Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 3: Μια βόλτα στο δάσος

Επιστροφή στον τρέχοντα χρόνο

"Καλώς όρισες!"

Ο Έντγκαρ, άκουσε τη γλυκιά φωνή της γυναίκας του Έλντας να τον υποδέχεται με τον δικό της ευγενικό τρόπο. Όπως το έκανε πάντα. Βάδιζε την έκτη δεκαετία της ζωής του. Μαζί κάτω από την ίδια στέγη, με την, κατά δέκα περίπου χρόνια νεώτερη σύζυγό του, έκλειναν μια όμορφη σχέση γάμου εδώ και εικοσιπέντε περίπου χρόνια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, χρόνια που τους έδιναν μια άνετη, πλουσιοπάροχη ζωή. Ο Έντγκαρ ήταν υψηλός αξιωματούχος στο βασίλειο του Φόριεν και η δουλειά του, χρόνια τώρα, είχε να κάνει με το θησαυροφυλάκιο του μεγάλου αυτού βασιλείου. Η πορεία του είχε ξεκινήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Στα νιάτα του υπηρετούσε τον Φάρκας, πατέρα του σημερινού βασιλιά, ανθρώπου σεβάσμιου και ιδιαίτερα αγαπητού σε όλον τον πληθυσμό. Ο Ζάρεκ απ τη στιγμή που πήρε τη διαδοχή, τον άφησε στη θέση του. Ο Έντγκαρ, όπως και αρκετοί άλλοι αξιωματούχοι, είχαν πολλές αντιρρήσεις με την πολιτεία του "πορφυρού βασιλιά" και προσπαθούσαν να είναι απέναντί του άκρως τυπικοί με ιδιαίτερες αποστάσεις.

"Έλντα". Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε με σεβασμό και χαρά, "Είμαι πολύ κουρασμένος, ετοιμασίες και σκέψεις πολλές..."

Πήγαν αγκαλιασμένοι μέχρι το επόμενο μεγάλο δώμα όπου τους περίμενε, στην τραπεζαρία, έτοιμο το στρωμένο τραπέζι. Σε λίγο απολάμβαναν το φαγητό τους

Ελεάνορ, γιατί δεν είναι μαζί μας;" ρώτησε.

"Ο έρωτας άντρα μου!" του είπε χαμογελαστά και ίσως πειραχτικά.

"Τι εννοείς;"

"Ήρθε ο Μέλιαν και μου ζήτησε την άδεια να βγουν μαζί, θα την πήγαινε μια βόλτα"

"Νωρίς δεν είναι να μας κάνουν τέτοια;" της είπε.

"Μνηστευμένοι είναι επίσημα, ας τους κάνουμε και μερικά χατίρια δεν βλάπτει..." του απάντησε.

"Ναι, όπως είπες, είναι ακόμα μόνο μνηστευμένοι και δεν..."
"Μη φοβάσαι!", τον έκοψε, "ο Μέλιαν είναι κύριος! Είναι τόσο καιρό μαζί και δεν έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα..."

Ακολούθησε μια μικρή σιωπή ανάμεσά τους καθώς συνέχιζαν το φαγητό τους. Κάποια στιγμή η Έλντα έκοψε αυτήν την πρόσκαιρη ησυχία.

"Πως πέρασαν τα χρόνια Έντγκαρ... Η κόρη μας μεγάλωσε, έγινε ολάκερη γυναίκα..." του είπε με εμφανή τα στοιχεία της νοσταλγίας. Εκείνος, χωρίς να την κοιτάξει, απάντησε.

"Εμείς περνάμε μέσα στο χρόνο Έλντα, διαβαίνουμε και ακολουθούμε μια καθορισμένη πορεία . Ένα ταξίδι είναι η ζωή μας, ένα πέρασμα"

"Σκεφτόσουν ποτέ ότι θα την καμάρωνες έτσι; Γυναίκα, έτοιμη να ανοίξει το δικό της σπιτικό;"

"Οι βουλές της ζωής είναι άγνωστες. Ομολογώ ότι ποτέ μου δεν πίστεψα ότι η κόρη μας, το παιδί μας, θα έφτανε να είναι μια δρασκελιά πριν απ την πόρτα του βασιλείου στο Φόριεν..."

"Τι παιχνίδια παίζει η ζωή! Κανείς ποτέ δεν ξέρει τα γενόμενα. Πως νιώθεις; Δεν σε έχω ρωτήσει"

Εκείνος είχε τελειώσει το φαγητό του. Πήρε μια ανάσα, έφερε το ποτήρι με το κρασί στο χέρι του και ήπιε.

"Πως να νιώθω; Μια μεγάλη χαρά, που δεν περιγράφεται με λόγια. Μια συγκίνηση που δεν την αποτυπώνεις με λέξεις. Τι ζήσαμε αναλογίστηκες γυναίκα; Η μονάκριβη θυγατέρα μας ψηλά..."
Η γυναίκα του τον κοίταξε προσεκτικά.

"Εκείνο που θέλω, είναι να είναι ευτυχισμένη στ' αλήθεια. Όχι να είναι ψηλά στους τύπους και στην ουσία δυστυχισμένη. Αυτό με νοιάζει σαν μάνα"

"Ο Μέλιαν είναι ένας άντρας που της αξίζει. Μπορεί ο πατέρας του να έχει πολλά στραβά αλλά ο γιος του είναι άλλη πάστα, καμιά σχέση" της είπε.

"Έχεις δίκιο. Ο Άλαντ έχει κάνει μαζί του υπέροχη δουλειά. Έβγαλε έναν άνθρωπο και τον οδηγεί σε έναν άλλο δρόμο. Λες και μιλάμε για δύο διαφορετικούς ανθρώπους"

"Ο Ζάρεκ είναι μορφή άλλης εποχής. Μιας εποχής που σημαδεύτηκε από πολλά, άγνωστα και γκρίζα. Τον επηρέασαν όλα αυτά. Το δάσος αφήνει τη σφραγίδα του, μας άλλαξε όλους Έλντα"

"Έχεις δίκιο. Και δεν ξέρω μέχρι πότε θα συνεχίζεται όλο αυτό"

"Βλέπω τον Ζάρεκ να ζει κι αυτός κάτω από το φόβο του. Βλέπεις, έχει να κάνει με κάτι που δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει. Κάτι αλλόκοτο, σατανικό"

"Έγινε πάλι τίποτα τελευταία;" τον ρώτησε με αγωνία.

"Ποτέ δεν σταμάτησε! Δεν έχει χρόνο, δεν έχει ρυθμό. Μπορεί να κάνει να εμφανιστεί μήνες ολάκερους, χρόνο. Μπορεί όμως και βδομάδες και μέρες. Αυτή η μαύρη σκιά που κυκλοφορεί στο δάσος έχει κάψει το μυαλό στο βασιλιά. Έχουν φτάσει μάλιστα οι στρατιώτες του να αρνούνται να πάνε εκεί ή και ακόμα να εμφανίζονται σαν πολίτες να μην τους αναγνωρίσουν"

"Έμαθε ποτέ κανείς το λόγο που γίνονται όλα αυτά;" τον ρώτησε εκείνη.

"Όχι! Και αυτό είναι που τρελαίνει όλον τον κόσμο. Αν είχαν μια εξήγηση θα ήταν διαφορετικά. Θα ήξεραν το κίνητρο, το αίτιο.

Σηκώθηκε από το τραπέζι. Η γυναίκα του έκανε νόημα στις γυναίκες της υπηρεσίας να μαζέψουν.

"Πάω να ξαπλώσω λίγο" της είπε φεύγοντας από τη μεγάλη τραπεζαρία.

Ο ήλιος μεσουρανούσε. Τα γαλανά του χρώματα μόλις που σκιάζονταν από λίγα γκρίζα σύννεφα που προσπαθούσαν να ανταγωνιστούν τις ακτίνες του. Η μέρα ήταν πολύ όμορφη και το κρύο ήταν ανεκτό. Σαν ένα μεγάλο χάδι ο Βοριάς σάρωνε με τρυφερότητα ολάκερη τη φύση στα ανοιχτά της.

"Θες να παραβγούμε;" του φώναξε.

"Είσαι τρελή!" πρόλαβε να της απαντήσει καθώς ξαφνιάστηκε.

Η "Άουρα", η κατάλευκη φοράδα της Ελεάνορ ξεχύθηκε με μιας μπροστά. Ο Μέλιαν έδωσε δύο επιδέξια αγγίγματα στα πλευρά του δικού του αλόγου και όρμησε πίσω της ακολουθώντας την. Τα δύο εκλεκτά άτια ξεχύθηκαν στην ύπαιθρο.

"Έχεις χάσει κάθε λογική!" της φώναξε λίγα μέτρα από πίσω της σκυμμένος στο λαιμό του αλόγου του.

"Θα έχεις μια γυναίκα ατίθαση" απάντησε εκείνη φωνάζοντας δυνατά χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

Τα δύο άλογά τους δρασκέλιζαν τους αγρούς με φρενήρη καλπασμό. Κατέβηκαν την πρώτη πλαγιά έξω από το κάστρο, πέρασαν ανάμεσα από σπίτια, αυλές και χωράφια. Πήδησαν πάνω από μικρά γεφύρια, προσπέρασαν μικρά ή μεγάλα ρυάκια που χάραζαν το δρόμο μπροστά τους. Ύστερα μπήκαν μέσα στην κοίτη της χαράδρας.

"Που σκοπεύεις να πας;" της φώναξε ξανά με το χαμόγελο στα χείλη του.

"Ως τα άκρα του κόσμου!" άκουσε τη φωνή της. Την ακολουθούσε κατά πόδας. Δεν ήθελε να την φτάσει. Προτιμούσε να είναι πίσω της, να την καμαρώνει. Να βλέπει το λευκό της φόρεμα να κυματίζει στον άνεμο του καλπασμού. Και τα καστανά της μαλλιά να ανεμίζουν κι αυτά. Έμοιαζε σαν όραμα μπροστά του. Σαν μια ατίθαση Αμαζόνα. Ήταν η γυναίκα που αγαπούσε.

Πέρασαν την κοίτη της χαράδρας και ύστερα ο δρόμος έγινε πιο σκληρός. Τα δέντρα πύκνωσαν, μεγάλωσαν, αγρίεψαν. Κάποια στιγμή ένιωσαν και οι δύο ότι έπρεπε να σταματήσουν. Τα άλογά τους είχαν λαχανιάσει για τα καλά. Σε ένα δίστρατο μπροστά τους, η Ελεάνορ σταμάτησε. Αμέσως μετά έφτασε και ο Μέλιαν. Ξεπέζεψε πρώτη. Στα δεξιά της λίγο πιο πέρα ανάμεσα σε δύο τεράστια πλατάνια το νερό μιας πηγής κυλούσε σε ένα ρυάκι πλούσιο και βουερό.

"Που πας;" της είπε.

"Έλα, να ποτίσουμε τα άλογά μας", έχει νερό εδώ.

Ο Μέλιαν ξεπέζεψε. Έριξε μια ματιά ολόγυρά του προσεκτικά. Μια απόλυτη ηρεμία απλώνονταν ολόγυρα σαν πένθιμη σιωπή. Ανατρίχιασε. Έκανε κύκλο με το σώμα του. Το φως του ήλιου είχε, κατά πολύ αραιώσει, ολόγυρά τους έστεκαν μεγάλα και αγριωπά δέντρα. Η Ελεάνορ είχε ήδη φτάσει στο ρυάκι και η "Άουρα" ξεδιψούσε με βουλιμία στο γάργαρο νερό. Το ίδιο έκανε και ο Μέλιαν με το δικό του. Όμως η αγωνία του ήταν εμφανής.

"Τι έχεις;" τον ρώτησε.

"Έχεις ξανάρθει εδώ;" της απάντησε με ερώτηση.

"Τόσο μέσα στο δάσος όχι, γιατί ρωτάς"

"Ελεάνορ, κάνε γρήγορα, πρέπει να φύγουμε!" της είπε.

"Μα τι έπαθες; Έχεις χάσει το χρώμα σου"

"Ξέρεις που είμαστε;"

"Όπου και να είμαστε, είναι θαυμάσια" του είπε προκαλώντας του ένα αίσθημα περισσότερης ανησυχίας.

"Είμαστε στο δάσος της λήθης Ελεάνορ! Πρέπει να φύγουμε, δεν είναι τόπος εδώ για να σταθούμε"

Η κοπέλα, με εμφανή έκπληξη, γύρισε και έκανε έναν ολάκερο κύκλο με το βλέμμα της. Σαν να καταμετρούσε το χώρο.

"Ώστε αυτό είναι το περίφημο δάσος της λήθης;" του είπε κάνοντας κάποια βήματα μακριά του. Έτρεξε κοντά της πανικόβλητος.

"Ελεάνορ τι κάνεις; Που πας; Πάμε να φύγουμε σου λέω, μυρίζει θάνατο εδώ, δεν το νιώθεις;"

Η κοπέλα σαν να μην τον άκουσε άρχισε να βηματίζει αργά προς το εσωτερικό του δάσους. Το βλέμμα της έγινε παράξενο. Ο Μέλιαν συνέχισε να φωνάζει και να την τραβάει. Όμως η αντίσταση που συναντούσε ήταν παράξενα έντονη.

"Τι δεν καταλαβαίνεις;" ούρλιαξε δίπλα της.

Εκείνη τη στιγμή, η ριπή ενός ανέμου, σάλεψε όλη τη φύση ολόγυρά τους. Τα φύλλα των δέντρων αναδεύτηκαν μαζί με τα λεπτά κλαδιά, χτυπώντας το ένα το άλλο. Ο αέρας δυνάμωσε και μικρά πετραδάκια με σκόνη και μικρά λουλούδια στροβιλίστηκαν πάνω απ τη γη. Μαζί με όλα αυτά ακούστηκαν και τα δύο τους άλογα να χλιμιντρίζουν ανήσυχα. Ο Μέλιαν έβλεπε την Ελεάνορ με εκστατικά παράξενα μάτια και το ένα της χέρι ανασηκωμένο να βαδίζει αποφασιστικά μπροστά.

"Πάμε να φύγουμε επιτέλους! Τα άλογα δεν κρατιούνται, θα φύγουν, δεν ακούς; Θα ξεμείνουμε εδώ μέσα!" φώναξε δυνατά επιστρατεύοντας κάθε του δύναμη. Την τραβολόγησε. Εκείνη κάποια στιγμή έδειχνε να διακόπτει τη σκέψη της και να γυρίζει προς το μέρος του. Με τη στάση του σώματός της έδειξε να συναινεί να φύγουν. Σε μια στιγμή τραβώντας την αγκαλιά, επέστρεψαν στα άλογά τους που ήταν στα όρια της φυγής. Την βοήθησε να ανέβει αλλά εκείνη δεν μπορούσε, έδειχνε παράξενα.

"Τι έχεις; Μπορείς να ιππεύσεις;" τη ρώτησε ενώ το βλέμμα του κοίταζε έντρομα ολόγυρά του. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε. Την βοήθησε να ανέβει στο άλογό του. Ύστερα έπιασε τα γκέμια από το δικό της άλογο και κρατώντας τα ανέβηκε και αυτός στο δικό του μαζί της. Με μια κίνηση ξεκίνησαν το δρόμο της επιστροφής προσπαθώντας να σπάσουν το φράγμα μιας παράξενης ομίχλης που ήδη τους είχε κυκλώσει. Κάτι σάλεψε λίγο πιο μακριά τους ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα. "Κάτι" φάνηκε να τους παρακολουθεί έχοντας δει τις μορφές τους. "Κάτι" που δεν μπόρεσαν να δουν οι ίδιοι στη φυγή τους μήτε να το αντιληφθούν.

"Νιώθεις καλύτερα;" τη ρώτησε. Είχαν ώρα και δρόμο πολύ που είχαν εγκαταλείψει το δάσος. Είχαν επιστρέψει στις παρυφές του Φόριεν. Στα πρώτα σπίτια.

"Ναι, είμαι καλύτερα, σταμάτα να πάρω το άλογό μου" του είπε. Σταμάτησαν.

"Τι σου συνέβη Ελεάνορ;" τη ρώτησε προβληματισμένος.

"Τίποτα, μια ζάλη, ένα παράξενο συναίσθημα, δεν είναι τίποτα" απάντησε εκείνη για να τον καθησυχάσει. Άρχισαν να ιππεύουν το δρόμο της επιστροφής σε χαλαρό ρυθμό, ο ένας δίπλα στον άλλον.

"Καλά δεν έδειξες να φοβάσαι το δάσος;" τη ρώτησε.

"Για κάποιο λόγο όχι! Μην με ρωτήσεις γιατί αλλά όχι" του είπε.

Εκείνος προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση.

"Που έμαθες να ιππεύεις τόσο καλά;" τη ρώτησε.

"Α ο πατέρας μου, από μικρή. Αλλά πάντα μου έλεγε ότι το είχα μέσα μου. Σαν να είχα γεννηθεί αναβάτης"

Δεν μίλησαν πολύ μέχρι την επιστροφή. Πέρασαν την πύλη του κάστρου. Την έφερε μπροστά στο σπίτι της, την άφησε εκεί με ένα τρυφερό χειροφίλημα και έναν αποχαιρετισμό.

"Καλώς την νεράιδα μου!" ακούστηκε ο γλυκός λόγος της μητέρας της καθώς η Ελεάνορ ανέβαινε τα σκαλιά προς το σπίτι τους. Ανταπέδωσε το χαιρετισμό και πέρασε στο εσωτερικό. Πήγε πρώτα και έριξε λίγο νερό στα χέρια και στο πρόσωπό της και επέστρεψε στο μεγάλο δώμα. Άπλωσε το κορμί της σε ένα ανάκλιντρο.

"Είσαι κουρασμένη; Πως περάσατε;" συνέχισε τις ερωτήσεις η μητέρα της.

"Πολύ όμορφα μητέρα, ήταν ωραία"

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δώμα ο πατέρας της, την υποδέχτηκε καλοσυνάτα.

"Ελεάνορ καλώς όρισες, μόνη σου;"

"Ευχαριστώ πατέρα, ναι, ο Μέλιαν με άφησε στην πόρτα και έφυγε"

"Περάσατε καλά κόρη μου;"

"Ήταν υπέροχα, πήραμε τα άλογα και αφεθήκαμε"

Οι γονείς της την κοίταξαν εντυπωσιασμένοι. Εκείνη συνέχισε:

"Καλπάσαμε, τρέξαμε, ζήσαμε..."

"Κατά που τραβήξατε;" την ρώτησε ο πατέρας της.

"Πήραμε πέρα την πλαγιά, την κατεβήκαμε, περάσαμε το μικρό φαράγγι και φτάσαμε ως πέρα στο δάσος..."

Οι γονείς της αλληλοκοιτάχτηκαν με απορία.

"Σε ποιο δάσος παιδί μου;" ρώτησε η μητέρα της.

"Ο Μέλιαν το είπε δάσος της λήθης..."

Τα πρόσωπα των γονιών της χλώμιασαν μονομιάς. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που κοιτάχτηκαν έντρομοι μεταξύ τους.

"Ως πιο σημείο φτάσατε παιδί μου;" ρώτησε ο πατέρας της.

"Φτάσαμε σε μια πηγή, δεν μπορώ τώρα να καταλάβω αλλά ήταν αρκετά" απάντησε.

Η Ελεάνορ τους παρατήρησε προσεκτικά.

"Μπορείτε να μου πείτε τι πάθατε και εσείς;" τους ρώτησε για να συνεχίσει, "Μας πήρε ο καλπασμός με τα άλογα. Δεν το καταλάβαμε και βρεθήκαμε μέσα. Όχι όμως πολύ αν αυτό σε ανησυχεί..."

"Ελεάνορ σε παρακαλώ... ξέρεις ότι πρέπει να αποφεύγεις αυτό το μέρος... νομίζω το έχουμε συζητήσει ξανά", της είπε ο πατέρας της.

"Θα σας παρακαλούσα να μου πείτε τι ακριβώς σας φοβίζει εκεί; Εγώ δεν είδα κάτι άσχημο, ίσα-ίσα ένιωσα παράξενα όμορφα" αντέκρουσε εκείνη.

Πάλι τα βλέμματα των γονιών της συναντήθηκαν όλο απορία και ανησυχία.

"Κόρη μου ξέρεις καλά ότι σε αυτό το μέρος γίνονται διάφορα πράγματα. Ακούγονται πολλά. Θέλω να μην ξαναπάς εκεί. Δεν είναι ένα είδος εμμονής μας αυτό αλλά παράκληση" πρόσθεσε ο Έντγκαρ.

"Θα ήθελα να ξέρω κάποια περισσότερα πράγματα για αυτό. Χρόνια τώρα ακούω ολάκερες ιστορίες για το μέρος αυτό αλλά ποτέ κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μου πει" σχολίασε εκείνη.

"Εντάξει, θα το κάνουμε, να είσαι σίγουρη. Μέχρι τότε να προσέχεις" είπε η μητέρα της.

Η νεαρή κοπέλα έκλεισε εδώ την κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς το θέμα αυτό αποτελούσε ένα από τα ερωτήματα και την άγνοιά της για τον τόπο της. Και θα ήθελε να το κάνει. Είχε ακούσει τόσα για αυτό το μέρος αλλά ήταν σίγουρη ότι σήμερα εκείνη ένιωσε παράξενα όμορφα.

Συνεχίζεται...

Γνωρίσαμε στο κεφάλαιο αυτό τους γονείς της Ελεάνορ, δύο γλυκύτατους ανθρώπους, τον Ενγκαρ και την Έλντα. Επίσης γνωρίσαμε και το νεαρό μνηστευμένο ζευγάρι, την Ελεάνορ και τον Μέλιαν γιο του Ζάρεκ, πρίγκηπα του Φόριεν. Τους ακολουθήσαμε στο δάσος της λήθης και εκεί είδαμε και την παράξενη εκείνη αλληλεπίδραση που είχε ο χώρος στην νεαρή γυναίκα. 

Περιμένω σχόλια, κριτικές και εντυπώσεις.

Σημείωση: Για μια ακόμα φορά να τονίσω ότι οι εικόνες είναι αυστηρή πνευματική ιδιοκτησία των δημιουργών τους, τις ανακάλυψα στο διαδίκτυο και δεν προορίζονται για κανενός είδους εμπορική εκμετάλλευση εκ μέρους μου, πλην μόνο για την ομορφιά και την τεκμηρίωση των ηρώων μας. Και φυσικά θα ανακληθούν σε κάθε τυχόν αίτημά τους.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro