Κεφάλαιο 37: Στην αυλή του "πορφυρού" βασιλιά
Ολάκερη η πόλη είχε τυλιχτεί στο πένθος και στην οδύνη. Η είδηση για τον τραγικό θάνατο του πρίγκηπα Μέλιαν έπεσε σαν κεραυνός στο ήδη πληγωμένο βασίλειο. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν τους λόγους αλλά κανείς δεν ήξερε με σαφήνεια τι ακριβώς είχε συμβεί στα πολύπαθα ανακτορικά δώματα. Πρώτα η είδηση του θανάτου του Ντέμιαν, του αρχηγού του στρατού και τώρα αυτή του πρίγκηπα και διαδόχου. Κάθε πρόσωπο της τραγωδίας βίωνε τα γενόμενα με το δικό του μαρτυρικό τρόπο. Ο βασιλιάς Ζάρεκ ήταν εκτός εαυτού. Μια άρρωστη οργή είχε σηκωθεί μέσα του. Η ανυπαρξία κάθε σύνεσης και ανθρωπιάς ήρθε να βρει το δικό της άλλοθι. Η αιτία της τραγωδίας είχε ένα μόνο όνομα. "Αρμάντια"! Σε αυτό είχε σταθεί. Τη δική της ύπαρξη για μια ακόμα φορά στόχευε ως ένοχο του κακού και σαν τέτοια ετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει. Όμως του διέφευγε κάτι σημαντικό. Η γυναίκα που για εκείνον ήταν το "κόκκινο πανί" κάλπαζε γοργά εναντίον του για να τον συναντήσει. Τίποτα πλέον δεν θα μπορούσε να την εμποδίσει για τη μεγάλη ώρα που χρόνια περίμενε. Αυτό ήταν κάτι που σε λίγο ο Ζάρεκ θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει.
Η βασίλισσα Άλμπα ζούσε το δικό της ανείπωτο δράμα. Την τραγωδία, μια μάνα να θρηνεί το χαμό του δικού της σπλάχνου. Μια ώρα που κάθε άνθρωπος αποδιώχνει από τη ζωή του ως το χειρότερο εφιάλτη. Να όμως τώρα που για αυτήν την ήρεμη και γαλήνια γυναίκα ήρθε η πικρή ώρα να το ζήσει. Ο δάσκαλος του νεαρού Μέλιαν, ο Άλαντ, περνούσε κι αυτός τραγικές στιγμές. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην αλήθεια, κατάλαβε ότι όλο αυτό δεν θα ήταν καθόλου αναίμακτο. Ήταν ένας φόβος που έκρυβε βαθιά μέσα του, δεν ήθελε να τον μοιραστεί με κανέναν. Και ερχόταν οι καταστάσεις να τον επιβεβαιώσουν.
Όλοι είχαν προστρέξει στον πύργο των ανακτόρων. Το νεκρό σώμα του Μέλιαν σηκώθηκε με σεβασμό απ' τη γη και πήγε στα δώματα της μητέρας του με δική της εντολή. Ήταν τέτοιο το βλέμμα της προς τον σύζυγό της που ο ίδιος δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Την έβλεπε ότι ήταν στα όριά της. Στον πύργο των ανακτόρων είχαν σπεύσει, γεμάτοι αγωνία και φόβο, οι γονείς της Ελεάνορ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Μαθαίνοντας τη φυγή της κόρης τους και το θάνατο του γαμπρού τους, ένιωσαν τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Αναζητούσαν στην παρουσία του Άλαντ ένα σημείο αναφοράς ενός ανθρώπου στον οποίο ένιωθαν εμπιστοσύνη και ασφάλεια.
Η Αρμάντια κάλπαζε προς το Φόριεν έχοντας δίπλα στο δικό της άλογο την Ελεάνορ. Η αγωνία για την κόρη της ήταν μεγάλη. Την έβλεπε να υποφέρει από πόνους και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήταν αποφασισμένη. Στην πλάτη της εξείχε το μεγάλο σπαθί της φορεμένο στη θήκη του, χιαστί στο κορμί της. Η είσοδός της στους δρόμους της πόλης προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο σούσουρο και αναταραχή. Η μοίρα την έφερνε να επέστρεφε πίσω στο δικό της τόπο εντελώς διαφορετική απ' ότι έφυγε εκείνη τη μοιραία μέρα. Για μερικούς δεν ήταν παρά μια ζωντανή νεκρή. Για πολλούς μια εντελώς άγνωστη. Διάβαινε τους δρόμους της πόλης με έναν προορισμό. Το κεντρικό ανάκτορο. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να την σταματήσει.
Η μαύρη βασίλισσα επέστρεφε στο Φόριεν. Σε λίγο πατούσε την αυλή του "Πορφυρού βασιλιά". Αυτή τη φορά δεν ήταν εκείνη που θα κρυβόταν, δεν θα ήταν εκείνη που θα ικέτευε οίκτο και κατανόηση. Θα ήταν εκείνη τιμωρός!
Οι φρουροί δεν διανοήθηκαν να την σταματήσουν ή να την εμποδίσουν καν. Έβλεπαν στο ύφος και στη μορφή της κάτι το εξωπραγματικό. Τον μύθο του πλάσματος που σκορπούσε τον τρόμο στο δάσος της λήθης. Και τώρα την έβλεπαν δίπλα, σιμά τους. Και το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραμερίσουν.
Ξεπέζεψε με μεγαλοπρέπεια από το άλογό της. Το έδεσε στην είσοδο των ανακτόρων. Πήγε δίπλα, τράβηξε με προσοχή την Ελεάνορ και την κράτησε στην αγκαλιά της. Τα μάτια των φρουρών την κοιτούσαν με δέος. Τόσο εκείνην όσο και τη μνηστή του πρίγκηπά τους. Η Αρμάντια ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά των ανακτόρων. Έφτασε στο πρώτο πλάτωμα και μπήκε στο εσωτερικό τους.
"Βασιλιά Ζάρεκ!" έσκισε τη σιωπή η στεντόρεια κραυγή της προκαλώντας ανατριχίλα σε όλους! Ειδικά στους ενοίκους του παλατιού που το παράξενο εκείνο κάλεσμα τους συγκέντρωνε όλους στην κεντρική αίθουσα. Εκεί που εκείνος την περίμενε. Αποφασισμένος ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά την τελική αναμέτρηση μαζί της.
"Βασιλιά Ζάρεκ, που είσαι!" ακούστηκε δεύτερη φορά η κραυγή της καθώς ήταν πια στο κεντρικό κτίριο. Μπήκε στην κεντρική αίθουσα όπου το τελικό σκηνικό ήταν εκεί στημένο. Κρατώντας πάντα στην αγκαλιά της την Ελεάνορ σχεδόν λιπόθυμη, στάθηκε μπροστά ακριβώς στη μεγάλη είσοδο της αίθουσας. Ήταν όλοι εκεί! Ο Άλαντ, ο Έντγκαρ, η Έλντα, η βασίλισσα Άλμπα. Οι γονείς της κοπέλας πήραν μια όψη τρόμου μόλις είδαν την κόρη τους. Την πήγε κοντά τους. Στάθηκε αντίκρυ τους. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στην αλήθεια που έβγαζαν και ήξεραν. Βλέμματα κατανόησης και ανθρωπιάς.
"Είναι πληγωμένη, τη βρήκα στο δάσος, είχε πέσει από το άλογό της..." τους είπε καθώς την έδινε στα δικά τους χέρια. Η Έλντα έσπευσε κοντά της. Στάθηκε δίπλα της. Άπλωσε τα χέρια της, μια χειρονομία αγκαλιάς με τα μάτια δακρυσμένα.
"Αρμάντια..." της είπε.
"Ξέρει..." απάντησε εκείνη. Η Ελεάνορ ακούμπησε σε ένα ανάκλιντρο αποκαμωμένη.
"Πρέπει να την δει κάποιος... να την περιποιηθεί" τους είπε. Ο Έντγκαρ την πλησίασε και εκείνος. Άπλωσε το χέρι του να αγγίξει τους ώμους της. Λες και ήθελε να δει αν ήταν πλάσμα του κόσμου ετούτου ή κάτι άλλο υπερφυσικό.
"Σας ευχαριστώ πολύ...." τους είπε με ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη, "για ότι κάνατε για εκείνη... και ότι έχετε ακόμα μπροστά να δώσετε για τη ζωή της...". Ο Άλαντ έσμιξε τα φρύδια του στο άκουσμα της φράσης. Σε όλους ήχησε παράξενα. Σαν μια παραδοχή. Η Αρμάντια ήξερε καλά ότι οι πραγματικοί γονείς της δικής της κόρης ήταν εκείνοι οι δύο σεβάσμιοι άνθρωποι. Αυτούς που τώρα γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή της. Τι θα μπορούσε άραγε να διεκδικήσει εκείνη; Με ποιο ηθικό δικαίωμα; Η Άλμπα την κοίταζε με πόνο. Πήγε κοντά της, στάθηκε απέναντί της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα φορτωμένο συγκίνηση.
"Ένας άντρας στάθηκε ανάμεσά μας τότε..." της είπε, "ένας άντρας που προξενεί και στις δυο μας την ίδια την καταστροφή.." Η Αρμάντια άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τα δάχτυλά της.
Άπλωσε το βλέμμα της σε όλους, έναν προς έναν. Σαν έναν παράξενο χαιρετισμό. Μια γνωριμία που άργησε να γίνει τόσα χρόνια. Τραβήχτηκε από κοντά τους κάνοντας λίγα βήματα προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα του θρόνου.
"Βασιλιά Ζάρεκ! Ήρθε η ώρα λοιπόν!"
Η Μεγάλη ξύλινη πόρτα άνοιξε με την δύναμη των χεριών της διάπλατα. Στάθηκε επιβλητική κάτω από τον πέτρινο θόλο της. Στο βάθος δίπλα στο μεγάλο θρόνο έστεκε ορθός, ο ίδιος ο βασιλιάς Ζάρεκ. Πιο πίσω του ήταν μια ομάδα από πέντε μέλη της φρουράς του. Μόλις εκείνοι αντίκρισαν την Αρμάντια, κινήθηκαν προς το μέρος της αλλά πάγωσαν με ένα αποτρεπτικό νεύμα του. Έμειναν οι δύο τους ο ένας απέναντι από τον άλλον, αρκετά βήματα μακριά. Η Αρμάντια έκανε λίγα βήματα ακόμα προς το μέρος του. Τα βλέμματά τους ευθυγραμμίστηκαν.
"Επιτέλους οι δυο μας βασιλιά! Ένα ραντεβού που καθυστέρησε εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια!" του πέταξε κατάμουτρα.
"Έχεις το θράσος και εμφανίζεσαι μπροστά μου μετά από το θάνατο που έχεις σπείρει ολόγυρά σου;" της αντιγύρισε με περισσό και προκλητικό θράσος, χωρίς να κινηθεί. Τον κοίταζε όπως ο γυπαετός τριγυρίζει από ψηλά το θύμα του.
"Λένε πως ο θρασύς άνθρωπος ξεπερνά κάθε μέτρο εξαχρείωσης ανάμεσα στα ζωντανά πλάσματα. Να λοιπόν που επιβεβαιώνεις τον κανόνα σφετεριστή του θρόνου της πόλης σου!"
"Κρίνεις με το στόμα σου θεσμούς που δεν μπόρεσες ποτέ να αγγίξεις. Ίσως αυτό να ήταν που σε τρέλανε. Τους επιβουλεύτηκες και προσπάθησες να τους κάνεις δικούς σου. Οδήγησες το γιο μου στο θάνατο και στέκεσαι μπρος μου; Έχεις το θάρρος και με κοιτάς στα μάτια;" της είπε.
"Ωωωωω άρχοντες του Φόριεν ακούστε τον ηγεμόνα σας!" κραύγασε. Την ίδια στιγμή από πίσω της έσπευσαν σε απόσταση, σχεδόν όλοι. Η Αρμάντια συνέχισε με στεντόρεια φωνή και οργισμένο ύφος.
"Πάντα ήσουν καλός στα λόγια. Από τότε που πήρες την καρδιά μιας γυναίκας για να την χρησιμοποιήσεις για τους σκοπούς σου. Πες τους την αλήθεια λοιπόν Ζάρεκ! Πες τους τι έκανες; Έχεις το θάρρος, μια φορά, να σταθείς απέναντι στις ευθύνες σου;"
"Πάψε! Εσύ ήρθες να με γυρέψεις, όχι εγώ!" της φώναξε.
"Δεν έχεις την παραμικρή δικαιοδοσία πάνω μου κάθαρμα! Φίδι! Μίλα λοιπόν ή θα αρχίσω εγώ τον κατάλογο των έργων σου; Πες τους ποιος έβαλε να σκοτώσουν εμένα και το παιδί μου; Που τύχαινε να είναι και δικό σου γέννημα!" Έφτυσε κατά γης μπροστά του.
"Ιδού λοιπόν η θυγατέρα σου Ζάρεκ, είναι εδώ μπροστά σου! Πες της την αλήθεια! Ποιος οργάνωσε τη δολοφονία μου αλλά και τη δική της; Τα χέρια του ίδιου του πατέρα της. Ευτυχώς που οι θεϊκές δυνάμεις το έφεραν να γλιτώσει στα χέρια αυτών των ευγενικών ανθρώπων"
"Είσαι ένα αρρωστημένο φάντασμα που περιφέρεσαι σαν σκιά στο Φόριεν..." της είπε. Εκείνη ατάραχη συνέχισε:
"Θα τους πεις ποιος έβαλε φωτιά στο σπίτι των γονιών μου Ζάρεκ; ποιανού απόφαση ήταν να κάψουν ζωντανούς τον πατέρα και την παραμάνα μου; Θα τους πεις ποιος έδωσε εντολή στον συνεργάτη σου, αυτό το μίασμα τον Ντέμιαν, να βγάλει απ' τη μέση τον Άλαντ; Αν δεν ήμουν εκεί να κόψω την βρώμικη ανάσα του για πάντα θα είχε σκοτώσει και το γιο σου... "
Οι άλλοι πίσω τους ένιωθαν να ανοίγει η γη και να βγαίνει από μέσα της το σκοτάδι της αλήθειας που δεν ήξερα τόσα χρόνια. Η Άλμπα ένιωθε συγκλονισμένη αν και ήδη είχε μάθει πολλά από τον Άλαντ. Ο Έντγκαρ με την Έλντα είχαν μείνει άφωνοι.
"Το έκανες εσύ με την παρουσία σου!" της αντιγύρισε.
Ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να χάνει την αυτοκυριαρχία του. Τα χείλη του έτρεμαν μαζί με τα χέρια του. Έβλεπε τα μάτια όλων να τον καίνε με τα βλέμματά τους.
"Λοιπόν βασιλιά του αίματος και του σκοταδιού, χρόνια ολάκερα ζούσα για αυτήν εδώ τη στιγμή! Πρόσφερα το ίδιο μου το είναι, ενέχυρο σε μια καταραμένη μορφή του βουνού για να ετοιμαστώ για αυτήν εδώ τη συνάντηση! Έχασα το ίδιο μου το παιδί. Ένα παιδί που αγάπησα τόσο και ονειρεύτηκα τόσα πράγματα για εκείνο και για μένα. Περίμενα μέρες, εποχές, του ήλιου τα γυρίσματα μέχρι να σταθώ απέναντί σου. Να δώσεις το δικό σου λογαριασμό. Σε καταράστηκα βαθειά υποθηκεύοντας τη ζωή μου για να έχω τη δύναμη να σε κοιτάξω στα μάτια και να ζητήσω πίσω όλα εκείνα που στέρησες με αίμα, πόνο και θάνατο..."
Άρχισαν να κινούνται κυκλικά μέσα στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Ο Ζάρεκ τράβηξε το μεγάλο σπαθί που κρέμονταν στη ζώνη του. Το ίδιο έκανε και η Αρμάντια σε χρόνο μηδέν. Τα βήματά τους έγραφαν με προσοχή την περιφέρεια ενός κύκλου.
"Ήρθε η ώρα πορφυρέ βασιλιά να αναμετρηθείς με το παρελθόν σου!"
"Δεν θα γλιτώσεις, θα γυρίσεις πίσω στο σκοτάδι της γης που ανήκεις..." της γρύλλισε με κακία κραδαίνοντας το μεγάλο σπαθί σε θέση μάχης.
"Όπως βλέπεις τρανέ βασιλιά, ήρθα η ίδια, πρόσωπο με πρόσωπο να σε αντιμετωπίσω. Ενώπιον όλων! Να ξέρουν ποιος και γιατί σου αφανίζει τη ζωή! Δεν έβαλα κάποιον άλλον να το κάνει. Δεν το κάνω στα σκοτάδια της νύχτας όπως εσύ"
"Έρχεσαι εδώ να βάλεις φωτιά στο βασίλειό μου και θαρρείς θα σε αφήσω να ζήσεις; Έπρεπε να το είχα κάνει με τα χέρια μου ο ίδιος τότε στο δάσος που με παρακαλούσες στα πόδια μου. Έπρεπε να σε πνίξω εκείνη τη στιγμή. Σου γυάλισε τότε ο θρόνος και έμενες δίπλα μου για να στρογγυλοκαθίσεις πάνω του. Μια βασίλισσα. Και πήγες να με εκβιάσεις με ένα παιδί με δικό σου δόλο" της φώναξε προκαλώντας την απόλυτη έκρηξή της.
"Ήξερα ότι είσαι ένα δειλό σκουλήκι της μαύρης γης Ζάρεκ αλλά δεν περίμενα να τρέμεις τόσο τις ευθύνες. Δώσε μου λοιπόν μια περισσή χαρά να απολαύσω το χαμό σου"
Οι άλλοι πιο μακριά κρατούσαν την ανάσα τους. Εκείνη τη στιγμή η Ελεάνορ, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, έκανε μια κίνηση να τρέξει προς το μέρος τους. Να σταματήσει το κακό. Ο Άλαντ την άδραξε από τη μέση.
"Δεν υπάρχει γυρισμός από εδώ κόρη μου! Δεν μπορείς να πας κόντρα στης μοίρας τη δύναμη" της είπε με δυνατή φωνή. Η νεαρή γυναίκα όμως δεν άκουσε! Επιστρατεύοντας όλη της τη δύναμη ξέφυγε από το σφιχταγκάλιασμα του Άλαντ. Γλίστρισε από τα χέρια του.
"Σταματήστε!" φώναξε και βρέθηκε σχεδόν ανάμεσά τους. Η Αρμάντια αιφνιδιάστηκε. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Ζάρεκ. Κάνοντας ένα μόλις βήμα μπροστά την άρπαξε από το λαιμό. Την τράβηξε προς το μέρος του κολλώντας την πλάτη της στο στήθος του. Έκανε αρκετά βήματα πίσω. Από τη ζώνη του έβγαλε ένα μεγάλο αστραφτερό μαχαίρι που το έβαλε στο λαιμό της.
"Ένα βήμα αν κάνεις!" ούρλιαξε στην Αρμάντια.
Ακούστηκαν κραυγές τρόμου από όλους. Κάποιοι χαμήλωσαν το βλέμμα μην αντέχοντας την εικόνα που έβλεπαν. Εκείνη τη στιγμή, ένας βασιλιάς κυλιόταν στο βούρκο μέσα στη συνείδησή τους. Η Ελεάνορ δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Το σοκ που βίωνε ήταν έξω απ' τις δυνάμεις της. Μόνη ψύχραιμη έστεκε μπρος του η Αρμάντια που τον κοιτούσε με το βλέμμα του φιδιού ίσια στα μάτια.
"Που κατρακυλάς Ζάρεκ! Θα φτάσεις στο σημείο να κόψεις το λαιμό του ίδιου σου του παιδιού;" τον ρώτησε παγωμένα.
"Δεν είναι παιδί μου! Ένα μπάσταρδο είναι! Δεν ξέρω με ποιους κυλίστηκες για να έρθεις να μου φορτώσεις τώρα της βρωμιάς σου τα γεννήματα" της σφύριξε. Το μαχαίρι του είχε γίνει ένα με το λαιμό της Ελεάνορ. Το πρόσωπό της είχε γεμίσει δάκρυα. Όχι από τον πόνο αλλά από την εικόνα αυτού του εκτρωματικού και βρώμικου ανθρώπου που θα έκανε πεθερό της. Η Αρμάντια έκανε ένα βήμα μπροστά του, οι άλλοι κρατούσαν την ανάσες τους. Ο Έντγκαρ με την Έλντα ούρλιαζαν από πανικό.
"Βασιλιά άφησε το παιδί μας. Δεν σου έφταιξε σε κάτι"
"Δειλό σκουλήκι! Κρύβεσαι πίσω από το ίδιο σου το αίμα. Χρησιμοποιείς σαν ασπίδα θανάτου το ίδιο σου το παιδί. Ποια καταραμένη δύναμη φωλιάζει σε αυτό που λέγεται καρδιά σου;" του φώναξε μέσα από τα δόντια της η Αρμάντια.
Ο Ζάρεκ δεν άκουγε τίποτα. Το μίσος και η κακία είχαν ποτίσει αρρωστημένα κάθε κύτταρο του κορμιού του.
Με μιας, από το στόμα της Αρμάντια ακούστηκαν κάποιες ακατάληπτες λέξεις. Και ύστερα:
"Ελεάνορ! Κλείσε τα μάτια σου!"
Μια τρομερή θολή αντάρα γέμισε το χώρο μπροστά της, μια εκτυφλωτική λάμψη τύλιξε τον Ζάρεκ που έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον γύρω του. Η λάμψη τον τύφλωσε, έκανε κάποια βήματα πίσω και προσπάθησε να καλύψει τα μάτια του με τα χέρια του. Η λάμψη τον έκαιγε σύγκορμο, τον τύφλωνε. Τα χέρια του έλυσαν την θανάσιμη λαβή που κρατούσε την Ελεάνορ και εκείνη άδραξε την ευκαιρία και απομακρύνθηκε από κοντά του. Τα ασφαλή χέρια του Άλαντ την έπιασαν ξανά και την έβγαλαν έξω στους γονείς της που παραληρούσαν από αγωνία. Η τρομερή εκείνη λάμψη έσβησε ξαφνικά όπως ήρθε και όλα πήραν την γνώριμη μορφή τους. Ο Ζάρεκ έριξε ένα λυσσασμένο βλέμμα μίσους στην Αρμάντια. Έβαλε το μαχαίρι του στη δερμάτινη θήκη στη ζώνη του. Είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον σε απόσταση βολής σπαθιού. Σήκωσε το μεγάλο του σπαθί και με μια αστραπιαία κίνηση το κατέβασε προς το κεφάλι της. Η Αρμάντια απέφυγε σαν αίλουρος το χτύπημα τραβώντας το κορμί της κόβοντας την ορμή του σπαθιού του με το δικό της. Η αμείλικτη σύγκρουση μόλις είχε ξεκινήσει. Τα μεγάλα σπαθιά λαμπύριζαν στο δώμα. Οι φρουροί έσπευσαν να αποχωρήσουν από την αίθουσα ενώ οι άλλοι κρατούσαν τις ανάσες τους. Τα χτυπήματα ήταν συνεχόμενα και αμείλικτα ο ένας προς τον άλλον. Διασταύρωναν τα σπαθιά μπροστά τους, πάνω τους ψηλά, χαμηλά στα πόδια τους. Χέρια και πόδια έγιναν εργαλεία της μάχης τους. Αντικείμενα ανατρέπονταν στο διάβα τους. Τα κορμιά τους σάρωναν τα πάντα γύρω τους. Κάποια στιγμή το χτύπημά του ήταν σφοδρό. Η Αρμάντια σκόνταψε σε ένα έπιπλο, παρασύρθηκε στο έδαφος. Τον είδε από πάνω της με τα μάτια του σαν το θάνατο και το σπαθί του να διαγράφει τροχιά στο κεφάλι της. Μόλις την τελευταία στιγμή κύλισε στο πλάι αποφεύγοντας το χτύπημα, ανταποδίδοντας με ανάλογη ένταση κάνοντας τον Ζάρεκ να πέσει σε ένα μεγάλο τραπέζι. Εφόρμησε εναντίον του λυσσασμένη. Όμως εκείνος της πέταξε ένα μεγάλο πήλινο αγγείο. Την βρήκε στο πλάι του προσώπου προκαλώντας ένα αιματηρό σκίσιμο. Άντεξε και ξεκίνησε νέο κύκλο με χτυπήματα βγάζοντας άμυνες και επιθέσεις. Ο Ζάρεκ άρχισε να κουράζεται, ήταν εμφανές. Χύμηξε πάνω του για ένα ακόμα θανάσιμο χτύπημα. Αμύνθηκε με ένα φανάρι γεμάτο λάδι το οποίο αφού το έσπασε με το άλλο χέρι του, πέταξε το περιεχόμενο στο πρόσωπό της. Η Αρμάντια πισωπάτησε και έπεσε. Δέχτηκε όλο του το βάρος με το σπαθί του καθώς ήταν κάτω πεσμένη. Είδε στο βλέμμα του, λίγα εκατοστά από το δικό της, ξανά το θάνατο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του. Όπως τότε! Η κόψη του σπαθιού του έστεκε λίγα εκατοστά από το λαιμό της. Την πίεζε όσο τίποτα. Ήταν λίγο πριν το τέλος. Ξάφνου στροβιλίστηκε αριστερά. Το σπαθί και το σώμα του Ζάρεκ παρασύρθηκαν στο έδαφος με την πλάτη του στο πάτωμα. Η Αρμάντια σε μηδενικό χρόνο σηκώθηκε στα πόδια της δίνοντας πλεονέκτημα στη θέση της. Το σπαθί της καρφώθηκε στο στήθος του διαπερνώντας τον απ' άκρη σε άκρη. Πνιχτές κραυγές ακούστηκαν στα μεγάλα δώματα αλλά συνάμα και ένα παράξενο βουητό έσεισε το χώρο. Ο Ζάρεκ έστεκε κάτω ξαπλωμένος. Στα μάτια του έμεινε αποτυπωμένη μια παγωμένη έκφραση κακίας καθώς από το στόμα του ανάβλυζε αίμα. Η γη στο μεγάλο δώμα άρχισε να τρέμει προκαλώντας τρόμο σε όλους ολόγυρα. Ο Ζάρεκ έμεινε να σπαράζει στο πέτρινο πάτωμα. Τα κόκκινα μαλλιά του έπεφταν άτακτα δεξιά και αριστερά στους ώμους του.
Η Αρμάντια τράβηξε το ματωμένο σπαθί της απ' το κορμί του. Εκείνος έχανε τη μάχη με το θάνατο και φριχτό σκοτάδι αγκάλιαζε τα μάτια του. Το μεγάλο δώμα άρχισε να τρέμει. Όλοι όσοι ήταν εκεί τυλίχτηκαν στον πανικό. Εξαίρεση αποτελούσε η Αρμάντια που κρατούσε το μεγάλο σπαθί της κάθετα ψηλά. Κάποια απόκοσμα λόγια ξεπήδησαν πάλι απ' το στόμα της σε μια αρχαία γλώσσα. Ακούγονταν σαν αρχαίο χορικό ερχόμενο πίσω απ' τα βάθη των χρόνων. Την ίδια στιγμή η οροφή του μεγάλου δώματος της αίθουσας του θρόνου άρχισε να τρέμει. Κομμάτια μεγάλα από πέτρες άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα. Ο Άλαντ πετάχτηκε έντρομος.
"Φύγετε όλοι! Φύγετε!" κραύγασε σε όλους ολόγυρά του. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν με εξαίρεση την Ελεάνορ που προσπαθούσε να δει την μητέρα της. Μια μεγάλη τρύπα έχασκε στην οροφή του πύργου και μια εκτυφλωτική λάμψη κατέβηκε κάθετα προς το πάτωμα στο σημείο που κείτονταν άψυχο το σώμα του Ζάρεκ. Η Αρμάντια χάθηκε τυλιγμένη μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Η δέσμη ενώθηκε με το σώμα διαπερνώντας το κορμί του Ζάρεκ μεταβάλλοντας τη σωρό του σε μια μαύρη καμμένη σκόνη από στάχτη. Μια δυνατή βοή ακούστηκε και το δώμα άρχισε να καταρρέει.
"Μάνα!" ακούστηκε η κραυγή της Ελεάνορ πριν την τραβήξει την τελευταία στιγμή ο Άλαντ προς τα έξω. Σκόνη, πέτρες και αντικείμενα έγιναν ένα με τρομερό πάταγο που πέρασε σε ολάκερη την πόλη. Σε λίγο ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης υψώνονταν στον ουρανό του Φόριεν και στη θέση του μεγάλου ανακτορικού δώματος υπήρχε μονάχα σωρός από ερείπια.
Είχαν καταφέρει όλοι να εκκενώσουν το χώρο και να βρεθούν ασφαλείς στον πρόδομο του πύργου. Το υπόλοιπο μέρος του ήταν ασφαλές. Σε λίγο μέσα από την αντάρα της σκόνης τα μάτια όλων έκπληκτα είδαν την Αρμάντια να βηματίζει αλώβητη προς το μέρος τους. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένο ένα κράμα αντιφατικών συναισθημάτων. Δικαίωση, επιβράβευση, αποφασιστικότητα, ηρεμία. Ο Άλαντ την πλησίασε. Σαν να κατάλαβε τις προθέσεις του, τού είπε:
"Θα γυρίσω δάσκαλε! Τίποτα δεν τέλειωσε! Η κόρη μου κινδυνεύει" του είπε. Ήρθε κοντά της, την κοίταξε κουρασμένη στα μάτια αλλά γαλήνια. Στο κορμί της κουβαλούσε τις πληγές της και ήταν ματωμένη. Ύστερα κίνησε τα βήματά της αποχωρώντας. Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. Έφυγε. Σε λίγο, ο καλπασμός του αλόγου της ακούγονταν στις ρούγες της πόλης. Όλο και περισσότερος κόσμος συνέρρεε στο παλάτι για να δει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι στιγμές που ζούσαν ήταν πολύ μεγάλες. Ο ορυμαγδός από το γκρέμισμα του ανακτορικού δώματος με τις απόκοσμες εκείνες λάμψεις είχε αναστατώσει συθέμελα ολάκερη την πόλη.
"Ο Ζάρεκ είναι νεκρός!"
Η αλήθεια έγινε φωνή και η φωνή κραυγή. Σύρθηκε σε κάθε δρόμο και σοκάκι της πόλης. Μπήκε στα κτίρια, στην αγορά, εισχώρησε στα σπίτια και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Όσοι είδαν την σκηνή με εκείνο το εκτυφλωτικό φως να διαπερνά την αίθουσα του θρόνου είχαν μείνει άφωνοι με τον συμβολισμό και τα γενόμενα. Ο Άλαντ, αποσβολωμένος, έριξε μια ματιά στην γκρεμισμένη αίθουσα και στη στάχτη που πριν ήταν το νεκρό σώμα του βασιλιά Ζάρεκ.
"Φτάσαμε στο τέλος λοιπόν! Η αυλή του πορφυρού βασιλιά έγινε ένας μαύρος σωρός από ερείπια. Ερείπια που γεννήθηκαν από το ίδιο το σκοτάδι της μαύρης του ψυχής. Ας είναι το τελευταίο κακό αυτό που ζήσαμε" ακούστηκε η φωνή του σαν προσευχή. Όμως στο νου του αντηχούσαν τα λόγια της Αρμάντια καθαρά και δυνατά:
"Θα γυρίσω δάσκαλε, τίποτα δεν τελείωσε! Η κόρη μου κινδυνεύει"
Συνεχίζεται...
Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες. Σας ευχαριστώ απ' την καρδιά μου που εξακολουθείτε και είστε εδώ στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Είμαστε πλέον κοντά στο μεγάλο τέλος. Οι μεγάλες συγκρούσεις κορυφώνονται. Ο Ντέμιαν, το δεξί αποκρουστικό χέρι του βασιλιά ήδη είναι νεκρός. Τώρα ακολούθησε τη μοίρα του και ο "πορφυρός βασιλιάς". Ο Ζάρεκ είναι νεκρός. Δια χειρός της γυναίκας εκείνης που έκανε σκοπό της ζωής της αυτή τη στιγμή. Που δεν δίστασε να συναλλαχθεί με το τέρας για να το πετύχει. Όμως... Όμως είναι αυτό το τέλος; Μήπως ο ρόλος της Αρμάντια πλέον ξεπερνά τις ίδιες τις αρχικές της προθέσεις; Μήπως έχει πολύ μεγαλύτερα μπροστά της; Αυτό θα το δούμε στα κεφάλαια που ακολουθούν.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro