Κεφάλαιο 40: Πρόσωπο με πρόσωπο
Η Αρμάντια κατέβηκε γρήγορα και αποφασιστικά τις σκάλες που την οδήγησαν σύντομα στην έξοδο του μικρού πύργου. Μόλις πάτησε τα πόδια της στη γη και έριξε το βλέμμα της μπροστά κατάλαβε τι ακριβώς γινόταν. Μια απόκοσμη αντάρα ερχόταν προς το μέρος της με ταχύτητα. Σκόνη, άνεμος, πύρινες ανταύγειες, λάμψεις στον ουρανό. Ανέβηκε στο άλογό της. Τράβηξε τα γκέμια και άρχισε να καλπάζει προς το μέρος απ' όπου ερχόταν ο μεγάλος χαλασμός. Η καρδιά της επιστράτευσε κάθε ικμάδα θάρρους, δύναμης και πίστης που είχε σε κάθε της κύτταρο. Ήταν σίγουρη ότι θα την χρειαζόταν. Χάιδεψε με το ένα της χέρι τη χαίτη του αλόγου της και ανέβασε τον καλπασμό του. Δεξιά, αριστερά της έβλεπε ανθρώπους να τρέχουν μέσα σε πανικό και αγωνία. Προσπαθούσαν να φύγουν σε πιο ασφαλή σημεία στην πόλη. Είδε πολλούς να σταματούν. Να την βλέπουν. Να ψιθυρίζουν ή να φωνάζουν το όνομά της και να την δείχνουν μεταξύ τους. Της έδινε θάρρος και δύναμη όλο αυτό. Άπειρα ήταν τα χέρια που σηκώθηκαν για να την χαιρετίσουν, να την ενθαρρύνουν, καθώς στα μάτια τους είχε πάρει τη μορφή του σωτήρα της πόλης. Την έβλεπαν να βαδίζει αγέρωχη απέναντι στον Σάγκρος, το φόβητρο και εφιάλτη τους. Τη στιγμή που όλοι έτρεχαν στην κατεύθυνση της φυγής, μόνο η δική της φιγούρα κινούνταν αντίθετα. Ίσια πάνω στην απειλή που ορθώνονταν ολόγυρά τους. Άκουγε δυνατά τις φωνές τους. Φωνές ελπίδας μέσα στο φόβο και στην απόγνωσή τους. Και κατά ένα τρόπο οι ευχές τους ένιωθε να την συνοδεύουν. Ένιωσε μια παράξενη δύναμη να αρχίζει να συσσωρεύεται στην καρδιά της. Άρχισε να βλέπει όλο και περισσότερα χέρια σηκωμένα προς το μέρος της. Σηκωμένα, να δείχνουν προς εκείνη. Ένα ηθικό που άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει στο πλήθος των ανθρώπων της πόλης.
Όσο προχωρούσε, η Αρμάντια, να συναντήσει τον Σάγκρος, τόσο ένιωθε και τη δύναμη των φαινομένων να δυναμώνει. Όλα είχαν στήσει ένα τρελό χορό λίγο πριν τη μεγάλη μάχη. Τοπικοί ανεμοστρόβιλοι σάρωναν την περιοχή, η γη αγκομαχούσε κάτω από τους πόνους της. Πέρασε αρκετά στενά στους δρόμους την ώρα που κατέβηκε όλη την μικρή πλαγιά που κατηφορίζει από τα ανάκτορα προς το δάσος. Δεν χρειαζόταν να προχωρήσει πλέον πολύ. Ευθύς μπροστά της, ανάμεσα σε ορυμαγδό από λάμψεις και πύρινες γλώσσες, τον είδε!
Ήταν εκεί, στην αρχέτυπη τρομακτική μορφή του. Με τις φλόγες να λαμπυρίζουν σε κάθε του άκρο. Η Αρμάντια σταμάτησε το άλογό της. Κατέβηκε. Το πήρε από τα γκέμια και το τράβηξε στην ασφαλή άκρη. Το χάιδεψε τρυφερά στη χαίτη και το φίλησε απαλά στο κεφάλι του. Δεν ήθελε πια να βιώσει άλλο πόλεμο. Εκείνο ανταποκρίθηκε με ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την κυρά του, όμως εκείνη το ενθάρρυνε να αποτραβηχτεί παραπέρα. Βάδισε προς το μέρος του. Λίγο πιο κάτω σταμάτησε. Ένιωσε ένα σχετικό δέος απέναντι του. Ήταν ο ίδιος ο Σάγκρος, το καταραμένο πλάσμα του βουνού των σκιών.
Έμεναν ο ένας απέναντι στον άλλο σε ικανή απόσταση. Τα πύρινα μάτια του έσμιξαν και μια παραμορφωμένη φωνή ήχησε στο χώρο:
"Διάλεξες να με προδώσεις λοιπόν..." ήταν η πρώτη του διαπίστωση.
"Διαλέγω να σε σώσω Σάγκρος..." του απάντησε προκαλώντας κύμα έκρηξης από μέρους του.
"Διαλέγεις την καταστροφή. Και αυτήν θα υποστείς αν δεν μου δώσεις εκείνο που μου οφείλεις" βρυχήθηκε προς το μέρος της.
"Καθένας μας πρέπει να πάει εκεί που ανήκει. Αν μπορούμε να το κατανοήσουμε... δεν έχω να σου δώσω τίποτα άλλο. " του είπε.
Σε κλίμα και εικόνα παράκρουσης ο Σάγκρος κινήθηκε προς το μέρος της.
"Ξέρεις γιατί έρχομαι και τι θέλω Αρμάντια, είναι ο ύστατος λόγος μου και η απαίτησή μου αυτήν εδώ τη στιγμή. Αν θες να σώσεις τον εαυτό σου και αυτούς τους δύσμοιρους σε ετούτη εδώ την πόλη" βρυχήθηκε.
"Η πόλη δεν σου φταίει σε τίποτα Σάγκρος! Μια φορά να απολογηθείς για τα δικά σου κρίματα και να μην απλώνεις το κακό ολόγυρά σου. Εμένα ζητάς! Και εμένα θα πάρεις! Και άλλη φορά ξέσπασες σε αθώους. Καν' το με μένα. Αν το μπορέσεις φυσικά!" του αποκρίθηκε περήφανα.
"Εσύ όρισες να γίνει έτσι! Εσύ φταις για αυτό που θα ακολουθήσει" βγήκαν τα λόγια από το άμορφο στόμα του. Ένα τεράστιο σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του, κοφτερό, απειλητικό και θανάσιμο. Η άκρη της κορυφής του σημάδεψε μπροστά την Αρμάντια. Εκείνη τίναξε λίγο το κεφάλι της στα δεξιά. Ένα παράξενο χαμόγελο αποτυπώθηκε στο πρόσωπό της. Άνοιξε τη μεγάλη μπέρτα της την οποία και άφησε να πέσει στη γη. Το δεξί της χέρι πήγε, με μιας, πίσω στην πλάτη της. Από την κρεμαστή θήκη τράβηξε το μεγάλο εκείνο σπαθί που της έδωσε η Όριελ. Το θρυλικό σπαθί του Ράνουλφ. Το κράτησε από τη μεγάλη του λαβή με τα δυό της χέρια σε όρθια στάση. Μια μεγάλη ταραχή κυρίεψε τον Σάγκρος στη θέα του σπαθιού. Όταν μάλιστα πύρινες φλόγες άρχισαν να ζώνουν τη κόψη του σε όλο της το μήκος, έβγαλε μια άναρθρη υπόκωφη κραυγή και έκανε λίγα βήματα πίσω.
"Βλέπω το γνωρίζεις αυτό το σπαθί;" του φώναξε παίρνοντας θέση μάχης απέναντί του.
Το άμορφο τρομακτικό πλάσμα βίωνε ένα παράξενο σοκ. Το ίδιο το σπαθί του πατέρα του στα χέρια αυτής της γυναίκας! Το τρομερό εκείνο σπαθί που στάθηκε απέναντί του εκείνη την νοσηρή νύχτα της μεταμόρφωσής του. Το σπαθί που του προκάλεσε πάρα πολλές πληγές και απείλησε ευθέως την ίδια του την ύπαρξη πλην αυτός μεταβληθεί στο σημερινό τέρας.
"Το ...σπαθί του Ράνουλφ..." βρυχήθηκε με φανερή έκπληξη, "που το βρήκες καταραμένη..."
Κραδαίνοντας το σπαθί έκανε μικρά βήματα αναμέτρησης πριν τη μάχη τους απέναντί του.
"Τελικά να που υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να προλαβαίνεις..." του είπε.
Ο Σάγκρος έβγαλε μια τρομερή κραυγή που τάραξε συθέμελα ολάκερο το χώρο. Η γη μπροστά του σείστηκε από τις κινήσεις του. Χωρίς δεύτερη σκέψη του, ξεχύθηκε πάνω στην Αρμάντια με όλο του το μένος. Ολόγυρα στο σώμα του σπινθηροβολούσαν πύρινες γλώσσες. Η μεγάλη τους σύγκρουση είχες μόλις ξεκινήσει. Μια σύγκρουση που ένα μόνο τέλος προόριζε ως έκβαση. Τον αφανισμό ενός από τους δύο. Καμία άλλη ενδιάμεση κατάσταση δεν ήταν μήτε εφικτή μήτε δυνατή. Η Αρμάντια αμύνθηκε επαρκώς στο πρώτο αυτό κύμα της επίθεσής του. Πιο ευκίνητη, πιο μάχιμη, πιο ευέλικτη, πιο ευρηματική στις τοποθετήσεις του σώματός της και στη χρήση του τρομερού εκείνου σπαθιού που κρατούσε γερά στις ωμές επιθέσεις του πλάσματος του βουνού. Όμως εκείνος πλεονεκτούσε σε όγκο, τεράστια δύναμη, ανεξέλεγκτες δυνάμεις, βιαιότητα. Με τα πλεονεκτήματα αυτά ωθούσε συνέχεια την Αρμάντια προς τα πίσω αναγκάζοντάς την να υποχωρεί συνεχώς προς το κέντρο της πόλης. Η μάχη εξελισσόταν τρομακτική. Ήταν κάτι πρωτοφανές. Οι δύο μονομάχοι λαμπύριζαν μέσα στη νύχτα που είχε ήδη πέσει στο Φόριεν. Οι κάτοικοι ήταν ζωντανοί θεατές μιας σύγκρουσης που δεν είχαν διανοηθεί ότι θα ζούσαν στον ίδιο τους τον τόπο. Καραδοκούσαν άλλοι κλεισμένοι στα σπίτια, πίσω από παράθυρα και πόρτες. Άλλοι κρυμμένοι στα στενά ή πάνω σε υψώματα. Όλοι είχαν ακουμπήσει τις καρδιές και τις ελπίδες τους στην Αρμάντια. Ποιος να το περίμενε, μια γυναίκα, να στέκει απέναντι στο τρομακτικό καταραμένο πλάσμα του βουνού. Μια γυναίκα να βαστά γερά τη σημαία της λύτρωσης του αιώνιου άγους. Η κόρη του Ιγκόρ και της Ρεύντα έστεκε τώρα μπροστά τους ατρόμητη, υπερασπιστής στις ζωές τους.
Ο Σάγκρος είχε πολλές φορές καταφέρει να εγκλωβίσει την αντίπαλό του σε διάφορα αδιέξοδα μέσα στην πόλη. Τα σπαθιά τους κοντράρονταν με τέτοια δύναμη που σε κάθε επαφή τους, ο ανατριχιαστικός ήχος από την μεταλλική τριβή συνδυαζόταν με σπίθες φωτιάς που η οργή του κοφτερού ατσαλιού πέταγε στον αέρα. Χτυπήματα με τα σπαθιά, με τους δυο τους να αλλάζουν θέσεις συνεχώς. Ήταν στιγμές που νόμιζες ότι χόρευαν στον αέρα και δεν πατούσαν καθόλου στη γη. Χτυπήματα ψηλά πάνω από το κεφάλι, στα πλάγια, στα πλευρά του σώματος, στα πόδια χαμηλά, παντού. Τα πάντα ήταν στόχος. Η Αρμάντια, ήταν πολλές οι φορές που, κυλίστηκε στο χώμα είτε κάτω από κάποιο βίαιο χτύπημά του είτε εσκεμμένα για να αποφύγει την φονική του στόχευση. Μάλιστα δεν έλειψαν και τα δικά της φονικά χτυπήματα με το μεγάλο πύρινο σπαθί που παραλίγο να αποβούν μοιραία για το πλάσμα απέναντί της. Που πάντα όμως κατόρθωνε να επιβιώνει. Όμως από ένα σημείο και πέρα η σωματική της κούραση άρχισε να είναι πιο έντονη. Είχε απέναντί της ένα τέρας ακούραστο, ακάματο, αφύσικο, που την έσπρωχνε συνέχεια προς τα πίσω.
"Ετοιμάστε το άλογό μου!" φώναξε η Ελεάνορ στο κεντρικό δώμα των ανακτόρων.
Έντρομη η Άλμπα πετάχτηκε μπροστά της.
"Κόρη μου που θες να πας;" της είπε.
"Θα βγω στη μάχη μητέρα! Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι!". Ζώστηκε το σπαθί της.
"Κυρά μου τι πας να κάνεις; Είναι τρέλα αυτό!" μπήκε μπροστά της ο Φάρελ. Οι αξιωματικοί την κοιτούσαν με δέος. Μέσα τους υποκλίνονταν στη δύναμή της. Μόνο ο Άλαντ κοιτούσε σιωπηρός.
"Δάσκαλε, για όνομα του Θεού, που πάει;" πήγε δίπλα του ο Φάρελ. Εκείνος τον κοίταξε προσεκτικά με απίστευτη ηρεμία.
"Αφήστε την!" φώναξε. Τον κοίταξαν έκπληκτοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκείνος συνέχισε: "Οι στιγμές που ζούμε θα φανερώσουν ποιοι μπορούν να σταθούν συνεχιστές για το αύριο της πόλης μας. Πήγαινε παιδί μου... Ξέρε ότι αυτό που πας να κάνεις είναι στα όρια. Παίζεις με τη ζωή σου"
Η Ελεάνορ του έριξε μια ματιά επιδοκιμασίας και βγήκε από το χώρο. Οι στρατιώτες την κοιτούσαν με δέος. Ανέβηκε στο άλογό της. Με ένα νεύμα του εκείνο άρχισε να καλπάζει μπροστά.
"Ετοιμάστε μου ένα άλογο αμέσως!" πρόσταξε με έμφαση ο Άλαντ στους στρατιώτες αμέσως μετά που έφυγε η Αρμάντια. Ο Φάρελ αντέδρασε έντονα:
"Δάσκαλε τι λες; Τι πας να κάνεις;"
Εκείνος τον κοίταζε με έμφαση στα μάτια. Στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί μια δύναμη και πίστη που δεν έπαιρνε αναβολή.
"Δεν μπορώ να τις αφήσω μόνες Φάρελ! Καταλαβαίνεις;"
"Μα είναι τρέλα δεν το βλέπεις; Δεν μπορείς!"
"Εδώ μπορεί μια νεαρή γυναίκα να σταθεί απέναντί του. Εγώ της είπα να το κάνει και μου ζητάς να κρυφτώ στα βολικά και ασφαλή μου δώματα; Πάμε Φάρελ, βιάσου! Δεν έχουμε καιρό για συζητήσεις! Σήμερα αναμετριόμαστε με τους ίδιους μας τους εαυτούς!"
Εκείνος δεν αντιλαμβανόταν καθαρά το νόημα των λόγων του δασκάλου αλλά δεν είχε τα περιθώρια να το αναλύσει παραπάνω. Βγήκε μπροστά για να κατέβει κάτω να φύγουν. Πίσω του έτρεξε ο Άλαντ και τους ακολούθησε μια ομάδα αποφασισμένων και παθιασμένων στρατιωτών.
Λες και ένα τρομερό πάθος είχε μπολιάσει όλους τους μαχητές του Φόριεν.
Η μάχη τους είχε αποκτήσει και άλλα χαρακτηριστικά. Πολλές φορές είχε και σωματικά χτυπήματα. Τα ξόρκια των δυνάμεών τους είχαν πέσει μπροστά στην ένταση της μονομαχίας. Έτσι η σωματική επαφή τους ήταν δυνατή. Η Αρμάντια είχε καταφέρει κάποια χτυπήματα στον Σάγκρος αλλά είχε δεχτεί και εκείνη αρκετά. Ένα κοφτερό χτύπημα αιμορραγούσε στον αριστερό της ώμο. Οι καρποί των χεριών της ήταν γεμάτοι εκδορές και ματωμένοι, το πρόσωπό της επίσης. Όμως και ο αντίπαλός της είχε τις δικές του πληγές από το τρομερό σπαθί του Ράνουλφ.
Τα ξίφη τους συνέχισαν το φονικό τους σταύρωμα με την ίδια ορμή και ένταση. Κάποια στιγμή ένα τρομερό χτύπημα του Σάγκρος ανάγκασε την Αρμάντια να κάνει ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω. Όμως το πόδι της πάτησε σε μια μεγάλη πέτρα που προκάλεσε την ανεξέλεγκτη πτώση της με την πλάτη στο χώμα. Κατρακύλισε προς τα πίσω και καθώς έπεφτε στο χώμα είδε τον ορίζοντα μπροστά στο πρόσωπό της να γεμίζει από τον μεγάλο όγκο του. Η κόψη του σπαθιού του κατέβηκε με τρομερή φορά στο λαιμό της αλλά συνάντησε αμυντικά την απόκρουση του δικού της σπαθιού, που κόντραρε το χτύπημα. Όμως το τεράστιο χέρι του Σάγκρος σφίχτηκε θανάσιμα γύρω στο λαιμό πιέζοντας την ανάσα. Ένιωθε να πνίγεται, να χάνει την ανάσα της. Η κόντρα του σπαθιού της λύγιζε και ήταν ζήτημα ελάχιστων στιγμών να έρθει το μοιραίο χτύπημα.
https://youtu.be/ji0QCvk8mrY
"Σάγκρος!" ακούστηκε η τρομερή κραυγή της.
Πάρα πολλά μάτια καρφώθηκαν πάνω της με δέος και αγωνία. Ήταν ακίνητη σε κοντινή απόσταση από τους δύο τους. Αγέρωχη, ατρόμητη, πάνω στο άλογό της.
Λες και κεραυνός διαπέρασε τα κορμιά τους σταμάτησαν και οι δύο τη σύγκρουσή τους.
"Ελεάνορ!" φώναξε με τρόμο η Αρμάντια προσπαθώντας να σηκωθεί από το χώμα. Ο Σάγκρος όρθωσε το τρομερό του ανάστημα ίσια μπροστά της. Εκείνη συνέχισε με ψυχραιμία που προκαλούσε πραγματικά ρίγη.
"Δεν κουράστηκες τόσα άναρχα χρόνια να ζεις αυτό το σκοτάδι; Τι νομίζεις ότι θα κερδίσεις, τι είναι εκείνο που θα ζήσεις και θα σε απαλύνει αν προκαλέσεις την κατάρα της;"
Εκείνος βρυχήθηκε μια ακόμα φορά μην πιστεύοντας στα μάτια του. Η Ελεάνορ κατέβηκε από το άλογο και στάθηκε ίσια μπροστά του.
"Ελεάνορ, κόρη μου, φύγε! Τι θέλεις εδώ;" φώναζε η Αρμάντια απελπισμένη.
"Θέλω να πω λίγα λόγια στο πλάσμα αυτό μάνα! Και θέλω να τα ακούσει προσεκτικά..."
Μια ισορροπία του τρόμου και της φρίκης ήρθε να ακουμπήσει εκεί ολόγυρα αγκαλιάζοντάς τους όλους. Λες και η ίδια η νύχτα κρατούσε την ανάσα της. Η Ελεάνορ έκανε δύο βήματα προς τον Σάγκρος.
"Μπορεί κάποιος να δει μέσα στην ψυχή σου; Ναι, σε αυτήν την καταραμένη, γεμάτη σκοτάδι ψυχή, κακία και φθόνο; Θα τον αφήσεις;..." Άρχισαν να βηματίζουν σε έναν παράξενο κύκλο ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα μάτια του Σάγκρος πετούσαν φωτιές στην κυριολεξία. Η Ελεάνορ συνέχισε απτόητη το κάλεσμά της:
"Ποιο σκοτάδι φώλιασε στην νεανική σου καρδιά Σάγκρος εκείνα τα χρόνια; Ποιο δηλητήριο μαγάρισε την εφηβεία σου; Η μητέρα σου η Ανκρέτ έφυγε! Σε εγκατέλειψε!..."
Ο Σάγκρος αντέδρασε με μια υποχθόνια κραυγή. Σαν να μην ήθελε να το παραδεχτεί. Λες και ένα οξύ μαχαίρι, έξυνε μια πληγή στην καρδιά του. Αντέδρασε με μια κραυγή γεμάτη οργή και πόνο.
"Έμεινες μόνος, εγκαταλειμμένος, χωρίς τη μητρική στοργή δίπλα σου, ίσως προδομένος. Και φόρτωσες και στον πατέρα σου τον Ράνουλφ την ενοχή ότι δεν την έψαξε, δεν την διεκδίκησε, δεν έτρεξε πίσω της είτε με το καλό είτε με τη βία να πετύχει την επιστροφή της. Και ύστερα η θετή σου μάνα, η Όριελ ήταν η μιασμένη ξένη που ήρθε να πάρει τη θέση της. Μια παρείσακτη. Έτσι την είδες. Έτσι την ένιωσες. Μια απειλή στον κόσμο σου. Παραμόρφωσες τα πάντα μέσα σου για να ξεσπάσεις σε εκείνους που δεν έφταιξαν σε τίποτα..."
Ήταν τρομερό όλο αυτό! Τα λόγια της Ελεάνορ, έφερναν στο τερατώδες αυτό πλάσμα μια φοβερή αναστάτωση. Λες και τα χρόνια έμπλεξαν τη σειρά τους και αναποδογύρισαν. Παλιές ενοχές και απωθημένα ήρθαν να ταράξουν ότι είχε μείνει ζωντανό μέσα του. Να ξύσουν με πόνο και σπαραγμό χαμένα συναισθήματα και πράξεις του. Και εκείνη η νεαρή γυναίκα ήρθε να αναποδογυρίσει τους κανόνες αυτής της σύγκρουσης. Να βάλει τους δικούς της όρους. Να αφήσει τη δύναμη των σπαθιών σε δεύτερο πλάνο και να την αντικαταστήσει με τη δύναμη των λέξεων και των σκέψεων. Η Ελεάνορ συνέχιζε καταιγιστική:
"Ποια δύναμη του κακού σε πλησίασε; Βρήκε τις πόρτες ανοιχτές διάπλατα στην καρδιά σου. Πάντα το κακό στη ζωή μας έρχεται με τις καλύτερες προθέσεις! Δεν το ξέρεις; Ίσως δεν πρόλαβε ποτέ του να στο μάθει. Τι σου έταξε; Αθανασία; Δύναμη; Επιβολή; Αυτά που είχες ανάγκη για να ξεπεράσεις του δικούς σου δαίμονες; Είναι πάρα πολύ εύκολο και μερικές φορές βολικό να είμαστε τέρατα. Ας προσπαθήσουμε όμως κάποια στιγμή να γίνουμε άνθρωποι! Έτσι βάφτισες στα μάτια σου ενόχους, το μικρό σου αδελφό, τον Άλντις και την Όριελ. Αυτό δηλαδή που κάνουμε πάντα! Να διαλέξουμε τον πιο αδύνατο, τον ανυπεράσπιστο. Και να ριχτούμε πάνω του σαν τα θηρία εκείνα για να ξεσπάσουμε τη δική μας ανεπάρκεια. Έτσι βεβήλωσες τις ζωές τους με άτιμο και δολερό τρόπο. Τους σκότωσες. Τους αφάνισες με χυδαίο τρόπο. Τι κέρδισες Σάγκρος; Έγινες όργανο του υπέρτατου τέρατος του κακού, του Άζερον. Ενεργοποίησες τα σημάδια του, ξεκινώντας μια αλυσίδα μίσους για αιώνες. Για να πάρεις τι; Έναν κύκλο επιβίωσης στο απόλυτο σκοτάδι, στη μοναξιά, στην κατάρα και στην απόρριψη... Η λέξη συγχώρεση δεν υπάρχει πια σε ότι ζωντανό κυλάει στις φλέβες σου; Υπάρχει άραγε να διεκδικήσει μια ύστατη ελπίδα για σένα;"
Η σκηνή ήταν έξω από κάθε λογική σκέψη. Η Αρμάντια έμενε άφωνη από την ασύλληπτη τόλμη της κόρης της. Την κοιτούσε με τρόπο εκστατικό. Ένας απέραντος θαυμασμός την κατέκλυζε λες και μπροστά της είχε την ορμή της δικής της νιότης. Οι κάτοικοι που παρακολουθούσαν τα γενόμενα ψιθύριζαν με θαυμασμό το όνομα της Ελεάνορ στον διπλανό τους. Με δάκρυα στα μάτια! Με τις καρδιές να πάλλονται. Έτοιμοι όλοι να σταθούν δίπλα της, να παραταχθούν στο πλάι της. Όλο και περισσότεροι σηκώθηκαν από τα μέρη που κρύβονταν. Χωρίς φόβο και δισταγμό. Έκαναν βήματα να την πλησιάσουν. Να υπερασπίσουν τις δύο αυτές γυναίκες που έδιναν τη μάχη τους και για αυτούς. Άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Να εγκαταλείπουν τις απελπισμένες κρυψώνες τους. Να σταματούν τη φυγή τους. Να συγκεντρώνονται. Να σφίγγουν τις γροθιές τους με ψήγματα δύναμης και πάθους. Ο Άλαντ ήταν εκεί μαζί με τον Φάρελ και μια ομάδα στρατιωτών. Έμειναν στην άκρη να παρακολουθούν και εκείνοι με αγωνία.
Ο Σάγκρος σαν να μετρήθηκε για μια μόνο στιγμή με τον εαυτό του, την ίδια την ιστορία, άφησε κατά μέρος την Αρμάντια και έριξε το βλέμμα του στην νεαρή γυναίκα. Τα λόγια του ακούστηκαν χθόνια και παραμορφωμένα:
"Ποια είσαι εσύ κόρη της Αρμάντια που στέκεσαι μπρος μου να μου σηκώνεις ερωτήματα και λόγο; Μια θνητή ασημαντότητα νομίζει ότι μπορεί να μετρηθεί μαζί μου; Ποια είσαι εκείνη που ξύνεις τις πληγές εκείνων των χρόνων. Να σε θαυμάσω άραγε ή να σε λυπηθώ; Ναι εκείνος μου υποσχέθηκε αυτό που οι δικοί μου έθαψαν μέσα μου. Την εγκατάλειψη, την απόρριψη. Ένας πατέρας που αδιαφόρησε για τη γυναίκα του. Που έσκυψε το κεφάλι αδύναμος στην προσβολή και στην ατίμωση. Που σαν να βολεύτηκε σε ότι έγινε και το παράτησε. Και ύστερα μια ξένη μιαρή που ήρθε να πάρει τη θέση της μητέρας μου. Ναι! Εκείνος μου έδωσε τη δύναμη. Την αθανασία! Αυτά που δεν είχα. Την υπεροχή και τη δύναμη. Ο άρχοντας του σκοταδιού"
"Φτηνά άλλοθι γυρεύεις δυστυχώς Σάγκρος! Φτηνά και δυστυχώς εύκολα. Λυπάμαι αλλά περίμενα κάτι άλλο πιο σοβαρό από ένα πλάσμα σαν και σένα..." απάντησε η Ελεάνορ.
"Τι άλλο είχα να προσμένω λοιπόν απ΄ τον κόσμο των ανθρώπων; Τι είχαν να μου προσφέρουν; Ποιος θα έδιωχνε από μέσα μου την ταπείνωση; Την προδοσία;" ούρλιαξε με παραμορφωμένη τη φωνή του.
"Το δίκιο και την ανθρωπιά την κατακτάς με τη στάση σου! Όχι με την εκδίκηση. Μήτε με την κακία και το δόλο. Αλλά, πίστεψέ με, αυτό θέλει κόπο, θέλει στάση ζωής, θέλει οδύνη και κόστος. Δεν είχες λοιπόν το κουράγιο παντοδύναμο πλάσμα του βουνού των σκιών. Δεν ήσουν ικανός για μια τέτοια αλλαγή" του απάντησε με στόμφο.
"Πάψε να μου κάνεις μαθήματα κόρη της Αρμάντια, είσαι ένα σκίρτημα στο χρόνο μπροστά μου, τίποτα παραπάνω. Αν θέλεις κάτι να προσφέρεις, κοίτα να συνετίσεις τη μάνα σου πριν είναι αργά..." προσπέρασε τις εκκλήσεις της.
"Η Μητέρα μου είναι εδώ μπροστά σου Σάγκρος, έτοιμη να κλείσει τον κύκλο του κακού για όλους, άκουσέ την λοιπόν"
"Χάνω το χρόνο μου μαζί σου. Ας είναι!" βρυχήθηκε, "για σένα ερχόμουνα λοιπόν, το δικό σου χαμό έχω κατά νου για να εισπράξω απ' τη μάνα σου το βάρος του πόνου της". Σήκωσε το μεγάλο του σπαθί και έκανε το πρώτο βήμα προς το μέρος της. Ένα βήμα όμως που έμελε να μείνει μετέωρο. Όλα έγιναν απίστευτα γρήγορα.
Η Ελεάνορ έβγαλε μια κραυγή μεγάλη μπροστά του. "Μείνε εκεί!" του φώναξε. Τράβηξε από τη ζώνη της ένα μικρό στιλέτο. Η κάμα του λαμπύριζε παράξενα. Κοίταξε τον Σάγκρος με ορθάνοιχτα μάτια. Η Αρμάντια ένιωθε να σαλεύει το μυαλό της.
"Τι πας να κάνεις;" έφτασε η κραυγή της στον ουρανό!
Η Ελεάνορ σήκωσε το χέρι μπροστά της με το μαχαίρι. Πιο πέρα ο Φάρελ άκουσε με σοκαριστική έκπληξη τον Άλαντ να μονολογεί:
"Καν' το κόρη μου! Τώρα είναι η ώρα! Θέλει κουράγιο καν' το!"
Συνεχίζεται...
Όλα στην κόψη του ξυραφιού. Όλα κρέμονται από μια κλωστή. Όλα λίγο πριν το μεγάλο τέλος όλων. Μια προσπάθεια που έδειξε να πήγε χαμένη, μια ύστατη έκκληση για να ξεφύγουν από τον κύκλο του αίματος και του θανάτου. Αρμάντια και Σάγκρος, πρόσωπο με πρόσωπο, στην ύστατη σύγκρουση. Αλλά και ένας καταλύτης. Ίσως κάτι που μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Κάτι που είναι στα χέρια της Ελεάνορ. Μάλλον εναπόκειται στην ύστατη δύναμη της ψυχής και της απόφασής της. Η ύστατη ελπίδα; Η λύση; Ποιος ξέρει; Το κεφάλαιο ακολουθεί σύντομα κοντά σας, λίγο πριν το μεγάλο τέλος όλων.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro