Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

12. Common People - Pulp.

[Σημαντικό, παρακαλώ διαβάστε, θα προστίθενται νέες πληροφορίες]

Σύμφωνα με τα λίγα που έχω μελετήσει και με μια μικρή έρευνα, το σύνδρομο Άσπεργκερ (Asperger) είναι διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, αλλά δεν είναι αυτισμός. Έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον κλασικό αυτισμό, με τη διαφορά ότι εδώ τα άτομα που πάσχουν δεν έχουν λεκτικές δυσκολίες και η νοημοσύνη του είναι μέση ή ανώτερη. Μπορεί να εμφανίζουν συγκεκριμένες μαθησιακές δυσκολίες όπως ΔΕΠΥ (Διαταραχή ελλειμματική προσοχής-υπερκινητικότητα), δυσλεξία, δυσπραξία.

Μερικά χαρακτηριστικά είναι: επιμονή στη ρουτίνα και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, αισθητηριακές δυσκολίες, προβλήματα στη κοινωνική ζωή όπως κοινωνική επικοινωνία, κοινωνική αλληλεπίδραση και κοινωνική φαντασία (να μπορεί να προβλέψει δηλαδή διαφορετικά σενάρια για μια κατάσταση ή περιορισμένα ενδιαφέροντα με τα οποία το άτομο ασχολείται σε επανάληψη).

Το κάθε άτομο δεν εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου, αλλά μερικά. Η αιτία εμφάνισης είναι ακόμη άγνωστη  Μπορεί να εμφανιστεί σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητου φύλου, εθνικότητας κ.λ.π.. Μπορεί να διαγνωσθεί από την ηλικία των τριών μηνών ως αυτισμός και αργότερα, κάποιες φορές και κατά την ενήλικη ζωή να διαγνωσθεί ως σύνδρομο Άσπεργκερ. Είναι εφ' όρου ζωής. Με τη κατάλληλη θεραπεία (διατροφή, ψυχολογική υποστήριξη κ.λ.π.) το άτομο μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή χωρίς προβλήματα. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει βοηθάει στην αντιμετώπιση μερικών προβλημάτων.

Τα παραπάνω επαναλαμβάνω δεν είναι ορισμός που βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά πράγματα που έχω σημειώσει από μαθήματα της σχολής, πράγματα που μου έχουν πει ειδικοί, και αποτελέσματα ύστερα από μερική έρευνα. Το σύνδρομο όπως και άλλες διαταραχές είναι υπό διαρκή έρευνα. Για περισσότερα ή και πιο συγκεκριμένες πληροφορίες ενημερωθείτε πάντα από κάποιον ειδικό.
__________________________

12. Common People - Pulp.

Όταν κάποιος σε αγαπάει, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει για σένα είναι διαφορετικός. Νιώθεις ασφαλής και ήρεμος.

-Jess C. Scott, The Intern.

Δεν ήξερε τι ακριβώς σκεφτόταν. Και αυτό δεν ήταν ποτέ καλό.

Πολλές σκέψεις, πολλές προτάσεις. Το μυαλό της ήταν μια μπάλα νήματος, σε κάθε κόμπο καιια σκέψη. Ζαλιζόταν με το να υπάρχει εκείνη τη στιγμή, σε εκείνη τη λευκή πλαστική καρέκλα που θα καταλήξει σε απόβλητα κάποιας χώρας της Αφρικής, βλέποντας μια ταινία με μέτριο καστ, μέτρια πλοκή, μέτρια τα πάντα, τρώγοντας σπιτικά ποπ κορν που χρειάζονται επειγόντως μια, δύο κουταλιές της σούπας αλάτι, δίπλα από έναν άνδρα στα πρόθυρα της τρέλας και της παράνομης κατασκοπίας.

«Σταμάτα να τον κοιτάς.» του ψιθύρισε για δέκατη ένατη φορά. Είχε πείσει τον εαυτό της πως στην εικοστή θα τον αγκάλιαζε. Ήλπιζε το σοκ και των δύο να τον κάνει να σταματήσει να τρομάζει κόσμο.

«Και αυτός με κοιτάει.» ήταν η απάντηση του Αχιλλέα.

Η Ήβη γύρισε το βλέμμα της προς τον άνδρα. Είχε περάσει τη φάση που τα μάγουλα της κοκκίνιζαν με ένα του βλέμμα, τώρα ήταν στο στάδιο που προσπαθούσε να καταλάβει τι στο καλό γινόταν. Ο άνδρας τρεις σειρές μπροστά και δύο θέσεις δεξιά ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε γυρισμένο το κεφάλι του προς το μέρος τους. Οι ίδιοι είχαν βρει δύο ωραίες θέσεις απομακρυσμένες από τον κόσμο και τις γιαγιάδες με τα περίεργα βλέμματα, στο τέλος της τελευταίας σειράς, δεκαέξι βήματα και έφτανες στα σκαλοπάτια προς την έξοδο της αυλής. Είκοσι ένα αν είσαι η Ήβη και περπατάς με μικρά βήματα γιατί είσαι κοντή και τα πόδια σου δεν φτάνουν τον ρυθμό του Αχιλλέα.

Αυτός ο άνδρας εκεί πέρα, αυτός εκεί μπροστά που τώρα είχε γυρίσει το κεφάλι του τέσσερις, πέντε μοίρες προς το μέρος της, αυτός ο άγνωστος άνδρας που της έδωσε δωρεάν ποπ κορν, την είχε ζητήσει σε ραντεβού. Και εκείνη δεν είχε απαντήσει. Και τι να απαντούσε δηλαδή, ναι; Όλοι οι γνωστοί της σε αυτόν τον κόσμο την ήθελαν με κάποιον άνδρα γλυκό, φιλικό, ευγενικό, όλα όσα φαινόταν αυτός ο άγνωστος.

Και ο Αχιλλέας το ήθελε αυτό, τουλάχιστον μέχρι να γνωρίσουν εκείνον που τώρα τους κοιτούσε με ένα βλέμμα περιέργειας. Ο Αχιλλέας τον κοιτούσε επιθετικά καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, όλα τα σαράντα τρία λεπτά που έχουν περάσει. Και εκείνος συμμετείχε σε αυτή την αόρατη συζήτηση με τον Αχιλλέα με τον δικό του τρόπο, τρώγοντας ποπ κορν, κάνοντας άθλιες γκριμάτσες για παιδιά -που έκανε την Ήβη να νιώσει σαν παιδί και μία φορά είχε γελάσει, πράγμα απίστευτο- ύστερα έδειχνε θυμωμένος προς τον Αχιλλέα μόνο και μόνο για να γράψει σε ένα χαρτί με μαύρο μαρκαδόρο και να το σηκώσει ψηλά χαμογελώντας.

«Στο τέλος ο Jim δεν έχει δεκάρα και τρέχει να βρει την Amy.»

Όπου Jim και Amy οι πρωταγωνιστές της ταινίας και η πρόταση να αποτελεί το φινάλε της ταινίας.

Και μετά άλλο ένα χαρτί. «Τώρα θα βγεις μαζί μου;»

Ο άγνωστος άνδρας της έγραφε με αρκετά μεγάλα γράμματα ώστε η Ήβη να μη χρειαστεί να βγάλει τα γυαλιά της και η μυωπία της να χειροτερέψει μόνο στο ελάχιστο. Οι ρυθμοί της καρδιάς της χειροτέρευαν επίσης. Αυτός ο άνδρας, δεν ήξερε καν το όνομα του, και ζητούσε ραντεβού έτσι απότομα. Από την Ήβη, που η Ήβη αντίθετα με όλους τους ανθρώπους γύρω της, ήθελε να πάρει το ηλίθιο πτυχίο της και να πάει στη Σκωτία. Αν τα κατάφερνε. Και αν το αποφάσιζε.

Αυτή η ανωνυμία όμως και η αμεσότητα,χωρίς ψεύτικες γλύκες, χωρίς παιχνίδια, θύμιζε στην Ήβη βράδια αξημέρωτα που νόμιζε ότι δεν θα ζούσε ξανά. Δεν ήθελε κάποιον γλυκό και φιλικό όπως έλεγαν όλοι. Ήθελε κάποιον που θα τη σεβόταν, και εκείνη και τις ιδιαιτερότητες της και θα της έλεγε ευθέως τα πράγματα που ήθελε να ακούσει. Μπορεί να μην είχε νιώσει τον έρωτα και την αγάπη με τους όρους που έδινε η Νίνα και η μητέρα της, αλλά εκείνοι δεν ήξεραν τι ένιωθε η Ήβη ούτε το τι είχε νιώσει. Ούτε το τι ήθελε από τη ζωή. Ούτε η ίδια δεν το ήξερε πλέον. Είχε ένα πλάνο κάποτε αλλά μαζί με ένα σημειωματάριο, πέταξε στον ουρανό στη μέση της κίνησης σε έναν κεντρικό δρόμο.

Οπότε ναι, σκεφτόταν θετικά σε ένα κοινωνικό τετ-α-τετ με τον άγνωστο άνδρα.

Ο Αχιλλέας πώς απαντούσε σε αυτό; Η Ήβη γύρισε το κεφάλι της και είδε τον φίλο της με τις πλέον άσχημες και ξεθωριασμένες ροζ άκρες στα μαλλιά του. Ήταν αρνητικός σε οποιαδήποτε επαφή με τον άγνωστο άνδρα. Μόνο αυτό περιέγραφε τα πάντα που έδειχνε ο Αχιλλέας.

«Μπορεί να είναι βιαστής ηλιόφωτη. Αυτός να είναι ο τρόπος που παρασέρνει τα θύματα του σε ένα σκοτεινό στενό και πραγματοποιεί τους χειρότερους εφιάλτες ενός ανθρώπου. Όχι μόνο γυναίκας, μπορεί να έχει φετίχ και με τους άνδρες. Ή ακόμα χειρότερα, παιδιά. Παιδόφιλος.»

«Παιδεραστής.» τον διόρθωσε. Ο Αχιλλέας ζητούσε πάντα εξήγηση σε κάθε σενάριο που έκανε κάτι λάθος. Όπως και τώρα. «Παιδόφιλος είναι αυτός που δημιουργεί φαντασιώσεις στο μυαλό του με ανήλικα άτομα. Κάποιες φορές μπορεί και ο ίδιος να είναι ανήλικος, για παράδειγμα δεκαεφτά ετών. Αν υπάρχει όμως διαφορά έξι ετών με το θύμα, τότε πάλι είναι παιδοφιλία. Παιδεραστής είναι αυτός που πραγματοποιεί αυτές τις φαντασιώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, βιαστής.»

«Είδες που ξέρεις πράγματα και χωρίς το σημειωματάριο;» αυτή η φράση πλέον αποτελεί το γνωστό αστείο του Αχιλλέα. Η Ήβη δεν γέλασε ούτε αυτή τη φορά. «Και πάλι, θα σου παρουσιάσω κάτι λίγο χειρότερο. Θα μπορούσε να είναι από εκείνους τους βαρετούς τύπους που πηγαίνει σπίτι στις δέκα, βλέπει ταινίες με τη μανούλα, μητέρα, μαμά, αλλά δεν έχει δει ποτέ του Star Wars.»

Η Ήβη ξεφύσησε. «Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για ειρωνεία σωστά;»

«Κάτσε θα σε βοηθήσω.» οι επόμενες λέξεις βγήκαν από το στόμα του Αχιλλέα με κοριτσίστικο ήχο. «Ω Θεοί της Αιγύπτου, τι τρομερό να μην έχει δει Star Wars. Θα πέσει φωτιά να τον κάψει, τον αθεόφοβο. Δεν θα τον κάνουμε παρέα, είναι κακή επιρροή, έχεις δίκιο Αχιλλέα. Έχεις πάντα δίκιο.»

«Δεν έχεις δίκιο Αχιλλέα.»

Ο Αχιλλέας πλέον έχει την ίδια έκφραση με το νήπιο της τάξης της Ήβης όταν του λέει πως δεν πρέπει να ουρούμε στα φυτά, ή και γενικά σε δημόσιους χώρους.

«Φαίνεται ενδιαφέρον άτομο το οποίο θα ήθελα να γνωρίσω καλύτερα.» του εξήγησε, ξανά. «Έστω και σε φιλικό επίπεδο. Εσύ πάντα λες πως είναι απαραίτητες οι διασυνδέσεις.»

«Όχι τέτοια διασύνδεση. Θα σου μάθω εγώ να κάνεις ποπ κορν. Με περισσότερο αλάτι και δεκαπλάσια επιτυχία.»

Και μετά πήγαιναν όλα από την αρχή. Ο Αχιλλέας να κοιτάει απειλητικά τον άγνωστο άνδρα. Η Ηβη να του λέει να σταματήσει να τον κοιτάει και ούτω καθεξής.

«Σταμάτα να τον κοιτάς!»

Να' τη και η εικοστή φορά. Άρα έπρεπε να τον αγκαλιάσει τώρα;

«Μα και αυτός με κοιτάει!»

Μάλλον ναι.

«Τι είπε ρε το κάθαρμα;»

Ευτυχώς όχι.

Η Ήβη γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί που κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια ο Αχιλλέας. Ο άγνωστος άνδρας προσπέρασε μερικές φάσεις του προγράμματος και πήγε κατευθείαν στα μηνύματα μέσω χαρτιού. Αυτή τη φορά τα μάγουλα της Ήβης κοκκίνισαν και χαιρόταν που είχαν τραβήξει ακόμη πιο μακριά τις καρέκλες τους. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να τους κοιτάει περίεργα.

Τα μαύρα γράμματα στο χαρτί σχημάτιζαν μια ερώτηση μίας και μισής σειράς. Τόσο χρειάστηκε για να θέλει να εξαφανίσει τον εαυτό της από αυτό το μέρος και επίσημα.

«Θα με βρεις πριν τελειώσει ο Jim την φράση του στα σκαλοπάτια;»

Ο Jim μιλούσε στη ταινία, ο Αχιλλέας έσφιγγε την πλαστική καρέκλα με τα χέρια του αρκετά δυνατά, και οι καρδιακοί παλμοί της Ήβης επανέρχονταν στο φυσιολογικό. Γιατί τώρα επέστρεψε στο φυσιολογικό της άγχος.

«Παρε ρίσκα.» της είχε πει ο Αχιλλέας μια φορά. Ε και το πήρε, η χαζή.

Η Ήβη σηκώθηκε από τη καρέκλα της με τα ποπ κορν στην αγκαλιά της. Ο Αχιλλέας την ακολούθησε λέγοντας πως θα καταρρεύσει σαν μια κάποια Μανωλίδου σε μια πόλη που δεν τον ξέρει κανείς πριν διορθώσει το ροζ στα μαλλιά του, ντροπή και ρεζίλι. Το είχε αποφασίσει, θα έβγαινε ένα ραντεβού, μια βόλτα, κάτι. Ο άγνωστος άνδρας σηκώθηκε επίσης από τη θέση του και είκοσι δύο βήματα αργότερα, ένα παραπάνω από ότι είχε υπολογίσει, συναντήθηκαν.

Το μικρό δάχτυλο στο αριστερό της χέρι έτρεμε χτυπώντας τη σακούλα σε έναν ενοχλητικό ρυθμό. Το έδωσε στη τσέπη του τζιν της, το έβγαλε από τη τσέπη του τζιν και έκανε πως έστρωνε στη μπλούζα της ενώ κανονικά έψαχνε για μια άλλη τσέπη και στο τέλος κράτησε πάλι τη σακούλα. Είχε να βγει ραντεβού καιρό. Θα είχε κρίση πανικού σύντομα. Ήλπιζε μόνο να ήταν μόνη της.

Ο άγνωστος άνδρας στεκόταν μπροστά της, το κεφάλι του να κρύβει το φως όσο έπεφτε ο ήλιος. Με το τετράδιο του κάτω από την μασχάλη, τη χαιρέτησε. «Η ταινία ήταν μέτρια έτσι και αλλιώς. Νομίζω πως χρειαζόμασταν ένα διάλειμμα.»

«Συμφωνώ, η ταινία ήταν μέτρια.» ήταν το μόνο που μπορούσε να πει.

«Σου αρέσουν τα μπέργκερ;» τη ρώτησε.

Όχι. «Είναι και εκείνα σπιτικά;»

«Δεν ξέρω για τη μυστική σως, αλλά τους έχω δει να φτιάχνουν τα μπιφτέκια.»

Θα μπορούσε να το δοκιμάσει. «Θα κάνω μια εξαίρεση.»

«Το πρωί δεν μπορούσες να φας λεμονόπιτα, τώρα θα φας μπιφτέκι με άγνωστης προέλευσης κρέας;»

Ο Αχιλλέας στάθηκε δίπλα της, κοιτώντας τον άγνωστο άνδρα. Το πιγούνι του λίγο υψωμένο, φαινόταν πιο ψηλός από τον άγνωστο άνδρα. Και πιο δυνατός. Μπορεί να φταίει η έλλειψη γυμναστικής και η άύξηση μαζας. Μπορεί και να γυμναζόταν όταν η Ήβη δεν τον έβλεπε, αλλά αμφέβαλλε.

«Η πρόταση ήταν μόνο για εκείνη.» είπε ο άγνωστος άνδρας.

«Πάμε πακέτο, ένα συν ένα δώρο, σαμπουάν και κοντίσιονερ, σε προσφορά.» του απάντησε ο Αχιλλέας. «Και δεν τη λένε Εκείνη. Έχει όνομα, το οποίο για τη δική της ασφάλεια δεν θα στο πει.»

Ο άγνωστος άνδρας γύρισε προς εκείνη. «Σωστά. Πώς σε λένε;»

«Ήβη.» απάντησε. Ο Αχιλλέας έβγαλε έναν άσχημο ήχο από μέσα του. Γκρίνια.

«Δανηίλ.»

Και άλλος με περίεργο όνομα! Αλλά θα έπρεπε να περιμένει κάτι τέτοιο, το αστέρι του Δαυίδ που κρεμόταν στον λαιμό του έδειχνε πίστη στην Εβραϊκή θρησκεία.

«Έχει και περίεργο όνομα.» της ψιθύρισε ο Αχιλλέας. «Θα έρθω και εγώ.»

Ο άγνωστος άνδρας έβηξε. Μικρόβια. Στον χέρι του, χμ τουλάχιστον προσέχει. «Τα φανάρια της ΔΕΗ βρίσκονται πιο μακριά.»

«Μου αρέσουν περισσότερο οι λαμπάδες της εκκλησίας, και αυτά μπορείς να τα έχεις παντού μαζί σου.» του απάντησε ο Αχιλλέας. Και άλλη επιθετικότητα. Παραδείγματα προς αποφυγήν, θα τα αναφέρει στο νηπιαγωγείο την επόμενη εβδομάδα.

«Ήβη θα έρθει μαζί μας;»

Η Ήβη ένιωσε το τρέμουλο να μεταφέρεται και σε άλλα δάχτυλα. «Θα το εκτιμούσα για να πω την αλήθεια.»

Ο Δανιήλ χαμογέλασε, ηττημένος. Μάλλον δεν του άρεσε τόσο η ιδέα. «Εντάξει λοιπόν.»

Ο Αχιλλέας μετακινήθηκε ανάμεσα τους, περπατώντας προς την κατεύθυνση που υπέδειξε ο Δανιήλ. Η Ήβη με χαρά κράτησε αγκαζέ το χέρι του, ενώ ο νέος της φίλος από την άλλη μεριά φάνηκε να απομακρύνεται λίγο. Μάλλον ο Αχιλλέας περπατούσε πιο γρήγορα.

Όπως και να έχει, ο Δανιήλ στάθηκε ξαφνικά δίπλα της, με την Ήβη πλέον να μπαίνει ανάμεσα τους. Ο Αχιλλέας δεν γκρίνιαξε. Αυτή τη φορά.

Μερικά λεπτά αργότερα, καθόταν σε μια κόκκινη δερμάτινη θέση στο φαινομενικά άδειο μαγαζί που την έφερε ο νέος της φίλος. Απέναντι της καθόταν ο Δανιήλ και ο Αχιλλέας τους παρακολουθούσε από ένα άλλο τραπέζι. Η Ήβη τον έπεισε να μείνει μακριά, για λίγη ώρα, αλλά δεν ήξερε για πόσο θα την άκουγε ο Αχιλλέας.

«Και τι σπουδάζεις Ήβη;»

Η Ήβη άφησε στο τραπέζι το υγρό μαντηλάκι με το οποίο καθάρισε τη θέση της, το μερίδιο του τραπεζιού που της αντιστοιχούσε και τα χέρια της. Ο Δανιήλ δεν έκανε κάτι από αυτά, πράγμα που είχε συνηθίσει να βλέπει, αλλά ήλπιζε στο μέλλον να μη συνεχίσει. Μέχρι και ο Αχιλλέας σκουπίστηκε.

«Φοιτώ στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τελευταίο εξάμηνο. Ορκίζομαι μέσα στο καλοκαίρι. » του απάντησε. Μια μικρή παύση αργότερα και θυμήθηκε την ευγενική ερώτηση που της είχε πει η Μίνα να κάνει πάντα σε συζητήσεις. «Εσύ;»

Η απάντηση του ήταν απλή και περιεκτική. «Επιχειρήσεις, κάτι με τρόφιμα στο Αγρίνιο, έβδομο έτος νομίζω, δεν θυμάμαι.»

Δεν άρεσαν στην Ήβη τέτοιες απαντήσεις. Στο μυαλό της απάντησε αλλιώς. Διοίκηση Επιχειρήσεων Αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, Πανεπιστήμιο Πάτρας. Μια χρονιά πρόσφατα είχε με το ζόρι τέσσερις χιλιάδες μόρια.

«Μάλιστα.»

Ένας σερβιτόρος άφησε δύο ποτήρια νερό. Φορούσε ένα μαύρο καπελάκι και η πόδια του είχε υπολείμματα από κάποια κίτρινη σως. «Λοιπόν;»

«Φέρε μας δύο χοιρινά φορτωμένα, ξέρεις εσύ. Στο δικό μου βάλε και έξτρα μπέικον. Αυτά.»

Μπορούσε να πεθάνει τώρα.

«Συγνώμη το ξέχασα!» γέλασε μόνος του. Υπήρχε ακόμη ελπίδα; «Θα ήθελες μια μπύρα; Κάτι;»

Θα ήθελε ένα γιαούρτι με μηδέν τις εκατό λιπαρά με μία κουταλιά Νουκρέμα της Ίον και ένα εισιτήριο για τον άλλον κόσμο.

Απλώς κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

Ο σερβιτόρος έφυγε και πήγε στον Αχιλλέα. Δεν έκατσε πολύ, δύο δευτερόλεπτα όλα και όλα. Μάλλον δεν πήρε τίποτα.

«Και για πες μου Ήβη,» ο Δανιήλ χαλάρωσε στη θέση του. «έχεις σχέδια για το άμεσο μέλλον;»

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Ένιωθε λίγο άβολα. Το μικρό δάχτυλο της έτρεμε πάνω στα μπούτια της. «Σκέφτομαι για μεταπτυχιακό στη Σκωτία.»

«Έλεγα μήπως ξαναρχόσουν από τα μέρη μας σύντομα, αλλά εντάξει.» ήπιε λίγο από το νερό του. «Γιατί τόσο μακριά;»

«Προσωπικοί λόγοι.»

«Ναι αλλά γιατί;»

«Δεν θεωρώ απαραίτητο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.»

«Κουλ. Δεν πιέζω.» ο Δανιήλ σήκωσε το ανάστημα του. Μάλλον θα έλεγε κάτι σημαντικό. «Εγώ βλέπεις Ήβη, είμαι μοντέλο. Πολύ καλό μάλιστα.»

Τι πήγε λάθος;

Αυτό αναρωτιόταν την υπόλοιπη ώρα. Τι πήγε λάθος, πώς γίνεται να της φάνηκε ενδιαφέρον αυτός ο άνθρωπος; Φαινόταν διαφορετικός. Τότε στη ταινία έδειχνε το απόλυτο  ενδιαφέρον πάνω της. Τώρα έτρωγε και μιλούσε για την παιδική του καριέρα σε μια σειρά που γυρίστηκε σε ένα διπλανό χωριό. Για το πόσο κούκλος ήταν αλλά εκείνος δεν το δεχόταν, αλλά να σου μωρέ τι κούκλος που ήταν.

Η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί σπατάλησε τον χρόνο της μαζί του. Φαινόταν τόσο σωστό. Φαινόταν, αυτό δεν είχε καταλάβει. Χαζή.

«Θα τι φας αυτό;» τη ρώτησε κάποια στιγμή.

Η Ήβη χωρίς να λέει κάτι έσπρωξε το πιάτο προς το μέρος του. Εκείνος πήρε το μπέργκερ, ή οτιδήποτε ήταν αυτό τέλος πάντων, και δάγκωσε το μισό. Όταν τελείωσε το υπόλοιπο πιο γρήγορα από όσο μπορούσε ένας φυσιολογικός άνθρωπος, η Ήβη ανακουφίστηκε. Αυτό σήμαινε λογικά το τέλος του ραντεβού, σωστά;

Λάθος.

«Δεν μου αρέσει να μιλάω για εμένα. Δεν θέλω να φαίνομαι εγωκεντρικός, καταλαβαίνεις;»

«Φυσικά.»

Σκούπισε με μια χαρτοπετσέτα το στόμα του. «Είσαι πολύ όμορφη, το ξέρεις;»

«Με τα στατιστικά ομορφιάς, είμαι λίγο παραπάνω από το μέσο. Αλλά έχω εκπληκτική δόμηση κοκάλων. Οπότε ναι, το ξέρω.»

Το χέρι της έτρεμε ξανά. Κοίταξε τον Αχιλλέα.

«Και ξέρεις, και εγώ είμαι όμορφος.»

Ξεροκατάπιε. «Όχι ιδιαίτερα. Γοητευτικός, αλλά μόνο στην πρώτη ματιά.»

Ο Δανιήλ την κοίταξε πίσω από μισόκλειστα μάτια. «Θες να πεις ότι είμαι άσχημος;»

«Με βάση τα δεδομένα, ναι.»

Ο Δανιήλ ήπιε και άλλο από το νερό του. Γέλασε, για εννέα δευτερόλεπτα. Ύστερα εσκιψε κοντά της. «Είμαι σίγουρος πως και πάλι θα με πηδούσες. Έτσι είστε όλες.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

Το χέρι της τώρα έτρεμε αρκετά. Κοίταξε κάτω. Προσπάθησε να το κάνει μπουνιά, να κλείσει τα δάχτυλα της προς τα μέσα, αλλά δεν μπορούσε.

«Τι δεν κατάλαβες; Για το πήδημα είμαι εδώ. Είμαι άνδρας, έχω ανάγκες.» τον άκουσε να λέει. «Ανέχτηκα όλα τα περίεργα τόσην ώρα. Να μιλάς με τα στατιστικά σου, να το παίζεις έξυπνη και ανώτερη, να φέρεις τον φίλο σου λες και δεν πας πουθενά χωρίς το σκυλάκι σου, διάολο τι κάνεις εκεί πέρα;»

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της όταν το χέρι της χτύπησε από κάτω το τραπέζι. Ο Δανιήλ σηκώθηκε πριν το καταλάβει και ήρθε προς το μέρος της. Είδε το χέρι της που έτρεμε γρήγορα. Η καρδιά της στον ίδιο ρυθμό, ήταν τόσο κοντά της, ένιωθε την αναπνοή του.

Έβαλε το χέρι του πάνω από το δικό της. «Όλα καλά, θα σε ηρεμήσω εγώ.»

Ερχόταν πιο κοντά. Δεν τον έβλεπε, το ένιωθε, το μύριζε, το άκουγε. Και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις.

Του έριξε μπουνιά με το χέρι που έτρεμε, το αριστερό, όπως έγινε και την προηγούμενη φορά. Και μετά έπεσε στο πάτωμα, έκατσε στη βρώμικη γωνία και έφερε τα γόνατα στο στήθος της. Το κεφάλι κοιτούσε κάτω αλλά η ίδια δεν έβλεπε τίποτα.

Δεν κουνιόταν, μόνο το χέρι της έτρεμε και πονούσε. Η ίδια δεν άκουγε τίποτα γύρω της, δεν έβλεπε και δεν καταλάβαινε πολλά. Έτσι ήταν οι κρίσεις πανικού, ο πανικός ήταν μεσαζ στο στήθος. Εκεί κάτω από το δέρμα της, πονούσε και χτυπούσε η καρδιά της δυνατά. Ήθελε να αναπνεύσει, το έκανε με ευκολία, αλλά φαινόταν σαν να μη μπορούσε.

«Φρικιό, είσαι το πιο περίεργο πλάσμα που έχω συναντήσει!» φώναξε κάποιος. «Θα το πληρώσεις αυτό!»

Περίεργη. Όπως την έλεγε ο Χρηστάκης στο δημοτικό επειδή δεν είχε φίλους και έπαιζε μόνη της. Επειδή η Δώρα και η Άννα για τον Χρηστάκη δεν μετρούσαν σαν φίλες της Ήβης, γιατί έκαναν παρέα και με τα άλλα παιδιά, εκείνη έτρωγε μόνη της μέσα στη τάξη, έκανε ειδικά μαθήματα μετά το τέλος της σχολικής ημέρας, έβγαινε έξω στη διάρκεια της ώρας και έτρεχε στη Νίνα, έναν όροφο πιο πάνω. Και όταν η Νίνα αποφοίτησε, έτρεχε στις τουαλέτες.

Περίεργη. Όπως την έλεγε η Ελισάβετ στο γυμνάσιο και στο λύκειο, επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει στα αγόρια, επειδή είχε κάποια παραπάνω κιλά, μετά δεν είχε, μετά είχε ξανά, μετά τα είχε πάλι χάσει, αλλά πάντα σε όλο αυτό τη θεωρούσε πολύ άσχημη για τα αγόρια. Έτσι την έλεγε η Ελισάβετ, επειδή ήταν πρώτη στα μαθήματα μόνο στα διαγωνίσματα, γιατί το χέρι της έτρεμε στον πίνακα όταν κρατούσε τον μαρκαδόρο και επειδή στο μάθημα της γυμναστικής καθόταν στο παγκάκι.

Φρικιό, γιατί δεν ήταν σαν τους άλλους, τους κοινούς ανθρώπους.

Κάποιος στάθηκε μπροστά της και άπλωσε το χέρι του προς εκείνη. Το πήρε χωρίς να ξέρει ποιος είναι γιατί το μυαλό της δεν μπορούσε να εμπιστευθεί εκείνη την πληροφορία. Όμως εμπιστευόταν εκείνον.

Εκείνον που τη σήκωσε και βγήκαν από εκεί μέσα. Τον ίδιο που όσο η Ήβη έβλεπε μόνο μαύρο σε μια γωνιά ενός απαίσιου μέρους, εκείνος έσκυψε πάνω από τον πεσμένο Δανιήλ και του είπε «Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Θα μπορούσε να σε είχα χτυπήσει εγώ. Σε αντίθεση με την Ήβη, δεν θα σταματούσα.»

Ο ίδιος που απάντησε στο τηλεφώνημα της Μίνας όσο πήγαιναν στο κτήριο και στα δωμάτια που τους πρόσφερε ο κύριος Ανδρέας. Ο ίδιος που είπε στη μητέρα της πως εκείνη ήταν τώρα στο μπάνιο, ήταν καλά και θα μιλούσαν αύριο το πρωί. Εκείνος που έβγαλε επιφωνήματα και έβριζε στη μέση του δρόμου για κάτι που έγινε και μετά είπε ότι θα τα πουν ξανά αύριο, και τα χαιρετίσματα του στην αγαπημένη του Ευανθία.

Η Ήβη έβλεπε πια καθαρά όταν ο Αχιλλέας την οδηγούσε τέρμα πάνω στο κτήριο, στη ταράτσα. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά, όχι από πανικό , αλλά είχε λαχανιάσει με τόσα σκαλοπάτια. Άνοιξε την πόρτα με κλειδιά που δεν ήξερε η Ήβη πώς απέκτησε ο φίλος της, ένα από τα μικρά του μυστικά και την άφησε να περάσει πρώτη.

Δεν υπήρχαν κάγκελα στα όρια, πάρα μόνο ένα ελαφρώς υπερυψωμένο τοιχάκι. Η Ήβη πανικοβλήθηκε για δύο δευτερόλεπτα και μετά άφησε τη θέα από πάνω να την ηρεμήσει.

Δεν έπιανε όλο το χέρι της παρά μόνο το μικρό της δάχτυλο, μια ενδειξηοτι ήταν απλώς εκεί. Ό,τι και να γινόταν.  Η Ήβη έβλεπε τα φώτα, κάτι που τη ζαλίζει πάντα αλλά τώρα της έδινε μια αίσθηση ηρεμίας, ότι υπήρχε κάπου στασιμότητα και ησυχία και η ίδια βρισκόταν σε εκείνο το μέρος.

«Για άλλη μια φορά με έσωσες.» μουρμούρισε. Η ίδια δεν ήξερε πώς ένιωθε για αυτό. Αλλά ένιωθε ήσυχη προς το παρόν. Ήσυχη, γιατί είχε εκείνον.

Ο Αχιλλέας στάθηκε δίπλα της αφού άφησε κάτω δύο μπουκάλια με αμφιλεγόμενο υγρό μέσα. Τσάι Lipton ήταν αυτό; «Σου είπα πως θα σε πιάσω για να μην πέσεις.»

Η Ήβη γέλασε. «Αυτό ήταν στο ποτάμι.»

«Μια εβδομάδα πριν.» η φωνή του έδειχνε έκπληξη. Ακουγόταν ήρεμη όμως. Σαν να του άρεσε αυτό που σκέφτηκε μετά. «Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός. Σε λίγες μέρες θα είμαστε πίσω στις σχολές μας. Καμία περιπέτεια, γυρνάμε πίσω στη καθημερινότητα.»

Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. «Δεν μου αρέσει αυτό.»

«Ας σκεφτούμε τα θετικά τουλάχιστον.» της είπε και πέρασε ένα χέρι γύρω της. Δεν την ακομπούσε, απλώς υπήρχε εκεί. Ήταν ωραία. «Περνάς καλά;»

«Ήταν καλή η ταινία.» παραδέχτηκε. «Η αρχή δηλαδή.»

Ο Αχιλλέας της πρόσφερε ένα τρανταχτό γέλιο. «Ήταν απαίσια!»

«Πόσα πράγματα δεν ξέρω για σένα.» του είπε και γύρισε να δει το προφίλ του. Της χαμογελούσε, αλλά εκείνος κοιτούσε την μικρή πόλη και τα φώτα που ζάλιζαν. «Και όμως σε εμπιστεύομαι απόλυτα.»

«Αν θες να μάθεις κάτι για μένα, ρώτα. Δεν δαγκώνω ηλιόφωτη. Όχι πολύ.»

Τώρα γύρισε όλο της το σώμα προς το μέρος του. Είχε διαβάσει κάπου πως η γλώσσα του σώματος δείχνει πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε. Το να είναι στραμμένη προς εκείνον έδειχνε ότι είχε την πλήρη προσοχή της και πώς απαιτούσε και εκείνη να την προσέξει.

«Δεν θέλω τα χαρούμενα.» του είπε. «Σε έχω δει να γελάς, να περνάς καλά να κάνεις τα πράγματα θετικά με τη κάθε ευκαιρία. Σε έχω δει να χαμογελάς στον ύπνο σου αλλά κρατούσες το σώμα σου φυλαγμένο. Δεν ξέρω από μεταφορές, αλλά φαινόταν λες και ήθελες να κρατήσεις κάτι για πάντα. Κάτι που το άφησες να φύγει.»

Τώρα ο Αχιλλέας γύρισε να την κοιτάξει. Δεν υπήρχε η παιχνιδιάρικη λάμψη στα μαύρα του μάτια, αλλά κρατούσε όσο μπορούσε ένα μικρό χαμόγελο. «Βρε ηλιόφωτη, μήπως πρέπει να γίνεις ψυχολόγος;»

«Δεν τα πάω καλά με αυτά.»

«Οκ, δες τι θα κάνουμε.» σταύρωσε τα χέρια του. «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι.»

Η Ήβη μούτρωσε. «Το προηγούμενο παιχνίδι που παίξαμε με οδήγησε εδώ.»

«Ναι αλλά δεν έχεις παράπονο.» της είπε. Είχε ένα δίκιο. Πέρα από το συμβάν μερικά λεπτά πριν, η Ήβη περνούσε σχετικά καλά. «Θα παίξουμε κάτι παρόμοιο με αυτό που παίξαμε τις προάλλες και μας οδήγησε σε αυτή την υπέροχη ταράτσα.»

Μια κατσαρίδα πήγαινε στα παιδιά της.
«Θα χοροπηδάμε πάλι; Δεν φοράω καλό σουτιέν.»

Ο Αχιλλέας ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορείς να πηγαίνεις από το ένα πόδι στο άλλο. Βοηθάει όμως η κίνηση, δεν νομίζεις; Όπως και πριν, θα λέμε το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό, χωρίς καμία συζήτηση. Σε αυτή την περίπτωση, θα λέμε όλα τα άσχημα πράγματα που κατέστρεψαν τα ψυχολογικά μας εφόδια. Εντάξει;»

Στο προηγούμενο παιχνίδι ο Αχιλλέας την ρωτούσε ερωτήσεις που η ίδια έπρεπε να απαντήσει με το πρώτο πράγμα που της ερχόταν στο μυαλό. Ύστερα από την ερώτηση «Μπάτμαν ή Σούπερμαν» και την αποτυχημένη απάντηση της «Κάπτεν Μάρβελ» που έδειξε την ανικανότητα της να ξεχωρίσει τα δύο διαφορετικά σύμπαντα, ακολούθησε η ερώτηση «Φεύγουμε αύριο;» στο οποίο απάντησε θετικά χοροπηδώντας. Δεν το είχε σκεφτεί αρκετά.

Και ξεκίνησαν το ταξίδι τους.

Ακόμη δεν είχε βρει την απάντηση της στο «γιατί». Αλλά τις τελευταίες ώρες δεν το σκεφτόταν και πολύ.

«Μιας και δεν είδαμε τη ταινία.» μουρμούρισε ο Αχιλλέας βγάζοντας το κινητό του. «Θα βάλω ένα υπέροχο τραγούδι που έπαιζε. Όταν τελειώσει και το τραγούδι θα τελειώσει και το παιχνίδι. Σύμφωνοι;»

«Θα μου αρέσει;»

Ο Αχιλλέας πάτησε κάτι και ξεκίνησε μουσική. «Δεν είναι και Μότσαρτ αλλά είναι από τα τραγούδια που πρέπει να ξέρεις αλλιώς είσαι η ντροπή της κοινωνίας.»

She came from Greece, she had a thirst for knowledge,
She studied culture at St. Martin's College,
That's where I,
Caught her eye.

Ο Αχιλλέας άρχισε να χοροπηδά. «Ξεκινάω πρώτος. Η μαμά μου με μισεί. Και δεν το λέω γιατί έχω θέματα μαζί της, αλλά πραγματικά με μισεί. Δεν ήθελε άλλο παιδί. Ο πατέρας μου την έπεισε να μην κάνει έκτρωση. Το μετανιώνει από τότε.»

Άρα θα το πάνε από τα βαριά με την πρώτη φράση; Υπέροχα.

She told me that her Dad was loaded,
I said "In that case I'll have a rum and Coca-Cola",
She said "Fine".

«Η ψυχολόγος μου λέει ότι έχω κατάθλιψη. Παίρνω χάπια για αυτό. Δεν νομίζω ότι πιάνουν. Αλλά κάνει τους εφιάλτες κάποιες φορές να φεύγουν.»
Η εξομολόγηση της πήρε ένα νεύμα από τον Αχιλλέα, σαν να καταλάβαινε από εφιάλτες που σου τσακίζουν τη ζωή.

And then in thirty seconds time she said,
I wanna live like common people,
I wanna do whatever common people do,
Wanna sleep with common people,
I wanna sleep with common people,
Like you,
Oh what else could I do,
I said "I'll see what I can do".

«Ο μπαμπάς έπαθε εγκεφαλικό πριν δύο χρόνια.  Η μητέρα έδειξε τότε για πρώτη φορά αγάπη. Της έφυγε όταν βγήκε από το νοσοκομείο ο άνδρας της.» ο Αχιλλέας άρχισε να χοροπηδά περισσότερο, πιο ψηλά, σαν χορός.

I took her to a supermarket,
I don't know why,
But I had to start it somewhere,
So it started there,
I said, "pretend you've got no money",
She just laughed and said,
"Oh you're so funny",
I said "Yeah?
Well I can't see anyone else smiling in here?",
"Are you sure?"

Η Ήβη ακολούθησε το παράδειγμα του προσέχοντας να μη πετάγεται πολύ το στήθος της. «Η Δανάη, η γιαγιά μου, έπιασε την πρώτη της δουλειά στα δεκαέξι για να φύγει από τις Σέρρες. Άρχισε να μαζεύει λεφτά για να πάει στο εξωτερικό. Έμεινε έγκυος με τη Μίνα. Χώρισε το τότε αγόρι της και μεγάλωσε τη Μίνα με την Ευανθία και τον Άρη. Το αγόρι της όταν έμαθε τα νέα της έδωσε λεφτά για έκτρωση και για να εκπληρώσει το όνειρο της και να φύγει μακριά. Τα έκαψε.»

"You wanna live like common people,
You wanna see whatever common people see,
Wanna sleep with common people,
You wanna sleep with common people,
Like me",
But she didn't understand,
She just smiled and held my hand.

«Στο σχολείο παραλίγο να με πνίξουν στις τουαλέτες. Η μαμά πλήρωσε μια περιουσία για να μη μαθευτεί ότι το παιδί της γινόταν παιχνιδάκι στα χέρια άλλων. Ζήτησε συγνώμη από τους γονείς των παιδιών που με χτύπησαν, επειδή τους ταλαιπώρησα με μια ανούσια καταγγελία.»

Άρχισε να αφήνεται στον ρυθμό. Μερικά δάκρυα έπεσαν με τα λόγια του Αχιλλέα. Ή θέλε να τον αγκαλιάσει. Αλλά δεν τελείωσε το τραγούδι, έπρεπε να συνεχίσει. Έτσι υποσχέθηκαν, χωρίς συζητήσεις.

Rent a flat above a shop,
Cut your hair and get a job,
Smoke some fags and play some pool,
Pretend you never went to school,
But still you'll never get it right,
'Cause when you're laid in bed at night,
Watching roaches climb the wall,
If you called your Dad he could stop it all, yeah.

«Οι φίλες μου ήταν εκεί όταν κάποια παιδιά έκοβαν τα μαλλιά μου στη μέση του διαδρόμου. Οι δικοί αυτών των παιδιών κρατούσαν τις δικές μου για να μην ορμήσουν. Πήγα στο σπίτι με τρεις τούφες. Και είπα ποτέ στη μαμά ποιος το προκάλεσε. Την επόμενη εβδομάδα δεν είχα ούτε τις τρεις τούφες.»

Καθώς της έρχονταν αυτές οι μνήμες, ήθελε να χτυπήσει κάτι. Θυμάται την Ελισάβετ να της λέει πως τώρα δεν θα έβρισκε ποτέ αγόρι και πως όλοι τη μισούσαν γιατί ήταν χοντρή και άσχημη. Το μόνο που ήθελε ήταν να προσπαθήσει να γίνει σαν αυτούς, τους κοινούς ανθρώπους. Φυσιολογική. Όχι φρικιό.

Και οι επόμενοι στόχοι μίλησαν μέσα της λίγο παραπάνω από ό,τι περίμενε.

You'll never live like common people,
You'll never do whatever common people do,
Never fail like common people,
You'll never watch your life slide out of view,
And then dance and drink and screw,
Because there's nothing else to do.

Ο Αχιλλέας κουνήθηκε κοντά της. «Τη μέρα που έπαθε ο μπαμπάς το εγκεφαλικό εγώ κανονιζα για πάρτι. Για ποτό. Ήμουν μια κινούμενη κατάθλιψη και το μόνο που ήθελα ήταν να μεθύσω. Εκείνο το βράδυ ερωτεύτηκα. Είχα ξεχάσει πως ο πατέρας μου παραλίγο να πεθάνει αν δεν τον έβρισκα πεσμένο στο πάτωμα μερικές ώρες πριν.»

Άφησε τα χέρια της να πέσουν. Αυτό το παιχνίδι ήταν σκληρό και δεν ήξερε γιατί είχε συμφωνήσει.

Sing along with the common people,
Sing along and it might just get you through,
Laugh along with the common people,
Laugh along even though they're laughing at you,
And the stupid things that you do,
Because you think that poor is cool.

«Είχα ερωτευτεί μια φορά. Και ήταν υπέροχα. Και δεν το είπα σε κανέναν. Μόνο στη Δώρα και στην Άννα. Ένα βράδυ τον χτύπησα στο πρόσωπο γιατί μου έδωσε το πρώτο μου φιλί, το επόμενο πήγα εγώ και τον φίλησα.»

You will never understand
How it feels to live your life
With no meaning or control
And with nowhere left to go.

Ο Αχιλλέας δεν μιλούσε και για αυτό συνέχισε. «Όλοι νομίζουν πως δεν ξέρω τίποτα από αγάπη. Όμως αγάπησα, και πόνεσα, και πήγα να αυτοκτονήσω ξανά αλλά για άλλη μια φορά, η Δώρα και η Άννα ήταν εκεί για να με σηκώσουν.»

Χοροπηδούσε ψηλά, γυρνούσε γύρω από τον εαυτό της, τα φώτα τη ζάλιζαν και η ίδια ένιωθε μεθυσμένη. Και ας μην ήξερε αυτό το αίσθημα.

You are amazed that they exist
And they burn so bright
Whilst you can only wonder why.

«Και μετά τον έδιωξα. Και αυτός έφυγε. Και δεν είπα σε κανέναν τι έκανα ή τι σκεφτόμουν. Σταμάτησα πάλι για λίγο να μιλάω στους πάντες. Ήταν Χριστούγεννα, ήταν Πρωτοχρονιά και εγώ ήθελα να πεθάνω.»

Δεν ήξερε πού πατούσε, αν η κατσαρίδα πήγε στα παιδιά της τελικά. Ήξερε ότι έκλαιγε και ότι ο Αχιλλέας δεν χοροπηδούσε.

«Κουνήσου!» του φώναξε κλαίγοντας.

Never live like common people,
Never do what common people do,
Never fail like common people,
Never watch your life slide out of view.

«Και ήθελα να πεθάνω όπως τότε όταν ήμουν οχτώ. Τόσο θλιβερή σκέψη για ένα τόσο μικρό παιδί, αλλά ήθελα απλώς να εξαφανιστώ. Γιατί του έμοιαζε, γιατί τον ερωτεύτηκα επειδή έμοιαζε σε εκείνον, επειδή με έκανε να γελάω και να αγαπώ τον εαυτό μου όπως με έκανε εκείνος. Ήθελα να πεθάνω στα οχτώ μου και οταν δεν μιλούσα σε κανέναν, ήταν η μία από τις δύο σκέψεις. Η άλλη ήταν πως η Μίνα έφταιγε για όλα. Και πίσω κρυμμένη ήταν μια τρίτη. Πώς έφταιγα εγώ για όλα.»

Δεν μπορούσε να μιλήσει παραπάνω. Το τραγούδι τελείωνε, άκουγε τον ρυθμό να φτάνει στην κορύφωση. Και η ίδια έκλαιγε ξανά. Ο Αχιλλέας στεκόταν απέναντι της χωρίς να μιλάει. Απλώς τη κοιτούσε. Περίμενε εκείνη να φτάσει στη κορύφωση. Να ρίξει το τελευταίο καρφί.

And then dance and drink and screw,
Because there's nothing else to do.

«Πάσχω από Σύνδρομο Asperger, μια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού. Και ο μπαμπάς μας άφησε επειδή ήμουν άλλο ένα βάρος.» είπε και σταμάτησε να χοροπηδά. Κοίταξε τον Αχιλλέα στα μάτια. «Μάλλον το αλκοόλ τον έκανε να πετάει. Και όταν ήταν μεθυσμένος εμένα με αγαπούσε. Και ήταν πάντα μεθυσμένος. Η μαμά τον έδιωξε. Και δεν του είπα αντίο.»

Wanna live with common people like you!

«Πλέον δεν θυμάμαι ούτε πώς μοιάζει.»

Η Ήβη άφησε τον εαυτό της να λυγίσει. Άφησε το νήμα στο μυαλό της να ξετυλιχθεί σε μια στιγμή τελείως άκυρη, γιατί έτσι ήταν η Ήβη, φαινομενικά ψυχρή, άκαρδη που δεν ήξερε από συναισθήματα, ενώ στην πραγματικότητα απλώς ένιωθε υπερβολικά πολλά.

«Δεν θέλω να πεις κάτι.» του είπε όταν ήρθαν κοντά. Δεν την κοιτούσε σαν να ήταν φρικιό, δεν την κοιτούσε με λύπη. Τη κοιτούσε σαν να καταλαβαινε. «Θέλω μόνο τον φίλο μου και τη σιωπή. Μπορείς;»

Ο Αχιλλέας ένευσε θετικά. Πήρε από το πάτωμα τα δύο μπουκάλια που είχε αγοράσει από το μπεργκεράδικο. Της έδωσε το ένα. «Είναι με λεμόνι. Όπως σου αρέσει.»

Η Ήβη το πήρε και το άνοιξε. Οι δύο τους κάθισαν κάτω. Και έπιναν τσάι με λεμόνι στο δικό τους μοναδικό μπαλκόνι.

Τσούγκρισαν τα μπουκάλια τους στην ώρα για τον τελευταίο στίχο.

Wanna live with common people like you. Oh yeah.

Η Ήβη σκούπισε τα δάκρυα της και άφησε το κεφάλι της να πέσει στον ώμο του Αχιλλέα. «Ωραίο τραγούδι.»

«Είναι, δεν νομίζεις;»

«Νομίζω πως ναι.»

Άκουσε τον Αχιλλέα να πίνει από το τσάι που μισούσε. «Ηλιόφωτη;»

«Ναι;» ψιθύρισε.

«Μια μέρα θα με αφήσεις να σε ζωγραφίσω;»

Χαμογέλασε. «Αν είναι μέσα στις επόμενες μέρες, τότε ναι.»

Ξάπλωσαν προς τα πίσω μαζί.

«Ευχαριστώ.»

Η Ήβη δεν ήξερε ποιος από τους δύο το είπε.
______________________________

A/N Καλησπέρα!

Ένα σχετικά μεγάλο κεφάλαιο με μια κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα. Γνωρίσαμε κάποια παραπάνω πράγματα για τους πρωταγωνιστές μας τα οποία θέλω να πιστεύω πως θα αναλυθούν σύντομα περισσότερο.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους στηρίζουν αυτή την ιστορία. Ξέρω πως η εφαρμογή είναι κάπως νεκρή και πως δεν τη διαβάζουν όλοι όσοι την είχαν ξεκινήσει, ή δεν τη διαβάζουν με τον ίδιο ενθουσιασμό αλλά και πάλι χαίρομαι που είστε εδώ  Είναι ένα σημαντικό εγχείρημα για εμένα και είναι χαρά μου που το μοιράζομαι μαζί σας.  Ελπίζω να σας αρέσει όσο αρέσει και σε εμένα. Πείτε μου γνώμες αν θέλετε.

Είναι δύσκολο να καταλάβετε την Ήβη μιας και κάποιες φορές αντιδρά υπερβολικά. Οι εκρήξεις της είναι συχνές αλλά κρατάνε λίγο και έρχονται σε στιγμές που κανείς δεν το περιμένει. Όμως έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, περίεργα πλάσματα. Και ο καθένας εκφράζεται όπως μπορεί και αν μπορεί.

Ευχαριστώ για όλα.

DL









Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro