Τι θέλουν επιτέλους
Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Στα χέρια της κρατούσε ένα κολιέ. Όχι ένα οποιοδήποτε κολιέ, αλλά ένα ολόιδιο με εκείνο που μου έδωσε ο Ινδιάνος.
Εγώ- Που το βρήκες αυτό;
Άννα- Η κυρία που με μεγάλωσε....
Εγώ- Μεγάλωσε..;
Άννα- Ναι, δεν γνώρισα ποτέ τους γονείς μου. Με βρήκε έξω από την πόρτα του σπιτιού της και στον λαιμό μου είχα κρεμασμένο αυτό το κολιέ και ένα χαρτάκι με το όνομα μου. Α και επίσης ένα χαρτάκι με....
Πήγε στο τραπέζι του σπιτιού και μου έδειξε μια κάρτα. Μέσα έγραφε:
" Άννα μου η μαμά και ο μπαμπάς σε αγαπάνε. Πάντα θα σε αγαπάμε, δεν θέλαμε να σε αφήσουμε αλλά έπρεπε, θέλαμε να σε προστατέψουμε ήταν ο μόνος τρόπος "
Ένα δάκρυ κύλησε. Καλά μάντεψα, αυτός ήταν ο γραφικός χαρακτήρας της μητέρας μου. Τώρα μπορώ να το επιβεβαιώσω, είμαστε αδερφές. Σηκώθηκα και την αγκάλιασα με στοργή, ήταν αυτό που μου έλειπε, οικογένεια. Είχα τόσα να της πω, σίγουρα και εκείνη θα έχει σοκαριστεί θα πρέπει να της εξηγήσω τα πάντα.
Στην απόλυτη ησυχία ακούσαμε έναν χτύπο στην πόρτα. Πήγα αργά δίπλα στην πόρτα και κοίταξα από το διπλανό παράθυρο. Κανένας δεν ήταν από έξω. Ξαφνικά κάποιος άνοιξε την πόρτα σπάζοντας την. Έπεσα στο πάτωμα με δύναμη και τα κομμάτια της πόρτας εξαπλώθηκαν σε όλο το σπίτι. Ένας μεγαλόσωμος άντρας με κρυμμένο το πρόσωπο μπούκαρε στο σπίτι. Μάλλον είναι από τα άτομα που με θέλουν νεκρή. Έβγαλε από το σακάκι του ένα πιστόλι και ήταν έτοιμος να μας ρίξει.
Ένας ήχος από βελάκι ακούστηκε και σοριάστηκε στο πάτωμα ακριβώς δίπλα μου. Κάποιος μας έσωσε, αλλά ποιος; Ίσα που πρόλαβα να δω μια γυναικεία φιγούρα με μια κάπα να φεύγει. Γιατί μας βοήθησε;
Άννα- Είσαι καλά;
Εγώ- Ναι μια χαρά
Άννα- Ποιος είναι αυτός; Τον ξέρεις;
Εγώ- Όχι, αλλά σίγουρα δεν ήθελε το καλό μας
"Ιωάννα Ιωάννα..."
Γύρισα προς την σπασμένη πόρτα και κοίταξα απ' έξω. Ο Fernando με τον λύκο ερχόντουσαν τρέχοντας προς το μέρος μας. Μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κοίταζε με ένα χαμένο βλέμμα τον άντρα στο πάτωμα.
Fernando- Τι έγινε εδώ; Είσαι καλά; Ποιος είναι αυτός; Το κορίτσι; Φίλες είστε;
Εγώ- Ώπα Ώπα μία-μία οι ερωτήσεις. Πρώτον είμαι μια χαρά, δεύτερον δεν ξέρω ποιος είναι αυτός και τρίτον Fernando από εδώ η αδερφή μου
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Μια κοίταζε εμένα μια την Άννα. Δεν του φαινόταν λογικό. Νόμιζε ότι του έκανα πλάκα.
Εγώ- Το ξέρω ότι μπορεί να μην το πιστεύεις αλλά είναι η αλήθεια, κοίτα....
Σηκώθηκα από το πάτωμα και του δείξαμε τα όμοια τατουάζ μας. Πλησίασε την Άννα και άρχισε να την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω.
Εγώ- Εεε σιγά θα μου την ματιάσεις ακόμα δεν την γνώρισα
Fernando- Αυτό δεν γίνεται, άμα είχες μια τόσο όμορφη αδερφή θα το ήξερα
Η Άννα κοίταξε τον Fernando και του χαμογέλασε ντροπαλά. Ήμουν έτοιμη να τον σπρώξω για να σταματήσει όταν ένα χέρι έπιασε το πόδι μου και με έριξε με πίεση στο πάτωμα.
" Όποιος κουνηθεί την σκότωσα"
Ο άντρας που πριν λίγο ήταν πεσμένος στο πάτωμα μόλις συνήλθε και ήταν έτοιμος να με σκοτώσει. Από την πίεση που με έριξε στο πάτωμα χτύπησα το κεφάλι μου, άρχισα να ζαλίζομαι, τα έβλεπα όλα δίπλα και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο μεγαλόσωμος άντρας να με σημαδεύει με το όπλο.....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro