Κεφαλαιο 1: Τα πρώτα συναισθήματα
Γεια σας παιδιά ετοιμάζω κάτι καινούργιο!!
Ελπίζω να σας αρέσει!!!!
Ευχαριστώ πολύ όλους για την στήριξη σας !!!!!!!
Αφιερομένο στην αγαπημένη μου :elenapaxi
Και σε όλους όσους το διαβάζουν .......
Έτος 1900
Το παρελθόν πρέπει να μένει παρελθόν.
Γιατί στο παρελθόν έκανα πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανη.
Γιατί ένα χρόνο πριν μου πήραν την ζωή τη δική μου και του αδελφού μου και τώρα είμαι αναγκασμένη να ζω με ένα άλλο όνομα κάπου αλλού.
Το όνομα μου ήταν Σοφία τώρα είμαι ή Αλίσια Αγκιλάρ Αυτό είναι είναι το όνομα μου.
Ή διαδρομή ήταν μεγάλη αυτή είναι μία μικρή πόλη αλλά είναι τόσο μακριά από την αστυνομία ή από κάποιον που μπορεί να με αναγνωρίσει ανυπομωνώ τόσο πολύ να δω τον αδελφό μου.
-Σας ευχαριστώ πολύ κύριε.
Λέω στον άνδρα που μου κατέβασε την βαλίτσα.
-Ορίστε δεν κάνει τίποτα ωραία μου δεσποινίς.
Μου λέει και μου δίνει την βαλίτσα μου.
Κατεβαίνω από το τρένο και στα δεξιά μου βλέπω έναν άνδρα να με πλησιάσει.
-Καλημέρα δεσποινίς το αυτοκίνητο σας περιμένει.
Μου λέει καθώς τον πλησιάζω.
-Αφήστε σε εμένα την βαλίτσα.
Μου λέει.
-Ευχαριστώ πολύ.
Του απαντώ.
Τον ακόλουθω μέχρι το αυτοκίνητο.
Κάθομαι πίσω θα προτιμούσα μπροστά όμως δεν πρέπει να ξεχάσω όσα έμαθα.
Δεν θα πρέπει να κάνω καμιά απερισκεψία που με βάζει σε κίνδυνο να προδωθώ.
-Είστε εντάξει δεσποινίς;
Με ρωτάει ο οδηγός βγάζοντας με απο τις σκέψεις μου.
-Ναι μία χαρά απλώς είμαι κουρασμένη από το ταξίδι αυτό είναι όλο.
Του απαντώ με ένα μικρό γελάκι.
-Πως σε λένε;
Τον ρωτάω.
-Το όνομα μου είναι Κλαούντιο δεσποινίς.
Μου απαντά ευγενικά.
Στην υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το σπίτι δεν είπαμε σχεδόν τίποτα και τον ευχαριστώ για αυτό είναι τόσο περίεργο όλο αυτό.
Τελικά φτάνουμε στο σπίτι της οικογένειας ......
Ο οδηγός μου ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου τον ευχαριστώ και έπειτα κατευθύνεται για να πάρει την βαλίτσα μου.
Τα πράσινα μου μάτια επεξεργάζονται το χώρο γύρω μου το σπίτι είναι τεράστιο το πιο μεγάλο σε αυτή την μικρή πόλη.
Όμως υπάρχει μια απίστευτη γαλήνη που αναπνέεις είχα πολύ καιρό να αισθανθώ έτσι τόσο ήρεμη κλείνω τα μάτια και περνώ μία βαθιά ανάσα.
Στο βάθος βλέπω κάποιον πάνω σε ένα άλογο να έρχεται προς το μέρος του σπιτιού ο θεέ μου πλησιάζει όλο και πιο πολύ και τώρα μπορώ να τον παρατηρήσω καλύτερα.
Είναι τόσο όμορφος δεν φοράει μπλούζα και έτσι μπορώ να δω τα μπράτσα του τα μάτια του με κοιτούν και χάνεται στο πίσω μέρος του σπιτιού λογικά στο σταύλο που έχουν.
-Δεσποινής θέλετε να σας πάω ως το εσωτερικό του σπιτιού.
Η φωνή του Κλαούντιο με κάνει να γυρίσω και να τον κοιτάξω.
-Ε ναι ναι φυσικά.
Του απαντώ με την ανάσα μου να βγαίνει ακανόνιστη.
-Συγνώμη που άργησα δεσποινής απλώς κοιτούσα το αμάξι.
Μου απολογείται ο οδηγός
-Δεν πειράζει Κλαούντιο πάμε όποτε είσαι έτοιμος.
Του λέω χαμογελαστή και με κοιτάζει περίεργα.
Ξέρω γιατί γιατί πριν λίγο ήμουν λες και είχαμε κηδεία και τώρα είμαι χαρούμενη σαν μικρό παιδί.
-Περάστε δεσποινής.
Μου λέει ο οδηγός και με καθοδηγεί στο μεγάλο σπίτι.
-Κορίτσι μου καλώς ήρθες.
Μου λέει ο κύριος Χόρχε μάλλον.
Του χαμογελώ ευγενικά και αγκαλιαζόμαστε.
-Κύριε Χόρχε πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω.
Του λέω ευχόμενη να είναι αυτός.
-Και εγώ κορίτσι μου και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω.
Μου λέει και του χαμογελάω ξανά. Είναι τόσο καλός άνθρωπος νιώθω απαίσια που πρέπει να τον κοροϊδέυω έτσι και αυτόν και όλη του την οικογένεια.
-Έλα πέρασε μέσα.
Μου λέει ξανά με πιάνει απ' την μέση και με καθοδηγεί προς το εσωτερικό του σπιτιού ο Κλαούντιο δίνει την βαλίτσα μου σε μια υπηρέτρια και αυτός φεύγει.
Καθώς μπαίνω στο εσωτερικό του σπιτιού βλέπω ακόμη μια κυρία υποθέτω πως είναι η γυναίκα του.
-Αλίσια καλώς ήρθες στο σπίτι μας πως μεγάλωσες έτσι.
Μου λέει και μου χαρίζει το πιο ζεστό της χαμόγελο έπειτα με φιλάει στο μάγουλο μου ανταποδίδω το χαμόγελο και την αγκαλιάζω πρώτη.
-Είμαι η Έλσα η γυναίκα του Χόρχε με θυμάσαι σωστά;
Μου λέει καθώς κρατά τα χέρια μου μέσα στα δικά της.
-Φυσικά και σας θυμάμαι κυρία Έλσα μου λείψατε πολύ.
Καθώς λέω αυτά τα λόγια ο λαιμός μου σφίγγεται πρώτη φορά βλέπω αυτούς τους ανθρώπους και είναι τόσο καλοί τόσο ζεστοί μαζί μου. Δεν αξίζω την αγάπη τους και την φιλοξενία τους.
-Η Μιράντα θα ετοιμάσει το δωμάτιο σου θέλεις να ξεκουραστείς η να κάνεις ένα μπάνιο;
Μου λέει η κυρία Έλσα καθώς με καθοδηγεί στο σαλόνι ο κύριος Χόρχε έφυγε από την εξώπορτα.
-Όχι ευχαριστώ είμαι μια χαρά το μόνο που θέλω είναι να αφήσω αυτά.
Της λέω και της δείχνω την τσάντα μου.
-Φυσικά κορίτσι μου ανέβα στις σκάλες και στην τελευταία πόρτα του διαδρόμου δεξιά είναι το δωμάτιο σου μπορείς να αφήσεις ότι θέλεις.
Την ευχαριστώ ξανά και ανεβαίνω τις σκάλες μέσα βρίσκω την Μιράντα η οποία τακτοποιεί τα ρούχα μου της λέω ευγενικά ότι θα το κάνω εγώ και πριν φύγει με ρωτάει αν θέλω κάτι.
Βυθίζομαι στο κρεβάτι και αφήνω μια μεγάλη ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα.
Το άγχος μου μεγάλο.
Ξεκουράζω το σώμα μου δυο λεπτά και έπειτα σηκώνομαι φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου και κατεβαίνω κάτω.
Πηγαίνω προς το σαλόνι
Ο κύριος Χόρχε κάθεται σε μια πολυθρόνα και η γυναίκα του στον καναπέ δίπλα του μάλλον δεν κατάλαβαν την παρουσία μου διότι μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
Πλησιάζω δειλά.
-Οο το κορίτσι μας.
Μου λέει ο κύριος Χόρχε καθώς εγώ κάθομαι στην άκρη του καναπέ.
-Εντάξει τακτοποιήθηκες;
Μου λέει αμέσως μετά.
Τον κοιτώ και του λέω ότι όλα είναι εντάξει.
Στο σαλόνι κάνει αισθητή την παρουσία του ο άνδρας που είδα πριν λίγο.
Είναι πιο ψηλός από όσο φανταζόμουν ευτυχώς έχει καλύψει το γυμνό του σώμα γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του αλλά και πάλι φαίνεται το καλογυμνασμένο του σώμα.
Τα μαλλιά του είναι μαύρα και σπαστά φτάνουν μέχρι τα αυτιά του και τα μάτια του και είναι μάυρα είναι τόσο όμορφος.
-Καλή μου από εδώ ο Αλεχάνδρο ο μεγάλος μας γιός θα τον θυμάσαι βέβαια παλιά δεν ξεκολάγατε ο ένας από τον άλλον.
Μου λέει η κυρία Έλσα καθώς σηκώνεται όρθια.
Ο Αλεχάνδρο μου χαμογελάει γλυκά και εγώ σηκώνομαι για να τον χαιρετήσω.
-Γεια σου Αλίσια.
Μου λέει και μου δίνει το χέρι του για χειραψία.
Αυτή τη στιγμή το πρόσωπο μου έχει γίνει κόκκινο και η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα του δίνω το χέρι μου και το βάζει μέσα στο δικό του.
-Γειά σου Αλεχάνδρο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
Του λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ.
Κοιταζόμαστε για μια στιγμή αμήχανα και κρατάει το χέρι μου ακόμα στο δικό μου.
-Θυμάμαι όταν ήσασταν παιδιά τα κάνατε όλα μαζί βέβαια μόνο ένα καλοκαίρι περάσατε μαζί εδώ στο σπίτι μας καλή μου.
Μας διακόπτει η φωνή της κυρίας Έλσας.
Γυρίζω το βλέμμα μου σε εκείνη.
-Ναι το θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι αλλά όχι πολλά πράγματα.
Της απαντώ ευγενικά και το χέρι μου πέφτει στο μπούτι μου.
Κάθομαι ξανά στην πολυθρόνα μου εκείνος μεταφέρει μια καρέκλα και κάθεται ακριβώς απέναντι μου.
-Αν θέλετε πηγαίνετε καλή μου μαζί με τον Αλεχάνδρο να δείτε τα άλογα.
Μου λέει ο κύριος Χόρχε κοιτάζω τον Αλεχάνδρο για μια στιγμή και δεν είμαι έτοιμη για αυτό ακόμα.
-Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Χόρχε όμως είμαι αρκετά κουρασμένη.
Του λέω όμως ο κύριος Χόρχε δεν προλαβαίνει να μιλήσει και τον διακόπτει η γυναίκα του.
-Έχει δίκιο η Αλίσια Χόρχε.
Του λέει και τα μάτια της συναντούν τα δικά μου.
-Καλή μου θες να πας επάνω να ξεκουραστείς;
Μου λέει και το χέρι της ακουμπά το δικό μου.
-Όχι όχι σας ευχαριστώ κυρία Έλσα μια χαρά είμαι και εδώ αλήθεια.
Ξαφνικά ακούω μια φωνή και γυρίζω να δω και είναι μάλλον η Ελίσσα η αδελφή του Αλεχάνδρο.
-Αλίσια.
Μου λέει καθώς εγώ σηκώνομαι όρθια για να την αγκαλιάσω και εκείνη το ίδιο όμως γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να την αγκαλιάσω καλά γιατί με εμπόδιζε η κοιλιά της.
Μόλις βγαίνουμε από την αγκαλιά ακουμπά κυκλικά την κοιλιά της.
-Το πρώτο μου.
Μου λέει γλυκά και δείχνει να είναι ευτυχισμένη.
-Αλίσια έχεις αλλάξει πολύ και μου έλειψες πολύ.
Μου λέει χαμογελαστή ενώ κρατά τα χέρια μου μέσα στα δικά της.
-Και εγώ είμαι χαρούμενη που σε ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια.
-Αυτός είναι ο άνδρας μου ο Κάρλος.
Μου λέει και δείχνει τον άνδρα που είναι δίπλα της.
-Γειά σου Κάρλος χαίρομαι που σε γνωρίζω.
Του λέω και του δίνω το χέρι μου.
Ανταποδίδει στον χαιρετισμό.
-Και εγώ εσένα έχω ακούσει τόσα.
Μου λέει και αφήνει το χέρι μου.
Κάθομαι στον μεγάλο καναπέ και η Ελίσσα κάθεται δίπλα μου και ο άνδρας της δίπλα της.
-Πες μου τα νέα σου.
Με λέει η Ελίσσα.
-Δεν έχω και πολλά καλή μου όπως τα ξέρεις είμαι μόνη μου.
Της απαντώ και για μια ακόμη φορά σιχαίνομαι τον εαυτό μου που λέω ψέματα.
-Εδώ είναι η οικογένεια σου κόρη μου.
Ακούω την φωνή του κυρίου Χόρχε και γυρίζω να τον κοιτάξω και ξαφνικά νιώθω ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλο μου.
Μου χαμογελάει γλυκά και η Ελίσσα μου κρατάει το χέρι.
-Σας ευχαριστώ πολύ Κύριε Χόρχε.
Του λέω.
-Θέλω να με νιώθεις σαν πατέρα κόρη μου.
Λέει και νιώθω ότι θα κλάψω
Και από συγκίνηση αλλά γιατί δεν αντέχω να τους κοροϊδεύω θέλω να φωνάξω δεν είμαι η Αλίσια και δεν αξίζω την αγάπη σας.
-Λοιπόν φτάνει τόση συγκίνηση για σήμερα το γεύμα σιρβηρίστηκε πάμε να φάμε.
Ακούγετε η φωνή της κυρίας Έλσας και όλοι κατευθηνόμαστε στο τραπέζι με τον κύριο Χόρχε να με κρατά στην αγκαλιά του.
Το γεύμα ήταν υπέροχο είχα να φάω τόσο νόστιμο φαγητό πολύ καιρό τώρα.
Πόσο θα ήθελα να ζει ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Ήταν τα πάντα για εμένα.
Πρώτα έφυγε η μητέρα μου αφού γέννησε τον αδελφό μου έπειτα από λίγες ημέρες κατέληξε,ο γιατρός μας είχε πει ότι πέθανε από ένα μικρόβιο που είχε κολλήσει όταν γέννησε.
Και ο αγαπημένος μου πατέρας έφυγε πριν 3 χρόνια από καρδιά έτσι μια μέρα στα ξαφνικά ούτε αντίο δεν πρόλαβα να του πω.
Ξαφνικά νιώθω την Ελίσσα να ακουμπά το χέρι μου.
Γυρίζω να την κοιτάξω.
-Φάε το γλυκό σου.
Μου λέει γλυκά και της χαμογελάω.
Καθώς γυρίζω το κεφάλι μου βλέπω τον Αλεχάνδρο να με κοιτάζει επίμονα άραγε τι να σκέφτεται για εμένα;
Καλύτερα να τον ξεχάσω δεν πρέπει να με υπηρεάσει τίποτα.
Δεν ήρθα εδώ με σκοπό να κάνω σχέση με αυτόν και με κανέναν άλλο.
Όλοι τρώμε ήσυχα κανείς δεν μιλάει.
-Θες να κοιμηθείς;
φαίνεσαι κουρασμένη Αλίσια.
Μου λέει η κυρία Έλσα όταν τελειώνω το γλυκό μου.
Πριν προλάβω να μιλήσω με διακόπτει η Ελίσσα.
-Α όχι δεν θα κοιμηθείς τώρα έχω να σου πω τόσα πολλά.
Μου λέει και με κοιτάζει γλυκά.
-Φυσικά Ελίσσα θέλω πολύ να μου πεις τα νέα σου άλλωστε δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ.
Της απαντώ και το εννοώ θέλω πολύ να την γνωρίσω.
-Ωραία τότε πάμε στον κήπο.
Μου λέει και σηκώνετε πρώτη με παίρνει από το χέρι και χωρίς να το καταλάβω βρισκόμαστε στον κήπο.
Καθόμαστε γύρω από ένα μεσαίο άσπρο τραπέζι.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Πραγματικά είναι τόσο όμορφα εδώ.
-Λοιπόν σου αρέσει εδώ;
Με ρωτάει η Ελίσσα βλέποντας με να απολαμβάνω τον ήλιο.
Την κοιτάζω και της λέω.
-Πάρα πολύ νιώθω ότι μπορώ να αναπνεύσω ξανά.
Αρχίζει να με κοιτάζει περίεργα.
-Το λες με έναν τρόπο λες και θέλεις να ξεφύγεις από κάπου.
Μου λέει καθώς χαϊδεύει την πρησμένη κοιλιά της.
-Πόσο μηνών είσαι;;
Αποφασίζω να αλλάξω θέμα.
-7μηνων είμαι αλλά θα μάθω γιατί είσαι έτσι μελανχολική.
Μου λέει και ξαφνιάζομαι αλλά προσπαθώ να μην το δείξω.
-Πες μου για τον Κάρλος είσαι ευτυχισμένη μαζί του;
Αποφασίζω για ακόμη μια φορά να αλλάξω θέμα.
-Ναι είμαι πολύ ευτυχισμένη μαζί του Αλίσια τώρα περιμένουμε και το πρώτο μας παιδάκι.
Μου λέει και έχει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά χαίρομαι για αυτή την γυναίκα που δεν την ξέρω σχεδόν καθόλου χαίρομαι και εγώ μαζί της αν και ξέρω ότι εγώ δεν θα ευτυχήσω ποτέ μου μετά από αυτό που έγινε.
-Ει που ταξιδεύεις εσύ;
Μου λέει η Αλίσια βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.
Γυρίζω να την κοιτάξω.
-Όχι πουθενά εδώ είμαι.
Της λέω αν και φοβάμαι ότι θα με στήσει στον τοίχο.
Τι έχω πάθει;
Που είναι όλα αυτά που έμαθα;
Γιατί δεν μπορώ να ξεφύγω από το παρελθόν;
-Αν είσαι κουρασμένη πάμε μέσα.
Λέω μετά από λίγο στην έγκυο γυναίκα.
-Όχι είμαι μια χαρά.
Μου απαντάει.
Πιάνω το γεμάτο ποτήρι νερό πάνω στο τραπέζι και το φέρνω στο στόμα μου για να πιω νερό δεν είναι μόνο ότι κάνει ζέστη αλλά νιώθω ανχομένη.
-Δεν σου είπα ο Αλεχάντρο ερωτεύτηκε σε λίγο καιρό θα τον δεις και παντρεμένο.
Μου λέει καθώς πάω να αφήσω το ποτήρι και μου πέφτει στο γρασίδι ευτυχώς δεν έσπασε.
Το πιάνω γρήγορα και το αφήνω στο τραπέζι.
-Είσαι εντάξει ; Δεν έσπασε;
Μου λέει η Ελίσσα.
-Ναι μια χαρά.
Της λέω προσπαθώντας να ηρεμήσω δεν ξέρω γιατί με υπηρέασε δεν τον ξέρω καθόλου.
-Θα πω να σου φέρουν άλλο.
Μου λέει και την διακόπτω πριν προλάβει να μιλήσει.
-Όχι δεν χρειάζεται αλήθεια.
Της λέω και μου γνέφει καταφατικά.
-Γιατί ταράχτηκες τόσο πολύ;
Με ρωτάει.
-Ποιός εγώ; Όχι δεν ταράχτηκα μια χαρά είμαι απλώς δεν κράτησα καλά το ποτήρι και μου έπεσε.
Της λέω ακόμη μια φορά προσπαθώντας να την πείσω ότι είμαι μια χαρά.
Τι μου συμβαίνει σήμερα;
Μετά από αυτό είπαμε αρκετά πράγματα περισσότερο μου είπε αυτή για την οικογένεια της τον Αλεχάνδρο, για τον άνδρα της.
Εγώ δεν είχα πολλά να πω η Ελίσσα κατάλαβε ότι ακόμη ντρέπομαι για αυτό και δεν της ανίχτηκα. Πάλι καλά.
Κατευθύνομαι στο δωμάτιο μου αποφασίζω να κάνω ένα μπάνιο.
Έτσι βγάζω το φουστάνι μου και το αφήνω στο κρεβάτι μου.
Καλύπτω το γυμνό μου σώμα με μια πετσέτα και κατευθύνομαι στο μπάνιο.
Ανοίγω την πόρτα και προς έκπληξη μου βλέπω τον Αλεχάντρο μισόγυμνο που είναι έτοιμος να βγεί από την μπανιέρα γυμνός.
Γυρνάει μόλις καταλαβαίνει το άνοιγμα της πόρτας.
-Αλεχάνδρο τι κάνεις εσύ εδώ;
Του λέω και φαίνεται ξαφνιασμένος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro