Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 42: Μια καινούργια σελίδα

Η επόμενη μέρα βρήκε το Φόριεν εντελώς αλλαγμένο. Η σκιά του φόβου και της αβεβαιότητας είχε φύγει. Οι άνθρωποι ένιωθαν πιο λεύτεροι να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Να πονέσουν, να θρηνήσουν, να χαμογελάσουν και το κυριότερο να ελπίσουν. Ο κόσμος είδε να ανατέλλει μια καινούργια μέρα στον τόπο τους. Η φύση ολόγυρα ζωντάνεψε, ομόρφυνε και πάλι. Λες και η δύναμη μιας θετικής αύρας επανέφερε τη ζωή πίσω από εκεί που είχε μαραθεί. Τα χρώματα στους αγρούς και στα λιβάδια επέστρεψαν πιο έντονα. Τα πλάσματα του δάσους ξεμύτισαν και εκείνα χωρίς φόβο ολόγυρα. Το βουνό των σκιών έπαψε να είναι το φόβητρο αλλά το φυσικό δέος. Τα γεγονότα του έπαψαν πλέον να είναι πληγή αλλά ιστορία.

https://youtu.be/buejiFXN7Hw

Η Αρμάντια ετοιμάστηκε για το στερνό της ξόδι. Στολίστηκε με μυρωδικά και λουλούδια. Οι άνθρωποί της, την αποχαιρέτισαν με έναν βουβό θρήνο και ταπεινότητα. Η Ελεάνορ η κόρη της, ο Άλαντ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Και φυσικά η βασίλισσα Άλμπα που πλέον έπαιρνε πάνω της ένα νέο ειδικό βάρος για το αύριο. Οι παλιότεροι κάτοικοι του Φόριεν ανέσυραν από τις ξεχασμένες μνήμες τους την όμορφη νεαρή κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα. Την τρυφερή Αρμάντια. Το κορίτσι με το φωτεινό πρόσωπο και το αβίαστο χαμόγελο, που τριγυρνούσε παιδί κρατημένο στο χέρι της Μπρέντα. Την νεαρή και γλυκιά κοπέλα που αποτελούσε με τις παρέες της τη χαρά της ζωής στις γειτονιές τους. Οι νεώτεροι έμαθαν πολλά περισσότερα για εκείνη. Την τραγική της μοίρα αλλά και την ύστατη μάχη της. Έτσι λοιπόν, η πάλαι ποτέ "μαύρη βασίλισσα" των περγαμηνών και των στίχων αναπαύτηκε στην τελευταία κατοικία δίπλα στους γονείς της. Το καμένο πατρικό τους σπίτι καθαρίστηκε, χωροθετήθηκε και πάλι. Με τη συμβολή όλων. Κανείς δεν πείραξε τους κατεστραμμένους τοίχους από τη φωτιά. Έμειναν έτσι εκεί να δείχνουν στο πέρασμα του χρόνου, τη μανία της κακίας και του δόλου κάποιων ανθρώπων. Όμως η αυλή του ομόρφυνε και στολίστηκε. Και να που η οικογένεια του Ιγκόρ ξανάσμιξε πάλι δίπλα-δίπλα στη γη με τέσσερις πλάκες με τα ονόματά τους: Ιγκόρ, Ρέυντα, Μπρέντα και ...Αρμάντια. Το τραγικό κλείσιμο μιας μεγάλης αυλαίας. Μιας ιστορίας που θα γίνονταν μύθος πλέον για το Φόριεν ακολουθώντας τα πατήματα του προηγούμενου της Κράγια.

Η ίδια τιμή και θρήνος που αποδόθηκε και για το παλικάρι της καλοσύνης, τον αγαπημένο πρίγκηπα του Φόριεν, τον αδικοχαμένο Μέλιαν. Εκείνες τις μέρες, ολάκερη η πόλη θρηνούσε αγαπημένα της πρόσωπα. Βρήκε και εκείνος τη στερνή του θέση στην αυλή του πύργου της βασίλισσας. Στο σπίτι που μεγάλωσε. Το κεντρικό δώμα των ανακτόρων είχε καταστραφεί συθέμελα μαζί με το δολερό βασιλιά Ζάρεκ. Η μαύρη του ψυχή βούλιαξε στα σκοτάδια της γης. Ακολούθησε τον στυγνό του συνεργάτη τον Ντέμιαν. Το πέρασμά τους έμεινε μια μαύρη ανάμνηση για τους κατοίκους.

Η βασίλισσα Άλμπα είχε στους ώμους της το μεγάλο βάρος να σηματοδοτήσει την επόμενη μέρα στο Φόριεν. Ήταν η βασίλισσα! Δεν την πίεσε κανείς. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση της. Αποτελούσε για αυτούς μια έντιμη πηγή αναφοράς για το αύριο. Όμως εκείνη είχε άλλες σκέψεις στο μυαλό της. Και ύστερα από κάποιες μέρες, αφού καταλάγιασε ο θρήνος, κάλεσε το δάσκαλο, τον Άλαντ να τις συζητήσει και να τις κοινοποιήσει. Εκείνος την άκουγε με προσοχή και σεβασμό όπως το έκανε πάντα άλλωστε.

"Σοφέ μου δάσκαλε, πήρα τις αποφάσεις μου και νομίζω, δικαιωματικά, ότι είσαι ο πρώτος άνθρωπος που πρέπει να τις μάθει" του είπε με σιγουριά και γαλήνη. Εκείνος κρεμάστηκε από τα χείλη της.

"Το αύριο της πόλης και του βασιλείου δεν ανήκει σε μένα. Εγώ δεν έχω κάτι ξεχωριστό να προσφέρω. Ανήκει σε εκείνο το πρόσωπο που έχει το ήθος, τη δύναμη και την ικανότητα να γυρίσει σελίδα..."

Ο Άλαντ την κοίταξε με εμφανή απορία. Πήγε να την διακόψει.

"Άφησέ με να τελειώσω... Ένα πρόσωπο δάσκαλε που, απέδειξε στις πιο εφιαλτικές ώρες ότι, μπορεί να σταθεί απέναντι στον κάθε κίνδυνο χωρίς να λογαριάζει τον εαυτό του..." κόμπιασε λίγο.

"Το σκέφτηκα λοιπόν πολύ καλά. Ο λαός του Φόριεν έχει ανάγκει από ένα πρόσωπο που θα τον ενώσει, θα τον εμπνεύσει και αυτό είναι η Ελεάνορ δάσκαλε!" Ο Άλαντ ένιωσε έντονη συγκίνηση να γεμίζει την καρδιά του.

"Βασίλισσά μου! Πολύ σημαντικά τούτα σου τα λόγια!" σχολίασε.

"Ναι! η Ελεάνορ! Αυτή θα κρατήσει επάξια το σκήπτρο του Φόριεν. Ξέρω τι θα μου πεις. Προσπαθώ να προλάβω τις ενστάσεις σου. Θα σταθείς στο νεαρό της ηλικίας και στην απειρία. Η νεαρή της ηλικία όμως δεν την εμπόδισε να σταθεί υπεύθυνα και σωστά μπροστά σε αυτό που περάσαμε. Δεν δίστασε να βάλει τον εαυτό της μπροστά σε μεγάλες ευθύνες. Βρέθηκε απέναντι σε ένα τρομερό τέρας και δεν δίστασε να το αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Αντιλαμβάνεσαι δάσκαλε; Πέρασαν από πάνω της δύο τραγικά γεγονότα σε λίγες μόνο στιγμές. Ποιος θα το κατάφερνε; Δεν δίστασε να ρισκάρει, να κινδυνέψει. Αυτή είναι η απόφασή μου δάσκαλε και αν έχεις αντίρρηση, σε παρακαλώ να την ακούσω αλλιώς φρόντισε για τα μελλούμενα το συντομότερο!"

"Μεγαλειοτάτη, όλα αυτά τα χρόνια είχατε μια παρουσία που ξεχώρισε για το ήθος, την εντιμότητα και την ανθρωπιά σας. Καταφέρατε να μείνετε ακέραια μέσα σε μια τέτοια δίνη. Αναδείξατε έναν νέο άντρα που τίμησε και αυτός τον τόπο του. Η απόφασή σας επιβεβαιώνει των λόγων μου την αλήθεια"

Ο σοφός δάσκαλος, συγκινημένος όσο ποτέ, φίλησε ταπεινά το χέρι της βασίλισσας Άλμπα, συναινώντας μεν στην επιλογή της όμως έβγαλε για συζήτηση μεγάλο προβληματισμό.

"Μεγαλειοτάτη, δεν θα διστάσω να μιλήσω για τις σκέψεις μου. Δεν έχω αντίρρηση σε όσα μου είπατε. Όμως πρέπει να δείτε και αυτό..."

"Ποιο Άλαντ;"

"Η Ελεάνορ είναι το πιο τραγικό πρόσωπο σε αυτήν την ιστορία δεν νομίζετε; Να θυμηθούμε τι ακριβώς τι τής έχει συμβεί. Το σοκ ήταν τρομερό. Μετρείστε τις απώλειές της! Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα το δεχτεί..."

Η Άλμπα τον κράτησε από τους ώμους.

"Πρέπει να πειστεί Άλαντ! Ναι... καταλαβαίνω όσα λες και τα σέβομαι απόλυτα. Όμως πρέπει να κάνουμε την προσπάθειά μας. Και ...σε παρακαλώ, μίλα μου πιο οικεία δάσκαλε. Άλλωστε εγώ είμαι η νεώτερή σου" Ο δάσκαλος ένιωσε ακόμα πιο δεκτικά. Μίλησε στον ενικό.

"Πως; Τι έχεις στο νου σου;"

"Τι άλλο δάσκαλε; Να της μιλήσουμε! Ευθέως και έντιμα. Και εσύ και εγώ! Πιστεύω ότι, ειδικά εσύ έχεις τη ψυχική αλλά και πνευματική δύναμη να την πείσεις"

Ο δάσκαλος έδειχνε σκεπτικός, στο τέλος συναίνεσε.

"Εντάξει! Θα κάνουμε την προσπάθειά μας. Θα πρέπει να την καλέσεις βασίλισσά μου εδώ. Στο λέω ότι είναι δύσκολο"

Η Άλμπα τον κοίταξε με τα εκφραστικά της μάτια.

"Θα το κάνω Άλαντ! Να είσαι έτοιμος και για αυτή τη μάχη. Μόνο που αυτή θα τη δώσουμε με επιχειρήματα και συναισθήματα και όχι με όπλα".

https://youtu.be/c2rv46wQSoM

Η βασίλισσα Άλμπα παρατηρούσε την Ελεάνορ που καθόταν απέναντί της. Την είχε συνηθίσει όλον αυτόν τον τελευταίο καιρό μαζί με το μονάκριβο παιδί της. Τώρα την έβλεπε εντελώς μόνη αλλά τουλάχιστον ζωντανή. Τα σημάδια των ψυχολογικών χτυπημάτων του τελευταίου καιρού είχαν αφήσει έντονη τη σφραγίδα τους στο πρόσωπό της. Και ήταν απόλυτα λογικό. Πιο πέρα έστεκε κοντά τους ο Άλαντ. Από τη συνάντηση αυτή κρινόταν το μέλλον του Φόριεν. Είχαν προϊδεάσει την Ελεάνορ ότι κάτι σημαντικό είχαν να συζητήσουν μαζί της. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν παράξενη. Υπήρχε μια περίεργη σιωπή. Αμήχανη, ιδιαίτερη. Σαν να καρτερούσε ο ένας τον άλλον να κάνει την αρχή. Γιατί, πέρα από τα τετριμμένα μιας πρώτης κουβέντας άλλα ήταν εκείνα που ένιωθαν ότι έπρεπε να ειπωθούν.

"Κόρη μου, είμαστε εδώ..." ξεκίνησε ο Άλαντ, "για να σου μεταφέρουμε μια πολύ σημαντική απόφαση και πρόταση"

Εκείνη παραξενεύτηκε, ο δάσκαλος συνέχισε. Με την γαλήνια αλλά και βαθιά φωνή του και τον πειστικό του τρόπο μετέφερε στην Ελεάνορ τη θέληση της βασίλισσας Άλμπα να παραδώσει το στέμμα της στην ίδια ως φυσικό συνεχιστή της ιστορίας της πόλης. Η νεαρή γυναίκα τα έχασε στην κυριολεξία. Σε ενίσχυση του δάσκαλου και της προτροπής του, μπήκε και η ίδια η βασίλισσα.

"Κόρη μου, για μένα θα είσαι πάντα παιδί μου. Όσο και αν τα τραγικά γεγονότα άλλαξαν το ρόλο σου δίπλα στο σπλάχνο μου, για μένα, για την καρδιά μου, είσαι παιδί μου! Και δεν θα τολμούσα ποτέ, πίστεψέ με, να κάνω αυτήν την πρόταση αν δεν πίστευα ακράδαντα σε σένα και στο τι ακριβώς αντιπροσωπεύεις για το αύριο του Φόριεν" της είπε και κρεμάστηκε στην κυριολεξία στα μάτια της.

Η Ελεάνορ, σηκώθηκε απ΄ τη θέση της. Έδειχνε εμφανώς ταραγμένη και ανάμικτα συναισθήματα διαπερνούσαν ολάκερη τη σκέψη και την καρδιά της. Με το θάρρος της προσωπικότητας που την διέκρινε, γύρισε και προς τους δύο:

"Είναι... είναι πολύ μεγάλο αυτό που μου λέτε! Το καταλαβαίνετε; Είναι για μένα ένα ακόμα σοκ μαζί με τα άλλα..."

"Το ξέρουμε παιδί μου. Δεν θα το τολμούσαμε αν δεν πιστεύαμε σε σένα" σχολίασε ο Άλαντ. Εκείνη αντέδρασε λίγο πιο έντονα:

"Δάσκαλε... μητέρα! Ναι, σας ευχαριστώ για την εικόνα που έχετε για μένα και για την πίστη σας... είναι τεράστια η τιμή όπως και η ευθύνη. Όμως... δείτε λίγο και μένα! Αναλογιστείτε τι έχει συμβεί μέσα σε λίγες μέρες! Κάντε έναν απολογισμό!"

Την κοιτούσαν με κατανόηση χωρίς να μπορούν να διατυπώσουν μια ένσταση πάνω σε αυτό. Εκείνη συνέχισε:

"Έμαθα... ότι οι άνθρωποι που μέχρι τώρα θεωρούσα για γονείς μου... δεν ήταν οι φυσικοί μου. Μετά... έμαθα για έναν πατέρα μου, που... ήταν ένα νοσηρό τέρας, ένας δολοφόνος... Ένας πατέρας που με απέρριψε με χυδαίο τρόπο, το είδατε; Που δεν με δέχτηκε καν ως ύπαρξη, που στο τέλος... με κράτησε όμηρο, έτοιμος να με σκοτώσει, ασπίδα προστασίας να γλιτώσει εκείνος. Ύστερα... αυτό το ύστερα, το σκεφτήκατε; Μπορείτε να καταλάβετε τι θα μπορούσε να γίνει αν... Ο άνθρωπος που αγαπούσα... η μισή μου ζωή... εκείνος που θα γίνονταν σε λίγες μέρες σύντροφος της ζωής μου και άντρας μου... δεν ήταν παρά ...αδελφός μου!"

Είχε ανεβάσει δραματικά τη φόρτιση του λόγου της συνεχίζοντας:

"Και εκεί που έπρεπε να σβήσω τα πάντα, να τα ξεχάσω, να τα ισοπεδώσω. Να πάψω να αγαπώ, να γεμίσω ενοχές και ίσως αποστροφή για τη σχέση μου με εκείνον... την ώρα που βρήκα έναν αδελφό, αίμα μου ίδιο... την ίδια ακριβώς στιγμή τον έχασα! Βίωσα τον τραγικό του θάνατο σχεδόν μπροστά μου!..."

Η Ελεάνορ είχε δακρύσει από την ένταση. Τα χέρια της έτρεμαν μαζί με το κορμί της. Ο Άλαντ με την Άλμπα την κοιτούσαν αμίλητοι μα συγκινημένοι να μην μπορεί να σταματήσει το δικό της ξέσπασμα.

"Και τέλος... ω στο τέλος, έφτασα και στην πραγματική μου μητέρα! Στη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο. Μια συνάντηση που μας χρωστούσε η ζωή αλλά... την ίδια στιγμή την έχασα και αυτήν! Για δεύτερη φορά μέσα απ' τα χέρια μου. Την πρώτη φορά με παρέδωσε σε έναν αξιαγάπητο άνθρωπο για να με γλιτώσει και τη δεύτερη φορά δεν πρόλαβα εγώ να την χαρώ παρά μόνο να της κλείσω τα μάτια... Πως μπορώ δάσκαλε να τα ξεπεράσω όλα αυτά; Πως μπορώ να σκεφτώ το στέμμα του βασιλείου;"

Σταμάτησε ξαφνικά. Πήρε μερικές ανάσες προσπαθώντας να συνέλθει. Ο Άλαντ έριξε μια εύλογη ματιά στη βασίλισσα, ύστερα πήγε κοντά της.

"Ελεάνορ... κανείς από τους δυο μας εδώ μπροστά σου δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει το τι έχεις περάσει και τι έχει συμβεί στη ζωή σου. Κανείς! Αλλά επειδή πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που ανέφερες ή έχασες με τραγικό τρόπο, μόνο μέσα από τη δική σου καταξίωση θα βρουν δικαιοσύνη και γαλήνη, για αυτό στο λέμε με πίστη..."

"Δάσκαλε τι μου λες; Αν γίνω εγώ βασίλισσα, θα δικαιωθεί η μητέρα μου και ο ...αδελφός μου;" τον ρώτησε με ένταση.

"Ναι Ελεάνορ, μέσα από τη δική σου ανάδειξη βρίσκουν και εκείνοι μια δικαίωση στο δικό τους αγώνα, στη δική τους στάση ζωής" προσέθεσε η βασίλισσα Άλμπα.

Η Ελεάνορ βημάτιζε νευρικά μέσα στο δώμα.

"Εγώ μητέρα... το μόνο που θέλω και αποζητώ είναι να αποτραβηχτώ κάπου σε μια γωνιά! Να κλειστώ σε ένα καβούκι, έξω από την αρνητική αύρα αυτού του κόσμου, να συνειδητοποιήσω τι έγινε, να διεκδικήσω τα όποια πατήματά μου στο αύριο. Αυτό θέλω μόνο, τίποτα άλλο!

"Παιδί μου... σε είδαμε ως την ύστατη στιγμή να στέκεσαι στο πιο ψηλό σκαλί και να δίνεις μάχες για την έκβαση των πραγμάτων. Στην ύστατη μάχη με το Σάγκρος ήσουν εκεί παρούσα. Δεν κρύφτηκες ποτέ Ελεάνορ! Η μοίρα της ζωής σου σε κάνει να στέκεσαι μπροστά, ολόρθη, αποφασιστική, μετρημένη. Δεν έσπασες! Πονάς, υποφέρεις, λυγίζεις αλλά μέχρι εκεί" έδωσε την τελευταία του πινελιά ο Άλαντ.

"Είναι αδύνατον αυτό που μου ζητάτε, πρέπει να με καταλάβετε!" τους είπε μία ακόμα φορά.

"Εντάξει κόρη μου... δεν σε πιέζουμε άλλο. Πάρε το χρόνο σου, ησύχασε και μετά... είμαστε εδώ κοντά σου, να σε περιμένουμε" τής απάντησε ο Άλαντ. Η Άλμπα πήγε κοντά της. Κάθισαν και οι δύο στο ανάκλιντρο αγκαλιά. Σαν να προσπαθούσε η μία να νιώσει την άλλη. Δεν συνέχισαν τη συζήτηση. Δεν θα έβγαζε πουθενά. Σταμάτησαν. Όμως και οι δύο, μέσα τους, δεν θα παραιτούνταν τόσο εύκολα και θεωρούσαν ότι είχαν δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες να προσπαθήσουν να την πείσουν. Έπρεπε να της δώσουν χρόνο να ανασάνει, να αναπνεύσει, να σκεφτεί.

Λίγες μέρες μετά...

Το καλοκαίρι πλέον φλέρταρε για τα καλά ολάκερο το Φόριεν. Τα στάχυα είχαν ψηλώσει στα χωράφια έξω απ' την πόλη. Το αεράκι του βοριά τους έδινε έναν πανέμορφο κυματισμό και τα οδηγούσε να λικνίζονται σε έναν όμορφο περίτεχνο χορό. Τα δέντρα και τα φυτά στο δάσος είχαν τα δικά τους έντονα χρώματα του καλοκαιριού. Οι κορυφές από το Βουνό των σκιών έδιναν τη δική τους δροσιά στην πρώτη κάψα του ήλιου. Οι κρήνες έδιναν δροσερό νερό στους επισκέπτες που τώρα μπορούσαν άφοβα να διασχίζουν το δάσος.

Το κατάλευκο άλογό της κάλπαζε δυνατά ανάμεσα στα χωράφια. Ήθελε εδώ και καιρό να κάνει αυτό που ζούσε αυτή τη στιγμή. Το ζητούσε η ψυχή της αμέσως μετά τα μεγάλα γεγονότα που συγκλόνισαν ολάκερη την περιοχή. Και τώρα ήταν η ευκαιρία της, να μείνει μόνη με τις δικές της στιγμές. Να αναζητήσει πάλι τις αναμνήσεις της. Να πατήσει στα μέρη που γράφτηκε και η δική της ιστορία. Να μετρήσει τα λόγια του Άλαντ και της βασίλισσας. Το βλέμμα της ήταν πέρα μπροστά. Τα πρώτα δέντρα του δάσους πλησίαζαν πια γρήγορα στο πεδίο της. Ο καλπασμός του αλόγου της έφτανε στα αυτιά της χαρακτηριστικός.

"Μου αρέσει πάντα να σε κοιτάζω έτσι μπροστά μου να χάνεσαι μέσα στον άνεμο και στα λιβάδια...."

Σκέφτηκε τα λόγια του. Ο Μέλιαν πάντα την άφηνε να προπορεύεται όταν κάλπαζαν προς το αγαπημένο τους δάσος. Ήταν ολοζώντανο το άκουσμα στ' αυτιά της. Γύρισε αναστατωμένη το κεφάλι της στα δεξιά αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν τα δέντρα και τα περάσματα. Πως να τον αποκαλούσε αυτή τη στιγμή; Αυτή η κατάρα της διπλής ιδιότητάς του στη ζωή της! Πως να τον φέρει στη μνήμη της; Αγαπημένος ή αδελφός; Το δίλημμά έγινε άρπαγμα στην καρδιά της. Θεωρούσε ότι αυτή η διπλή ιδιότητα θα την στοίχειωνε. Είχε πάρει τώρα το μονοπάτι μέσα στο δάσος. Κάλπαζε πιο ήρεμα. Ο ήλιος έκανε παιχνίδι με τις κορυφές των δέντρων. Έπαιζε το δικό του κρυφτό από πάνω τους. Πόσο όμορφα ήταν όλα πια εδώ. Στο δικό τους τόπο! Το ήξερε ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο όλο αυτό. Η επίσκεψή της σε αυτά τα μέρη. Το ήξερε και δεν λάθεψε. Γνώριζε ότι θα υπέφερε με τα συναισθήματα στα όρια. Όμως το ήθελε! Όσο τίποτα. Ήταν κάτι που τη στοίχειωνε μέσα της όλον αυτόν τον καιρό. Και δεν θα λυτρωνόταν αν δεν το έκανε.

Ήξερε καλά προς τα πού κατευθυνόταν. Είχε πληροφορηθεί για τα πάντα στα μονοπάτια και στα περάσματα του δάσους. Προχωρούσε για ώρα πολύ κόβοντας δεξιότερα. Το πέρασμα την έβγαλε σε ένα ύψωμα. Και καθώς το ανέβηκε, κάτω στα πόδια της φάνηκε η λίμνη του Μπέλουαρ. Κοντοστάθηκε.

"Ώστε σε αυτό το μονοπάτι;" σκέφτηκε μεγαλόφωνα. Ένιωσε την αγωνία της Αρμάντια στην τραγική εκείνη καταδίωξη από τους δολοφόνους του ...Ζάρεκ. Στα αυτιά της έφτασαν οι άναρχοι χτύποι της καρδιάς της μητέρας της καθώς έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, για να γλιτώσει. Προχώρησε προς την άκρη, πιο κοντά. Το βλέμμα της στάθηκε εκεί στην όχθη αριστερά.

"Εκεί λοιπόν...." ακούστηκε. Με τα μάτια της ψυχής της, είδε την άμαξα να συντρίβεται και εκείνη να πέφτει πάνω στο μεγάλο κορμό του δέντρου. Η σωτηρία της. Πήρε το βλέμμα της από εκεί ταραγμένη. Ακολούθησε το μονοπάτι προς το πέρασμα του γκρίζου λύκου. Έφτασε στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Το βλέμμα της έπεσε στο ερειπωμένο υπόλοιπο του σπιτιού που κείτονταν εκεί στην αγκαλιά μεγάλων δέντρων. Το σπίτι του Έλνταρ, έχασκε ερειπωμένο αλλά γαλήνιο. Φάνταζε σαν να είχε περάσει από πάνω του μια τρομερή θύελλα, ένας χαλασμός. Αυτό το σπίτι! Πόσο δυνατή ήταν η συγκίνηση που έσφιξε την καρδιά της! Κατέβηκε από το άλογό της. Ένα της δάκρυ έγινε σπονδή μπροστά στον τάφο του Έλνταρ. Πήρε το μονοπάτι προς τα πάνω, προς το πέρασμα.

"Εδώ λοιπόν έγινε!" ψιθύρισε. Είδε το μέρος που τα μάτια της, σαν νεογέννητο, αντίκρισαν για πρώτη φορά το φως αυτού του κόσμου. Κάτω από τις πλέον απάνθρωπες και τραγικές στιγμές. Είδε την Αρμάντια να πονά, να υποφέρει, να γεννά μέσα σε φόβο και τρόμο. Και μετά είδε τον Σάγκρος και τέλος την ...παράδοσή της στα χέρια του ευγενικού Έλνταρ. Πως είναι κανείς να δίνει το πλάσμα που έφερε στον κόσμο σε άλλα χέρια; Σκέφτηκε. Πως είναι για μια μάνα να αποχωρίζεται από το κομμάτι της δικής της ζωής για να το γλιτώσει; Μακάρι γυναίκα ποτέ να μην ζήσει αυτό το βίωμα. Καμία!

https://youtu.be/Qf5GgWghx_Y

Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της. Ένα δάκρυ μονάκριβο στον τόπο που γεννήθηκε για τη γυναίκα που πόνεσε για εκείνη. Αυτό λοιπόν ήταν το μέρος που ήρθε στη ζωή. Τι παράξενο! Αυτό της το ξεχωριστό ριζικό. Έψαξε μέσα στην χορταριασμένη αυλή και, ακολουθώντας τις οδηγίες που της είχε δώσει ο Άλαντ, βρήκε τον τάφο του Έλνταρ. Έμεινε ακίνητη και βουβή μπροστά στην πλάκα του. Στο τελευταίο σπίτι του ανθρώπου που πρώτος την κράτησε στα χέρια του, που της χάρισε τα πρώτα χάδια, την πρώτη περιποίηση. Αυτός ο ξένος άντρας. Με την καλοσύνη να υπερβαίνει κάθε δυνατό όριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που φρόντισε για την εξασφάλιση της ζωής της. Κι όμως δεν τής ήταν τίποτα! Σε αντίθεση με τον πραγματικό, βιολογικό της πατέρα που οργάνωσε και σχεδίασε και τη δική της δολοφονία.

 Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της. Ένα δάκρυ μονάκριβο στον τόπο που γεννήθηκε για τη γυναίκα που πόνεσε για εκείνη. Αυτό λοιπόν ήταν το μέρος που ήρθε στη ζωή. Τι παράξενο! Αυτό της το ξεχωριστό ριζικό. Έψαξε μέσα στην χορταριασμένη αυλή και, ακολουθώντας τις οδηγίες που της είχε δώσει ο Άλαντ, βρήκε τον τάφο του Έλνταρ. Έμεινε ακίνητη και βουβή μπροστά στην πλάκα του. Στο τελευταίο σπίτι του ανθρώπου που πρώτος την κράτησε στα χέρια του, που της χάρισε τα πρώτα χάδια, την πρώτη περιποίηση. Αυτός ο ξένος άντρας. Με την καλοσύνη να υπερβαίνει κάθε δυνατό όριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που φρόντισε για την εξασφάλιση της ζωής της. Κι όμως δεν τής ήταν τίποτα! Σε αντίθεση με τον πραγματικό, βιολογικό της πατέρα που οργάνωσε και σχεδίασε και τη δική της δολοφονία.

Κίνησε τα βήματά της πηγαίνοντας στο άλογό της. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Έφευγε από μέσα της ένα μεγάλο βάρος. Σαν να εκπλήρωσε κάποια της επιλογή. Καβαλίκεψε, γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά στο ξέφωτο εκείνο και στο σπίτι του Έλνταρ. Ανατρίχιασε! Μέσα εκεί κάπου ανάμεσα στις σκιές σαν να άκουσε κάποιο χλιμίντρισμα. Το δικό της άλογο αντέδρασε θορυβημένο. Ένα παράξενο παιχνίδισμα ανάμεσα στις σκιές. Διαισθάνθηκε κάτι εκεί ολόγυρα! Οι αισθήσεις της πρόδιδαν την αίσθηση ότι, "κάτι" ή "κάποιοι" ήταν εκεί μαζί της. Κρυμμένοι στις πυκνές φυλλωσιές του δάσους και από στιγμή σε στιγμή, θα προέβαλλαν μπροστά της.

"Θέλω να σε νιώθω πάντοτε κοντά μου... μην μ' αφήσεις ποτέ, όπως δεν το έκανες για τόσα χρόνια..." ψιθύρισε στον αέρα σαν να επρόκειτο κάποιος να ακούσει και συνέχισε μεγαλόφωνα:

"Οι χρόνοι θα φύγουν γοργά στα πέρατα του σύμπαντος. Αιώνες ολάκεροι να γυρέψουν το τέλος του δαίμονα ή την αναγέννησή του. Στη γη πέρα από το βουνό των Σκιών θα κριθεί η τύχη του καταραμένου... αλλά και αυτού που θα σηκώσει τα κρίματα και την οργή από δικές του ανούσιες πράξεις.... Στο αίμα θα βάψει τον ίδιο του τον οίκο... η μαύρη βασίλισσα... στα δικά της τα χέρια η τύχη του δάσους... όλα είναι γραμμένα στο λυρικό χρησμό που έδωσε ο Ράνουλφ, γραμμένα στην αρχαία γλώσσα της Κράγια... εκείνος που θα τον διαβάσει σωστά θα βρει την αλήθεια...."

Κούνησε το κεφάλι της σκεπτική. Να που όλα έγιναν ακριβώς έτσι! Η μητέρα της σήκωσε τα κρίματα και την οργή από τις ανούσιες πράξεις του βασιλιά και ...πατέρα της.

"Άραγε να είσαι ήρεμη εκεί που είσαι; Η οργισμένη σου καρδιά πρέπει να βρήκε την πολυπόθητη γαλήνη, αυτή που δεν σε άφησαν να ζήσεις..."

Άρχισε να κατεβαίνει στο δάσος, το δρόμο της επιστροφής. Αργά-αργά τυλιγμένη σε σκέψεις. Είχε κατέβει πια αρκετά όταν έφτασε εκεί στο μεγάλο ξέφωτο. Το ήξερε αυτό το μέρος ναι! Της ήταν τόσο οικείο. Η πέτρινη κρήνη. Το δικό τους μέρος! Σταμάτησε και κατέβηκε πάλι. Άρχισε να περπατά αργά κατά μήκος της καθώς έστεκε πάντα εκεί, προσφέροντας δροσιά στους επισκέπτες της.

"Να 'μαστε πάλι εδώ Μέλιαν! Στο δικό μας μέρος αγαπημένε! Στο δικό μας καταφύγιο από αυτόν εδώ τον κραυγαλέα σκληρό κόσμο... Τι ειρωνεία πραγματικά! Ήσουν εσύ τότε που προσπαθούσες να μου δώσεις δύναμη και κουράγιο να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και τους φόβους μας. Και λες και ...όλη η ικμάδα των δικών σου αντοχών πέρασε ακέραια στη δική μου καρδιά. Για να αφήσει τη δική σου έρημη, αδύνατη, ευάλωτη. Πόσο άδικο. Μιας μορφής θυσία λοιπόν..."

Έκατσε εκεί στο πέτρινο πεζούλι, όπως τότε.

"Είναι απάνθρωπο να γλιστράει έτσι απ' τα χέρια σου ένας τόσο εμβληματικός άνθρωπος. Να χάνεται. Άραγε πως θες να σε αποκαλώ αγαπημένε; Πως; Αδελφέ μου; Αγαπημένε μου; Για μένα ισχύουν και τα δύο και σ΄ αγαπώ το ίδιο για τον καθένα από τους ρόλους σου στη ζωή..."

Άπλωσε το χέρι της στην πέτρινη επιφάνεια. Όλο αυτό ήταν μια σπονδή σε εκείνες τις μέρες του παρελθόντος.

Θυμήθηκε το όνειρο που την είχε τότε ταράξει. Αυτό που είχε μοιραστεί μαζί του. Να που βγήκε πέρα για πέρα αληθινό. Λες και κάποια δύναμη αποκάλυψε το μέλλον στην καρδιά της. Τα δύο δέντρα και ο χωρισμός τους. Αλλά και την παράξενη εκείνη γριά στη γιορτή των ρόδων με το άγγιγμα του χεριού της. Έκανε το γύρο αγγίζοντας την σκληρή πέτρα. Δεν ήξερε τι προσπαθούσε να βρει ξανά.

"Δεν θα βγεις ποτέ απ' τη ζωή μου" ψιθύρισε συγκινημένη, "δεν μπορείς να βγεις! Ότι και να κάνεις, τώρα πια έχουμε το ίδιο αίμα. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από αυτό. Από διαφορετικούς κόσμους, μαζί θα πορευτούμε. Όπως και να σε αποκαλέσω, όποιον τίτλο να σου δώσω, για μένα, θα είσαι κάτι δικό μου! Ένα κομμάτι απ' την καρδιά μου. Μην με ξεχνάς Μέλιαν! Να έρχεσαι στα όνειρά μου! Πάντα θα βρίσκεις μια πόρτα ανοιχτή να την διαβείς και μια αγκαλιά να σε περιμένει. Σε παρακαλώ... μην μ' αφήνεις..."

Άφησε το κρυστάλλινο δάκρυ να τρέξει λεύτερο ως κάτω στο μάγουλό της και να βρέχει τα χείλη της. Χάιδεψε με τα δάχτυλά της τις πλάκες της κρήνης εκεί που κάποτε άπλωνε το σώμα του. Κίνησε προς το άλογό της. Δεν πρόλαβε να κάνει μήτε μισό βήμα όταν το ένιωσε γύρω της. Στην αρχή διακριτικά. Ένα παράξενο παιχνίδισμα του ανέμου. Κάτι διαφορετικό από το φυσιολογικό. Λες και ταράζονταν ο χώρος γύρω της. Τα κλαδιά των δέντρων σείστηκαν με πιο εκδηλωτικό τρόπο ενώ μικρές δίνες ανέμου έτρεχαν σαν σβούρες στο χώμα παρασύροντας μικρές πέτρες και ξεράγκαθα. Στην αρχή τρόμαξε. Μετά η διάθεσή της άλλαξε. Ένιωθε όπως τότε στο δάσος όταν έρχονταν εδώ με τον Μέλιαν. Αυτή η παράξενη δύναμη που την τραβούσε. Η συνέχεια ήταν πιο έντονη. Μια παράξενη λάμψη άρχισε να σχηματίζεται μέσα στο δάσος και πολύ κοντά της. Σχεδόν απέναντί της. Αργά αλλά σταθερά κάτι σχηματίζονταν μέσα σε αυτόν τον φωτεινό κύκλο. Ακαθόριστο στην αρχή, συγκεκριμένο μετά. Δύο ανθρώπινες μορφές που έρχονταν από το βάθος του δάσους. Ανατρίχιασε σύγκορμη όταν είδε τις δύο αυτές μορφές μπροστά της πλέον. γαλήνιες, αέρινες, παράξενες.

"Εσείς; Αν είναι δυνατόν;" ψέλλισε η Ελεάνορ.

Η Αρμάντια και ο Μέλιαν έστεκαν μπροστά της. Τυλιγμένα τα σώματά τους σε μια παράξενη λάμψη και ένα ενεργό ρεύμα αέρα. Κάτι που έδινε εξαίρετη απόκοσμη ομορφιά στο πρόσωπό τους. Ναι ήταν εκείνοι! Κοντοστάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο με μικρή απόσταση μεταξύ τους. Την κοίταξαν ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα γεμάτο έκφραση αγάπης.

"Εμείς Ελεάνορ..." άκουσε ναι! Τη φωνή εκείνης, της Αρμάντια.

"Είμαστε εδώ δίπλα σου, κοντά σου... όπως ζήτησες... όπως εμείς το θέλουμε αγαπημένη..." πρόσθεσε στον ίδιο τόνο ο Μέλιαν.

Κινήθηκε λίγο προς το μέρος τους, όμως κάτι την κράτησε σε εύλογη απόσταση.

"Πόσο ευλογημένη νιώθω με την παρουσία σας!"

Ακούστηκε η φωνή του Μέλιαν:

"Θέλω να κάνεις κάτι για μένα Ελεάνορ... κάτι που το θέλω με την ψυχή μου... κάτι που θα δώσει σε μένα και στην μητέρα σου αιώνια αγαλλίαση και αν θες, δικαίωση..."

"Προσμένω να ακούσω κάθε σου κάλεσμα..." αποκρίθηκε, μέσα σε έκδηλη συγκίνηση, εκείνη.

"Θέλω να σε καμαρώσω σε μια θέση που δικαιωματικά αξίζεις αδελφή μου! Ο σοφός δάσκαλός μας, η μητέρα μου αλλά και όλοι είναι κάτι που ζητούν. Θέλω να δεχτείς να δώσεις εσύ με την παρουσία σου τη συνέχεια στην πόλη που αγάπησες. Θέλουμε να συνεχίσεις σαν βασίλισσα..."

"Τι μου ζητάς Μέλιαν;" ρώτησε εκείνη εκστασιασμένη.

"Το δίκαιο και το σωστό κόρη μου!" ήρθε η σειρά της Αρμάντια να μιλήσει. Άπλωσε το χέρι της και ενώθηκε με αυτό του Μέλιαν δίπλα της, συνέχισε με την απόκοσμη φωνή της που ακούγονταν τόσο ιδιαίτερα μέσα σε εκείνο το φωτεινό σύννεφο.

"Αυτό που σου βαραίνει την καρδιά είναι πρωτόφαντο. Κανείς άνθρωπος να μην το περάσει ποτέ! Και οι δυο μας νιώθουμε το κενό στην καρδιά σου. Όμως και εγώ και ο αδελφός σου νιώθουμε ότι θα βρεις τη δύναμη να το ξεπεράσεις. Σε πιστεύουμε αγαπημένη μας. Όλοι μας περιμένουμε από σένα να γράψεις το αύριο της πόλης που αγαπήσαμε και ζήσαμε, με το δικό σου χέρι. Να το σφραγίσεις με τα δικά σου όνειρα. Δεν είναι αρχομανία αυτό, είναι προσδοκία και σιγουριά ότι αυτό που θα προσφέρεις σε όλους είναι ένα ίαμα στο Φόριεν να θεραπεύσει τις πληγές του. Πρέπει να ξεχάσουμε κόρη μου! Πρέπει να γαληνέψουμε όλοι. Να ξεκινήσει μια άλλη μέρα εδώ..."

"Αδελφή μου... αγαπημένη μου... μαζί ονειρευτήκαμε αυτές τις εικόνες. Μαζί σχεδιάζαμε αυτήν την επόμενη μέρα. Δώσε μου λοιπόν τη χαρά να βλέπω τη δικαίωση όσων ζωγραφίσαμε στις καρδιές μας..." της είπε και ο Μέλιαν.

Ήταν συγκινημένη. Τόσο έντονα, τόσο απόλυτα. Ήθελε τόσο να τους αγκαλιάσει, να τους αισθανθεί, να νιώσει τις αγκαλιές τους γύρω στο σώμα της. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος τους. Όμως μια παράξενη δύναμη έσπρωξε το σύννεφο που τους κύκλωνε λίγο μακρύτερα. Κατάλαβε ότι τους χώριζαν δύο κόσμοι διαφορετικοί. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Έγνεψε το κεφάλι της θετικά προς το μέρος τους. Με έμφαση και πολλές φορές. Πάνω, κάτω. Χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Τότε τους είδε να χαμογελούν. Δύο πρόσωπα γεμάτα ευτυχία και γαλήνη. Σαν να κούνησαν αδιόρατα τα χέρια τους προς το μέρος της. Ύστερα, το φωτεινό εκείνο σύννεφο, άρχισε να τους τραβά αργά-αργά προς το βάθος του δάσους, κάνοντας τις μορφές τους να χάνονται και να γίνονται διάφανες, ώσπου χάθηκαν εντελώς.

"Όλα θα γίνουν καθώς είπατε... αγαπημένοι... όλα... και ελπίζω σε αυτό το καινούργιο αύριο να έχω τη στήριξή σας... Σας παρακαλώ! Μην μ' αφήσετε ποτέ πια μόνη! Σας παρακαλώ..."

Γύρισε μια τελευταία φορά προς τα εκεί που χάθηκαν. Πήγε προς το άλογό της και ανέβηκε πάνω στη ράχη του. Το χέρι της πριν σφίξει τα γκέμια για τα καλά, έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση σαν χαιρετισμό. Και προς τα εκεί αλλά και προς το βάθος του δάσους. Πολλά ίσως μάτια ψυχής ήταν αυτή τη στιγμή, αόρατα, κολλημένα στα δικά της. Γύρισε μονομιάς την πλάτη της και άρχισε να εντείνει τον καλπασμό της. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Όλο και πιο ατίθασα. Ήξερε ότι το κενό μέσα της δεν θα έκλεινε ποτέ και ίσως ο χρόνος να μην μπορούσε να θεραπεύσει τις πληγές. Όμως είχε στο νου της πολλά πράγματα μπροστά της να κάνει στο νέο της ρόλο. Τα πρώτα σπίτια του Φόριεν φαίνονταν πάλι μπροστά της. Πίσω στη πλάτη της το δάσος, το μέρος εκείνο που σημάδεψε τις ζωές όλων. Θα μπορούσε να γίνει το δάσος της λήθης για τον πόνο; Και πέρα από αυτό, μακριά εκεί ψηλά. Το βουνό των σκιών έστεκε μεγαλοπρεπές και ήρεμο αυτή τη φορά. Χωρίς εκείνη την χθόνια αναταραχή που το χαρακτήριζε τα προηγούμενα χρόνια.

Πέραν από εκείνες τις μεγάλες δύο παρουσίες της ζωής της, είχε ανθρώπους να στηριχτεί. Οι γονείς της, ο δάσκαλος, η Άλμπα. Αλλά και ολάκερος ο λαός της πόλης που περίμενε από εκείνη την ανάσα μιας καινούργιας μέρας. Ναι! Η αποστολή της είναι τώρα πια να είναι κοντά τους, να μην τους απογοητεύσει. Να γίνει η βασίλισσά τους. Στο μυαλό της ήρθαν οι στίχοι από τις στροφές στην περγαμηνή που συχνά τους διάβαζε ο Άλαντ:

"Αλλάζω τον άνεμο σε ένα καράβι

για να δεχτώ τα γλυκά και τα ξινά.

Ο γελωτοποιός θα σηκώσει το χέρι του,

η ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά γυρίζει ο τροχός της λήθης"

Στο επόμενο κεφάλαιο το τέλος και ο επίλογος...

Αγαπημένες φίλες και φίλοι. Αφουγκραζόμενος την αγάπη και την προσδοκία σας, θα έχουμε ένα ακόμα κεφάλαιο για το οριστικό τέλος του "Δάσους της λήθης" που αγαπήσατε. Και σας ευχαριστώ για αυτό με την καρδιά μου. Η Ελεάνορ λοιπόν είναι εκείνη που θα πάρει στα χέρια της το μέλλον του Φόριεν. Στη φωτεινή καρδιά της, στο στιβαρό της "θέλω", στο πάθος και στην πίστη της. Στις μετρημένες αξίες της. Σας περιμένω λοιπόν όλους στο επόμενο κεφάλαιο, στο μεγάλο τέλος, στον επίλογο.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro