Κεφάλαιο 41: Το τέλος όλων μια καινούργια αρχή
https://youtu.be/ahVRy4Sy3js
Η Ελεάνορ κατέβασε την κάμα του μαχαιριού, τράβηξε με το άλλο της χέρι την μπέρτα μπροστά στο στήθος της. Τα έκπληκτα μάτια του Σάγκρος έπεσαν στο σημάδι πάνω της. Για μια στιγμή μια παράξενη λάμψη λαμπύρισε ολόγυρα από το σημάδι. Ολόγυρα απλώθηκε μια παράξενη σιωπή. Λες και οι ανάσες σταμάτησαν. Τα μάτια όλων έπεσαν στο χέρι της νεαρής γυναίκας. Οι χτύποι στις καρδιές όλων ανέβηκαν στο κατακόρυφο. Η Ελεάνορ πήρε το μαχαίρι και με μια οριζόντια κίνηση τράβηξε μια χαρακιά ακριβώς πάνω στο σημάδι στο στήθος της.
Ένας ασυνήθιστος και πρωτόφαντος πόνος την τύλιξε. Η Αρμάντια έντρομη την κοιτούσε μαζί με τον ξαφνιασμένο Σάγκρος. Ο Άλαντ δάκρυσε απέναντί τους. Ο Φάρελ τύλιξε με τα χέρια του το πρόσωπό του θέλοντας να το γδάρει. Οι κραυγές όσων έβλεπαν τη σκηνή πνίγηκαν στο στήθος τους. Όλα γίνονταν γύρω τους λες και ο χρόνος είχε ξαφνικά σταματήσει. Ο κόσμος γύρω ένιωθε την ανάσα του να μην υπάρχει. Κάποια παράξενη λάμψη τύλιξε ολάκερη την νεαρή κοπέλα. Την ταρακούνησε τρομερά. Το αίμα από την πληγή που άνοιξε στο στήθος της πάνω στο σημάδι, έκανε μια μικρή ροή. Έβρεξε τα όμορφα ρούχα της και καθώς είχε εκείνη σκύψει αργά και μαρτυρικά η πρώτη κόκκινη σταγόνα έπεσε στη γη. Η Ελεάνορ ένιωσε το σώμα της να τρέμει και έπεσε στη γη. Η λάμψη κύλησε στο χώμα, κάνοντάς το να τρέμει. Απλώθηκε με ταχύτητα ολόγυρα. Ξαφνικά έκανε μια γραμμή και έφτασε στο τέρας απέναντι με το ίδιο σοκ να περνά και ς' αυτόν μονομιάς. Το εκτυφλωτικό φως τον πλημμύρισε ολόγυρά του και τον έκανε να έχει ένα παραλήρημα ισχυρού χτυπήματος. Σαν να έχανε τις δυνάμεις του με τρομερή ταχύτητα. Οι αιώνες συμπυκνώνονταν σε ελάχιστες στιγμές.
Την ίδια στιγμή η Αρμάντια, σε μια κατάσταση υστερίας εκτός εαυτού, σηκώθηκε από κάτω και όρμησε ενάντιά του. Ξαφνιασμένος εκείνος από την οξύτατη επίθεση, μπήκε πάλι σε διαδικασία μάχης μαζί της. Μπορεί η ροή του αίματος από το σημάδι της Ελεάνορ να είχε ξεκινήσει να του προκαλεί συνεχή κατάπτωση και απώλεια των δυνάμεών του αλλά διατηρούσε ακόμα στοιχεία της υπερφυσικής του ικανότητας. Η Αρμάντια είχε πέσει πάλι πάνω του με λυσσώδη τρόπο. Όμως αυτή τη φορά με έναν εντελώς ανορθόδοξο ίσως και παράξενο τρόπο. Προσπαθούσε να τον ξεγελάσει ότι ήταν απειλητική. Όμως άνοιξε κάποια στιγμή τα χέρια της οριζόντια μπροστά του. Το φλεγόμενο σπαθί της έστεκε σαν προέκταση των άκρων της. Τον κοίταξε προκλητικά στα μάτια σαν να τον καλούσε. Τότε το σπαθί του Σάγκρος έφυγε σε ένα οριζόντιο άμεσο χτύπημα. Βρήκε το στήθος της ίσια μπροστά σε όλο του το μήκος καθώς εκείνη δεν ήθελε να τραβηχτεί. Η κόψη του σπαθιού έκοψε πέρα για πέρα όλο το μπροστινό μέρος από το στήθος της, ειδικά στο μέρος του σημαδιού. Ένα μικρό κόκκινο ποτάμι ξεπήδησε. Εκείνη τρέκλισε και έπεσε με την πλάτη προς τα πίσω. Το αίμα, μαύρο και πηχτό, έκανε ένα μικρό ρυάκι μπροστά στα πόδια του Σάγκρος που την κοιτούσε ως τροπαιούχος.
Κραυγές τρόμου και αγωνίας γέμισαν το χώρο. Κανείς μα κανείς δεν υπολόγιζε σε αυτή την εξέλιξη. Κανείς δεν σκέφτηκε ότι η αντίδραση του μητρικού ενστίκτου ξεπερνάει τα πάντα αν είναι μια γυναίκα να υπερασπίσει το ίδιο της το αίμα, το παιδί της! Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Ο Άλαντ με τον Φάρελ έσπευσαν δίπλα στην Ελεάνορ να την τραβήξουν με το ζόρι προς το μέρος τους. Και τότε!
Τότε αυτό που ξεκίνησε να γίνεται μπροστά στα μάτια όλων ήταν κάτι βγαλμένο από την ίδια την κόλαση. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε ψηλά στον ουρανό και μια δέσμη από ένα παράξενο φως μαζί με ένα τρομερό στροβίλισμα ξεχύθηκε με μιας προς τα κάτω. Κύκλωσε κάθετα τη μορφή του καταραμένου πλάσματος που δέχτηκε το σοκ. Ο Σάγκρος ξεκίνησε να κλονίζεται, το σπαθί του γλίστρισε από τα χέρια του και κυλίστηκε στη γη. Η παράξενη αυτή ομίχλη τον τύλιξε τη στιγμή που ξεκίνησε να τρέμει σύγκορμος. Η γη ολόγυρά του άρχισε να χοροπηδά, ο ουρανός επίσης άρχισε να γεμίζει πύρινα φίδια που κατέβαιναν πάνω του. Ψηλά πάνω στο βουνό των σκιών έλαμπαν όλα από μια φωτιά που έβγαινε λες μέσα απ' τη γη. Ο Σάγκρος έβγαζε μια σειρά από πνιχτές τσιρίδες σαν το συριγμό ενός φιδιού. Δεν ήταν καν ανθρώπινες. Είχαν έναν ήχο απαίσιο, τρομακτικό. Μήτε καν σαν θηρίο που ψυχορραγούσε. Τον έβλεπαν να διαλύεται σιγά-σιγά, να χάνει όλα εκείνα τα επιβλητικά του χαρακτηριστικά, να κονιορτοποιείται στην κυριολεξία εκατοστό στο εκατοστό. Μέχρι που μέσα σε ένα τρομακτικό θόρυβο το πρόσωπό του μετασχηματίστηκε σε ένα πρόσωπο εντελώς γκρίζο, σαν στάχτη, με τα ίχνη έστω και παράταιρης ζωής να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγα λεπτά μέσα σε τρομερές εκρήξεις από φως και σκόνη από θειάφι με απίστευτη αποφορά, ο Σάγκρος, το τρομακτικό τέρας του βουνού των σκιών, το πλάσμα των αιώνων, έγινε ένα υπόλοιπο σκόνης και καμμένων ρούχων κάτω στη γη. Την ίδια ώρα μέσα σε έναν αλαλαγμό δονήσεων, ένα μεγάλο άνοιγμα φάνηκε να γίνεται στο χώμα. Σε ένα στρόβιλο θυελλωδών ριπών αέρα, το χάσμα στη γη μεγάλωσε και ότι απέμεινε από τον Σάγκρος ρουφήχτηκε μέσα στα έγκατα αυτά, τα οποία μετά από λίγο έκλεισαν ξανά ερμητικά όπως ήταν και πριν.
Κραυγές στον ουρανό με ξέσπασμα πρωτοφανές βγήκε από τα στόματα και τις καρδιές όλων όσων παρακολουθούσαν τα τρομερά γενόμενα. Πανηγύριζαν τη λύτρωση, το τέλος του φόβου. Η Ελεάνορ χωρίς δεύτερη κουβέντα έτρεξε κοντά στην Αρμάντια. Από κοντά έσπευσαν ο Άλαντ, ο Φάρελ και πιο μακριά οι στρατιώτες.
"Μάνα μου!" αναφώνησε γεμάτη τρόμο η Ελεάνορ. Η Αρμάντια ήταν πεσμένη στο χώμα. Το κορμί της έστεκε το μισό όρθιο με στήριξη έναν μεγάλο κορμό στο πλάι. Το πρόσωπό της είχε μια παράξενη ομορφιά αλλά και χλωμάδα. Από το στόμα της έτρεχε αίμα και η πληγή στο στήθος της έχασκε μεγάλη.
"Αρμάντια!" φώναξε για μια στιγμή ο Άλαντ. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Ένα παράξενο χαμόγελο γαλήνης και συναίνεσης σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.
"Τα καταφέραμε δάσκαλε... είναι πραγματικά παράξενο... κάποιος ξεκινά για έναν προορισμό και στόχο και.... Παλεύει κάτι άλλο, πιο μεγάλο στο τέλος..."
"Μητέρα μη μιλάς, θα σε μεταφέρουμε στον πύργο τώρα..." της είπε η Ελεάνορ. Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Εκείνη γύρισε προς τους στρατιώτες.
"Κάποιος να φέρει κάτι να τη μεταφέρουμε!" φώναξε με απελπισία. Η Αρμάντια πρόταξε αργά το τρεμάμενο χέρι της προς την κόρη της σαν να της έλεγε "Όχι". Ο Άλαντ κοίταξε τον Φάρελ δίπλα του και του έκανε ένα νεύμα απελπισίας και συγκίνησης κουνώντας το κεφάλι του. Η φωνή της πληγωμένης γυναίκας ακούστηκε:
"Κόρη μου... αγαπημένο μου πλάσμα..."
"Μάνα! Μη φεύγεις σε παρακαλώ! Μείνε εδώ κοντά μας! Μην μου το κάνεις αυτό και εσύ!" την ικέτεψε.
"Παιδί μου... ο δρόμος σου ναι... είναι δύσκολος... γεμάτος πόνο... οδύνη... απώλεια... όμως είναι ο δρόμος προς το μέλλον... ο δικός μου δρόμος... τελειώνει εδώ.."
"Σταμάτα σε παρακαλώ!" της είπε, εκείνη συνέχισε.
"Μετά τον πόνο θα 'ρθει η γαλήνη, η χαρά σου. Την κρατάς στα χέρια σου, είναι δική σου, την κέρδισες... και είμαι περήφανη που το έζησα τουλάχιστον αυτό..."
"Δεν θα σ' αφήσω ακούς; Δεν θα σ΄ αφήσω!"
"Πέρασα τα πρώτα είκοσί μου χρόνια να περιμένω την ...αγάπη... τον έρωτα... έκανα όνειρα... αντί γ' αυτά συνάντησα το θάνατο και την κακία... το δόλο... στερήθηκα το πλάσμα μου το ίδιο εκείνη τη δολερή νύχτα και τα υπόλοιπα εικοσιπέντε μου χρόνια τα έχασα μόνη, σχεδόν καταραμένη, να περιφέρομαι στα μονοπάτια δύο κόσμων... γυρεύοντας τη δικαίωση..."
Την κοιτούσαν από γύρω της όλοι. Έστεκαν ορθοί ολόγυρά της, ένας παράξενος χορός, με σπονδές και δάκρυα. Όλοι ήταν εκεί πλάι της.
"Τουλάχιστον σε βρήκα Ελεάνορ... σε άγγιξα ξανά... ένιωσα την ανάσα, τη μυρωδιά σου... αυτό για μένα είναι το παν. Πρόλαβα! Μου το έδωσε σαν δώρο αυτό η ζωή. Τουλάχιστον αυτό" Η αγωνία της μεγάλωνε. Οι ανάσες της γίνονταν όλο και βαρύτερες, πιο επώδυνες. Τα μάτια της, ω πόσο εκφραστικά.
"Συγγνώμη κόρη μου... για τις πληγές που σου έδωσα... για τη λύπη που σου προκάλεσα... θέλω να με θυμάσαι στη ζωή σου με όμορφο τρόπο. Μην βλέπεις το τώρα, μην φοβάσαι, απέδειξες ότι έχεις τη δύναμη της ζωής, την καλοσύνη, την αγάπη. Ίσως αυτή που δεν είχα εγώ καθώς κυλίστηκα στο δρόμο της εκδίκησης"
"Σώπα μάνα! Τι λες; Εσύ ειδικά δεν προκάλεσες τίποτα..."
Σήκωσε το χέρι της να την αγγίξει λες με αγωνία.
"Μακάρι η κακία να εγκαταλείψει τις καρδιές των ανθρώπων... το ψέμα, ο δόλος... ο παραλογισμός της εξουσίας... να νικηθεί το κακό... Άλαντ... έχετε αγώνα μπροστά σας... Ελεάνορ..."
Ήταν η έσχατη λέξη που βγήκε απ' το στόμα της. Τα δάχτυλά της έμειναν να σφίγγουν αυτά της κόρης της. Τα μάτια της πάγωσαν μπροστά στο πρόσωπό της. Η ψυχή της πέταξε ψηλά. Ένας μεγάλος αητός με ορθάνοιχτα φτερά πετούσε ακριβώς από πάνω της σε χαμηλό ύψος. Ένα δάκρυ της έμεινε μισό, μικρό ρυάκι να κατηφορίζει στα όμορφα ματωμένα της χείλη. Τα χείλη που δεν αγαπήθηκαν και δεν φιλήθηκαν ποτέ όπως τους άξιζε.
Στην αρχή ακούστηκαν σαν βουβοί λυγμοί. Ύστερα έγιναν πιο δυνατοί. Έγιναν οιμωγές, κλάματα γοερά. Η Ελεάνορ ρίχτηκε στην αγκαλιά της σε έναν θρήνο γεμάτο κραυγές και πόνο. Λες και όλη αυτή η πίεση που πέρασε τις μεγάλες αυτές μέρες γύρευε να ξεχυθεί από τα σωθικά της. Ο Άλαντ έκλαιγε, ο Φάρελ κοιτούσε αποσβολωμένος και ολόγυρά τους απλοί άνθρωποι γονάτιζαν ολόγυρα στη σωρό της. Ήταν πια προχωρημένη νύχτα, η ασέληνη εκείνη νύχτα που η Αρμάντια ανηφόριζε στο στερνό της ταξίδι στο δάσος που αγάπησε και μίσησε μαζί. Η "μαύρη βασίλισσα" είχε εκπληρώσει όλα εκείνα που είχαν αναγγελθεί. Αλλά είχε κάνει και ένα ακόμα βήμα παραπέρα. Πιο σημαντικό, πιο μεγάλο. Λύτρωσε το Φόριεν από το άγος και το μίασμα του καταραμένου πλάσματος που το έτρωγε χρόνια.
Οι δρόμοι της πόλης γέμισαν κόσμο. Δεν κοιμόταν κανείς. Αμέτρητες αναμμένες δάδες βγήκαν μαζί με τον απλό λαό. Σύντομα ένα μεγάλο ανθρώπινο ποτάμι θρηνούσε και αποχαιρετούσε μαζί. Κάποιοι έφεραν ένα αμάξι να μεταφέρουν τη σωρό της. Ο κόσμος δεν τους άφησε. Ένα στρώμα από ξύλα φτιάχτηκε σε λίγο χρόνο. Δεκάδες χέρια ξεχύθηκαν στους σκοτεινούς αγρούς και στις αυλές. Την στόλισαν με νυχτολούλουδα. Η σωρός της Αρμάντια τοποθετήθηκε πάνω του. Σηκώθηκε ψηλά στα χέρια πολλών. Εκατοντάδων... Και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε το στερνό της ταξίδι προς τον πύργο της πόλης. Δίπλα της η κόρη της, ο σοφός δάσκαλος, ο Φάρελ, οι στρατιώτες και ο λαός. Πιο κάτω έφτασαν τρέχοντας βουτηγμένοι στην αγωνία ο Έντγκαρ με την Έλντα. Στάθηκαν δίπλα στην κόρη τους χέρι με χέρι μαζί, στερνοί ακόλουθοι και εκείνοι.
Θα κόντευε να ξημερώσει η καινούργια μέρα. Το πρώτο φως του ήλιου ετοιμαζόταν να δηλώσει την παρουσία του. Τότε, ένα τρομακτικό βουητό ξεκίνησε από ψηλά στο Βουνό των σκιών.
Αν ήταν κάποιος στον ακρόπυργο της Κράγια θα μπορούσε να δει πως ο μεγάλος εκείνος θόλος με το σημάδι στην κορυφή του άρχισε να ραγίζει. Στην αρχή αργά μα μετά γρήγορα. Ώσπου έγινε χίλια κομμάτια. Ο θόλος άρχισε να γκρεμίζεται μέσα σε έναν τρομερό πάταγο παρασύροντας μαζί του τα πάντα. Κολόνες, στοές, σκάλες, στήλες. Μέσα σε μια τρομερή βουή, η γη του βουνού άνοιγε για να καταπιεί ολάκερο εκείνο το οικοδόμημα, πέτρα την πέτρα, κάθε κομμάτι του. Σε ελάχιστα λεπτά όλα έγιναν σκόνη και βούλιαξαν στα βάθη της γης μαζί με το κακό που φώλιαζε εκεί σαν πέρασμα σε ετούτον εδώ τον κόσμο. Ο λαός του Φόριεν έβλεπε σκόνη να σηκώνεται ψηλά στο βουνό και τη γη να τρέμει για πολύ ώρα. Ύστερα... ύστερα κάτι το πρωτοφανές. Το είδαν οι κάτοικοι που ήταν κοντά στο δάσος.
Το χρώμα της ζωής και της φύσης άρχισε να επιστρέφει σε ολάκερο το μέρος. Η μουντή και μουχλιασμένη ομίχλη έφευγε στο φως του ήλιου, τα δέντρα ίσιωναν τους κυρτωμένους κορμούς τους ψηλά περήφανα στον ουρανό, έπαιρναν το ζωντανό τους χρώμα. Κάθε λουλούδι και φυτό μέσα στο δάσος ζωντάνευε ξανά. Κάθε λογής χρώμα της φύσης δήλωνε ξανά την παρουσία του. Κελαηδίσματα πουλιών άρχισαν πάλι το δικό τους τραγούδι. Η λησμονιά εγκατέλειπε το δάσος της λήθης επαναφέροντάς το στη ζωή.
Ο Άλαντ βγήκε στο μεγάλο αίθριο κοιτώντας κατά τον Βορρά στο βουνό των σκιών. Κάποιοι τον άκουσαν να μονολογεί στίχους με φωνή δυνατή:
"Οι σκουριασμένες αλυσίδες στις φυλακές,
διαλύονται απ' το φως του ήλιου.
Περπατώ σε έναν δρόμο που οι ορίζοντες αλλάζουν.
Η παράσταση αρχίζει, ο αυλητής παίζει το δικό του σκοπό,
οι χορωδίες τραγουδούν απαλά τρία νανουρίσματα σε μια αρχαία γλώσσα,
στην αυλή του πορφυρού βασιλιά"
Συνεχίζεται....
Το φως του ήλιου μπήκε ξανά στο μουχλιασμένο δάσος της λήθης. Η ζωή επέστρεψε σε κάθε του σοκάκι, σε κάθε πέρασμα. Η φύση καλωσόρισε την οριστική συντριβή του κακού και τον ενταφιασμό του στα βάθη της γης. Οι άνθρωποι του Φόριεν θα μπορούσαν να χαμογελάσουν ξανά. Να ονειρευτούν πάλι, να ζήσουν όπως τους άξιζε.
Είμαστε πια στο μεγάλο τέλος αγαπημένες φίλες και φίλοι. Το ταξίδι αυτό κορυφώνεται. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα στη γη του Φόριεν; Ένα ακόμα κεφάλαιο κοντά σας για να το δούμε. Σας ευχαριστώ που ακολουθείτε την μεγάλη κάθαρση.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro