Το φαντασματάκι
***********************************************************************************************
Τον λέγανε Φούλη. Φούλη από το αδερφούλη. Αυτή ήταν η μόνη λέξη που ψιθύριζε όταν τον είχαν βρει τα άλλα φαντάσματα, την ημέρα των Χριστουγέννων. Μα και η μόνη λέξη που τον συνέδεε με τη ζωή του ως άνθρωπο, καθώς οι αναμνήσεις του είχαν κάνει φτερά. Εκτός από κάτι άλλο∙ τη μυρωδιά της λεμονόπιτας.
Ο Φούλης είχε 364 ημέρες που ήταν ένα μικρό φαντασματάκι που τριγυρνούσε στη γη. Είχε μάθει από τα άλλα φαντάσματα ότι αυτό συνέβαινε όταν είχαν ανειλημμένες υποθέσεις. Μόνο όταν τις έλυναν θα μπορούσαν να δουν το μαγικό φως και να ταξιδέψουν στον τόπο των ψυχών. Μα ο Φούλης δεν ήξερε καν από που να αρχίσει.
Τριγύριζε από σπίτι σε σπίτι, προσπαθώντας να βρει κάτι που να του θυμίζει ποιος ήτανε. Κάθε μέρα, από σπίτι σε σπίτι έψαχνε να βρει την δικιά του οικογένεια για να τους πει αντίο. Μα μέχρι τώρα, δεν είχε βρει τίποτα. Κανένα στοιχείο από την προηγούμενη του ζωή. Έμπαινε στα σπίτια, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, αλλά τίποτα. Κανείς δεν τον έβλεπε ή τον άκουγε. Έτσι ήξερε πως δεν ήταν η δικιά του οικογένεια. Κάποιες φορές κατάφερνε να ανακατώσει λίγο τα πράγματα μες τα σπίτια, ή να παίξει με το ρεύμα, αλλά δεν κατάφερνε να μιλήσει με τους ανθρώπους μπροστά του.
Είχε πλέον περάσει σχεδόν ένας χρόνος, και είχε έρθει η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Φούλης είχε αποφασίσει να περάσει τις γιορτινές του ημέρες σε ένα χωριό στους πρόποδες του πιο ψηλού βουνού στο κόσμο. Είχε μάθει από τους αέρινους φίλους του ότι ήταν το πιο όμορφο και γιορτινό χωριό, και έτσι, ίσως τα φετινά του Χριστούγεννα να ήταν πιο γεμάτα και όμορφα.Φτάνοντας στο χωριό, ο Φούλης αισθάνθηκε μεγάλη ζεστασιά. Τα σπιτάκια ήταν όλα χτισμένα με ξύλο και λαξευμένη πέτρα, οι δρόμοι ήταν πέτρινοι, σαν καλντερίμια και τα δέντρα ήταν στολισμένα όμορφα, είτε με φωτάκια είτε με στολίδια. Εκείνη την παραμονή, ο Φούλης πέρασε κάθε λεπτό χαζεύοντας τα στολισμένα σπίτια, δέντρα, τους χιονάνθρωπους, και το πανέμορφο τοπίο του κάμπου που ξεδιπλωνόταν από τη θέση του.
Ο κόσμος στο χωριό αυτό φαίνονταν χαρούμενος. Ζευγαράκια κρατιόντουσαν χέρι – χέρι και έπιναν τις ζεστές σοκολάτες τους, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον με αγάπη. Παππουδάκια έβγαιναν από τα ζαχαροπλαστεία κεφάτα, με σακούλες που είχαν μέσα σοκολατένιους Άγιους Βασίληδες, ενώ μικρά παιδάκια παίζανε ανέμελα χιονοπόλεμο στην πλατεία, μέχρι να γίνουν τελείως μούσκεμα και να τα μαλώσουν οι μανάδες τους. Η ζωή ήταν όμορφη, και, παρότι ο Φούλης δεν μπορούσε να παίξει κι αυτός, αισθανόταν μια αγαλλίαση για πρώτη φορά στην ύπαρξη του ως μικρό φαντασματάκι.
Μα δεν έμεινε μόνο εκεί∙ πέρασε έξω από όλα τα μικρά μαγαζάκια. Χάζευε για ώρες τα γλυκά, τα παιχνίδια, τον ατμό που άχνιζαν τα ζεστά ροφήματα μόλις έβγαινε κάποιος στο κρύο. Μα, πάνω από όλα έβλεπε την αγάπη στους ανθρώπους γύρω του. Την εκτίμηση, το σεβασμό, τη γενναιοδωρία, τη χαρά. Και όλα αυτά γιάτρευαν τον πόνο μέσα του. Ίσως αυτή να ήταν η μέρα που θα του χάριζε τη ξεγνοιασιά και δεν θα αισθανόταν πια ότι του λείπει κάτι. Και αυτό, για τον Φούλη, θα ήταν αρκετό. Είχε αρχίσει να αφήνει τις ελπίδες του για την εύρεση της οικογένειας του, και ήθελε απλά να είναι χαρούμενος.
Ο Φούλης έφτασε στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου πολλοί άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Τους αφουγκράστηκε προσεκτικά. Στο χωριό, από ότι έλεγαν, κάθε χρόνο τέτοια μέρα γινόταν μια τελετή για όλους εκείνους που έφυγαν απρόσμενα για τη ζωή. Μαζευόταν οι πονεμένες οικογένειες και έφερναν γλυκά και φαγητά που αντάλλασσαν μεταξύ τους, καθώς μιλούσαν για τους αδικοχαμένους ανθρώπους τους. Στη συνέχεια άναβαν κεράκια και προσεύχονταν για τις ψυχές τους, να πηγαίνουν πάντα στο φως και να μην χάνονται στο σκοτάδι.
Ο Φούλης, παρακολουθώντας την τελετή, αισθάνθηκε βαθύτατα συγκινημένος. Αποφάσισε να κάτσει όλη τη νύχτα μαζί τους, να αισθάνεται πως τους κάνει παρέα, να ακούσει τις ιστορίες τους. Υπήρχε κάτι που τον τράβαγε σε αυτό, και δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει.
Άκουσε για τη μικρή Εβίτα, που έφυγε από καρκίνο στα 7 της, για τον παππού Ιάσωνα, που έφυγε ένα βράδυ, χωρίς να προλάβει η γυναίκα του να του πει «σ 'αγαπώ», για το μικρό Λευτέρη, που ήταν σε κώμα χρόνια τώρα εξαιτίας μιας κατολίσθησης, αλλά και άλλες πολλές ιστορίες. Ο Φούλης ήθελε να κλάψει, αλλά τα φαντάσματα δεν μπορούν να κλάψουν. Ήθελε να τους αγκαλιάσει, να τους παρηγορήσει, αλλά τα φαντάσματα δεν μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους ανθρώπους... Ήταν έτοιμος να φύγει, να πάρει το δρόμο του γυρισμού, αλλά, ξαφνικά, μια μυρωδιά του ξύπνησε άγνωστες ως τώρα αναμνήσεις. Ήταν αυτή της λεμονόπιτας.
Ο Φούλης πάγωσε. Δεν ήξερε πως να νιώσει. Γύρισε και κοίταξε το σημείο από όπου ερχόταν η μυρωδιά. Ήταν μια τετραμελής οικογένεια που την κρατούσε και ανέβαινε το δρόμο για το σπίτι της. Τα πάντα πλέον λαμπύριζαν και οι ήχοι είχαν γίνει εκκωφαντικοί, ακριβώς όπως όταν πρωτοξύπνησε σαν φάντασμα. Με δυσκολία κατάφερε να τους βρει και να τους ακολουθήσει μέχρι το σπίτι του. Η οικογένεια μπήκε μες το σπίτι, αγκαλιάστηκαν, και πήγαν να φάνε το εορταστικό τους δείπνο. Ο Φούλης προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους μα, μάταια. Η οικογένεια ήταν ατάραχη και δεν είχε καταλάβει την παρουσία του. Ο Φούλης όμως το είχε πάρει απόφαση. Θα κατάφερνε να επικοινωνήσει μαζί τους ο κόσμος να χαλάσει! Και έτσι και έγινε. Κατάφερε να παίξει με τα φώτα, να ρίξει κάποια βιβλία κάτω, αλλά οι άνθρωποι απέναντί του, παρότι προβληματισμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ένα φάντασμα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους.
Ο Φούλης παραιτήθηκε. Αισθανόταν τόσο κουρασμένος. Αποφάσισε να κάτσει λίγο ακόμη με την οικογένεια αυτή, πριν φύγει για τα καλά από το χωριό. Η οικογένεια πλέον είχε φάει το βραδινό της και καθόταν μπροστά στην τηλεόραση, όπου ο σύζυγος έβαζε εκείνη τη στιγμή στο DVD player το πολικό εξπρές για τα μικρά και η σύζυγος έφερνε για τον άντρα της και την ίδια από 1 κομμάτι λεμονόπιτας και ποπ κορν για τα μικρά. Η γυναίκα αυτή είχε ζεστή φωνή και, καθώς πλησίαζε στο σαλόνι, ζέστανε το χώρο όλο με το άκουσμα της, μα πιο πολύ, την ψυχή του άντρα της.
«Να 'ναι καλά η Ελένη η Καρτάκη με τη λεμονόπιτα της! Είναι η πιο νόστιμη που έχω δοκιμάσει ποτέ! Ορίστε!» του είπε, και του έδωσε το κομμάτι του. Το ζευγάρι έκατσε δίπλα δίπλα και αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο αγάπη, καθώς έτρωγαν το νόστιμο γλυκό. Ο Φούλης, στο άκουσμα του ονόματος αυτό, έχασε τα λογικά του. Αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή του άρχισαν να τον χτυπούν σαν χαλάζι, και για μια στιγμή, νόμισε πως θα πάψει να υπάρχει από την ένταση των συναισθημάτων του. Έπειτα, έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με κατεύθυνση το παλιό και γνώριμο, πλέον, σπίτι. Το σπίτι του. Εκεί που έμενε πριν χαθεί.
Ώσπου να πεις «κύμινο» βρισκόταν έξω από το σπίτι, σε ένα φωτεινό δωμάτιο, όπου ένα αγοράκι ήταν ξαπλωμένο, με κλειστά τα μάτια του. Δύο μεσήλικες βρισκόταν δίπλα του και του μιλούσαν. Μα εκείνος δεν φαινόταν να τους ακούει. Ο Φούλης πάγωσε για δεύτερη φορά και στάθηκε πάνω από το κρεβάτι. Κοίταξε καλά το ανθρωπάκι που βρισκόταν απέναντί του. Έπειτα κοίταξε απέναντι του τον ολόσωμο καθρέπτη. Ως φάντασμα, δεν μπορούσε να δει την αντανάκλασή του, μα τώρα έβλεπε κομμάτια της μπροστά του. Η εικόνα αυτή έμοιαζε πολύ με την εικόνα του μικρού διασωληνωμένου αγοριού και ταράχτηκε.
Λες; είπε στον εαυτό του και έκανε να πιάσει το χέρι του αγοριού. Τότε τα θυμήθηκε όλα... Τον ίδιο με το μικρό του αδερφό να παίζουν αμέριμνο στη σπηλιά πάνω από το χωριό, την κατολίσθηση, την προσπάθεια του να τον σώσει. Μα ο ίδιος; Τι είχε συμβεί στον ίδιο; Ο Φούλης ήταν συγχυσμένος και ένιωθε όλα τα συναισθήματα του να εκρήγνυνται μέσα του. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να φωνάξει. Και έτσι και έκανε. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή που έσπασε τα παράθυρα και θορύβησε τους γονείς του, που κρατούσαν συντροφιά στον γιο τους. Το μηχάνημα είχε αρχίζει να αναβοσβήνει σαν τρελό, τα φώτα έτρεμαν, όπως και η ψυχή του ίδιου του Φούλη. Οι γονείς του αγκαλιάστηκαν, και μια παιδική φωνή, ακούστηκε από την πόρτα.«Φούλη;» φώναξε το μικρότερο παιδί της οικογένειας, που μπήκε βιαστικά μες το δωμάτιο. Τότε όλα ξεκαθάρισαν. Η τελευταία του ανάμνηση ήταν πριν θολή, μα τώρα πια διαυγής. Είχε καταφέρει να σώσει τον αδερφό του, μα όπως έβγαινε από τη σπηλιά που κατέρρεε, μια πέτρα τον χτύπησε στο κεφάλι και το φως έσβησε από τα μάτια του, με τη φωνή του αδερφού του, να τον φωνάζει ως Φούλη. Έτσι τελείωναν όλα.
Στο παρόν, η μαμά του έκλαιγε, ενώ ο μπαμπάς του προσπαθούσε να πάρει τηλέφωνο στο νοσοκομείο, μήπως καταφέρουν και σώσουν το παιδί τους που πέθαινε για δεύτερη φορά. Ο Φούλης, ζαλισμένος, αισθάνθηκε το δωμάτιο να γυρίζει γύρω του, και ένα μεγάλο φως να γεμίζει το χώρο. «Όχι ακόμα!» ήταν η τελευταία φωνή που άκουσε αυτή τη φορά, η φωνή της μητέρας του, γεμάτη με πόνο και αγωνία, καθώς μια ζεστασιά τον τύλιγε στο φως. Να είναι άραγε αυτό το τέλος μου;, αναρωτήθηκε και όλα έσβησαν.
Ο χρόνος ήταν σαν να είχε σταματήσει. Ένα μεγάλο κενό, τα φώτα σβησμένα εκεί που βρισκόταν πια ο Φούλης. Λεπτά περνούσαν ώρες ολόκληρες, μα δεν άλλαζε τίποτα. Ο Φούλης ήταν μόνος του σε έναν τόπο αδειανό. Τότε ο Φούλης άρχισε να κλαίει. Τον έκαιγε μέσα του που δεν κατάφερε να πει αντίο. Σκέψεις τον τριγύριζαν και δεν τον άφηναν σε ησυχία, μα η κυριότερη απορία δεν έλεγε να τον αφήσει σε ησυχία. Γιατί μπορώ και κλαίω;
Ξάφνου, ένα φως τον χτύπησε δυνατά και όλα άρχισαν να θολώνουν γύρω του. Του πήρε λίγα λεπτά να καταλάβει τι έβλεπε, αλλά όσο περνούσε η ώρα, καθάριζε η όρασή του. Βρισκόταν μέσα σε ένα νοσοκομείο, και, συγκεκριμένα, μέσα σε μια κλίνη με αρκουδάκια ζωγραφισμένα στους τοίχους. Μια γυναίκα με σκυφτό κεφάλι στεκόταν στην καρέκλα δίπλα του, ενώ ένας νοσηλευτής τον πλησίασε ήσυχα και κοίταξε τα στοιχεία του στην καρτέλα.
Ο Φούλης δεν είχε φωνή να βγάλει, μήτε δύναμη να κουνηθεί. Το μηχάνημα δίπλα του άρχισε να χτυπά δυνατά, και η γυναίκα σήκωσε κουρασμένη το κεφάλι της.«Λευτέρη;» αναφώνησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Έπειτα σηκώθηκε από τη θέση της, με δακρυσμένα τα μάτια, και φίλησε μαλακά το χεράκι του Φούλη. «Όλα καλά θα πάνε καλά γιε μου!» είπε βαθύτατα συγκινημένη σφίγγοντας απαλά το χέρι του γιού της.
Ο Φούλης δεν ήξερε πως να νιώσει. Ήταν άραγε στον τόπο των ψυχών και ζούσε μια φαντασίωση, ή είχε γυρίσει πίσω; Φοβόταν τόσο πολύ να πιστέψει το δεύτερο, μην τυχόν και αποδειχτεί ότι ήταν ένα όνειρο.
Ο νοσηλευτής που ήταν δίπλα του, αφού τον παρατήρησε καλά φώναξε ένα γιατρό και άρχισε να του κάνει εξετάσεις, ενώ η μαμά του είχε βγει από το δωμάτιο για να πάρει ένα τηλέφωνο. «Λευτέρη», του απευθύνθηκαν, «μην φοβάσαι για τίποτα! Θα μπορέσεις σύντομα να είσαι καλά, και να γυρίσεις μαζί με την οικογένεια σου σπίτι!» του είπαν χαρούμενοι και γυρίσαν ως προς τη μαμά του.
«Φαίνεται απολύτως καλά, αλλά θα χρειαστεί να του κάνουμε λίγες εξετάσεις για να το επιβεβαιώσουμε» της είπαν χαμογελαστοί και έφυγαν βιαστικά από το θάλαμο, μαζί με το Λευτέρη. Τις επόμενες ώρες του έκαναν κάποιες εξετάσεις και όλες βγήκαν καλές. Σύμφωνα με τους γιατρούς, θα μπορούσε μετά τις γιορτές, να επιστρέψει σπίτι, και με αρκετές συνεδρίες φυσιοθεραπείας, να περπατήσει και να τρέχει, σαν τα υπόλοιπα παιδιά.
Η μητέρα του Λευτέρη είχε ενθουσιαστεί! Του κρατούσε το χέρι και δεν τον άφηνε από λεπτό δίπλα του. Στη συνέχει ήρθαν και ο πατέρας του μαζί με το μικρό του αδερφό.«Φούλη!» φώναξε ενθουσιασμένα ο μικρός του αδερφός και τον αγκάλιασε όσο μπορούσε, ενώ ο πατέρας του δάκρυζε από συγκίνηση.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, όπως και όλα τα επόμενα ο Λευτέρης δεν θα τα πέρναγε μόνος του. Θα ήταν πάλι μαζί με την οικογένειά του και θα περνούσαν κάθε στιγμή μαζί και αγαπημένοι. Τελικά, τα λόγια της μάνας του, «όχι ακόμη», ήταν προφητικά...
***********************************************************************************************
Μια ιστορία γραμμένη για το Secret Santa που οργανώνει η υπέροχη μας Βασιλική! WonderWomanForEver
Σχωράτε με, είναι πάνω από το όριο των λέξεων και δυσκολευόμουν να αφαιρέσω κάτι! Καλές γιορτές και να έχουμε όλοι ένα ευτυχισμένο νέος έτος!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro