιζα πως τις χρησιμοποιούμε εμείς οι άνθρωποι.»
«Δεν υπάρχουν λέξεις για τα πάντα.»
Η Ήβη έβαλε το φακελάκι μέσα στο νερό και περίμενε να βγει το εκχύλισμα. «Λοιπόν;»
«Λοιπόν. Εντάξει. Δεν ήταν εύκολο για μένα, το ξέρεις. Μόλις είχα βγει από μια σοβαρή σχέση και όταν σε γνώρισα δεν ήμουν σωστός απέναντί σου.» της είπε. Η Ήβη χαμογέλασε θυμούμενη εκείνο το βράδυ. Ασυναίσθητα κοίταξε το χέρι της. Υπέροχος πόνος. «Αλλά σε είδα και σκέφτηκα πως ήσουν υπέροχη. Δεν σε γνώριζα, δεν ήξερα καν το όνομά σου. Απλώς βγήκες στο μπαλκόνι, με κοίταξες και η σκέψη ήρθε από μόνη της. Από εκεί και μετά όλα είναι θολά.»
Φακελάκι στον κάδο, λεμόνι στο φλιτζάνι. Το τσάι ήταν έτοιμο και η Ήβη μετακινήθηκε μέσα στον χώρο για να πάει πάλι στο δωμάτιό της. «Τι σκεφτόσουν;»
«Όταν σε φίλησα;» η Ήβη απάντησε θετικά. «Ότι θα ήταν μια πάρα πολύ καλή ιδέα να φιλήσω αυτό το πανέμορφο αντικοινωνικό άτομο που γκρίνιαξε πως ο χώρος ήταν δικός της.»
Για λίγο άφησε το φλιτζάνι στο κομοδίνο και τράβηξε τη κουρτίνα στο πλάι. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και με τα απαραίτητα, βγήκε έξω. Στον θόρυβο. «Ένιωθα πως απειλούσες τον προσωπικό μου κύκλο.»
«Τον απειλούσα και δεν φοβήθηκα να τον παραβιάσω.»
«Και αν δεν ήθελα;»
«Εσύ ήσουν αυτή που με φίλησε το επόμενο βράδυ.»
Η Ήβη χαιρέτησε τη κυρία Καλλιόπη από απέναντι. Η γριά γυναίκα νόμιζε πως δεν την έβλεπε κανείς. Τα άκουγε όλα. «Δεν το μετανιώνω.»
«Ευτυχώς. Αλλιώς θα είναι πολύ ντροπιαστικό αυτό που έχω να πω στη συνέχεια.» η Ήβη γέλασε, εκείνος έβηξε για να σοβαρευτεί. «Τι σκεφτόμουν ε; Σκεφτόμουν πως κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να σου στείλω κάποιο βιβλίο έψαχνα μία ώρα στο ίντερνετ για το τι να σου γράψω. Και όταν έστελνες το δικό σου ήμουν ο πιο αγενής άνθρωπος στους άλλους γιατί ήθελα να δείχνω την απόλυτη προσοχή μου σε εσένα. Κάθε φορά που ήταν να συναντηθούμε σκεφτόμουν πως έμοιαζα με μουχλιασμένη πατάτα και αναρωτιόμουν πως ή ήμουν ο πιο τυχερός άνθρωπος που πατούσε στη Γη, ή απλά θα γινόμουν ρεζίλι και θα έπεφτα από το μπαλκόνι να πεθάνω.»
Η Ήβη σήκωσε το φλιτζάνι στα χείλη της και ήπιε την πρώτη γουλιά από σπιτικό τσάι με λεμόνι που είχε να πιει εδώ και μία εβδομάδα. «Όμως δεν το έκανες ποτέ.»
«Όχι, δεν το έκανα.» η φωνή του μαλάκωσε. «Γιατί μετά σκεφτόμουν πως αυτή η κοπέλα, που φοβόταν τα πάντα, που ήθελε να είναι μακριά από τα πάντα, που ανέλυε τη κάθε της πράξη σε ένα σημειωματάριο και απέκλειε τις ασήμαντες κινήσεις στη ζωή, αυτή η κοπέλα ήθελε να περάσει χρόνο μαζί μου. Σκεφτόμουν πως ήθελα να είμαι ένας καλύτερος άνθρωπος για εκείνη. Σκεφτόμουν πως αν σταματούσε ξαφνικά να μου μιλάει, δεν θα είχα λόγο να προσπαθήσω για κανέναν λόγο. Απλά και μόνο επειδή δεν θα την είχα στη ζωή μου.»
Κάθισε στην πλαστική καρέκλα και έφερε τα πόδια της στο στήθος. Είχε κρύο σήμερα τελικά. «Και πότε κατάλαβες πως ήσουν ερωτευμένος μαζί μου;»
«Και μια εύκολη ερώτηση.» τον άκουσε να ψιθυρίζει. Η φωνή του σιγανή, λες και τα έλεγε όλα στα βιβλία του και στα θεατρικά του έργα. Λες και ήταν κάποιο μυστικό που θα το έλεγε για πρώτη φορά. Λες και της έδινε ένα κομμάτι της ψυχής του. «Κατάλαβα πως σε ερωτεύτηκα εκείνο το καλοκαίρι σε εκείνο το σπίτι. Όταν είδα τα μάτια σου να πονάνε που με είδαν με τη-»
«Μη λες το όνομά της.» ψιθύρισε.
«Εντάξει.» της είπε και συνέχισε. Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της. Ήθελε μόνο να τον ακούει, να τη μαγεύει με αυτή την αίσθηση και μόνο. Και το έκανε, όπως πάντα. «Κατάλαβα πως σε ερωτεύτηκα γιατί πόνεσα που σου προκάλεσα κακό. Ήταν εκείνη η μικρή στιγμή που το μυαλό μου είχε παγώσει. Χρόνος, τόπος, σκέψη. Όλα ήταν δικά σου και εκείνη τη στιγμή εγώ στα έδωσα.»
Ένιωσε τα μάγουλά της να ζεσταίνονται και να μαζεύεται κούραση. Δεν το πίστευε και όμως, να' το. Η απόδειξη.
«Γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά Ήβη;»
Χαμογέλασε πικρά στον κανέναν.
«Γιατί είμαι ερωτευμένη. Για αυτό.» του είπε. Ήταν μια ομολογία, μια απόδειξη προς τον ίδιο της τον εαυτό και μια βεβαίωση πως δεν είχε κάνει λάθος. «Και πονάει γιατί αυτός είναι ερωτευμένος με άλλη.»
Ο Θεός της, ο γλυκός Θεός της. Άκουγε την αναπνοή του μέσα από το ακουστικό. Κάτι ήξερε περί του θέματος. Καταλάβαινε γιατί πονούσε. Το κοριτσάκι του πονούσε. Και πονούσε και εκείνος μαζί της.
«Περνάει.» της είπε σιγανά. «Περνάει στη συνέχεια. Πάντα θα υπάρχει αυτό το γιατί. Το καταραμένο γιατί όχι εγώ. Πού έκανα λάθος. Αλλά δεν έκανες εσύ κάτι λάθος. Κάποιες φορείς ο Θεός έρωτας κάνει λάθη. Κάποιες φορές το βέλος τρυπάει τον λάθος άνθρωπο.»
«Δεν ήθελα να τρυπήσει εμένα.»
«Δεν θα σου ζητήσει την άδεια. Απλώς θα το κάνει.»
Η Ήβη σήκωσε το κεφάλι της ψηλά. Άλλος ένας καβγάς μεταξύ του κυρίου Παντελή και της κυρίας Τούλας. Και αυτό, γιατί εκείνος είναι ερωτευμένος με τη κυρία Γιώτα. Ένας έρωτας είναι και αυτός. Ποιος πονάει όμως περισσότερο; Και ποιος θα καταφέρει να το ξεπεράσει;
«Τα χρόνια της Αθωότητας, Edith Wharton. Το αποφάσισα.» η Ήβη γέλασε στην επιλογή του. Τυχαίο; Μάλλον καθόλου. Είχε απαίσια αίσθηση του χιούμορ. «Αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, νομίζω και εγώ ερωτεύτηκα.»
Η Ήβη ήπιε από το τσάι της χαρούμενη ύστερα από τη καταιγίδα. «Πώς τη λένε;»
«Τη λένε Astrid. Νομίζει πως είμαι ο τέλειος Έλληνας.» της απάντησε. «Δεν της έχω πει ότι τα βράδια πλακώνομαι στο παγωτό.»
Χαμογέλασε. «Δεν το έμαθε ακόμα;»
«Δεν τόλμησα να καταστρέψω την εικόνα μου στα μάτια της. Έχουμε καιρό ακόμα.»
«Όταν έρθει η ώρα, να της πεις για την πίτσα.» του είπε. «Είναι κρίμα να το μάθει αργά.»
Το γέλιο του ήταν βαρύ και όμορφο. «Είμαι μια κινούμενη καταστροφή.»
«Δεν ξέρω αν θα έρθω.»
Της βγήκε αβίαστα. Το σκέφτηκε πολύ και δεν άντεξε, ήθελε να το πει. Το βιβλίο έπεσε από τα χέρια του, ακούστηκε δυνατή η πτώση πάνω στο ξύλο. Άκουσε την αναπνοή του να επιταχύνεται και μαζί αυξήθηκαν και οι παλμοί της καρδιάς του. Δεν ήθελε να μιλήσουν για αυτό, έτσι της είχε πει. Αλλά η Ήβη δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο μέσα της. Είχε αμφιβολίες για το μέλλον. Είχε αμφιβολίες αν εκεί ήταν το δικό της μέλλον.
Της είχε δώσει μια θέση σε ένα πολύ καλό μεταπτυχιακό με πλήρη υποτροφία. Ήταν απλώς μια πρόταση αυτή τη στιγμή μιας και η Ήβη δεν είχε τελειώσει τη σχολή της, αλλά δεν χρειαζόταν. Εκείνος τελείωνε το διδακτορικό του, όμως είχε αποκτήσει γερές βάσεις στο Πανεπιστήμιο, θα γινόταν καθηγητής. Και εκείνη θα πήγαινε στη Σκωτία για τις μεταπτυχιακές της σπουδές. Δεν ήθελε τίποτε άλλο στο κόσμο παρά μόνο να είναι μαζί, στο ίδιο μέρος, στην ίδια στιγμή.
Δεν ήταν απλός ο μεγάλος της έρωτας. Η μοναδική της αγάπη. Ήταν και ο καλύτερός της φίλος. Το μεγαλύτερο μυστικό της. Ένας από τους άνδρες στα όνειρά της.
Της έλειπε τόσο πολύ.
Αλλά δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσε να αποχωριστεί όλα αυτά που είχε ήδη στη ζωή της. Τη φασαρία, τα τραγούδια, όλα, όλα γαμώτο, όλα. Τη Μίνα, τη Νίνα, τη Δανάη, την Ευανθία, τον Ανδρέα. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο. Την Ελλάδα. Το σπίτι που ήξερε. Την οικογένεια που αγαπούσε.
Τον Αχιλλέα.
Δεν είπε κάτι. Δεν άκουγε τη φωνή του και εκείνος άκουγε την Ήβη να σκέφτεται, να σκέφτεται υπερβολικά πολύ. Να αναλύει τα πάντα, να σημειώνει τα πάντα στο μυαλό της, να φτιάχνει υποσημειώσεις στις υποσημειώσεις στις...
«Τη λένε Astrid και είναι μια απλή καθαρίστρια. Και είμαι ερωτευμένος μαζί της.» της ψιθύρισε.
Δεν πήραν καμία απόφαση. Είχε ακόμη χρόνο, αυτό της έλεγε. Και ότι και αν αποφάσιζε εκείνος θα ήταν μαζί της. Όπως πάντα.
Η Ήβη κατέβασε τα πόδια της και τα έβαλε πάνω στα κάγκελα. Βολεύτηκε στη θέση της. Η κούραση που είχε, έφυγε. Ήταν ξύπνια πλέον. «Θέλω να μάθω τα πάντα για αυτήν.»
Και ο Θεός του έρωτα ξεκίνησε να της λέει τα πάντα για την αγαπημένη του.
Η Ήβη κοιτούσε ψηλά, στο ζευγάρι που μάλωνε για την αγάπη. Σήκωσε το φλιτζάνι της και πήρε μια γερή γουλιά από το τσάι με λεμόνι, βλέποντας τα άστρα από το μπαλκόνι της. Ένα όμορφο τέλος.
Αυτό που δεν ήξερε, ήταν πως μόλις είχαν ξεκινήσει. Εκείνη, εκείνος, οι θεωρίες της. Ήταν η αρχή.
Τέλος πρώτου μέρους.
_________________________
A/N Και αυτό ήταν! Πλάκα κάνω, έχουμε άλλα δύο μέρη.
Αυτό είναι το τέλος του πρώτου μέρους. Τις τελευταίες μέρες σας έχω βομβαρδίσει με κεφαλαία, απλώς ήθελα να τελειώσω με το πρώτο μέρος σύντομα.
Από εδώ και πέρα και για λίγες μέρες θα κάνω ένα διάλειμμα, από τη συγγραφή, την ανάγνωση ορισμένων βιβλίων. Ένα νέο εξάμηνο ξεκινάει και ήρθε η ώρα να βάλω τη ζωή σε τάξη!
Θα ήθελα να μου πείτε τις γνώμες για το βιβλίο μέχρι στιγμής. Γνωρίζω πώς πάει αργά, η πλοκή δεν λέει και πολλά, αλλά τουλάχιστον το πρώτο μέρος ήταν κάπως η βάση για το υπόλοιπο βιβλίο, αν βγάζει νόημα αυτό. Θα ήθελα να γνωρίσω τις απόψεις σας για το τι σας έκανε να αισθανθείτε, να σκεφτείτε, να αναρωτηθείτε.
Επίσης θα ήθελα να μάθω αν νομίζετε πως θα έπρεπε να διορθώσω κάτι στον τρόπο γραφής μου. Είναι ένα βιβλίο που πρώτη φορά μετά από καιρό παίρνει τέτοια μεγάλη έκταση και νομίζω πως έχω σκουριάσει. Καταλαβαίνω πως ο τρόπος γραφής μου ορισμένες φορές είναι γρήγορος και πολύπλοκος ίσως, άλλες είναι παιδικός και πολύ ανιαρός. Θα ήθελα να μάθω εσείς τι πιστεύετε για αυτό.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα για άλλη μια σας ευχαριστήσω όλους όσους παρακολουθείτε την ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει. Για εμένα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο και ελπίζω να το βγάζω προς τα έξω. Δεν έχω να πω κάτι άλλο, τα λόγια είναι περιττά πλέον. Αλλά σας ευχαριστώ, πολύ.
Τα λέμε ξανά σύντομα.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro