Κεφάλαιο 38: Λίγο πριν
Ο αγέρας στην πλαγιά του Βουνού των Σκιών έδερνε το δάσος για τα καλά. Ακόμα και τα γερά κλαδιά των δέντρων έστελναν τις διακριτικές τους υποκλίσεις στον δυνατό βοριά που κατηφόριζε με δύναμη απ' την κορυφογραμμή. Ο ήλιος είχε ήδη πάρει το ταξίδι του προς τη δύση μετά από μια κουραστική μέρα. Μια μέρα που σημάδεψε την ιστορία του Φόριεν για πάντα. Ο, για είκοσι πέντε χρόνια, βασιλιάς Ζάρεκ είχε συναντήσει την πληρωμή των επιλογών του και της δολιότητάς του. Τα μεγάλα εκείνα φαινόμενα που, πριν λίγες ώρες σημάδεψαν το ανακτορικό δώμα δεν θα μπορέσουν ποτέ να βγουν από τις μνήμες κανενός! Ο θρόνος του βασιλείου έμεινε κενός. Αλλά, αυτό που πέρναγε από στόμα σε στόμα, σε κάθε απλό πολίτη ήταν εκείνη! Η τιμωρός! Η "μαύρη βασίλισσα" των γραφών και των περγαμηνών. Αρκετά μεγαλύτεροι στην ηλικία ξέθαψαν από τις μνήμες τους την τραγική εκείνη ιστορία της νεαρής κοπέλας που χάθηκε τότε, τόσο παράξενα, στα νερά της λίμνης του Μπέλουαρ εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια πριν. Ξέθαψαν την τραγική εκείνη ιστορία της φονικής πυρκαγιάς που πήρε στο θάνατο την οικογένειά της. Και ήρθαν σήμερα να συναντήσουν την Αρμάντια του παρόντος χρόνου. Κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια άλλη γυναίκα, μια διαφορετική μορφή.
Ανέβαινε αργά, με το άλογό της, την πλαγιά του βουνού. Προορισμός της ο ακρόπυργος της Κράγια. Το τελευταίο μεγάλο εκείνο απομεινάρι του τραγικού εκείνου βασιλείου. Η πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ένιωθε παράξενα σε όλη τη διαδρομή. Τα συναισθήματά της ήταν έντονα και μια χαρακτηριστική συγκίνηση διαπερνούσε όλο της το "είναι". Είχε φτάσει στο στόχο της! Ένιωθε λες και μια ασήκωτη βασανιστική πέτρα από μάρμαρο που βάραινε την καρδιά της, έφυγε ξαφνικά από πάνω της. Ο θάνατος του ανθρώπου που κατέστρεψε τα πάντα στην επιρροή του, ήρθε να λυτρώσει την ψυχή της. Κάθε κύτταρο του κορμιού της, το ένιωθε κουρασμένο, σαν τον πολεμιστή έπειτα από μακροχρόνια εκστρατεία. Ήταν σαν να πολεμούσε συνεχώς σε όλα τούτα τα χρόνια που διάβηκαν τρομερά από πάνω της.
Θα έλεγε κανείς πως έπρεπε να νιώθει σαν κατακτητής και τροπαιούχος μιας δικής της προσωπικής μάχης δικαίου και αλήθειας. Αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια να φτάσει εκεί και στην τιμωρία. Όμως τώρα ένιωθε και κάτι άλλο. Το τίμημα! Ήθελε, όσο τίποτα, να βρει τη χαμένη της κόρη. Αλίμονο! Ποια μάνα δεν θα το προσδοκούσε αυτό. Όμως να που η ζωή και ο κύκλος της μοίρας, την έφερε μπροστά σε μια άλλη αλήθεια που δεν θα μπορούσε να υπολογίσει. Η χαμένη της κόρη, το άλλο μισό του εαυτού της, ήταν η Ελεάνορ! Ένα πρόσωπο, με ενεργή ανάμιξη στην πλοκή αυτής της αναζήτησης. Ένα πρόσωπο που, πλήρωσε και εκείνο βαρύτατο τίμημα θανάτου στη μεγάλη αυτή μάχη. Το χτύπημα για τη ζωή του παιδιού της, τελικά ήταν μεγάλο και η Αρμάντια ένιωθε μεγάλη θλίψη για αυτό. Άλλαξαν τα πάντα στη ζωή της μέσα σε μια μέρα. Ήταν κάτι τρομερό. Ένα κύμα ενοχών περνούσε από το μυαλό και φώλιαζε στην καρδιά της. Αλλά μετά αναρωτιόταν, αν δεν είχε βγει η τρομερή αυτή αλήθεια στο φως για την συγγένειά της με τον Μέλιαν, ο γάμος τους θα προχωρούσε. Και τότε... Όχι! Αυτό δεν ήθελε καθόλου να το σκέφτεται, έτρεμε στην ιδέα, ανατρίχιαζε στην πιθανότητα.
https://youtu.be/7aYKeV3EU-8
Ο ακρόπυργος της Κράγια έστεκε πλέον εκεί μπροστά της, στο τέρμα της κορυφής. Και πλέον η Αρμάντια είχε να διαχειριστεί ένα άλλο πολύ μεγάλο θέμα. Αυτό του "δωροδότη" της! Όσο ανατριχιαστικό και να ακούγονταν, χρωστούσε τη δύναμή της και την επιβίωσή της στο καταραμένο αυτό σκοτεινό πλάσμα, στον Σάγκρος. Και την είχε ήδη προειδοποιήσει ότι ερχόταν για εκείνη, η ώρα της εξόφλησης του λογαριασμού. Δεν ήταν αφελής. Είχε πια τη γνώση όλου του κύκλου του θρύλου. Τα πάντα για το σημάδι του Άζερον και το πως αυτό λειτουργούσε. Ένιωθε καλά τι θα ήταν αυτό που θα της ζητούσε ο σκοτεινός, τρομακτικός, πρίγκηπας του βουνού. Δεν έμενε παρά να το επιβεβαιώσει με τα ίδια του τα λόγια, σε μια προσωπική συνάντηση τετ-α-τετ, στο μέρος που οι δύο κόσμοι επικοινωνούσαν. Εκεί ήταν το τέρμα της σημερινής της διαδρομής. Ήξερε ότι την περίμενε και ήταν προετοιμασμένη να ακούσει.
Ο χώρος στον μεγάλο εγκαταλειμμένο και στοιχειωμένο πύργο στα ύψη του βουνού, τής ήταν γνωστός. Τον είχε διαβεί αρκετές φορές όλα τούτα τα χρόνια. Ένα μέρος που πάντα προκαλούσε το δικό του δέος. Σκορπούσε το δικό του τρόμο. Οι αισθήσεις της ένιωσαν την παρουσία του. Είχε μάθει την αλλαγή στον αέρα ολόγυρα. Αυτή τη μυρωδιά από θειάφι και μούχλα που ανέδυε από τα έγκατα της γης. Ήταν σίγουρη ότι ήταν εκεί και την περίμενε. Είχε τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές και να προσαρμόζεται σε αυτό που θέλει.
"Τέλειωσαν όλα λοιπόν;" άκουσε την παραμορφωμένη φωνή του βγαλμένη από τα έγκατα της γης. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή μήτε τον έβλεπε μπροστά της. Στάθηκε στο κέντρο του χώρου.
"Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν" αποκρίθηκε εκείνη.
"Πως ένιωσες;" την ρώτησε.
"Δεν περίμενα να μου κάνεις αυτήν την ερώτηση" του είπε πράγματι παραξενεμένη.
"Ναι... βλέπεις πολλές φορές τα κατάλοιπα από τα άχρηστα ανθρώπινα αισθήματα συνεχίζουν να εκπλήσσουν ακόμα και μένα" της είπε.
Της μιλούσε και παράλληλα μεγάλες γλώσσες φωτιάς σαν πύρινα φίδια διέτρεχαν το χώρο μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Σαν εκλάμψεις.
"Πως μπορείς να συντηρείς μέσα σου όλον αυτόν τον άπειρο χρόνο, τόση κακία;" του είπε.
"Δεν είμαι εγώ το θέμα μας. Θαυμάσια λοιπόν, κόρη του Ιγκόρ... πήρες εκείνο που ήθελες. Νομίζω δεν αθέτησα το λόγο μου" άκουσε πάλι τη φωνή.
"Οφείλω να το ομολογήσω..." συμφώνησε εκείνη.
"Ήρθε λοιπόν και η ώρα της πληρωμής μου. Δεν νομίζεις;"
"Τι είναι αυτό που μπορώ να σου δώσω Σάγκρος;" τον ρώτησε ευθέως.
Οι εκλάμψεις της φωτιάς έγιναν άμεσα πολύ πιο έντονες. Ένιωθε τη γη να τρέμει. Μικρά κομμάτια από τα πέτρινα μέρη της αίθουσας έπεφταν στη γη. Ένιωσε πίσω της μια έντονη δύναμη θερμότητας να την καίει και μια ενέργεια να την καθηλώνει. Γύρισε προς τα εκεί. Ο Σάγκρος, στη φλεγόμενη μορφή του έστεκε στην άκρη της αίθουσας απέναντί της. Τα πύρινα μάτια του γύρευαν τα δικά της.
"Ξέρεις καλά Αρμάντια. Αυτό που μας ενώνει, το σημάδι. Ξέρεις καλά ότι γυρεύω τη δική σου κίνηση, τη αναστροφή της κατάρας σου στο πρόσωπό μου. Γυρεύω τη δύναμη του κακού, το μίασμά του, την γκρίζα σκέψη και διάθεση για να συνεχίσω τον κύκλο μου" ακούστηκε παραμορφωμένη και κοντά της, η φωνή του.
"Δεν κουράστηκες απ' αυτόν τον κύκλο Σάγκρος; Δεν ένιωθες πλέον ότι δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα;"
Η πύρινη μορφή αγρίεψε έντονα. Δέχτηκε ένα καυτό κύμα θερμότητας πάνω της που την έκανε μεν να οπισθοχωρήσει αλλά να μην σταματήσει:
"Τι θα καταφέρεις λοιπόν αν δεχτείς μία ακόμα δύναμη κακού πάνω σου; Μια επί πλέον κατάρα; Τι είναι αυτό που σε έλκει εκεί;"
"Το πέρασμα στην αθανασία, ασήμαντη! Αυτό δεν είναι πάντα το διακύβευμα; Δεν αξίζει όλο αυτό;"
Ο διάλογός τους έμοιαζε τόσο αλλόκοτος και εξωπραγματικός. Δύο κόσμοι διαφορετικοί που προσπαθούσαν να σμίξουν μέσα από τα λόγια.
"Η Αθανασία λοιπόν! Να μην πεθάνεις ποτέ Σάγκρος ε; Άρα να ζεις! Η Αθανασία θα είχε νόημα αν ζούσες, αν είχες στιγμές. Έχεις όμως; Αναρωτήθηκες αν έχεις; Που τις ζεις τις στιγμές της ζωής; Με ποιον τις μοιράζεσαι; Ποια συναισθήματα έδωσες; Και ποια πήρες; Ποια χαμόγελα και ποια αγάπη; Πότε τα βίωσες όλα αυτά για να διεκδικήσεις την αθανασία; Το πέρασμά σου ήταν βουτηγμένο στην βεβήλωση κάθε ζωής και στο θάνατο..."
"Τι παιχνίδι πας να μου παίξεις Αρμάντια; Ήμουν νομίζω ευθύς μαζί σου. Δεν σου έκρυψα τίποτα. Σου πρόσφερα ότι μου ζήτησες. Ήρθε η ώρα να μου δώσεις αυτό που συμφώνησες" της είπε.
"Και εξακολουθώ και ρωτάω, τι σου προσέφερε αυτή η καταραμένη ζωή; Μόνος, ξένος, απελπιστικά μισημένος από κάθε άνθρωπο. Προξενείς μόνο φόβο, αποστροφή και αηδία. Αυτό θέλεις; Να διαιωνίζεις την κατάρα που σε βαραίνει; Τα όσα έπραξες δεν ήρθε η στιγμή να ζητήσεις συγχώρεση και να τα αφήσεις στη σκοτεινή πλευρά της ζωής; Τι σου πρόσφερε όλο αυτό πες μου"
Μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη, ο Σάγκρος μεταμορφώθηκε σε μια πιο ανθρώπινη μορφή. Οι πύρινες γλώσσες ολόγυρά του έφυγαν. Όμως έμενε αποκρουστικός και τρομακτικός στην όψη. Ήρθε κοντά της, ένα μουχλιασμένο χέρι την άρπαξε από το λαιμό.
"Δεν θέλεις να ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω αν νιώσω ότι πας να με προδώσεις!" της είπε καρφώνοντάς την στα μάτια. Ένιωσε να πνίγεται. Έβαλε το χέρι της και προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί απ' τη λαβή του.
"Με χρειάζεσαι Σάγκρος! Χωρίς εμένα σε λίγο δεν θα υπάρχεις. Άρα φρόντισε να σταματήσεις. Τι θα κάνεις; Θα με σκοτώσεις;"
Άκουσε το γέλιο του να τραντάζει το χώρο.
"Όχι φυσικά! Γιατί να σε σκοτώσω. Την κατάρα σου γυρεύω. Μην με αναγκάσεις να την πάρω μόνος μου χωρίς να μπορείς να κάνεις κάτι να με σταματήσεις..." της είπε.
Με το ένα της χέρι απελευθερώθηκε από τη λαβή του. Προσπάθησε να πάρει ανάσες.
"Θα φύγω Σάγκρος. Θα γυρίσω το Φόριεν. Εγώ βλέπεις δεν αναζητώ καμία αθανασία. Θα επιστρέψω εκεί που ανήκω. Στο μέρος που μου έλειψε. Να το ζήσω ταπεινά και ήρεμα όσο ορίζουν οι μοίρες μου. Ήθελα να σε πείσω να επιστρέψεις εκεί που ανήκεις, διαφορετικός και αποδεκτός"
Η έκρηξή του ήταν ακόμα πιο έντονη και τρομακτική. Τα ουρλιαχτά του τάραξαν τα βάθη της γης.
"Αν με προδώσεις Αρμάντια τότε θα πληρώσεις βαρύ τίμημα. Θα πάρω αυτό που μου χρωστάς είτε το θες είτε όχι..." ακούστηκε.
"Μην υπερεκτιμάς τον εαυτό σου Σάγκρος" του είπε.
"Λυπάμαι που θα δεις τότε αυτό που τόσο λατρεύεις και που τόσο σου έλειψε, κομματιασμένο με τα ίδια μου τα χέρια! Η κόρη σου θα είναι η τροφή μου, να το ξέρεις. Και τότε... ξέρεις πολύ καλά τι θα γίνει" της είπε.
Ένιωσε μέσα της να κόβεται η καρδιά της στα δύο. Για μια στιγμή το κορμί της, τα άκρα της, συσπάστηκαν μαζεύοντας τρομερή δύναμη. Πήγε κάτι να πει αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι από εκείνη τη στιγμή ως την τελική εικόνα, πρέπει να προσέχει κάθε του πρόκληση. Τα παιχνίδια του μυαλού ανάμεσά τους, είχαν ήδη ξεκινήσει.
"Άφησε την Ελεάνορ ήσυχη! Αρκετό πόνο γνώρισε" είπε. Σε όλη αυτήν την ιστορία είναι αμέτοχη κι όμως πληρώνει ακριβό τίμημα.
"Είναι στο χέρι σου να την γλιτώσεις..."
"Φεύγω Σάγκρος! Δεν έχω καμία δουλειά στους κόσμους του σκοταδιού. Γυρίζω στη γη μου, στους τάφους των δικών μου, στο καμένο μου σπίτι, στα πεθαμένα μου όνειρα..." του είπε επιβλητικά και με αυθάδεια προκαλώντας την οργή του.
"Σε δυο μέρες το φεγγάρι χάνεται. Οι πύλες ανοίγουν. Θα σε περιμένω Αρμάντια! Εδώ! Αν δεν έρθεις τότε θα σε βρω εγώ ο ίδιος για να πάρω αυτό που πρέπει. Και τότε... ο διάλογός μας δεν θα είναι καθόλου σαν τον αποψινό" ούρλιαξε παράταιρα.
Η Αρμάντια είχε ήδη ξεκινήσει να αποχωρεί. Λίγο πριν στρέψει εντελώς την πλάτη της κατηφορίζοντας ακούστηκε να του λέει:
"Θα σε περιμένω..."
Ποιος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να περιγράψει την ατμόσφαιρα που βασίλευε πίσω στο Φόριεν. Ποτέ ξανά στην ιστορία αυτού του βασιλείου δεν είχε ποτιστεί κάθε εκατοστό γης με τόσα αντιφατικά συναισθήματα. Η τελευταία φορά που θρήνησε η πόλη ήταν πριν εικοσιπέντε χρόνια στον θάνατο του ευγενούς βασιλιά Φάρκας. Από τότε, εκείνος ο θρήνος, έδωσε τη θέση του σε μια εσωστρέφεια, που κυρίεψε αργά-αργά, κάθε απλή ανθρώπινη ψυχή. Μια εσωστρέφεια και ένα σφίξιμο που μεγάλωνε σιγά-σιγά από την πολιτεία του νέου βασιλιά Ζάρεκ. Μια αναδίπλωση που τελικά μετασχηματίστηκε σε φόβο. Η τυραννική του πολιτεία, τα ελάχιστα αρπακτικά που αποτέλεσαν τον κλειστό κύκλο της αυλής του, έγιναν οδύνες συνέχειας για τον απλό λαό του μόχθου. Τα στόματα έκλειναν το ένα μετά το άλλο, ο φόβος μεγάλωνε, μαζί του και η αγωνία για το μέλλον. Τα τελευταία χρόνια της θητείας του πορφυρού βασιλιά είχαν φτάσει στον ύψιστο βαθμό όλα αυτά τα αρνητικά. Έτσι ο τραγικός θάνατός του και μαζί μ' αυτόν η παράξενη και απόκοσμη καταστροφή του ανακτορικού δώματος, ήρθε σαν λύτρωση για την πόλη. Τα νέα έφυγαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από στόμα σε στόμα για την μορφή εκείνης της γυναίκας που στάθηκε απέναντι στον τύραννό τους. Για την ύστατη αναμέτρησή τους και το θρίαμβό της. Όλα αυτά ήταν η καθαρτική πλευρά για το Φόριεν. Όμως υπήρχε και η άλλη πλευρά, γκρίζα, μελαγχολική, θλιβερή αλλά και γεμάτη αγωνία.
Ο τραγικός θάνατος του αγαπημένου τους πρίγκηπα Μέλιαν ήρθε να αρπάξει τη χαρά και την ανακούφιση από τα στήθια τους. Ένιωθαν να πληρώνουν ένα βαρύτατο τίμημα. Ένας νέος άνθρωπος. Το ίδιο τους το αύριο για ένα καλύτερο μέλλον πέταξε ψηλά στους ουρανούς από τα τείχη του πύργου σε μια κίνηση απόγνωσης. Ολάκερη η πόλη αποχαιρέτισε για το τελικό ξόδι το χαμογελαστό και γαλήνιο παλικάρι που μέχρι πριν λίγες μέρες έστεκε υποψήφιος γαμπρός στο πλάι της αγαπημένης του. Μιας αγαπημένης που η τραγική μοίρα επιφύλασσε να είναι η ετεροθαλής αδελφή του. Ποια γη μπορούσε να τα δεχτεί όλα τούτα. Ποιες καρδιές να τα αφομοιώσουν. Η σωρός του αγαπημένου του νέου, πλύθηκε και μυρώθηκε. Ποτίστηκε με όλα εκείνα τα τα βοτάνια και τα ξόρκια για να βαστάξει στο λαϊκό προσκύνημα που ακολούθησε.
Ήταν όλοι εκεί στον ύστατο αποχαιρετισμό! Πρώτη στην πένθιμη περιφορά η τραγική μορφή της βασίλισσας Άλμπα που, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς την είχε βρει στη ζωή της. Να μάθει όλη την αλήθεια για το τέρας που ήταν ομόκλινός της όλα αυτά τα χρόνια της. Και τώρα αποχαιρετούσε το μονάκριβο γιο της. Όχι για το δικό του σπίτι σαν γαμπρός αλλά για το νεκροκρέβατό του και την κάθοδό του στον Άδη. Ποια γη θα μπορούσε να τυλίξει το παλικάρι της; Ήταν ύβρις το σκοτάδι που σφάλισε τα μάτια του.
Δίπλα του ήταν η Ελεάνορ βαθιά συγκλονισμένη τυλιγμένη σε ένα θρήνο που δεν πίστευε ποτέ ότι θα βιώσει με τους χτύπους της καρδιάς της. Εκείνος που λάτρεψε σαν υποψήφιος άντρας της και θα έστεκε σε λίγο πλάι της, ήταν αδελφός της. Το ίδιο αίμα έτρεψε στις φλέβες τους. Η μαντεία εκείνης της παράξενης γριάς στη γιορτή των ρόδων με το ψηλάφισμα του χεριού της, βγήκε πέρα για πέρα αληθινή! "Θα νιώσετε μεγάλο πόνο στη ζωή σας και οι δύο..." Θυμήθηκε τα λόγια της. Όπως και το παράξενο εκείνο όνειρό της με τα δικά τους κορμιά να γίνονται αποστεωμένα δέντρα μέσα στο δάσος και εκείνο το μικρό κορίτσι να διαβαίνει ανάμεσά τους. Να που το μικρό αυτό παιδί ήταν ο ίδιος της ο εαυτός, το μωρό του δάσους. Ήρθε να τους φέρει τη μεγάλη αλήθεια και να τους αλλάξει ρόλους. Από ζευγάρι σε αδέλφια. Και στο τέλος να τους χωρίσει για πάντα. Τον κοιτούσε για τελευταία φορά μπροστά της λίγο πριν την τελευταία του κατοικία. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο μα τα μάτια του σφαλιστά. Αυτά τα μάτια που τόση αγάπη και συναισθήματα είχαν γεννήσει μέσα της. Είναι τρομερό να θέλεις να θρηνήσεις έναν δικό σου άνθρωπο και να μην ξέρεις με ποια ιδιότητα να τον αποχωριστείς. Αυτός ο διχασμός της ψυχής ήταν ότι χειρότερο για τον κάθε άνθρωπο. Σε σκότωνε, σε τσάκιζε. Το βλέμμα της ήταν εκεί ενωμένο με τα σφαλιστά του μάτια. Όχι δεν ήθελε να κοιτάξει πουθενά αλλού. Ήθελε να μαζέψει, όσο γίνονταν περισσότερο, την εικόνα του προσώπου του. Γύρευε το χαμόγελό του. Αυτό το χαμόγελο που της έδινε ζωή, που ζωγράφιζε τα όνειρά της, που χάραζε το μέλλον της. Όμως στη θέση του έβλεπε ένα άκαμπτο προσωπείο, χλωμό, ακίνητο, ανέκφραστο. Το βλέμμα της ήταν τόσο διεισδυτικό στο πρόσωπο του αγαπημένου της λες και θα μπορούσε πάλι να του εμφυσήσει ζωή! Να... λίγο ακόμα Ελεάνορ, λίγο! Και ο Μέλιαν θα ανοίξει τα μάτια του. Θα συναντήσουν τα δικά σου. Το χαμόγελό του θα χαραχτεί και πάλι, το χρώμα της ζωής θα επιστρέψει στο κορμί του. Να... προσπάθησε... λίγο ακόμα! Θα τα καταφέρεις! Θα τον φέρεις πίσω στη ζωή Ελεάνορ! Πρέπει να τον φέρεις... Ματαιότητα, πόση ματαιότητα. Γιατί να μην έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε το παρόν! Να φέρουμε το χρόνο πίσω, να διορθώσουμε τα γενόμενα, γιατί;
Και ο Άλαντ δίπλα τους! Ο εμβληματικός αυτός ιεροφάντης της αλήθειας! Ο άνθρωπος τον οποίο διάλεξε η μοίρα αλλά και οι γραφές για να σκίσει τα σκοτάδια του ψέματος και να αποδείξει τα θανάσιμα κρυμμένα μυστικά. Και μαζί του οι τραγικοί γονείς της Ελεάνορ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Ο ένας να στηρίζει τον άλλο και των δύο οι καρδιές και τα βλέμματα να αναζητούν την κόρη τους! Ναι την κόρη τους. Γιατί η Ελεάνορ για αυτούς ήταν το παιδί τους.
Και πιο πίσω ένας ολάκερος λαός, όλη η πόλη του Φόριεν παρούσα εκεί στο στερνό ταξίδι του αυριανού βασιλιά τους. Να τον αποχαιρετίσουν με ένα λουλούδι, με ένα ξόρκι για ένα καλό κατευόδιο στον ουρανό. Και τα βλέμματά τους, διακριτικά μα ουσιαστικά να στρέφονται στην Ελεάνορ. Για το λαό του Φόριεν, ήταν το δεύτερο μισό της αυριανής τους ελπίδας. Έχασαν το πρώτο μέρος, το Μέλιαν. Έμενε το δεύτερο, βαριά πληγωμένο αλλά ζωντανό.
Η γη του Φόριεν αγκάλιασε για πάντα τον νεαρό γιο της Άλμπα και του Ζάρεκ. Τελευταίο τραγούδι στην νεκρική του κλίνη, ο γοερός θρήνος της μάνα τους, της Άλμπα. Τα αναφιλητά της αγαπημένης του καθώς το κορμί της έτρεμε σύγκορμο. Ήδη η παρουσία του έπαιρνε το δρόμο της ανάμνησης. Και σημείο αναφοράς για την ελπίδα. Η Ελεάνορ, μετά από αυτό, στο σπίτι της, πήρε στην αγκαλιά της με όλα της τα αισθήματα δυνατά και αληθινά, τον Έντγκαρ με την Έλντα. Τους γονείς της! Ναι, η Αρμάντια ήταν η φυσική της μητέρα. Ναι, ένιωσε για εκείνη απέραντη αγάπη, ευγνωμοσύνη για όλα. Σεβασμό για τη δική της θυσία. Αποδοχή για την ύπαρξή της. Τιμή για το ρόλο της. Απέκτησε τη δική της ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Μια θέση ιερή και μοναδική. Ακλόνητη και αδιαπραγμάτευτη. Αλλά οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν ήταν αυτοί οι δύο που τώρα έτρεμαν σύγκορμοι στην αγκαλιά της περιμένοντας την όποια απόφαση ή διάθεσή της. Όμως για την Ελεάνορ, αυτοί ήταν οι γονείς της. Εκείνοι της έδωσαν αγάπη, στήριξη, αξίες και θαλπωρή. Άπλωσε τα χέρια της στα πρόσωπά τους χαϊδεύοντας κάθε εκατοστό. Και εκείνοι ένιωσαν ένα τρομερό βάρος να γίνεται σκόνη, να φεύγει από πάνω τους και να σκορπά στον αγέρα παντού.
Όμως το Φόριεν είχε και κάτι άλλο να αντιμετωπίσει. Κάτι που αυτές τις στιγμές δεν ήταν τόσο έντονο στη σκέψη τους αλλά, ήταν μοιραίο, σύντομα να το δουν μπροστά τους. Μια ακόμα θανάσιμη απειλή για το ίδιο τους το αύριο. Μια απειλή που, ναι μεν τόσα χρόνια την ήξεραν φωλιασμένη στα ψηλά του Βουνού των σκιών. Τώρα όμως έμελε να την νιώσουν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Αυτό δεν το ήξεραν! Και αυτό ερχόταν τώρα πια ως επικρεμάμενος εφιάλτης. Ο ήλιος θα έγραφε ακόμα ένα γεμάτο κύκλο από το φως στο σκοτάδι για να έρθει εκείνη η σκοτεινή νύχτα. Η νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Η Αρμάντια έστεκε ακίνητη μπροστά στους πέτρινους θόλους στον μικρό πύργο που συνήθιζε να είναι το προσωπικό της καταφύγιο πέρα από το πέρασμα του γκρίζου λύκου στο βουνό των σκιών. Η νύχτα ήταν παράξενα ήρεμη και είχε τη δική της ανατριχιαστική γαλήνη. Μπροστά στον μακρινό ορίζοντα μπορούσε να δει καθαρά μόλις το αμυδρό σχήμα του τελευταίου ίχνους του κύκλου του φεγγαριού για αυτόν το μήνα. Είχε ξεκινήσει να ανατέλλει ασθενικό, χλωμό, πασχίζοντας να ανέβει το δρόμο προς τον νυχτερινό ουρανό. Μπροστά της πέρα μακριά μπορούσε να διακρίνει τον σκούρο όγκο του δάσους. Και μετά απ' αυτόν αχνοφαίνονταν κάποιες φωτιές από την πόλη του Φόριεν. Τρεμόπαιζαν δηλώνοντας την παρουσία του απέναντί της. Πίσω της οι αγριωπές κορυφές του βουνού των σκιών. Τη γαλήνη αυτής της νύχτας έσπαγε ακανόνιστα το απόμακρο βουητό που προκαλούσαν κάποιες μεγάλες αναλαμπές στον ουρανό. Η λάμψη τους έφτανε μέχρις εκεί. Δεν υπήρχαν σύννεφα για να είναι προάγγελος επερχόμενης καταιγίδας. Άρα ήταν κάτι άλλο. Κάτι που σιγοέβραζε μέσα στην οργή του.
Η Αρμάντια, για μια ακόμα φορά προσπαθούσε να συγκεντρώσει το νου της για να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις της. Ήξερε πια καλά ότι είχε πλησιάσει η μεγάλη εκείνη στιγμή της αναμέτρησης. Μέχρι τώρα πίστευε ότι αυτή ήταν η αναμέτρηση με τον βασιλιά Ζάρεκ και τα εγκλήματά του. Όμως τώρα ήταν για κάτι άλλο. Θα έκρινε το αύριο πολλών. Και μέσα σε αυτούς και εκείνη που την βρήκε ξανά μετά από τόσα χρόνια. Η Ελεάνορ, η μονάκριβη θυγατέρα της. Μια δυνατή λάμψη φώτισε τα πάντα μαζί με έναν υπόκωφο ήχο. Την τρόμαξε και διέκοψε τις σκέψεις της. Στο ελάχιστο της λάμψης είδε στα δεξιά τη μορφή της! Έστεκε εκεί πανέμορφη όπως και την άλλη φορά. Τα μαλλιά της μόνο τώρα ήταν λυμένα και έπεφταν λεύτερα στους ώμους της κάτω από την κατακόκκινη κάπα που σκέπαζε το κεφάλι της. Όλο της το άλλο σώμα ήταν καλά καλυμμένο από μια πολύ μεγάλη και ευρύχωρη μπέρτα. Η Αρμάντια έμεινε για λίγο εκστασιασμένη, όπως και την πρώτη φορά.
"Όριελ!" κατάφερε να ψελλίσει μένοντας προς το μέρος της.
"Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα!" άκουσε γλυκύτατη τη φωνή της, συνέχισε: "Μόλις πέσει ο ήλιος, το φεγγάρι χάνεται. Μένει μια νύχτα βουτηγμένη στο σκοτάδι. Είναι η δική σου ώρα Αρμάντια!"
Πόσο όμορφα ήταν τα μάτια της! Λες και αυτή η ασχήμια των ανθρώπων πέρασε και δεν την άγγιξε καν.
"Τα ήξερες λοιπόν όλα αυτά Όριελ;" την ρώτησε γεμάτη αγωνία, "ήξερες για την Ελεάνορ; Για την κόρη μου;" ολοκλήρωσε το ερώτημά της με ένα διαμαντένιο δάκρυ στα μάτια της. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα γλυκύτατο πρόσωπο.
"Ναι! Τα ήξερα όλα! Απ΄ την αρχή! Για σένα, για εκείνο το τέρας που κατέστρεψε τη ζωή σου, για τη θυγατέρα σου..."
"Πως;"
"Όταν ζεις ανάμεσα σε δύο κόσμους και ακροβατείς στις πύλες τους, μπορείς να βλέπεις πράγματα και γεγονότα που κάποιοι δεν βλέπουν. Ήξερα τους ορισμούς της μοίρας, τον ερχομό σου. Το σημάδι. Το θάνατο στους δικούς σου. Τον αποχωρισμό του παιδιού σου. Έζησα κάθε στιγμή από το μεγάλο σου δράμα. Πόνεσα μαζί σου, δάκρυσα, τρόμαξα, φοβήθηκα και οργίστηκα"
"Γιατί δεν μου είπες τίποτα την άλλη φορά;" την ρώτησε με αγωνία. Εκείνη την κοίταξε κατάματα.
"Γιατί έπρεπε να γίνει όπως έγινε. Όλα γίνονται για κάποια αιτία"
Η Αρμάντια έφερε το βλέμμα της κάτω προς την πλαγιά του βουνου πέρα μακριά στην πόλη. Ένας παράξενος ήχος έφτανε ως εκεί ψηλά κοντά τους.
"Το Φόριεν θρηνεί! Το νιώθεις; Μπορείς να το ακούσεις;"
"Θρηνεί αλλά και ελπίζει μαζί, αυτό μην το ξεχνάς" απάντησε η Όριελ.
"Ξέρεις και τη συνέχεια;"
"Όχι! Όπως σου είπα και πριν, τώρα είναι η δική σου ώρα. Τώρα είσαι αντιμέτωπη με τη μοίρα σου. Και κρεμόμαστε από τα χέρια σου"
"Μου ζήτησε να εκπληρώσω το χρέος μου για να ξαναγεννηθεί"
"Θα κάνει οτιδήποτε για να τον καταραστείς! Όπως έκανα και εγώ τότε, στην αρχή του. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει"
"Το ξέρω..."
"Αρμάντια... αυτή τη στιγμή ένα πράγμα είναι η αδυναμία σου" της είπε η Όριελ.
"Νομίζω ότι το έχω καταλάβει ότι στοχεύει εκεί..."
"Στην κόρη σου! Είσαι έτοιμη να το αντιμετωπίσεις;"
"Θα σταθώ απέναντί του! Θα τον πολεμήσω, ως το τέρμα. Με όποιο τίμημα! Δεν θα αγγίξει το παιδί μου, δεν θα πάρει από μένα την κατάρα που αναζητεί αλλά του σπαθιού μου την κοφτερή λεπίδα"
Η Όριελ, αέρινη και γαλήνια, την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό.
"Ο Σάγκρος κουβαλάει τις δυνάμεις του σκοταδιού! Εντολοδόχος του Άζερον. Είναι τρομερός και δεν τον έχεις δει. Δεν μπορείς αβοήθητη να σταθείς απέναντί του"
"Θα τον πολεμήσω με τα όπλα που μου έδωσε ο ίδιος..."
Η Όριελ έκανε μια κίνηση εσωτερικά από τη μεγάλη σκούρα μπορντό μπέρτα της. Με μια κίνηση αργή, με τα χέρια της έφερε μπροστά στα μάτια της έκθαμβης Αρμάντια ένα μεγάλο σπαθί. Η λαβή του ήταν σε σχήμα σταυρού. Η κοφτερή του λεπίδα άστραφτε με έναν παράξενο και αλλόκοτο τρόπο. Η λαβή του ήταν σαν κόσμημα και κατέληγε σε ένα στρογγυλό μεταλλικό σχήμα που στο κέντρο του είχε ένα μεγάλο πολύτιμο πετράδι. Το κράτησε στην αγκαλιά της και το έφερε μπροστά ακριβώς από την Αρμάντια, η οποία προσπαθούσε να καταλάβει.
"Αυτό είναι για σένα!" της είπε.
"Τι είναι αυτό Όριελ;" ρώτησε εκστασιασμένη.
"Θα σου χρειαστεί στη μεγάλη σου μάχη. Είναι το μοναδικό όπλο που μπορεί να σταθεί απέναντι στις δυνάμεις του Σάγκρος!"
Άπλωσε τα χέρια της με το σπαθί προς το μέρος της. Η Αρμάντια το άγγιξε επιφυλακτικά, λες και άγγιζε κάτι το απόκοσμο.
"Τι είναι αυτό το σπαθί; Πως βρέθηκε στα χέρια σου;" τη ρώτησε.
"Αυτό είναι το σπαθί του βασιλιά Ράνουλφ!"
Ανατρίχιασε στο άκουσμα, το πήρε στα χέρια της λες και κρατούσε κάτι ιερό.
"Με αυτό το σπαθί ο αγαπημένος μου στάθηκε πάντα μαχητής και υπερασπιστής του λαού του. Μ' αυτό το σπαθί στάθηκε δίπλα μου, πάλεψε για τη ζωή μου, για την αξιοπρέπειά μου. Για το δίκιο..."
"Τι θες να πεις;"
"Είναι το τέλος αυτής μου της τραγικής ιστορίας. Όταν ο θετός γιος μου βεβήλωνε το σώμα μου, όταν βίαζε και την ψυχή μου, ο Ράνουλφ βρέθηκε εκεί. Είχε δει πριν το νεκρό μικρό του αγόρι, τον Άλντις και τυλιγμένος στην αλλοφροσύνη μπήκε σαν καταιγίδα στο δώμα μου. Την ώρα της στερνής μου ανάσας..."
Η Αρμάντια άκουγε συγκλονισμένη αλήθειες βγαλμένες από περασμένα ξεχασμένα χρόνια, η Όριελ συνέχιζε σε μια απόκοσμη γαλήνη, "Η κατάρα μου είχε ήδη αρχίζει να μετασχηματίζει τον πρωτότοκο γιο του. Τράβηξε αυτό το σπαθί που έχεις στα χέρια σου και πολέμησε για μένα, για το δίκιο, για το καλό. Ο Σάγκρος χάθηκε τυλιγμένος στις φλόγες της χθόνιας γης και της κακίας"
Η Αρμάντια έπιασε πιο γερά το μεγάλο σπαθί στα χέρια της. Το κράτησε σε θέση μάχης σαν να το δοκίμαζε.
"Μ' αυτό το σπαθί έχεις ελπίδες να τον νικήσεις" της είπε. Η Αρμάντια σήκωσε με τα δυό της χέρια το μεγάλο σπαθί κάθετα μπροστά της ψηλά. Ξαφνικά η κόψη του γέμισε φλόγες. Πύρινες γλώσσες έβγαιναν και τύλιξαν όλο του το μήκος. Έκπληκτη ένιωθε τις τρομερές δυνάμεις του στα χέρια της. Γύρισε προς την Όριελ.
"Σ' ευχαριστώ!" της είπε...
"Τώρα καταλαβαίνεις τη σχέση του Σάγκρος με τον Ζάρεκ. Συνεχιστές του κακού και του δόλου. Στα χέρια σου είναι τώρα όλα πια Αρμάντια. Από σένα κρίνονται τα πάντα. Δεν θα είσαι μονάχη..." της είπε με ένα τελευταίο γλυκό χαμόγελο.
Κατέβασε το σπαθί κάτω στα πόδια της. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της, σαν να ήθελε να την αγγίξει, σε έναν τελευταίο χαιρετισμό ευγνωμοσύνης. Η Όριελ τυλίχτηκε πάλι στη μεγάλη της μπέρτα και άρχισε να περπατά αργά, αέρινα πάνω στα βράχια και να απομακρύνεται προς το σκοτάδι. Λίγο πριν χαθεί εντελώς γύρισε το πρόσωπό της προς τα πίσω να την δει. Με μιας χάθηκε εντελώς μέσα σε ένα θρόισμα ανέμου.
Η Αρμάντια σήκωσε το βλέμμα της ψηλά στον έναστρο ουρανό. Μυριάδες αστέρια γίνονταν ένα με το γαλακτώδες πολύχρωμο νεφέλωμα πάνω από το κεφάλι της. Όλα πια ήταν έτοιμα. Λίγο πριν τη μεγάλη ώρα.
(Συνεχίζεται...)
Η Αρμάντια βαδίζει στο φλογερό μονοπάτι της υπέρβασης. Πάνω από τους σχεδιασμούς της, πάνω απ' τις προθέσεις της, βαστάει στα χέρια της τη μοίρα ενός ολάκερου κόσμου. Συνάμα και των ανθρώπων που της απέμειναν κοντά της. Την κόρη της, την μονάκριβη κόρη της. Αλλά και εκείνους τους αγαπημένους ανθρώπους που συνδέθηκε μαζί τους σε όλη αυτή τη διαδρομή. Ο Σάγκρος, το τέρας του βουνού των σκιών αλλά και των πανάρχαιων κόσμων είναι έτοιμο να διεκδικήσει την πληρωμή του. Όλα πλησιάζουν στη μεγάλη ώρα για το Φόριεν. Μια ακόμα μεγάλη στιγμή πέραν αυτών που τελευταία συνεχώς ζούσε.
Πάμε αγαπημένες φίλοι και φίλοι στο μεγάλο φινάλε που πλησιάζει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro