Κεφάλαιο 43: Στο φως-Επίλογος
Τα μάτια της άνοιξαν αργά και βασανιστικά. Ένα πολύ δυνατό φως ήταν το πρώτο που αντίκρισε. Ένα λευκό φως που έφτανε στις κόρες των ματιών της δίνοντας στην όρασή της ένα πρώτο σοκ συστολής. Ύστερα ένιωσε τη δύναμή του να εξασθενεί, να φθίνει σταδιακά και στο οπτικό της πεδίο άρχιζαν να σχηματίζονται χρώματα. Τα πάντα όμως ήταν θολά και ακαθόριστα. Το αμέσως επόμενο ήταν να νιώσει την αίσθηση του σώματός της. Μια διαφορετική και παράξενη αίσθηση του χώρου. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει σε ποια θέση βρισκόταν. Αν ήταν ξαπλωμένη, αν περπατούσε, αν στεκόταν. Τίποτα από όλα αυτά. Μετά δεν είχε αίσθηση μήτε του χρόνου.
Λίγο-λίγο το οπτικό της πεδίο καθάριζε μπροστά στα μάτια της. Το θολό τοπίο έγινε πολύ συγκεκριμένο τώρα πια. Ένιωθε το σώμα της να βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, σε ένα μεγάλο καταπράσινο λιβάδι. Ήταν τόσο όμορφα και τόσο πλούσια τα χρώματα της φύσης που λειτούργησαν στη ψυχή της ιαματικά. Στο κέντρο του τοπίου τα κρυστάλλινα νερά ενός ποταμού χώριζαν τη γη στα δύο. Στο βάθος ίσια μπροστά της έστεκε ένα τεράστιο δέντρο που φαινόταν λες και ο κορμός του να είναι η πηγή του ποταμού. Και πίσω του, ω ένας υπέροχος ουρανός! Εκεί που ενώνονταν με την καταπράσινη γη είχε ένα υπέροχο χρυσοκόκκινο χρώμα. Αυτό του ήλιου που έγερνε στην αγκαλιά της γης. Ένας ήλιος που δεν φαινόταν καθώς ο δίσκος του ήταν καλά κρυμμένος στον όγκο του τεράστιου δέντρου.
Πόσο παράξενα ένιωθε! Μήτε πόνο, μήτε κούραση. Άρχισε να έχει αντίληψη του σώματός της. Ένιωσε τα άκρα της, το κορμί της ολάκερο. Είχε πεντακάθαρα ρούχα που άστραφταν στο φως του ήλιου. Και μια σκέψη οξυδερκή. Όμως γιατί ήταν εδώ; Τι την είχε φέρει εδώ; Ποιος ήταν ο προορισμός της;
Δίπλα της ένιωσε μια άλλη παρουσία! Ήρθε ξαφνικά κοντά της σαν μια αίσθηση αύρας. Γύρισε προς τα δεξιά της. Μια αντρική μορφή άρχισε να καθαρίζει δίπλα της. Ναι, ήταν εκείνος! Ο άνθρωπος που της έσωσε τη ζωή. Εκείνος που της έδωσε άσυλο, με την καρδιά του και το σπίτι του. Ο ώριμος εκείνος άντρας που στάθηκε με σεβασμό και χωρίς απόρριψη απέναντι στον κατατρεγμό της. Ήταν ο άνθρωπος που μπήκε στην καρδιά της για να απαλύνει τον πόνο της. Αυτός που, στα χέρια του, παρέδωσε το παιδί της τη μεγάλη εκείνη νύχτα. Που φρόντισε για το αύριο που ή ίδια δεν ήταν σε θέση να πράξει. Δεν την δίκασε ποτέ, δεν την έκρινε διόλου. Μόνο άνοιξε άδολα την αγκαλιά του χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα για να της προσφέρει άσυλο. Έγινε ασπίδα στο μίσος και την καταστροφή. Ο Έλνταρ!
Ερχόταν προς το μέρος της σιγανά με αέρινα ανάλαφρα βήματα. Έφτασε δίπλα της. Στάθηκε μπροστά της. Άπλωσε τα χέρια του στα δικά της σαν να ήθελε να την καλωσορίσει. Η φωνή του ακούστηκε τόσο απόμακρη μα συνάμα τόσο κοντινή και οικεία:
"Να λοιπόν που συναντιόμαστε ακόμα μια φορά κόρη μου! Να που, ακόμα μια φορά είμαι εγώ που θα σε υποδεχτώ..."
"Έλνταρ!" φώναξε και ένιωσε η φωνή της να βγαίνει απ' τα βάθη της καρδιάς της.
"Τελείωσαν όλα λοιπόν Αρμάντια!" της είπε. Τότε ναι, θυμήθηκε, συνειδητοποίησε. Στα κλάσματα αυτά του χρόνου, πέρασαν τα πάντα από μπροστά της. Όλα! Εκείνος συνέχισε:
"Είσαι λεύτερη ψυχή μου! Όχι μόνο εσύ αλλά και εμείς όλοι. Ένας ολάκερος κόσμος που ζούσε αιχμαλωτισμένος ανάμεσα σε δύο περάσματα. Στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Νίκησες!" της είπε με ένα γλυκύτατο βλέμμα. Γύρισε και τον κοίταξε. Δοκίμασε να μιλήσει. Ναι μπορούσε. Άκουγε τη φωνή της διαφορετική. Καθαρή, ήρεμη, χωρίς να τρέμει:
"Φτάσαμε λοιπόν ως εδώ... αυτό ήταν το τέλος;"
"Εσύ το καθόρισες αυτό το τέλος Αρμάντια... δικός σου θρίαμβος είναι αυτός... δική σου θυσία... τώρα μπορείς πια να είσαι ήρεμη... να ζεις στη γαλήνη... μια γαλήνη που τη δικαιούσαι κόρη μου, την αξίζεις, την απέκτησες με το σπαθί της καρδιάς σου, γιατί ναι, έχουμε μια νέα αρχή"
Γύρισε το βλέμμα της να κυκλώσει με τα μάτια ολάκερο τον ορίζοντα. Να κλείσει μέσα της τη μαγική ομορφιά του. Πίσω της, πέρα μακριά, έβλεπε από ψηλά καθώς ήταν, ένα γνώριμό της τόπο. Το δάσος και πιο εκεί το Φόριεν.
"Μην κοιτάς πια πίσω Αρμάντια, όλα εκεί παίρνουν το δρόμο τους. Μην ανησυχείς. Είναι ώρα να ζήσεις τη δική σου απανεμιά... Πάμε!" της είπε δίνοντάς της το χέρι.
Έριξε μια ακόμα τελευταία ματιά πίσω της. Όλα έδειχναν τόσο μαγικά όμορφα. Ένα διαμαντένιο δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της. Άστραψε στο φως του ήλιου, νότισε τα χείλη της.
"Θα μου λείψει Έλνταρ! Δεν πρόλαβα καν να την χαρώ την πόλη μου! Τη γη μου. Δεν γέμισε το βλέμμα μου με τα όμορφα στενά του Φόριεν. Δεν πλημμύρισαν οι αισθήσεις μου με το άρωμα από το δάσος. Χρόνια ολάκερα το ζούσα μουντό, γκρίζο, μαραμένο, βουτηγμένο στη λήθη"
"Κόρη μου όχι! Θα είναι πάντα κοντά σου, στο υπόσχομαι. Θα την βλέπεις, θα την νιώθεις. Θα την ακούς". Του χαμογέλασε πικρά.
Ο Έλνταρ την κράτησε απαλά απ' το χέρι και την οδήγησε μπροστά. Ένιωσε σαν να περπατούσαν αλλά δεν ένιωθε το έδαφος. Μπροστά τους φάνηκε η κορυφή των βουνών και πέρα στο βάθος ξανοίχτηκε μια απέραντη θάλασσα. Ω τι ομορφιά. Δεν είχε δει ποτέ της τη θάλασσα της Ουτέλια. Είχε ακούσει για αυτήν ιστορίες ολάκερες και περιγραφές φανταχτερές. Αλλά δεν είχε ταξιδέψει ποτέ προς τα εκεί. Το γαλάζιο της χρώμα έδενε με αυτό του ουρανού σε έναν αρμονικό συνδυασμό.
"Κοίτα!" άκουσε την απαλή φωνή του, "Σε περιμένουν!"
Τράβηξε το βλέμμα της στα αριστερά. Στην άκρη του βουνού, με φόντο τη θάλασσα, κάποιες σκιές άρχισαν να φαίνονται αχνά κοντά τους. Λίγο-λίγο έπαιρναν σαφή μορφή και χρώμα. Και ναι, μέσα στο φόντο του χρυσοκόκκινου ουρανού και της γαλάζιας θάλασσας τους είδε! Έστεκαν εκεί, ήρεμοι, γαλήνιοι, χαμογελαστοί. Ο ένας δίπλα στον άλλον.
Οι γονείς της! Ο Ιγκόρ ο αγαπημένος πατέρας της, η Ρέυντα η μητέρα της και η Μπρέντα ναι, η παραμάνα της. Άνοιξαν ελαφρά τα χέρια τους σαν μια αγκαλιά που καραδοκούσε να την κλείσει μέσα της. Ένιωσε την συγκίνηση να την κυριεύει σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Έκανε να τρέξει προς το μέρος τους. Ένιωθε σαν να πέταγε ανάλαφρη στον αέρα. Τρεις μεγάλες αγκαλιές και η δική της! Τι αίσθημα πληρότητας ήταν αυτό που ένιωθε! Δεν μπορεί να περιγραφεί. Έγιναν ένα πέντε άνθρωποι. Την χάιδευαν, την άγγιζαν, τη φιλούσαν. Τότε έγινε κάτι παράξενο. Έδειχνε να αλλάζει. Τα μαλλιά της άρχισαν να επιστρέφουν αργά στο χρώμα της νιότης της. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της έσβηναν σιγά-σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε ένα δέρμα σφριγηλό. Οι πληγές χάνονταν απ' το κορμί της παίρνοντας τον πόνο και τις μνήμες πέρα μακριά. Η λάμψη εκείνη της ομορφιάς επέστρεψε στην όψη της. Η Αρμάντια ξανάγινε εικοσιπέντε χρονών! Η νιότη που την πόνεσε ξαναγύρναγε πίσω σε έναν άλλο χωρόχρονο. Το δέρμα της μαλάκωσε, οι ρυτίδες έφυγαν σαν θλιβερή ανάμνηση, το σφιχτό της πρόσωπο απέκτησε και πάλι αυτή την ηρεμία της ομορφιάς του και τα μαλλιά της έδειχναν πάλι να λάμπουν.
"Καλώς όρισες θυγατέρα μας!" ακούστηκε η φράση, το κάλεσμα, η συγκίνηση. Τα συναισθήματα. "Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει ξανά!"
Τα χέρια της άνοιξαν, με μια της κίνηση, για να τους αγκαλιάσει όλους μαζί. Τότε, φάνηκε το στήθος της μέσα από το ανοιχτό της φόρεμα. Τι παράξενο! Κανένα μα κανένα ίχνος από το αποτρόπαιο εκείνο σημάδι δεν βάραινε πια το κορμί της. Λες και δεν υπήρξε ποτέ! Λες και δεν μάτωσε ποτέ.
Τ Ε Λ Ο Σ
https://youtu.be/q6PmACll5oc
"There was a time when meadow, grave and stream, the earth and every common sight, to me, did seem appareled in celestial light.
The glory and the freshness of a dream it is not now it hath been of yore.
Turn whereso'er I may, by night or day, the things which I have seen I now can see no more.
But there's a tree, of many, one, a single field which I have looked upon. Both of them speak of something that is gone.
The pansy at my feet doth the same tale repeat.
Whither is fled the visionary gleam? Where is it now the glory and the dream?"
"Intimations of immortality" Ode by William Wordsworth (Part of the poem)
"Υπήρχε μια εποχή όταν ο λειμώνας, το σύδεντρο και το ρυάκι, η γη και κάθε κοινή θέα, μου φαίνονταν λουσμένα σε ουράνιο φως. Η δόξα και η φρεσκάδα ενός ονείρου δεν είναι πλέον όπως τότε. Οπουδήποτε και αν στρέψω το βλέμμα μου, νύχτα ή μέρα, τα πράγματα που αντίκρισα, δεν μπορώ να αντικρίσω πλέον.
Υπάρχει όμως ένα δέντρο, ένα απ' τα πολλά, ένα μοναχικό λιβάδι το οποίο ατένισα. Αμφότερα μου μίλησαν για ότι χάθηκε. Ο πανσές στα πόδια μου την ίδια ιστορία επαναλάμβανε. Σε ποιο μέρος δραπέτευσε το λαμπρό όραμα; Που βρίσκεται τώρα η δόξα και το όνειρο;"
"Υπαινιγμός στην αθανασία" Εισαγωγή από την Ωδή του Γουίλλιαμ Γουόντσγουορθ
https://youtu.be/nj4mXWKgKXc
Αγαπημένες φίλες και φίλοι μου,
Από τις 13 Ιουλη 2021 περπατήσαμε μαζί στο "Δάσος της Λήθης". Στην πρώτη μου αυτή συγγραφική αυτή προσπάθεια στο μαγικό είδος της δραματικής φαντασίας. Γνωρίσαμε όλους τους χαρακτήρες του έργου. Πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές αλλά και τους δεύτερους ρόλους. Ζήσαμε την αγωνία τους, ακούσαμε μαζί τους χτύπους της καρδιάς τους, αφουγκραστήκαμε τους φόβους και τον τρόμο τους. Συναντήσαμε το δόλο, το ανθρώπινο μίσος, την κακία, τον παραλογισμό της εξουσίας όπως αυτή παραμορφώνει τους ανθρώπους. Θρηνήσαμε τις μορφές εκείνες που αγαπήσαμε. Βιώσαμε τις χθόνιες δυνάμεις που αντιπαλεύουν το καλό.
Για μία ακόμα φορά θέλω να ευχαριστήσω την @anna-atenizontas για την αμέριστη βοήθειά της στη συγγραφή αυτού του έργου.
Επίσης να ευχαριστήσω από καρδιάς την Κατερίνα Προνάκη, αγαπημένη φίλη, για την επιμέλεια του έργου.
Όλον αυτόν τον καιρό, δεν έπαψα να βιώνω την αγάπη τη δική σας! Τη συμμετοχή σας στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Το πάθος, την αγωνία σας, όπως αυτά εκφράστηκαν μέσα από κάθε σας σχόλιο. Θέλω, μέσα απ' την καρδιά μου να σας πω ότι όλο αυτό που έζησα εδώ, ήταν ένα μεγάλο δώρο ζωής σε αυτό που ονομάζουμε συλλογικότητα. Θέλω έναν προς έναν να σας ευχαριστήσω για τον πολύτιμο χρόνο που αφιερώσατε για να διαβάσετε το παρόν βιβλίο. Ο σεβασμός που δείξατε, το ενδιαφέρον, τα δικά σας δάκρυα, να ξέρετε, ενώθηκαν με τη δική μου συγκίνηση και έγιναν μικρά ρυάκια στοχασμού και συναισθημάτων. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό καλοί μου φίλοι και φίλες.
Η μουσική που επιμελήθηκα για να συνοδεύσει την ανάγνωσή σας δεν ήταν τυχαία. Την θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι στο βίωμα ενός επικού έργου φαντασίας και η συντροφιά της με βοήθησε πάρα πολύ για να γραφεί αυτό το βιβλίο.
Το ταξίδι μας στο "Δάσος της λήθης" τελειώνει άραγε εδώ; Χμμ... Ποιος ξέρει; Κάνεις δεν μπορεί να είναι σίγουρος τι ακριβώς μπορεί να κρύβει το βουνό των σκιών... Ίσως τίποτα! Ίσως πολλά!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro