Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Τριάντα Δύο - Υποχείριο του

Αισθνόμενη το κρύο άγγιγμα του μεταλλικού περίστροφου στο πίσω μέρος του κεφαλιού να απειλεί να θερίσει την ζωή της σαν σιτάρι πρώιμο πάγωσε.

Εμπρός της στεκόταν ενα τέρας ενας άνδρας εξαγριωμένος με ένα μένος πρωτόγνωρο να που φιλοξενούσε στην καρδιά του συντροφέυοντας τα χρόνια της μοναξιάς του .

《Γιατί το έστησες όλο αυτό τι θέλεις απο εμάς για ποιό άρρωστο λόγο με κρατάς κλειδωμένη εδω μέσα υπο την απειλή ενός όπλου..!》ψέλλισε τρέμοντας κι ας προσπαθούσε εγωιστικά να το αποκρύψει.

Έσφιγγε το βρέφος στην αγκάλη της απελπισμένη υπο τον φόβο να της τον κλέψουν κι αυτόν πράγμα που δεν θα το άντεχε σε καμία περίπτωση.

Το σαρδόνιο σατανικό γέλιο του συνέχισε να αντηχεί κατα μήκος της σάλας χαιρέκακο ενω η όψη του ομοίαζε με άγγελο της κολάσεως.
《Τελείωσε το θέατρο Σελίνα πλέον είσαι δική μου θα ανήκεις μονάχα σε εμένα κανένας άνδρας δεν θα σε αγγίζει πλέον.
Δεν θα βγαίνεις έξω απο τα όρια του κήπου θα έχω μονίμως άνδρες μου να σε φυλάνε κι άν προσπαθήσεις να το σκάσεις θα δώσω εντολή να σε σκοτώσουν. Κατάλαβες μωρό μου όμορφο ; Μαζί μου καμιά ποτέ δεν έπαιξε !》ανακοίνωσε ελαφρά την καρδία σαν να μιλούσε για τον καιρό.

Η ζωή της καταστρέφονταν εμπρός του κι εκείνος έτρεφε αχόρταγα την δίψα του για εκδίκηση εφόσον εκείνη η άκαρδη τόλμησε να τον παρατήσει σύξυλο στα σκαλιά του δημαρχείου.

Ανέπνεε βαριά και γρήγορα εσωτερικά η καρδιά έμοιαζε να εχει αλλάξει θέση κατηφορίζοντας ολοταχώς προς το στομάχι της που φάνταζε φουρτουνιασμένη θάλασσα .

《Δεν πρόκειται να με κρατήσεις φυλακισμένη μέσα στο αχανές φρούριο σοςυ ! Τι με πέρασες μήπως για πειραματόζωο δεν έχεις ιδέα με ποιά έχεις να κάνεις !》

Το γέλιο του συνέχιζε να τρυπά το ακουστικό της νέυρο ολοένα πιο έντονα παίζοντας με τις λεπτεπίλεπτες της ψυχής της .
《Τι μας λές κοριτσάκι μου ; Λες να μην έχω παρακολουθήσει στενά πρώτα το θύμα μου προτού δράσω ..; Όχι γλυκιά μου δεν είμαι δα κανένας αδαής στην θέση σου δεν θα ύψωνα ανάστημα ..εγώ είμαι τώρα ο κυρίαρχος κι οφείλεις να υπακούς..!》

《Α μπά και σαν τι θα μπορούσες να πράξεις δηλαδή ; Σε πληροφορώ πως αν με σκοτώσεις τούτη εδώ την στιγμή θα μου κάνεις αυτομάτως το μεγαλύτερο δώρο στην ζωή οπότε εσύ θα βγείς ο χαμένος !》ανακοίνωσε ευθαρσώς αρνούμενη να παραδοθεί άνευ όρων στα δικτατορικά του ενστικτα που οργίαζαν.

Τα μάτια του στένεψαν μονομιάς καθώς υπολόγιζε προσεχτικά την επόμενη του κίνηση καθότι παρά την ταραχή της κατόρθωσε να τον αποσυντονίσει προς στιγμήν.

Έπειτα μια λάμψη σαν αστραπή διαπέρασε τις μαύρες άμορφες κόρες των ματιών του σαν η ίδεα είχε μόλις ριζώσει στον υποχθόνιο νόυ του.

《Πάρε της το μωρό τώρα !》διέταξε έξαλλος τον μπάτλερ του συνάμα δεξί του χέρι που την σημάδευε με το πιστόλι στο κρανίο .

Η απελπισία που πάσχιζε να καταπνίξει μονομιάς ξεχείλισε σαν την πλησίασε ο γλοιώδης μεσήλικας ως πιστό φερέφωνο του αφεντικού του.
《Δώσμου μου το μωρό ήσυχα μην με αναγκάζεις να το πάρω δια της βίας !》προειδοποίησε χαμηλόφωνα παρατηρώντας την να υποφέρει αντλώντας απίστευτη ικανοποίηση.

Έσφιγγε το βρέφος ολοένα αρνούμενη να παραδοθεί αναζητώντας απεγνωσμένα έναν τρόπο διαφυγής《Μην τον ακουμπάς ! Πάρε τα βρωμερά σου χέρια απ το κορμάκι του είναι ιερό !》

《Ελα μην κάνεις την ζόρικη βρώμα..!》φώναζε ο άνδρας δίνοντας της μια δυνατή σπρωξιά στο ετοιμόρροπο σώμα της που ευθύς κατέληξε στο πάτωμα .

Κατα την πτώση κατόρθωσε τελικώς να εκμαιεύσει το μωρό απο την προστατευτική αγκαλιά της όσο η ίδια χτυπούσε το κεφάλι της με φόρα στο κρύο μάρμαρο.

Έχασε προς στιγμήν τις αισθήσεις της αφήνοντας πίσω τις ζοφερές στιγμές που βίωνε μαζί με το ανυπεράσπιστο πλασματάκι της.

Την ίδια στιγμή το γέλιο του Λεονάρντο πάγωσε μονομιάς στα χείλη σαν την αντίκρισε αναίσθητη στο δάπεδο να κείτεται σαν νεκρή.

《Τι έκανες ηλίθιε ποίος σου έδωσε την άδεια να την σπρώξεις ..; Εαν είναι νεκρή βρες λαγούμι να κρυφτείς απο την οργή μου !》 Προειδοποίησε ορθά κοφτά με χείλη σφιγμένα σαν άσπρες λουρίδες.

Πλησίασε κοντά της ψιλαφώντας τον σφυγμό στην βάση του λαιμού της ποθ για καλή του τύχη χτυπούσε ρυθμικά σαν μα μην συνέβαινε τίποτα.

Σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της θέλοντας να βεβαιωθεί πως δεν αιμορραγούσε στρέφοντας το βλέμμα του εκ νέου προς τον αγχωμένο υπάλληλο του που βαστούσε το μωρό σαν κούκλα στα χέρια του.
《Άσε το μωρό στην νταντά που έχω προσλάβει κι κλείδωσε την στο μεγάλο υπνοδωμάτιο..! Α..και μην σκεφτείς να την αγγίξεις ξανά ειδάλλως τα χέρακια σου θα κοπούν σαν λουλουδάκια του αγρού φθηνά την γλίτωσες βλάκα !》αναφώνησε νευριασμένος πλησιάζοντας το φωτισμένο μπάρ στην άλλη άκρη της σάλας.

《Με συγχωρείτε..》ψέλλισε ο μπάτλερ τρέχοντας να εκτελέσει μια μια τις εντολές νιώθοντας την μέγγενη να σφίγγει ολοένα ασφυκτικά γύρω απο τον λαιμό του .

Όσο ο Λεονάρντο απολάμβανε μονορόυφι ένα ποτήρι ουίσκι πανηγυρίζοντας τον θρίαμβο του καθότι κόντρα σε όλους τα είχε καταφέρει να την αιχμαλωτίσει σαν πρωτάρα στα δίχτυα του.

Ήταν πλέον δική του κτήμα του μπορόυσε να της κάνει οτι κι αν περνούσε απο το μυαλό του να ξεσπάσει το θυμό και την πικρία της στο κορμί της που θα λεηλατούσε αχόρταγα .

Σταδιακά θα την ανάγκαζε να συμβιβαστεί με τον νέο τρόπο ζωής που της επέβαλλε ξεχνώντας διαπαντός την ύπαρξη του αδερφού του.
"Πλέον δεν έχεις επιλογές Σελίνα η ελευθερία σου τελειώνει σήμερα το απόγευμα συνάμα και ότι αγαπάς απο σήμερα διαγραφεται απο μέσα σου θα γίνεις η γυναίκα που ονειρέυτηκα εγώ !" Αναλογίζοταν φέρνωντας στο μυαλό τις ακόλαστες στιγμές που θα έπακολουθούσαν.

Πέρασαν ώρες ίσως και μέρες που βρισκόταν βυθισμένη σε μια νάρκη νεκρική απειλητική που ρουφούσε σταδιακά την ψυχή και το μυαλό της εως ότου ανοίξει τα μάτια.

Πρώτη αίσθηση ένας ανυπόφορος πόνος στο κεφάλι σε συνδυασμό με μάτια που έτσουζαν και δάκρυζαν συνεχώς.
"Που βρίσκομαι πιά είμαι ;" τα πρώτα ερωτήματα που έθεσε στον εαυτό της προτού οι πρόσφατες μνήμες του εφιάλτη ξεπηδήσουν σαν αιμοβόρα τέρατα απο το σκοτάδι διαταράσοντας ολο της το είναι .

《Ο γιός μου ..! 》ψιθύρισε καθώς η φωνή της δεν έβγαινε απ τα βάθυ του λαιμού όσο κι αν προσπαθούσε τινάχτηκε σαν ελατήριο χτενίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο ολόγυρα.

Λιγοστό φώς εισέβαλε απο τις γρύλιες των κατεβασμένων πατζουρίων το οποίο φώτιζε ελαφρά την βαριά επίπλωση προλαμβάνοντας κάποιο επόμενο ατύχημα.

Ψιλαφιστά αναζήτησε τον διακόπτη του φωτός στον λείο τοίχο για να τον ανακαλύψει πλάι στην πόρτα φωταγωγόντας επιτέλους το μπουντρούμι της.

Εμπρός της φανερώθηκε ενα ευρύχωρο δωμάτιο φρεσκοβαμμένο σε λευκή απόχρωση διακοσμημένο με επίσης λευκής απόχρωσης έπιπλα απο κρεβάτι εως κομοδίνα και ντουλάπες δίχως να ξεχωρίζει άλλο χρώμα.

《Να πάρει το κάθαρμα επιδιώκει να.με βασανίσει κρατώντας με κλειδωμένη σε τούτη την λευκή απομόνωση..!》ψέλλισε έχοντας για κακή της τύχη γνώση τούτου του φρικτού βασανιστηρίου.

Κατα το οποίο κλειδώνεις έναν άνθρωπο σε ένα χώρο χωρίς παράθυρα οπου κυριαρχεί μονάχα το λευκό χρώμα τον ταίζεις μονάχα λευκή τροφή σε εξίσου λευκά σκέυη απο πιάτα μέχρι ποτήρια αποδωμόντας σταδιακά την λογική του.

《Όχι σε γελάσανε καθίκι δεν θα τρελαθώ εγώ !》πρόφερε έχοντας αρχίσει να νιώθει ήδη παράξενα στο φρικτό κελί της.

Παρατήρησε πως μονάχα το μάυρο φόρεμα της ξεχώριζε στην άχρωμη μονοτονία της αρπάζοντας την ευκαιρία να γλιτώσει την τρέλα απο τα μαλλιά επικεντρώνοντας εκεί την προσοχή της.

Δοκίμασε να ανοίξει την θύρα που οπως ήδη είχε μαντέψει βρήκε αμπαρωμένη πυροδοτώντας μονομιάς το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα που επακολούθησε.

《Ανοίξτε μου αυτή την στιγμή ! Θέλω να δώ το παιδί μου ! Που τον έχετε ; Λεονάρντο θέλω πίσω τον γιό μου μ ακούς ..!!》ούρλιαζε ξανά και ξανά δίχως να λαμβάνει απαντήση καμιά απο τις χιλιάδες φορές που επανέλαβε τα ίδια λόγια άλλοτε κλαίγοντας άλλοτε με βραχνή κουρασμένη φωνή.

Παραιτήθηκε προς στιγμήν κάθισε καταγής σε μια γωνία καλύπτοντας το πρόσωπο της με τις ιδρωμένες παλάμες της κλαίγοντας γοερά.
《Θέλω τον γίο μου..δεν μπορείς να μου τον στερήσεις κι αυτόν άδικη ζωή..!》μονολογούσε καθώς η απελπισία την υποδεχόταν στην άσπλαχνη αγκαλιά της για να την παραδώσει μετέπειτα απόλυτα παραδομένη στο τέρας της απόγνωσης.

Ώρες περνούσαν μέρες λεπτά δίχως κανένα σημάδι του μωρού η ανθρώπινης παρουσίας ολόγυρα της μονάχα λευκό .

Η ψυχή της μαυρισμένη απ την πικρία συναγωνίζοταν τον χώρο ολόγυρα δεν είχε αγγίξει μπουκιά απο το λευκό κακοβρασμένο ρύζι που της πετούσαν σαν σε σκυλί απ την πόρτα .

Είχε χάσει πια την αίσθηση του χωροχρόνου δεν κοιμόταν καλά καλά είχε αρχίσει να ξεχνά πρόσωπα και καταστάσεις.

Μονάχα η θύμηση των παιδιών της παρέμενε χαραγμένη ανεξίτηλα στην μνήμη εως οτου απωλέσει τα λογικά της ολοσχερώς.
Μα ολοένα ξεπηδούσε απο μια γωνιά του μυαλού της η θολή ανάμνηση του Ρικάρντο αναπολώντας της λιγοστές στιγμές που έζησε στο πλευρό του .

Την βροχερή βραδιά που έγιναν ένα υπο τους ήχους των κεραυνών και των βροντών που γίνονταν ένα με τα βογγητά ηδονής που πλημμύριζαν την κάμαρη της .

Μα πως θα μπουρούσε να ξεχάσει την βραδιά στο δάσος που κοιμόταν κουρνιασμένη ανάμεσα στα χέρια του κι ας πονούσε που δεν αναγνώριζε τα παιδιά του.
《Δεν πρόλαβα να σου αποκαλύψω πως ήταν δικά σου και μόνον τα παιδιά μας ..μ αυτό τον καημό θα ξεψυχήσω..》ψέλλισε κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό της ζωής οπου δεν γέυτηκε τίποτα παραπάνω άπο προδωσία πόνο κι απογοήτευση.

Να πάρει ήταν τόσο άδικο πως θα πέθαινε δίχως να έχει εκπληρώσει τους στόχους και της προσδοκίες που είχε θεσπίσει απο μικρή.

Μα κυρίως δίχως να εκπληρώσει το χρέος που είχε απέναντι στα πλάσματα που έφερε στον κόσμο τα οποία ισως κατέληγαν σε ορφανοτροφεία να ζητιανέυουν μια σταγόνα αγάπη όταν εκείνη είχε να προσφέρει ωκεανούς.

"Κρατήσου Σελίνα μην λυγίσεις εν ανάγκη παίξε το παιχνίδι του.." ψιθύρισε μια μικρή φωνούλα την οποία ευθύς υπάκουσε έχοντας ανάγκη απ μια ελπίδα να πιαστεί.

Πλησίασε στην πόρτα με πρωτόγνωρο θάρρος καθάρισε τον λαιμό της και με όλη την δύναμη της φώναξε 《Εντάξει λοιπόν παραδίνομαι μ ακούς ; Θα κάνω οτι θέλεις αρκέι να δώ το παιδί μου !》

Οι φωνές της έφθασαν στα αυτιά του σαν προσευχή έπειτα απο δέκα ολόκληρες ημέρες σιωπής κατα της οποίες ανέμενε κάθε λεπτό να λυγίσει.

Γέλασε ικανοποιημένος
καθώς γευμάτιζε με την καινούργια του υπάλληλο την νταντά που είχε αναλάβει το μωρό .

Η ξανθιά καλλονή μόρφασε ενοχλημένη απ τις φωνές της αιχμάλωτης γυναίκας που έτρεφε άρρωστο πάθος ο άνδρας για τον οποίο η ίδια έλιωνε.

《Κύριε ας την αγνοήσουμε..!》πρότεινε ενοχλημένη προτάσοντας το επιβλητικό ντεκολτέ της σε κοινή θέα θέλοντας απεγνωσμένα να κερδίσει το ενδιαφέρον του .

Για μερικά δευτερόλεπτα κάρφωσε τα μάτια του επάνω της παρατηρώντας την με ύφος παράξενο κυρίως το στήθος της που άφηνε ακάλυπτο η κόκκινη τουαλέτα που φορούσε.
《Γδύσου τώρα !》πρόσταξε κοφτά διακρίνοντας το πονηρό χαμόγελο στις άκρες των χειλιών της .

Ευθύς σηκώθηκε ξεδιπλώνοντας την ψιλόλιγνη κορμοστασιά του εμπρός του πλησιάζοντας τον αργά και ερωτικά λικνίζοντας το κορμί της σε έναν δικό της σκοπό χωρίς μουσική να παίζει απ τα ήχεια.

《Άσε το στριπτίζ κατα μέρους δεν με άκουσες ! Γδύσου παράτα το φόρεμα σου στην πολυθρόνα και γύρνα στην δουλειά σου !》σχολίασε βαριεστημένα πληγωνοντας τον εγωισμό της απίστευτα.

Είχε κίολας φανταστεί την Σελίνα να περιφέρεται ολόγυρα του με το συγκεκριμένο φόρεμα " Καμία άλλη δεν θα μπορέσει να με σαγηνεύει όσο εκείνη η μήπως κάνω λάθος ;"αναρωτιόταν ολοένα οσο η κοπέλα απέναντι του παρέμενε στο ίδιο σημείο να τον παρατηρεί θλιμμένα .

《Κύριε δεν σας άρεσω ; Δεν θα ποθούσατε να μου κάνετε έρωτα όπως εγω ονειρεύομαι ; Δεν βλέπετε την αφοσίωση που σας επιδεικνύω τόσο καιρό μα επιμένετε να ασχολείστε με εκείνο το βρωμοθήλυκο !》διαμαρτυρήθηκε δίχως να αναλογίζεται τι ακριβώς ξεστόμιζε.

Η όψη του σκλήρυνε μονομιάς πεταξε την πετσέτα του στο τραπέζι ορμώντας καταπάνω της με χείλη σφιγμένα πλησίασε κοντά της χαστουκίζοντας την με δύναμη.

Η νεαρή κοπέλα εκτινάχθηκε στο δάπεδο αγγίζοντας σοκαρισμένη το κατακόκκινο μάγουλο της ενω το κεφάλι της στριφογυρνούσε σαν να είχε μεθύσει.
《Γιατί ..;》ψέλλισε πονεμένα δίχως να διακρίνει ίχνος ανθρωπιάς στα σκοτεινά βάθυ των ματιών του που ομοίαζαν με μάυρες τρύπες του άπειρου σύμπαντος δίχως ίχνος ευσπλαχνίας .

《Για να μάθεις να μην πιάνεις στο στόμα σου την γυναίκα που εγώ επέλεξα να ζήσω ! Αν θέλεις να κρατήσεις την θέση σου εδω μέσα στόμα θα έχεις κι μιλιά όχι έγινα κατανοητός..;》πρόφερε αυστηρά γυρνώντας την πλάτη του αδιάφορα .

Ένα δάκρυ έτρεξε απ τα γκρίζα μάτια της ρωτώντας ευθύς τον εαυτό της "Πως μπορείς Γκριζέλντα να ποθείς ένα τέρας σαν εκείνον τόσο πολύ σε βαθμό να του επιτρέπεις να σε κακομεταχειρίζεται ;" αναλογιζόταν ταπεινωμένη ενω ο πόνος της απόρριψης την παρέλυε.

《Μάλιστα κύριε..μονάχα τούτο θα σας πώ κι αν θέλετε κρατήστε το ..δεν θα σας αγαπήσει ποτέ γι αυτό που είστε σε αντίθεση με ..εμένα..》αποκάλυψε απροκάλυπτα έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα εμπρός του.

《Τι είπες ;》ψέλλισε έκπληκτος γυρνώντας ξανά προς το μέρος της παρατηρώντας την πλήρως ταπεινωμένη εμπρός του.

《Ναι κύριε εγώ σας αγαπώ ακριβώς όπως είστε..δεν σας ζητώ να αλλάξετε για εμένα είστε τέλειος ..!》ψιθύρισε συγκινημένη διακρίνοντας την λάμψη της προσδοκίας στα μάτια του.

Τα βήματα τον οδήγησαν εκ νέου κοντά της όσο η ίδια με μάτια κλειστά ανέμενε καρτερικά ένα ακόμη βίαιο ράπισμα απο μεριάς του.

Μα αντ αυτόυ ένιωσε τα υγρά του χείλη να εφάπτονται στα ξερά δικά της τρυφερά στο πρώτο τους φιλί που έσβησε μονομιάς την όδυνη του χτυπήματος.

Χάιδεψε το πρόσωπο του συγκινημένη χαρίζοντας την ψυχή της σε εκείνο το φιλί κι ας την πονούσε που η καρδιά του ήταν δωσμένη στην φυλακισμένη του.

Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά απο κοντά σαν μαθητούδια που ανακαλύπτουν τον έρωτα για παρθενική φορά.
Η τουλάχιστον έτσι αισθάνθηκε η ίδια διακρίνοντας επιτέλους λίγη ευαισθησία στο άλλοτε άκαρδο προσωπείο του.

《Πήγαινε Γκριζέλντα κι ξέχνα με μαζί μου δεν έχεις μέλλον ..》

《Με..διώχνεις ;》τράυλισε δίχως να αντέχει περισσότερη αλήθεια απο τα χείλη του που κάλυψε ευθύς με τα δικά της ξεπερνώντας τους κανόνες του.

《Άφησε με να βρίσκομαι κάπου γύρω σου το έχω ανάγκη κι ας σε βλέπω να χαραμίζεσαι για μιά άσπλαχνη καρδιά..》ικέτευσε χαμηλόφωνα θωρόντας τον σαν θεό .

《Καλώς..άφησε το φόρεμα σου κι φύγε..》

《Θα το φορέσει εκείνη έτσι ;》

《Να μην σε ενδιαφέρει ! Χάσου τώρα απο μπροστά μου ! 》φώναξε αποφασιστικά ραγίζοντας την εύθραυστη καρδιά της.

Μάζεψε τα κομμάτια της που σέρνονταν ολόγυρα της περιγελώντας την αγάπη που μόλις είχε σκορπίσει ολόγυρα του σαν χρυσόσκονη κι ας είχε εξανεμιστεί άσπλαχνα απο μεριάς του .

Οπως την πρόσταξε σαν πιστό ρομποτάκι που εκτελούσε άψυχα τις εντολές που λάμβανε αφαίρεσε το φόρεμα εμπρός στην καυτή ματιά του που δεν έλεγε να ξεκολλήσει απο το σφικτό χυμώδες κορμί με τις πλούσιες καμπύλες προκαλώντας της ανατριχίλα.

Τον αντίκρισε να δαγκώνει τα χείλια του προκλητικά δίχως να παίρνει το βλέμμα του που σαν καυτός λίβας ξεσήκωνε μονομιάς την άμμο του κορμιού της.

Ακούμπησε το πορφυρό φόρεμα στην λευκή πολυθρόνα κι ημίγυμνη όπως ήταν επέστρεψε στο δωμάτιο έχοντας υπο την προστασία της το βρέφος της αντιπάλου οπως η ίδια θεωρούσε πλέον την Σελίνα.

Σαν άνοιξε επιτέλους η πόρτα της απομόνωσης της αντίκρισε ένα ζευγάρι μάυρα μυτερά γυαλιστερά ανδρικά παπούτσια να πλησιάζουν προς το μέρος της σχεδόν απειλητικά.

Οσφρήστικε το μίσος στον αέρα αισθάνθηκε τον φθόνο που πήγαζε απο μέσα του στο πετσί της μα δεν κουνήθηκε στιγμή απ την θέση της.

Σαν ύψωσε τα μάτια προς τα πάνω τα στήλωσε όμοια με ζωντανή νεκρή στο πρόσωπο του Λεονάρντο ο οποίος στεκόταν εμπρόσθεν της ατάραχος με τα χέρια στις τσέπες.

《Τι συμβαίνει αποφάσισες να εγκαταλείψεις την επανάσταση νωρίς ;》ρώτησε χλευάζοντας παράλληλα το χλωμό αδυνατισμένο θέαμα που παρουσίαζε.

Άνοιξε τα ξερά κολλημένα απ την αφυδάτωση χείλη της να μιλήσει μα φωνή δεν έβγαινε 《Θα κάνω ότι θες αρκεί να έχω τον γίο μου ..》ψέλλισε αργά σαν να δυσκολεύοταν να αναπνεύσει.

《Πολύ καλά δέχομαι την προσφορά σου αλλα..θα μου εκπληρώνεις κάθε βίτσιο και σκοτεινή επιθυμία έτσι ..;》

Τον παρατηρούσε αηδιασμένη γνωρίζοντας πως μέχρι να την βρούν οι δικοί της δεν υπήρχε άλλος δρόμος . 《Ότι θέλεις..ζητώ μονάχα να μου τον έχω μαζί μου οπως επίσης κι να επιστρέψω σε ενα κανονικό δωμάτιο..》

Γέλασε ικανοποιημένος έχοντας καταφέρει τον στόχο του να κάμψει τελικά τις αμυνές της υποτάσσοντας το άλλοτε αγρίμι στο θέλημα του.
《Προς το παρόν θα κάνω δεκτό το ένα σκέλος του αιτήματος σου ..! Αν είσαι καλό κορίτσι θα κρατήσεις σήμερα τον γίο σου..》πρόφερε αργόσυρτα δίνοντας ζωή στο άψυχο σαρκίο της μονομιάς.

《Τι πρέπει να κάνω..;》

《Αρχικά κάνε ένα μπάνιο βάψου φόρεσε το φουστάνι που θα βρείς επάνω στο κρεβάτι κι έπειτα σε περιμένω να δειπνήσουμε στον κήπο..》

《Καλώς..θα είμαι εκεί..》ψιθύρισε γνέφοντας θετικά προτού ο μπάτλερ την οδηγήσει βίαια σέ ένα τεράστιο υπνοδωμάτιο στην σοφίτα του οικήματος.

《Ετοιμάσου σε μισή ώρα θα έρθω να σε παραλάβω !》πρόσταξε παγερά κλειδώνοντας την θύρα στο πέρασμα του λές κι ήταν κατάδικος.

《Άχ Ρικάρντο δεν είσαι μονάχα εσύ φυλακισμένος..που να ήξερες πως όσο η κόρη μας ακόμη αγνοείτε αντί να ψάχνω να την βρώ ικανοποιώ τα άρρωστα γούστα του αδερφού σου..》Μονολογούσε θλιμμένη αφαιρόντας επιτέλους τα βρώμικα ρούχα της που κόντεψε να ζωστεί κατάσαρκα τόσες ημέρες κι είσεβαλε σαν πρωτόγονη στην μπανίερα.

Έπειτα απο μισή ώρα πράγματι είχε ετοιμαστεί οπως είχαν συμφωνήσει παρουσιάζοντας ένα θέαμα εξωπραγματικό .

Ο Μπάτλερ ξεκλειδώσε την πόρτα παρατηρώντας την με θαυμασμό απο πάνω μέχρι κάτω 《Έλα ακουλούθα με ο κύριος σε περιμένει ! Πάντως με την εκθαμβωτική σου εμφάνιση τον έχεις στο τσεπάκι άνετα μονάχα χρησιμοποίησε την σαν κρυφό άσσο στο μανίκι κι όχι αλόγιστα ..》ψιθύρισε στο αυτί της σαν συμβουλή προκαλώντας την έκπληξη της.

《Για πιο λόγο αποφάσισες να με βοηθήσεις ; Τι έγινε φοβάσαι την τιμωρία του αφεντικού σου τόσο πολύ η μήπως με συμπάθησες ξαφνικά ;》ρώτησε δίχως να λάβει απόκριση μονάχα την ακούμπησε στο μπράτσο οδηγώντας την στον κήπο.

Το σκηνικό που είχε διαμορφώσει εξωτερικά ο δυνάστης της θύμιζε ρομαντικό δείπνο για δύο ερωτευμένους σε αντίθεση την πραγματικότητα.

Ολόγυρα το γκαζόν κοσμούσαν μικρά λευκά φαναράκια με τις φλόγες που τρεμόπαιζαν να συνθέτουν ένα αρμονικό σκηνικό ολόγυρα κι ας καιγόταν η καρδιά της.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο στα λευκά μονάχα για δύο με κόκκινα κεριά να κοσμούν τα επίχρυσα κηροπήγια ανάμεσα στο πλήθος των εδεσμάτων που απλώνονταν εμπρός τους.

Σαν τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή άφησε τον εαυτό της να πλανηθεί θωρόντας εμπρός τον αγαπημένο της Ρικάρντο αντί για το κακό του μισό .

Η καρδιά της έλιωσε στην θύμηση των όσων τους χώριζαν παντοτινά εμπόδια ανυπέρβλητα που δεν θα τολμούσε ούτε η αγάπη που της εξομολογήθηκε να υπερπηδήσει.

Σηκώθηκε απο την θέση του κουμπώνοντας το μάυρο σακάκι του αναμένοντας την ως σωστός τζέντλεμαν να καθίσει πλάι του μαγεμένος.
《Σελίνα κολάζει κι άγγελο η ομορφιά σου !》ψέλλισε ζαλισμένος απο το κάλλος που σαν χρώμα πλημμύριζε τον άχρωμο καμβά των ματιών του.

Προσέγγισε κοντά του αργά με βήματα σταθερά καθότι τα ψιλά μάυρα πέδιλα βούλιαζαν στο φρέσκο γκαζόν έφθασε ενα βήμα απο εκείνον ακουμπώντας το πρόσωπο του προστατευτικά.
《Μην προσποιείσαι άδικα πως με αγαπάς ..ξέρω πως μέσα σου βαθεία με σιχαίνεσαι..》σχολίασε απομακρύνοντας το χέρι της.

《Δεν σε σιχαίνομαι Λεονάρντο ! Αποτελείς αίμα απ το άιμα εκείνου που λατρεύω..πως μπορώ άραγε να σε μισήσω..;》εξομολογήθηκε αληθινά προκαλώντας την οργή του.

Ευθύς τίναξε ένα κρυστάλλινο ποτήρι στο γρασίδι με απίστευτο μένος ίσως και ψήγματα ζήλειας τρομοκρατώντας την .《Σκάσε δεν μπορεί να τον αγαπάς ακόμη δεν αξίζει την αγάπη σου ! Έννοια σου όμως απο εδώ κι πέρα μου ανήκεις ολοκληρωτικά κι αιώνια δεν θα τον ξαναδείς παρα μόνον στην δίκη που αναγκαστικά θα παραστείς ως βασικός μάρτυρας !》

《Τι πράγμα πότε γίνεται η δίκη του Ρικάρντο πέρασε αλήθεια τόσος καιρός που βρισκόμουν σε απομόνωση ; Ο γιός μου που βρίσκεται ..που που..τον έχεις ;》τράυλιζε ταραγμένη έχοντας χάσει την αίσθηση του χώρου κι του χρόνου .

《Έλα ασε τις υστερίες και κάνε οτι σου πώ αν θέλεις να τα πάμε καλά εμείς οι δύο ! Ο δικηγόρος του επισπεύσε την δικάσιμο για τέλος της εβδομάδας..στο δικαστήριο θα καταθέσεις ότι σου πώ εγώ ειδάλλως το μωρό θα καταλήξει σε ίδρυμα...》

Πάγωσε σύγκορμη στο άκουσμα τούτων των αδυσώπητων λόγων που ξεστόμιζε με τόση αναίδεια 《Όχι δεν θα το κάνεις αυτό ..》ψέλλισε αδυνατώντας να συνδέσει την γλώσσα με το μυαλό που αρνούνταν πεισματικά να πιστέψει στην τόση απανθρωπιά του.

Την τράβηξε προς τα κάτω με το χέρι του βάναυσα να καθίσει πετώντας σχεδόν το δίσκο με τα φιλέτα εμπρός της λες κι ήταν σκουπίδι.

《Βάλε να φάς να γίνεις πρώτα άνθρωπος αντί για σκελετός κι έπειτα θέλεις δεν θέλεις θα συμμορφωθείς..》πρόφερε αργόσυρτα έξαλλος κατεβάζοντας το μπουκάλι με τον ερυθρό οίνο μονορούφι.

《Σταμάτα να πίνεις και μίλα ! Πως μου ζητάς να φάω ατάραχος όσο εσύ μου καταστρέφεις την ζωή ; Γιατί μας μισείς τόσο εμένα κι τον αδερφό σου ; Τι σου κάναμε επιτέλους ;》

《Γιατί ; Τολμάς να μου ζητάς τον λόγο που σας σιχαίνομαι ; Θες να μου πείς πως δεν θυμάσαι την ήμερα που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους στο δημαρχείο για χάρην του έρωτα του ; Όσο για εκείνον τον μισώ διότι ήξερε πάντοτε να κλέβει την αγάπη της μητρός μας με χίλια δύο τεχνάσματα ! 》ξέσπασε εκτινάσοντας δεξιά κι αριστερά πιάτα και μαχαιροπίρουνα σαν μανιακός .

Τον παρατηρούσε τρομοκρατημένη μα συνάμα θλίβονταν για την ψυχική κατάσταση που είχε περιέλθει ανεξήγητα ένας άνδρας που φαινομενικά δεν του έλειπε τίποτα κι όμως εσωτερικά του υπέφερε.

《Ηρέμησε σε παρακαλώ μην το κάνεις πιο δύσκολο..δυστυχώς βλέπεις αυτή θα ήταν η ζωή μου αν σε είχα παντρευτεί χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι επιβεβαιώνεις τις αμφιβολίες μου μία μία..》σιγοψιθύρισε διστακτικά εντείνοντας την οργή που ήδη τον ταλάνιζε.

《Βούλωσε το ηλίθια ! Να ευγνωμονείς τον θεό που δεν επέλεξα να σε σκοτώσω τερματίζοντας την ανούσια ζωή σου μα αντ αυτού σε κράτησα εδω μέσα σαν κύρια στο πλευρό μου. Σύντομα θα με παντρευτείς γλυκιά μου θέλεις δεν θέλεις αν επιθυμείς να σου αποκαλύψω που βρίσκεται η κόρη σου..!》ανακοίνωσε παγερά διαβάζοντας στην όψη της τον πόνο .

《Εσύ βρίσκεσαι κρυμμένος πίσω απ όλα έτσι δεν είναι ; Μην με βασανίζεις σε παρακαλώ πες μου αν είναι ζωντανό το κορίτσι μου..!》ικέτευσε δίχως να λάβει απόκριση .

《Φάε !》διέταξε κοφτά χώνοντας βίαια το πιρούνι στην στοματική της κοιλότητα σαν μωρό που χρειάζεται να το ταίσουν.

Προσποιήθηκε πως κατάπινε το φαγητό που παρά την νοστιμιά του στο δικό της στόμα φάνταζε άγευστο κι σκληρό σαν λάστιχο .

Κανείς τους δεν μιλούσε μονάχα η ρυθμικές ανάσες και ο ήχος απο το τρεχούμενο νερό στο συντριβάνι παραδίπλα συντροφεύε την μοναξιά της.

Εκείνος απολάμβανε το φιλέτο του ατάραχος ρίχνοντας κάπου κάπου κλεφτές ματιές προς το μέρος της πλάθοντας με τον νού τις στιγμές ηδονής που θα του χάριζε αργότερα.

Το ένιωθε παρατηρώντας προσεχτικά κάθεμια απ τις σπασμωδικές κινήσεις του που πρόδιδαν έκδηλο εκνευρισμό κι συνάμα σεξουαλικό ερεθισμό.
《Έαν ολοκληρώσες το γέυμα σου θα προτιμούσα να μείνουμε οι δύο μας..》πρόφερε αφήνοντας το υπονούμενο να πλανάται ολόγυρα κόβοντας την ανάσα της.

"Κάνε κάτι Σελίνα να τον αποφύγεις..!"πρόσταζε η λογική της έχοντας σημάνει συναγερμός σε ολόκληρο το σώμα.
《Αχ η αλήθεια είναι πως το φαγητό είναι νοστιμότατο έχω και μέρες να φάω θα σε πείραζε να το αφήσουμε για άυριο ..;》

《Κόψε τα ψόφια κι έλα μαζί μου ! Νομίζεις πως δεν έχω παρατηρήσει πως φτύνεις το φαγητό σου στην χαρτοπετσέτα τόση ώρα ; Με περνάς για κανένα ηλίθιο μπρός προχώρα !》φώναζε αρπάζοντας το μπράτσο της με απίστευτη δύναμη σέρνοντας κυριολεκτικά το σώμα προς το εσωτερικό.

《Ασε με δεν θέλω να σου δωθώ ! Μονάχα τον γίο μου επιθυμώ..!》ούρλιαζε κλαίγοντας καθ όλη την διαδρομή προς το δωμάτιο βασανισμού της.

Οι φωνές της δεν άφησαν ασυγκίνητη την θλιμμένη Γκριζέλντα η οποία τάιζε την δεδομένη στιγμή το μικροσκοπικό πλασματάκι με τα πράσινα μάτια όσο η μητέρα του βασανιζόταν .

《Καημένο πλασματάκι ..αν μπορούσα μονάχα να σας γλιτώσω απο την φρικτή σας μοίρα ..! Έπειτα εκείνος θα γινόταν δικός μου όπως ακριβώς ονειρεύομαι κάθε βραδυ ! Γιατί να μην βρίσκομαι εγώ στην θέση της μητρός σου απολαμβάνοντας το άγγιγμα του σε σχέση με εκείνη που τον σιχαίνεται..;》μονολογούσε σφίγγοντας πονεμένα το κορμάκι του βρέφους.

Η ζήλεια την κυρίευε ολοένα οσο περνούσε ο καιρός που διέμενε κοντά του έχοντας πραγματοποιήσει το ένα μέρος του σχεδίου της.

Είχε κατορθώσει να πάρει την δουλειά με ψεύτικες περγαμηνές κι διθυραμβικές συστάσεις καθότι εάν ο εργοδότης της γνώριζε πως δεν είχε ιδέα πως να φροντίζει ένα μωρό θα την πετούσε δίχως οίκτο στον δρόμο.

Μα η Γκριζέλντα δεν επιθυμούσε με τίποτα κάτι τέτοιο είχε θέσει μπροστά της έναν στόχο που θα ακολουθούσε πιστά την διαδρομή εως ότου φθάσει στο επίκεντρο της εμμονικής αποστολής της.

Σηκώθηκε απο την κουνιστή πολυθρόνα κουβαλώντας το βρέφος στην ζεστή αγκαλιά της με προορισμό την κούνια απέναντι.

Ακούμπησε το σώμα του στο στρώμα κι ας μην είχε κοιμηθεί για τα καλά προχωρώντας προς την πόρτα περίεργη να κρυφακούσει τις σκοτεινές επιθυμίες του αφεντικού της.

Προχωρώντας στον άδειο σκοτεινό διάδρομο με οδηγό τις φωνές και τα ουρλιακτά που δεν είχαν πάψει να ηχούν προσέγγισε την κλειδωμένη θύρα της κάμαρης του.

Ακούμπησε το αυτί στην κρύα επιφάνεια της σφίγγοντας γροθίες τα χέρια της για να αντέξει να τον ακούει κάνει έρωτα σε άλλη γυναίκα αντί σε εκείνη.

《Μην με ακουμπάς άσε με Λεονάρντο..!》έσκουζε η Σελίνα με την ελπίδα να την λυπηθεί ο δυνάστης της μάταια βέβαια καθότι εκείνος ήδη κατηφόριζε θρασύτατα στον λαιμό της.

《Μην τολμήσεις να με δέσεις !》ούρλιαξε ακούγοντας το χαιρέκακο γάργαρο γέλιο του να αντηχεί κατα μήκος της άδειας αίθουσας.

Εκτίναξε με φόρα το σώμα της στο κρεβάτι δένοντας με χειροπέδες στα κάγκελα τα χέρια της ώστε να μην μπορεί να αμυνθεί.

Κι έπειτα χύμηξε κατα πάνω της ως άγριο θεριό σκεπάζοντας με το βάρος του κορμού του το αδύναμο σώμα της φιλώντας εξίσου βίαια κάθε του πόντο.
《Άφησε με σε εκλιπαρώ..! Θα το μετανιώσεις πίστεψε με 》ψέλλισε μάταια καθώς την έγδυνε αθόρυβα σκίζοντας άλλοτε απο ανυπομονησία τα ρούχα της.

《Σςς σώπασε και θα το απολάυσεις περισσότερο αυτήν την φορά καθότι δεν θα υπάρχει ίχνος τρυφερότητας ανάμεσα μας !》μουρμούρισε πιπιλόντας το στήθος της λες κι επιθυμούσε να την πονέσει.

Ο πόνος ξέσκιζε την καρδιά της Γκριζέλντα που δεν είχε μετακινηθεί εκατοστό απο την θέση της μετρώντας έναν έναν τους στεναγμούς του πάθους του.

《Δεν σε θέλει εκείνη πως μπορείς να είσαι τόσο μα τόσο ανόητος !》ψέλλιζε βράζοντας απο ζήλεια ακούγοντας το κρεβάτι να τρίζει σε κάθε βίαια ώθηση του.

Πλέον οι φωνές της σίγησαν μονάχα λυγμοί έφθαναν στα αυτιά της πνικτοί και πονεμένοι λυγμοί όσο ο Λεονάρντο βίωνε την πιο σαρωτική έκσταση της ζωής του βρυχόμενος παθιασμένα σαν λιοντάρι.

Μα δεν είχε διεσδύσει ακόμη μέσα της απολάμβανε βλέπεις ως άρρωστος ψυχάκιας την κυριαρχία του επάνω στο γυμνό κορμί της βασανίζοντας το θύμα του.

Η πόρτα χτύπησε δύο φορές διακόπτοντας την απόλαυση του 《Όποιος τόλμησε να μας διακόψει καλή μου την έχει πολύ άσχημα..!》σχολίασε φορώντας βιαστικά μονάχα το παντελόνι του .

Ανοίγοντας εξαγριωμένος την θύρα έμεινε έκθαμβος σαν αντίκρισε εκείνη στο κατώφλι να τον παρατηρεί δακρυσμένη σαν παιδί που το είχαν μαλώσει.

Μονομιάς οι κόρες των ματιών του διεστάλησαν η καρδιά του χτύπησε δυνατά στο στέρνο κι οργή του χάθηκε μονομιάς .

《Τι ζητάς εδώ γιατί μας διέκοψες ..;》ρώτησε ψιθυριστά ρίχνοντας μια ματιά προς το θύμα του που ανέμενε σαν πρόβατο επι σφαγή στο κρεββάτι πίσω.

《Δεν αντέχω να κάνεις έρωτα σε άλλη ! Πονάω δεν με νιώθεις ; Σε παρακαλώ άφησε την να γυρίσει στην κανονική ζωή της πάρε εμένα στην θέση της κάνε με ευτυχισμένη..!》ικέτευσε παραξενέυοντας τον.

《Φύγε απο εδώ σε έχω προσλάβει να προσέχεις το μωρό ανάθεμα όχι να σουλατσάρεις άσκοπα στους διαδρόμους κατασκοπέυοντας..!》

《Μη..! Μην με διώχνεις ξανά δεν το βλέπεις πως σε απωθεί ; Δεν σε αντέχει στην σάρκα της δες την σχεδόν λιποθύμησε στα χέρια σου τι μπορεί να σου προσφέρει εκείνη πες μου !》επέμεινε κι άς τα έχανε όλα απόψε η ζήλεια την είχε υποδουλώσει εν τέλει.

《Κορίτσι μου τρελάθηκες ; Ποιος σου ζήτησε την γνώμη σου ; Τσακίσου φύγε απ το δωμάτιο μου !》

《Όχι ! Δεν πάω πουθενά σε ποθώ αληθινά κι δεν πρόκειται να κάνω βήμα μακριά σου ! Αυτή θα φύγει ποτέ εγώ !》ανακοίνωσε αποφασιστικά κολλώντας πεισματάρικα τα χείλη της στα δικά του.

Προς στιγμήν δοκίμασε να την σπρώξει μα η επίδοξη γλώσσα της να πάρει τον ερέθισε στο δευτερόλεπτο σε αντίθεση με τα άψυχα κρύα φιλιά του θύματος του.

Άρπαξε την μέση της κολλώντας την στην διεγερμένη του φύση που αναζητούσε άμεσα εκτόνωση ειδάλλως θα εκρήγνυτο.
《Εντάξει κέρδισες μικρή απόψε θα μου κάνεις τα γούστα..!》πρόφερε δυνατά ώστε να τον ακούσει καλά η γυναίκα πίσω του.

《Σε περιμένω στην πισίνα..》πρόφερε λάγνα προκλητικά αφήνοντας το λευκό φόρεμα της να πέσει στο έδαφος μένοντας μονάχα με το κόκκινο δαντελένιο διάφανο κορμάκι της.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του ζαλισμένος πλησίασε εκ νέου την μισολιπόθυμη Σελίνα γελώντας κοροϊδευτικά εις βάρος της.

《Χά μην διανοηθείς να χαρείς αυτή θα αποτελέσει το ορεκτικό εσύ όμως το κυρίως πιάτο μην το ξεχνάς..!》ψιθύρισε στο αυτί της ειρωνικά βγαίνοντας ευθύς απο το δωμάτιο αφήνοντας την δεμένη.

Την βρήκε ξαπλωμένη προκλητικά στην αιώρα να απολαμβάνει παγωμένη σαμπάνια που είχε η ίδια ζητήσει απο τον μπάτλερ .
《Μην παίρνεις θάρρος κούκλα ..ποτέ δεν θα γίνεις Σελίνα !》

《Είστε βέβαιος κύριε καθότι εγώ μαζί μου βλέπω επιθυμείτε να πλαγιάσετε παρά με αυτή..!》ψέλλισε ερεθίζοντας απαλά με τα ακροδάκτυλα τον λαιμό του προσφέροντας του ένα ποτήρι.

Έπειτα στάθηκε όρθια στην αιώρα χορεύοντας προκλητικά μονάχα για εκείνον λαμβάνοντας ως ανταμοιβή το σκοτεινό λάγνο του βλέμμα που έκαιγε.
《Σε θέλω..》σχημάτισε με τα χείλη δίχως καν να το προφέρει αδράζοντας μονομιάς το σώμα της βουτώντας μαζί της στην κρύα πισίνα.

《Το ήξερα πως θα σε κάνω να θές μονάχα εμένα..! Πες το Λεονάρντο..πες το μου δυνατά..!》ζήτησε επιτακτικά πιπιλόντας τον λαιμό του βαστώντας γερά με το άλλο χέρι τον ανδρισμό του.

《Αχ..ναι εσένα θέλω..μόνο συνέχισε..》μονολογούσε χαμένος στον κόσμο της ηδονής που του χάριζε απλόχερα κατέχοντας την τέχνη της αποπλάνησης απο πρώτο χέρι.

Της έσκισε το κορμάκι τραβώντας την απο τα μαλλιά καθώς γινόταν ένα μαζί της κάτω απο το νερό κι οι κραυγές της συντάρασαν την νύχτα.

Έπλεαν μαζί στο χορό του έρωτα τους κάνοντας έρωτα σαν ξαναμμένοι έφη οι πρώτη μα όχι ύστατη φορά δεν είχε γευτεί άλλη γυναίκα κατ αυτο τον τρόπο.

Ένιωθε την έκσταση να τον σαρώνει πραγματικά για παρθενική φορά μαζί με μια άγνωστη υπάλληλο του που αποδείχθηκε καυτό ηφαίστειο πάθους.

Οι ωθήσεις του δυνάμωναν ολοένα έχοντας τον πλήρη έλεγχο της συνουσίας τραβώντας άλλοτε τα μακριά ξανθά μαλλιά της κι άλλοτε δαγκώνοντας τα τρυφερά φιλήδονα χείλη της.

Εκτοξεύτηκαν μαζί στον ουράνιο θόλο του πόθου παρότι βρίσκονταν στο νερό οι ίδιοι είχαν καεί αφημένη στο καμίνι της ηδονής.
《Ήσουν υπέροχος ο πρώτος κι τελευταίος άνδρας που με παίρνει..!》ψιθύρισε ξέπνοη κουρνίαζοντας στην υγρή αγκαλιά του .

《Δεν θα σου το κρύψω δεν έχω νιώσει έτσι με καμία..》

Η καρδιά αναπήδησε στο στήθος στο άκουσμα των λέξεων είχε μόλις συλλαβίσει 《 Ούτε με ..εκείνη..;》πρόφερε δισταχτικά υπενθυμίζοντας άθελα της πως την είχε εγκαταλείψει δεμένη.

Την απομάκρυνε απο κοντά του διαλύοντας την μαγεία που τους είχε πλαισιώσει μονομιάς σαν βγήκε απ την πισίνα τινάσοντας τα νωπά μαλλιά του.

《Που πάς ;》

《Να κοιμηθώ στο πλάι της..》πρόφερε πυροβολώντας την κατάστηθα αδιόρατα έχοντας κάνει το κέφι του μαζί της.

Στο μεταξύ στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανδρικής φυλακής ο Ρικάρντο περπατούσε αμέριμνος έπειτα απο το βραδυνό του γέυμα έχοντας στο νού μονάχα την μορφή της.

《Σειρήνα των ονείρων μου που να βρίσκεσαι τούτη την ώρα ; Άραγε γελάς κλαίς ; Με θυμάσαι η βίαια με διέγραψες απ τα κατάστιχα του νού σου..;》μονολογούσε χαμηλόφωνα σαν να σφύριζε κάποιο σκοπό ξεχασμένο.

Η φασαρία πίσω του δεν γινόταν να μην τραβήξει την προσοχή του καθώς στρεφόταν ανήσυχος προς την πηγή της αντίκρισε έναν απο τους συγκρατούμενους του να τρέχει καταπάνω του οργισμένος.

Άλλοι τέσσερις κρατούμενοι τον ακολουθούσαν καταπόδας πασχίζοντας να τον σταματήσουν προτού πράξει έναν ακόμη φόνο εμπρός στα μάτια τους .

《Καινούργιε φυλάξου κρατάει σουγιά !》τον προειδοποίησε ο άνδρας απο το απέναντι κελί σαν απο μηχανής θεός .

Μα εκείνος δεν κούνησε στιγμή απο την θέση του αναμένοντας έκπληκτος κι συνάμα παγωμένος την τελική κατάληξη της επίθεσης.

《Ει σταμάτα ρε μην τον χτυπήσεις..!》επέμεναν να φωνάζουν οι υπόλοιποι που τελευταία στιγμή κατόρθωσαν να τον συγκρατήσουν.

《Αφήστε με να σκοτώσω επιτέλους αυτόν που αρχικά αστόχησα κι εξαιτίας του κατέληξα πίσω απο τα κάγκελα ..!》ούρλιαζε σαν λυσσασμένος σκύλος .

《Γιατί θέλεις να με βλάψεις τι σου έκανα ; Καταρχάς δεν σε γνωρίζω με το ζόρι ανταλλάσουμε μια καλημέρα..δεν καταλαβαίνω..!》τον ρώτησε προσεγγίζοντας κοντά του άφοβα .

《Χα ..δεν σε παρεξηγώ λογικό να μην έχεις ίδεα ..αποτέλεσες στόχο για εμένα δύο φορές έπειτα απο ρητή εντολή που έλαβα να σε καθαρίσω..μα βλέπεις δύο φορές μου την γλίτωσες..》

《Τι πράγμα ;》ψέλλισε φέρνωντας στο νού σαν να ξαναζούσε τις στιγμές των τριών δολοφονικών επιθέσεων που είχε δεχτεί τον περασμένο χρόνο .

《Εσύ ήσουν πίσω απ όλα ..; Μίλα ποιος σε πλήρωσε ;》απαίτησε να μάθει αρπάζοντας τον μυώδη άνδρα με τα αναρίθμητα τατουάζ απο τον γιακά της μπλούζας του.

《Ο δίδυμος αδερφός σου ..ποιός άλλος !.Με διαβεβαίωσε πως εάν τελικά σε σκοτώσω θα βγώ απο εδω μέσα ..》ξεστόμισε πασχίζοντας να τον χτυπήσει για ακόμη μια φορά εκπληρώνοντας την αποστολή ...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro