Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 7: Επιστροφή στο παρελθόν

7α. Από μηχανής ....Θεός

Το σκοτάδι άρχισε να χάνει την πυκνότητά του. Μέσα στο κέντρο κάποιες κόκκινες γραμμές άρχισαν να αυλακώνουν αυτόν τον μαυροπίνακα. Σαν φίδια γεμάτα φλόγες άρχισαν να κουνιούνται κάνοντας παράξενα σχήματα αφήνοντας πίσω ανταύγειες της φωτιάς. Μετά, οι κόκκινες αυτές γραμμές, άρχισαν να τινάζονται σαν μαστίγια. Και να δένουν μαζί με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Ένα παράταιρο τρίξιμο σαν να τρίβονταν μεταξύ τους μέταλλα και να σπινθιρίζουν προκαλώντας ανατριχίλα. Και ύστερα η αίσθηση του πόνου. Ένας πόνος που ξεκινούσε σιγά σιγά και μετά γινόταν λαβίδα να σφίγγει το κεφάλι, να το χτυπά σαν σφυρί, να το συνθλίβει, να το ανοίγει στα δυό. Και τέλος εκείνα τα κόκκινα μάτια αλλόκοτα, τρομερά, εξωπραγματικά. Να μεγαλώνουν, να γίνονται τεράστια, να διώχνουν το μαύρο και να τα ντύνουν όλα στο κόκκινο. Σαν αίμα που ρέει και γεμίζει τα πάντα. Και ο πόνος, εκείνος ο φριχτός πόνος, να σε φτάνει στα όρια της παράκρουσης.

"Όχι.....Μη.....!"

Η πνιχτή κραυγή της ακούστηκε μέσα στην άγρια νύχτα γεμάτη αφόρητο τρόμο. Πετάχτηκε απότομα προσπαθώντας να γλιτώσει από το όραμα που την έπνιγε και την τραβούσε συθέμελα στον παραλογισμό και στο φόβο.

"Ησύχασε κόρη μου, ηρέμησε, μη φοβάσαι!"

Άνοιξε τα μάτια της έντρομη. Η καθησυχαστική φωνή ερχόταν να της δώσει μια ηρεμία και μια τρυφερότητα βγαλμένη από τα πιο όμορφα συναισθήματα. Ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει προσεκτικά από τους ώμους, να τακτοποιεί ένα προσκέφαλο πίσω της και να προσπαθεί να την βοηθήσει να κάτσει σε ένα φτωχικό ξύλινο κρεβάτι. Η μορφή απέναντί της ανήκε σε έναν άντρα μεταξύ εξηνταπέντε και εβδομήντα χρόνων. Είχε πολύ γλυκά μάτια, μεγάλο μέτωπο άδειο από μαλλιά. Οι ρυτίδες του έδειχναν άντρα γεμάτο ζωή και κούραση. Τα άσπρα μαλλιά του λίγα στο κεφάλι, κατέληγαν σε ένα όμορφο γένι.

Προσπάθησε να ανοίξει το στόμα της να μιλήσει.

"Που είμαι ψέλλισε , ποιος είστε;"

Εκείνος την κοίταξε με προσοχή αλλά και με απορίες πάρα πολλές. Σίγουρα με μεγάλη ανησυχία.

"Μη φοβάσαι, δεν υπάρχει κάτι να σε ανησυχεί, μην ταράζεσαι..." της είπε όσο μπορούσε πιο στοργικά. Εκείνη έριξε μια ματιά γύρω της στο χώρο. Έδειχνε σαν χαμένη. Βρισκόταν στο κρεβάτι ενός αγροτόσπιτου, φτωχικού αλλά καλά συντηρημένου.

"Τι είναι εδώ;" ρώτησε.

"Εδώ είναι το σπίτι μου..." της απάντησε.

"Πως βρέθηκα εδώ; Τι κάνω εδώ;" του είπε λες και έψαχνε να βρει τα σημεία αναφοράς της. Έδειχνε να τρέμει. Ο ώριμος άντρας, έφερε μια πήλινη κανάτα. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό και της το προσέφερε. Το έβαλε στα χείλη της. Ένιωσε τη δροσιά και τη φρεσκάδα του να την αναζωογονούν. Ξαφνικά έβαλε απότομα το χέρι της στο κεφάλι της στο πλάι. Μια έντονη κραυγή πόνου σημάδεψε το πρόσωπό της. Τα δάχτυλά της ψηλάφησαν μια μεγάλη πληγή στο δέρμα της, στο πλάι του κροτάφου της.

"Μην το πειράζεις!" της είπε προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι της.

"Πονάω! Που χτύπησα;" τον ρώτησε σαν χαμένη.

Εκείνος ανάσανε βαθιά. Την κοίταξε με προβληματισμό.

"Σε βρήκα λιπόθυμη σε ένα άνοιγμα στο χαντάκι ένα μόλις μέτρο πριν την όχθη της λίμνης...." της είπε καρτερώντας να του συνεχίσει.

Η κοπέλα έφερε το χέρι της στο μέτωπό της, ανακάθισε με την πλάτη στο κρεβάτι.

"Δεν θυμάμαι καλά, το κεφάλι μου...." του είπε.

"Πως σε λένε κόρη μου;" τη ρώτησε, αυτό το θυμάσαι;"

"Αρμάντια!" του αποκρίθηκε. Αμέσως μετά χλώμιασε πάλι προβληματισμένη.

"Ωραία, εγώ είμαι ο Έλνταρ και αυτό εδώ είναι το σπιτικό μου. Σε βρήκα χθες, όπως σου είπα. Ήσουν λιπόθυμη, σε έφερα με το άλογο εδώ...Μην φοβάσαι, δεν ενοχλείς κανέναν, ζω μόνος μου, δεν έχεις να με φοβάσαι"

Τον κοιτούσε παράξενα. Η φωνή του, η ζεστασιά της αλλά και αυτό που έβγαζε από μέσα του της έδινε μηνύματα ανθρωπιάς, σιγουριάς και ασφάλειας. Πήγε να κινηθεί.

"Όχι, μην σηκώνεσαι Αρμάντια! Κάτσε λίγο έτσι καθιστή να συνηθίσεις. Σιγά σιγά"

Την είδε πάλι σε απόγνωση. Μια να συνέρχεται, μια να σφίγγεται, μια να γαληνεύει, μια να ταράζεται, σαν να προσπαθούσε για κάτι. Κατάλαβε ότι η κοπέλα είχε κενά μνήμης ή κάτι σοβαρό την βασάνιζε. Προσπάθησε να την βοηθήσει αργά, προσεκτικά.

"Θυμάσαι να μου πεις πως βρέθηκες στο δάσος; Πως ήρθες εδώ; Αν ήταν κανείς μαζί σου;"

Τον κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια σαν να προσπαθούσε να αρπαχτεί απ' αυτόν.

"Όχι... όχι... δεν θυμάμαι... είναι σαν κάτι να έρχεται και να φεύγει...."

Ξαφνικά την είδε να φέρνει απότομα τα χέρια της χαμηλά μπροστά στην κοιλιά της. Να του ρίχνει μια ένοχη φοβισμένη ματιά. Και να νιώθει μια αναγούλα να ανεβαίνει στο στόμα της. Ο Έλνταρ την είδε, έτρεξε αμέσως και έφερε μια μεταλλική λεκάνη μπροστά της. Η κοπέλα έκανε εμετό. Η βοήθειά του να την συνεφέρει, να την σκουπίσει, να την στηρίξει την έκανε να αφεθεί στην αγκαλιά του και να σπαράζει στο κλάμα.

"Κορίτσι μου... ποιο κακό σε κυνήγησε ως εδώ; Τι είναι αυτό που σε ταράζει ας ήξερα..."

Έκλαιγε με αναφιλητά γερμένη στην αγκαλιά του με τα χέρια της να μη λένε να αφήνουν την κοιλιά της. Έκλαιγε για εκείνο που ήξερε, από ένστικτο, ότι βάραινε μέσα της.

"Μήπως πονάς αλλού πουθενά;" τη ρώτησε κοιτάζοντας χαμηλά το κορμί της.

Εκείνη έκανε μια αρνητική έντονη κίνηση με το κεφάλι της.

"Που είμαστε εδώ;"

"Είμαστε στο δάσος του Φόριεν αν σου λέει κάτι, κοντά στο Βουνό των Σκιών, εδώ είναι το σπίτι μου..."

"Φόριεν;"

"Ναι... σου θυμίζει κάτι;"

"Κάτι....ναι...."

"Από εκεί ήρθες; Εκεί είναι το σπίτι σου;" τη ρωτούσε με προσοχή προσπαθώντας να βγάλει κάποια στοιχεία και να καταλάβει.

"Δεν ξέρω....δεν θυμάμαι"

"Καλά....Αρμάντια, ξάπλωσε τώρα, έχουμε χρόνο να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους" την έσπρωξε απαλά να γείρει το σώμα της στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να την πιέσει παραπάνω. Η χθεσινή μέρα είχε φέρει στο δρόμο του κάτι αναπάντεχο. Αυτή την δύστυχη νεαρή γυναίκα, σε άσχημη κατάσταση. Ήταν αποφασισμένος να της δώσει, με την καρδιά του, καταφύγιο σε ότι περνούσε. Και σιγά-σιγά να προσπαθούσε να ξεμπλέξει το κουβάρι του εφιάλτη της. Την είδε που έγειρε το όμορφο πρόσωπό της στο πλάι και έκλεισε τα μάτια της, αυτή τη φορά γαλήνια. Κάθισε να την κοιτά με προσοχή και συγκίνηση. Τα καστανά της μάτια, παρά το φόβο τους, ήταν γεμάτα καλοσύνη. Τα πλούσια πυρόξανθα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της. Οι μνήμες του έκαναν ταξίδια πίσω σε παλιά όμορφα χρόνια και σε αγαπημένα πρόσωπα που έλειπαν πια από κοντά του.

7β. Το κόστος ενός σχεδίου

Η πόρτα στο μεγάλο δώμα του πρίγκηπα Ζάρεκ χτύπησε προσεκτικά. Εκείνος, σαν να περίμενε με αγωνία το χτύπημα, πετάχτηκε αμέσως όρθιος.

"Ποιος είναι;" απάντησε σκληρά.

"Εγώ" ακούστηκε απ' έξω προσεκτικά η φωνή του. Κινήθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε, του είπε να περάσει, έριξε μια ματιά έξω στους διαδρόμους για να επαληθεύσει τη μυστικότητα. Ο Ντέμιαν μπήκε, στάθηκε στο κέντρο του μεγάλου δωματίου.

"Τι έγινε;" τον ρώτησε ο Ζάρεκ με μάτια που έλαμπαν.

"Όλα καλά πρίγκηπά μου! Όπως ακριβώς είχες προστάξει" του είπε με βλέμμα σκληρό παγωμένο.

"Δηλαδή;"

"Οι στρατιώτες επέστρεψαν. Είναι νεκρή..."

Ο Ζάρεκ είχε φτάσει στο ζενίθ της αγωνίας του.

"Τούς είδε κανείς;"

"Όχι! Ήταν εντελώς μόνη, πήγαινε με μια μικρή άμαξα για νερό στην πηγή στο δάσος. Επιτέλους την πέτυχαν μόνη μετά από καιρό"

"Και; τι έγινε; πως;"

"Την κυνήγησαν να την φτάσουν, λίγο πριν, η άμαξα χτύπησε σε μια πέτρα, τα γκέμια από το άλογο κόπηκαν, το αμάξι ανατράπηκε, έπεσε στη λίμνη με τους βάλτους. Τους κατάπιε ο βυθός σχεδόν αμέσως"

Στον Ζάρεκ ξέφυγε ένας αναστεναγμός άγριας ανακούφισης. Ένα απάνθρωπα σκληρό βλέμμα απλώθηκε στο πρόσωπό του. Σε τέτοια έκφραση που προκάλεσε ανατριχίλα εσωτερική ακόμα και στον Ντέμιαν, σε έναν άνθρωπο αδίστακτο και σκληρό. Γύρισε πάλι προς το μέρος του.

"Οι στρατιώτες βεβαιώθηκαν, θέλω να πω είναι σίγουροι;"

"Ναι, έμειναν εκεί για αρκετή ώρα να παρακολουθήσουν. Κανείς δεν μπορεί να βγει απ τα νερά του βάλτου πρίγκηπά μου, αλίμονο σε όποιον βρεθεί εκεί μέσα. Τον τραβάει ο βυθός χωρίς καμία δύναμη να μπορεί να τον κρατήσει στην επιφάνεια. Έμειναν εκεί να δουν."

Ο Ζάρεκ έτριψε τα χέρια του με δύναμη και σκαιή χαρά.

"Στην κόλαση λοιπόν αχάριστο και προκλητικό γύναιο... τόλμησες να σηκώσεις ανάστημα και να διεκδικήσεις...." γέλασε με αποκρουστικό τρόπο, ύστερα γύρισε πάλι στον Ντέμιαν.

"Για τους στρατιώτες σου είσαι βέβαιος; Για την εχεμύθειά τους;"

"Πληρώθηκαν καλά, μείνε ήσυχος για αυτούς"

"Ωραία, θα τα πάρεις πολλαπλάσια σε χρυσάφι Ντέμιαν μην σε ανησυχεί αυτό. Τώρα θέλω να κάνεις μια άλλη δουλειά"

"Τι;"

"Θέλω να έχεις κατά νου στους δικούς της, στην οικογένειά της. Θα την αναζητήσουν σίγουρα..."

"Ξέρουν για σάς;" τον ρώτησε ο Ντέμιαν.

"Δεν νομίζω. Τι να έλεγε; Σε ποιον να μιλούσε; Τη θέση της δεν την λογαριάζεις; Να πει τι; Να εξομολογηθεί την ντροπή της; Ο πατέρας της λέγεται Ιγκώρ, είναι νομίζω στην πόλη. Έχει τη θέση και τη φήμη του. Τι να του έλεγε δηλαδή; Ότι έδωσε το κορμί της έτσι σε έναν άντρα; Ήξερε πολύ καλά ότι θα τον οδηγούσε στο θάνατο..."

"Τι θέλετε να κάνω εγώ;"

"Να τους έχεις σε παρακολούθηση. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος που ξέρει για τη σχέση της μαζί μου. Πρέπει να καλύψουμε τις πλάτες μας και από εκεί, ακούς;"

"Μείνετε ήσυχος"

Όλη αυτήν την ώρα που μιλούσαν στο δώμα του Ζάρεκ, οι δύο σκοτεινοί πρωταγωνιστές της δολερής δολοφονίας, στο πάθος τους να ελέγξουν το άρτιο του εγκλήματός τους, δεν είχαν αντιληφθεί την επιβλητική σκιά ενός ανθρώπου που κινήθηκε προς το διάδρομο. Προχωρούσε προς το δώμα του Ζάρεκ όταν κάτι από τη συνομιλία τους ήρθε στο αυτί του. Και λες και η γη τον κάρφωσε στο ίδιο σημείο, έμεινε έξω από τη μεγάλη πόρτα, έτσι ώστε να έχει ακούσει τα πάντα από την κουβέντα τους. Και αυτό που άκουσε αλλά και αυτό που άρχισε να νιώθει μέσα του, είναι να ανοίγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια του και κάτι ελεεινά αποκρουστικό να τον τραβά συθέμελα στο σκοτάδι.

Ο πρίγκηπας έβρεξε λίγο τα χέρια του με νερό από μια μεταλλική κανάτα. Η φωνή του ακούστηκε καθαρή:

"Τι κατάλαβες λοιπόν ηλίθια γυναίκα; Τι κέρδισες; Νόμισες ότι οι στιγμές που έζησες με έναν πρίγκηπα θα έφταναν στο να σταθείς στο θρόνο δίπλα του; Στο να γίνεις άξια να γίνεις κάποτε βασίλισσα αυτού του τόπου;" κάγχασε ειρωνικά και με στόμφο.

"Τώρα το στόμα σου στο έκλεισα για πάντα!" γύρισε προς τον Ντέμιαν και σε μια υστερική κορύφωση μανίας του είπε:

"Τα μάτια σου δεκατέσσερα από εδώ και στο εξής. Στα πάντα, όποιος θέλει να μείνει το κεφάλι του στη θέση του καλά θα κάνει να μην ανοίξει ποτέ το στόμα του..."

Ήταν εκείνη η στιγμή που η μορφή πίσω δεν άντεξε.. και ένα τρεμάμενο χέρι έσπρωξε αποφασιστικά τη μεγάλη πόρτα του δώματος. Ο βασιλιάς Φάρκας, ο πατέρας του Ζάρεκ, μπήκε σοκαρισμένος και σε άθλια κατάσταση στο χώρο. Τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν φωτιά μαζί με το πρόσωπό του. Λες και όλο του το αίμα είχε μαζευτεί γύρω από τα μάτια και το μέτωπό του.

"Πατέρα!" ψέλλισε ο Ζάρεκ. Ο Ντέμιαν δίπλα είχε γίνει μια ακίνητη στήλη άλατος λες και μια δύναμη είχε ρουφήξει σε μια στιγμή όλη του τη δύναμη. Ο Βασιλιάς πλησίασε το γιο του που με έντρομο βλέμμα τον κοιτούσε προσμένοντας μια του λέξη. Άκουσε τη φωνή του σπασμένη.

"Πες μου ότι όλα αυτά που άκουγα εδώ και ώρα δεν αφορούσαν το γιο μου και διάδοχό μου, πρίγκηπα Ζάρεκ!"

"Πατέρα! Τι άκουσες; Πως; Τι θέλεις να πεις;"

Ο Φάρκας συνέχιζε απτόητος:

"Δολοφόνος! Ο γιος μου! Το ίδιο μου το αίμα, η ψυχή μου ολάκερη, δολοφόνος!"

"Πατέρα δεν έχεις καταλάβει" έκανε να πει ο Ζάρεκ. Την ίδια στιγμή ο Ντέμιαν έδειξε να θέλει να φύγει. Ο βασιλιάς χωρίς να τον κοιτάζει φώναξε:

"Μην κάνετε μήτε μισό βήμα!"

Το χέρι του, ηχηρό χαστούκι, προσγειώθηκε στο πρόσωπο του γιου του, ο οποίος πισωπάτησε έντρομος.

"Ένα φίδι λοιπόν! Ένας φονιάς, ένας άνανδρος να μολύνει το Φόριεν! Μέσα στο σπίτι μου, στον κόρφο μου, στην αγκαλιά μου! Τι έτρεφα λοιπόν τόσο καιρό; Σε ποια χέρια θα παραδώσω αυτόν τον τόπο και το μέλλον του. Βούτηξες τα χέρια σου στο αίμα...."

"Πατέρα στάσου, δεν είναι έτσι, αυτή η γυναίκα μας εκβίαζε, μπορεί να μου έλεγε και ψέμματα, το καταλαβαίνεις; Κάποιος την έβαλε να το κάνει! Με απειλούσε! Δεν θέλησαν να σου πω τίποτα για να μην σε βαρύνω" του είπε σε δραματικό τόνο φορτώνοντας τα άθλια ψέμματά του, προσπαθώντας να ξεγλιστρίσει από τον κλοιό του.

Ο βασιλιάς τον έφτυσε κατά πρόσωπο.

"Δεν αξίζεις μήτε του σπαθιού μου την κόψη! Για μένα πεθαίνεις σήμερα και εσύ και αυτό εδώ το τομάρι δίπλα σου, συνένοχός σου στο αίμα. Θα σε αποκληρώσω Ζάρεκ! Ένα καταραμένο σκουπίδι θα γίνεις να περιφέρεσαι στο Φόριεν, θα σε αποκληρώσω σήμερα κιόλας....."

Η Φωνή του έσπασε ξαφνικά. Το πρόσωπό του σφίχτηκε σε έναν μορφασμό πόνου. Το ένα του χέρι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του λες και προσπαθούσε να ανασάνει. Το ένα του πόδι λύγισε ξαφνικά σαν να έσπαγε και το σώμα του, τσακισμένο κεραυνοβολημένο δέντρο, έγειρε με μιας μπροστά. Προσπάθησε κάτι να πει αλλά του ήταν αδύνατον. Ο Ντέμιαν τον κοίταζε με ένα απάνθρωπο χαμόγελο στο χλωμό του πρόσωπο. Ο Ζάρεκ τον άρπαξε από τους ώμους.

"Πατέρα!" φώναξε ξανά μάλλον φοβισμένος παρά στενοχωρημένος.

Ο βασιλιάς Φάρκας, γκρεμιζόταν μπροστά τους με πάταγο παρασύροντας διάφορα πράγματα από το τραπέζι. Έσπρωξε με απέχθεια το γιο του όσο μπορούσε και γονάτισε στο πάτωμα. Αμέσως μετά το σώμα του απλώθηκε σε ένα παράταιρο σχήμα στο μαρμάρινο δάπεδο. Έκανε δύο σπασμούς με τα μάτια του λες και ήθελαν να βγουν και έμεινε κάτω ασάλευτος με βλέμμα γυάλινο παγωμένο ίσια ψηλά στο ταβάνι. Έσκυψαν και οι δυό από πάνω του. Ο Ντέμιαν άγγιξε το λαιμό του με τα δάχτυλά του. Ο Ζάρεκ τον κοίταζε με φόβο.

"Τελείωσε!" του είπε.

Σηκώθηκαν και οι δύο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Με βλέμματα ανέκφραστα, παγωμένα.

"Ίσως να είναι καλύτερα έτσι" ψέλλισε ο Ντέμιαν και συνέχισε:

"Πάω να ειδοποιήσω, μείνε εδώ..." Πριν βγει από το δώμα έριξε μια ματιά στον αμίλητο Ζάρεκ λέγοντάς του:

"Είσαι πολύ τυχερός Ζάρεκ, γιε του Φάρκας, βασιλιά του Φόριεν! Πολύ τυχερός"

7γ. Εικόνες και βιώματα που έρχονται ξανά

Πρέπει να κοιμόταν για πολλές ώρες γιατί όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, το σκοτάδι της νύχτας είχε πέσει για τα καλά. Ανακάθισε καλύτερα στην πλάτη του κρεβατιού. Στο πρόσωπό της έρχονταν η γλυκιά θέρμη που άφηνε η φλόγα από τη θράκα στη φωτιά αλλά και το γνωστό άρωμα των ξύλων. Έριξε μια ματιά γύρω της. Αυτό που έβλεπε ήταν κάτι που ανέδυε αγάπη για το χώρο και αυτή τη μοναδική ομορφιά που προσφέρει η ταπεινότητα και η απλότητα αυτών που κατοικούσαν στο σπίτι. Ο ηλικιωμένος άντρας, ο Έλνταρ που γνώρισε το πρωί, έλειπε από το δωμάτιο. Στο σπίτι επικρατούσε μια απόλυτη σιωπή που έσπαγε μόνο από το τρίξιμο των ξύλων καθώς έκαιγαν στη φωτιά και στροβιλίζονταν.

Έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί από αυτό. Έκανε την προσπάθεια να κατέβει. Στάθηκε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού προσπαθώντας να ελέγξει τη ζάλη που ακόμα ένιωθε. Όταν το κατάφερε ικανοποιητικά έκανε τα πρώτα δειλά της βήματα. Κοίταξε τα ρούχα της. Πάνω τους ήταν τα σημάδια από χώμα και τα γδαρσίματα ήταν εμφανή. Αυτό της έλεγε ότι κάπου είχε πέσει και κυλιστεί στη γη. Αλλά που; Και γιατί; Καθώς βημάτιζε προς το παράθυρο του σπιτιού, κάποιες εικόνες έφταναν στο μυαλό της ανακατεμένες, χωρίς ειρμό και λογική. Μέσα στα βάθη του μυαλού της ένα πρόσωπο πότε ερχόταν μπροστά της θολό εντελώς και πότε χάνονταν στην ανυπαρξία. Όμως η καρδιά της έσφιγγε από τον πόνο της ψυχής. Ένα αίσθημα προδοσίας και εγκατάλειψης, κυριαρχούσε μέσα της αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα και ένα μικρό υδάτινο ρυάκι απλώθηκε στο μάγουλό της για να συναντήσει τα χείλη της. Έφτασε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει έξω, να το πάρει αγκαλιά το σκοτάδι της νύχτας.

Ύστερα ήταν και το άλλο. Αυτό το βάρος της ενοχής που ένιωθε να την τσακίζει. Τι ήταν ακριβώς; Τι είχε κάνει για να νιώθει έτσι; Κατέβασε τα δυό της χέρια αργά χαμηλά μπροστά της, ανάμεσα στα πόδια της. Η φύση, πολλές φορές είναι εκείνη που θα στείλει στον άνθρωπο το δικό της μήνυμα για το βίωμα που κουβαλάμε. Και η Αρμάντια ένιωθε κάτι να κουβαλάει.

Έκατσε στο ξύλινο σκαμνί και ακούμπησε στο ξύλο. Έξω ο ουρανός, πεντακάθαρος, άφηνε τη λάμψη των αστεριών να φαίνονται σαν άπειρα μικρά κεράκια. Μετά, ξαφνικά στα αυτιά της έφτασαν καλπασμοί αλόγων. Ναι, στη μνήμη της έρχονταν εικόνες από κάποιες μορφές πάνω στα άλογα που την καταδίωκαν! Άκουγε μέσα της τις κραυγές τους. Ένιωθε πάλι φόβο, αγωνία, αδιέξοδο. Στη θύμησή της έκανε πανηγυρικά την παρουσία της η αίσθηση του θανάτου, το ανατριχιαστικό του άγγιγμα πάνω στο κορμί της. Αυτό το μαύρο που την τύλιξε. Έσκυψε ανάμεσα στα πόδια της με το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της και άρχισε να κλαίει με έντονα αναφιλητά.

"Άφησε τον εαυτό σου να ξεσπάσει, θα σου κάνει καλό" άκουσε γλυκιά και ήρεμη τη φωνή του πίσω της. Την είχε πλησιάσει και στεκόταν κοντά της με σεβασμό. Γύρισε προς το μέρος του, σκούπισε τα δάκρυά της, προσπάθησε να δείχνει αξιοπρεπής. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί αυτός ο άνθρωπος της ενέπνεε τέτοια ηρεμία και εμπιστοσύνη.

"Πόσα προβλήματα σας έφερα" του είπε.

Πήγε και κάθισε δίπλα της.

"Πως νιώθεις; Πάψε να λες τέτοια πράγματα. Ζω μόνος μου εδώ, άρα δεν έχεις κάποιον να ενοχλήσεις...."

"Μόνος; Δεν έχετε οικογένεια;"

"Δεν είναι ώρα να κάνουμε τέτοια κουβέντα Αρμάντια, πες μου αν θυμήθηκες, μπορείς να με εμπιστευθείς. Αν πάλι όχι θα το σεβαστώ. Πες μου ότι θέλεις..."

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της θετικά.

"Προσπαθώ... έρχονται ακανόνιστα κάποιες εικόνες στο μυαλό μου αλλά δεν μπορώ να βγάλω νόημα, μόνο ότι ζω στο Φόριεν, αυτό ναι... πόσο μακριά είναι από εδώ;"

"Κάποιες ώρες δρόμο με το άλογο, βαθιά στο δάσος. Πολύ λίγα σπίτια είναι εδώ ολόγυρα, σκόρπια μέσα στο δάσος από τους τολμηρούς που μένουν να ζουν εδώ αλλά όχι κοντά μας... όμως ας κάνουμε τώρα κάτι άλλο, νομίζω είναι ώρα για φαγητό. Μην περιμένεις πολλά πράγματα βέβαια. Η μαγειρική μου για μένα είναι καλή αλλά δεν μπορώ να ξέρω τι θα είναι για ένα νεαρό κορίτσι σαν και σένα".

Η κοπέλα έκανε μια γκριμάτσα σαν χαμόγελο.

"Μου δίνει μεγάλη χαρά αυτή σου η αντίδραση" της είπε.

Σε λίγη ώρα ήταν καθισμένοι στο βαρύ ξύλινο τραπέζι. Το δείπνο τους ήταν ταπεινό αλλά πλούσιο. Έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για της προσφέρει ένα δυναμωτικό φαγητό.

"Εγώ θα πιω μια κούπα κρασί, θα μου επιτρέψεις" της είπε. Εκείνη του χαμογέλασε. Το μεγάλο φανάρι έκαιγε ανάμεσά τους δίνοντας μια πολύ όμορφη ανταύγεια στο χώρο. Κάποια στιγμή την κοίταξε στα μάτια και της είπε:

"Έχεις εχθρούς παιδί μου;"

Ξαφνιάστηκε από την ερώτησή του.

"Γιατί το λέτε αυτό;"

"Γιατί παιδί μου πήγαν να σε σκοτώσουν αυτοί οι δύο;"

Να που οι θολές εικόνες της καταδίωξης αποκτούσαν λογική παρουσία. Τα λόγια του ήρθαν να το επιβεβαιώσουν.

"Δεν μπορώ να θυμηθώ, κάτι γυρίζει στο μυαλό μου αλλά δεν μπορώ..."

Εκείνος συνέχισε ήρεμα.

"Τους είδα από μακριά, στον πάνω λόφο. Η απόσταση βέβαια ήταν μεγάλη και δεν μπορούσα να βγάλω συμπεράσματα. Σε κυνηγούσαν ώρα, έβλεπα τη σκόνη απ' τα άλογα. Τα δέντρα είναι πυκνά στο δάσος και δεν μπορείς να δεις καθαρά. Ξεκίνησα να τρέχω προς το μέρος σας, να προλάβω αλλά δεν τα κατάφερα. Όμως είδα καθαρά τη στιγμή που η άμαξά σου έσπασε και έπεσε στη λίμνη του Μπέλουαρ. Όμως έχασα την εικόνα απ τα μάτια μου γιατί όλα κρύβονται από τις στροφές και τα δέντρα. Όταν έφτασα, προσπαθούσα να εντοπίσω το μέρος που είχε πέσει η άμαξά σου στη λίμνη. Άρχισα να ψάχνω στα τυφλά. Ήσουν τυχερή... και εσύ και εγώ. Σε βρήκα κάτω στην πλαγιά. Οι στρατιώτες δεν το ξέρουν εκείνο το μονοπάτι. Έτσι βρέθηκα εκεί αλλιώς δεν έχει πρόσβαση κανείς. Ήσουν κάτω από έναν κορμό. Τα άλλα τα ...ξέρεις"

Η Αρμάντια άκουγε ξαφνιασμένη χωρίς να ξέρει τι να πει, ψέλλισε μόνο

"Σας χρωστάω τη ζωή μου... Σας ευχαριστώ..."

"Δύο ένοπλοι καβαλάρηδες, δύο στρατιώτες μάλιστα, να κυνηγούν με μανία μια νεαρή γυναίκα δεν είναι συνηθισμένη εικόνα ομολογώ, τι ήθελαν αυτοί οι δολοφόνοι λοιπόν; Αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσει η μνήμη σου"

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι. Άπλωσε το χέρι του στο δικό της. Πλησίασε με το βλέμμα του το πρόσωπό της.

"Δεν σε πιέζω για τίποτα. Θέλει υπομονή όλο αυτό κόρη μου, επέτρεψέ μου να σε λέω έτσι. Από την άλλη θέλω να σου ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν μου δείχνεις για κακούργα. Είμαι κοντά σου σε ότι χρειαστείς. Αν θυμηθείς και θελήσεις να μου πεις θα σε ακούσω και θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά. Απ' την άλλη αν δεν το θέλεις, θα το σεβαστώ."

"Και πάλι σας ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να μείνω εδώ..."

"Δεν είναι ώρα ακόμα να το κουβεντιάσουμε αυτό, μη βιάζεσαι. Οι γονείς σου;"

"Δεν θυμάμαι... ναι... ξέρω.. νιώθω... ο πατέρας, η μητέρα... αλλά το σπίτι μου, που ζούμε, όχι...όχι" του είπε με απελπισία.

"Δεν θα βιαστούμε γιατί σου κάνω κακό. Αύριο έχουμε άλλη μέρα παιδί μου. Και πιο καθαρό μυαλό..." της είπε αφοπλιστικά.

Έτσι πέρασε η πρώτη νύχτα της Αρμάντια στο μοναχικό αυτό αγροτόσπιτο στην καρδιά του δάσους. Στο σπίτι του Έλνταρ. Και θα ήταν η πρώτη από τις μέρες που θα ακολουθούσαν κοντά του και θα άλλαζαν τη ζωή της για πάντα.

Συνεχίζεται...

Η Αρμάντια γλιτώνει τον θάνατο από τη δολερή δολοφονία που είχε σχεδιάσει ο αγαπημένος της, τι ειρωνεία πραγματικά! Ο γέρο Έλνταρ, αποδεικνύεται ένα πρόσωπο που σώζει τη ζωή της. Θα αποτελέσει για αυτήν ένα λιμάνι που τόσο μα τόσο έχει ανάγκη;  Τσακισμένη συναισθηματικά αλλά με διαλυμένη μνήμη ακροβατεί ανάμεσα στην ανυπαρξία και στο σοκ.

Στο μεταξύ το βασίλειο του Φόριεν, ζει τη δική του τραγωδία. Ο αγαπημένος βασιλιάς Φάρκας πέφτει νεκρός από το σοκ του εγκλήματος του εκλεκτού γιου του. Ποιος το περίμενε αλήθεια. 

Σημείωση: Όλες οι εικόνες που χρησιμοποιούνται στην ανάρτηση κεφαλαίων, προέρχονται από το διαδίκτυο. Αποτελούν αυστηρά πνευματική ιδιοκτησία των δημιουργών τους και παρατίθενται εδώ μόνο για εικονική βοήθεια στον αναγνώστη. Ουδεμία εμπορική ή άλλου είδους εκμετάλλευση γίνεται σε αυτές.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro