Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 28: Μπροστά στο βασιλιά

Το φως από το αίθριο ψηλά στον πύργο, στο γραφείο του Άλαντ τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ήξερε ότι το βράδυ του θα ήταν μεγάλο από τη στιγμή που κρατούσε το ημερολόγιο στα χέρια του. Η Αρμάντια έστεκε εκεί αντίκρυ από τον μικρό πύργο πάνω στο άλογό της. Οι ριπές του Βοριά έκαναν τα μαλλιά της να ανεμίζουν ελεύθερα. Οι χθόνιοι κρότοι από μακριά στο βουνό αλλά και οι πύρινες ανταύγειες που διαπερνούσαν το δάσος, δεν την τρόμαζαν. Ήξερε την προέλευσή τους. Ήξερε ότι το τέρας του βουνού αυτές τις μέρες είχε ξυπνήσει για τα καλά. Και ένιωθε την πορεία των γεγονότων για να εκδηλώσει και τη δική του παρουσία. Κάποια στιγμή είδε τη φιγούρα του γέροντα να ξεπροβάλλει στο αίθριο. Τον είδε που στάθηκε να αγναντεύει ίσια πέρα στον ορίζοντα και κατάλαβε. Ένα παράξενο σκληρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Όλα ακολουθούσαν το σχεδιασμό της. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε το βλέμμα του να συναντά το δικό της. Ένα παράξενο κοίταγμα. Σιωπηρό, χωρίς λόγια και εκφράσεις. Μόνο εσωτερικές αναζητήσεις και στοχασμοί. Τα μάτια τους έμειναν να παρατηρούν ο ένας τον άλλο σε μια αλλόκοτη και διαφορετική συνομιλία. Μπορούσε να μαντέψει τα επόμενα βήματα του Άλαντ. Τράβηξε τα γκέμια με μια της κίνηση. Το περήφανο άτι σηκώθηκε στα πίσω πόδια του ακολουθώντας τις επιταγές της κυράς του και το χλιμίντρισμά του ακούστηκε σαν μέταλλο μέσα στη νύχτα. Ήταν ο δικός της χαιρετισμός προς τον άντρα απέναντί της. Αμέσως μετά έκανε στροφή με το άλογο και άρχισε να προχωρά στο εσωτερικό της πόλης.

Έριξε τα μάτια της στον ουρανό. Το φεγγάρι είχε χάσει το μισό του από τη μέρα της πανσέληνου. Θυμήθηκε τα λόγια της Όριελ. Στο χάσιμο του φεγγαριού, στην ασέληνη νύχτα. Εκεί θα κριθούν όλα, της είχε πει. Ανέβηκε το πρώτο ύψωμα μπροστά της προσπαθώντας να μην προκαλεί με το πέρασμά της. Είχε προχωρήσει αρκετά και έφτασε πια στον επόμενο λόφο που δέσποζε στην καρδιά του Φόριεν. Η νύχτα είχε απλώσει τη σιωπή της σε ολάκερη την πόλη. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στα στενά. Λίγο ακόμα και είδε τα ριζά του λόφου. Μια μεγάλη συγκίνηση άρχισε να σηκώνεται μέσα της. Να την παρασύρει σε συναισθήματα, να ανεβάζει τους σφυγμούς της, να βαραίνει την ανάσα της. Η γειτονιά της! Τα δικά της στενά! Εκεί που τα ίχνη από τα δικά της βήματα είχαν αφήσει το στίγμα τους στα δρομάκια εκείνα. Μαζί με τις εικόνες από τη ζωή, τα παιχνίδια με τις φίλες της παιδί, τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα, τις δουλειές του σπιτιού, τους δικούς της. Την Μπρέντα την αγαπημένη της παραμάνα. Με τις δικές τους ώρες, τα όμορφα παραμύθια της σαν ήταν παιδί, τη συντροφιά της σε τόσες ασχολίες και στιγμές. Την Ρέυντα, τη μητέρα της. Τρυφερή και υποστηρικτική πάντα. Και ο πατέρας της ο Ιγκόρ. Ένας περήφανος απλός άνθρωπος του μόχθου και της ζωής. Διάβαινε με το άλογό της τα στενά που μέτραγε με τόση αγωνία για να συναντήσει στο δάσος τον μεγάλο της έρωτα. Τι διάψευση αλήθεια και τι όλεθρος. Λίγα βήματα ακόμα και πλησίασε. Το σπίτι της! Ότι είχε απομείνει δηλαδή από αυτό. Στο μεγαλύτερο μέρος του ερειπωμένο, έστεκαν μόνο λίγα θλιβερά απομεινάρια τοίχων. Τυλιγμένο σε άγρια χόρτα και πολλούς θάμνους στην πάλαι ποτέ ομορφοστόλιστη αυλή του. Πως φαινόταν έτσι μέσα στη νύχτα. Έστεκε εκεί να της θυμίζει τις μέρες εκείνες. Μερικές ανατριχίλες ενοχής πέρασαν την καρδιά της. Ήταν η σχέση της που έβαλε τους δικούς της ανθρώπους σε πορεία θανάτου. Ακόμα το έφερε βαρύ μέσα της. Όσο ακριβώς και την εγκυμοσύνη της. Αλήθεια που να βρίσκονταν η κόρη της. Ήρθε η σκέψη της τόσο έντονα εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να ήταν ολάκερη γυναίκα τώρα ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια. Άραγε πως θα ήταν; Προσπαθούσε στη σκέψη της να πλάσει το πρόσωπό της, τη μορφή, τα μάτια και την έκφρασή της. Δεν έμαθε ποτέ σε ποιων τα χέρια μεγάλωνε. Ο αγαπημένος της Έλνταρ κράτησε πιστά το μεγάλο του μυστικό ως το τέλος. Άραγε γιατί; Τι ήθελε να προστατέψει; Ή ένιωθε ότι δεν είχε σημασία να το μάθει. Πόσο πικρή σκέψη! Η δική της μοίρα έξω από αυτήν του παιδιού της. Πολλές φορές αυτό το ερώτημα έρχονταν και τη βασάνιζε τελευταία. Όμως ναι! Ήταν σίγουρη! Η αχόρταγη μανία του Σάγκρος θα έβαζε τέλος στη ζωή του παιδιού της χωρίς καν να προλάβει εκείνο να ζήσει. Όπως ακριβώς έκανε και με τον νεαρό γιο της Όριελ. Όμως, να! Ήθελε να την δει! Έστω από μακριά! Να υπήρχε ένας τρόπος να το ζήσει. Πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Πως να ήταν άραγε; Τι θα έκανε στη ζωή της; Ποια να ήταν τα όνειρά της. Εντελώς στη σκιά της. Να πάρει λίγο από την αύρα της λίγο πριν... ύστερα, γεμάτη μελαγχολία, σκέφτηκε ότι ούτε το όνομά της δεν θα ήξερε. Αυτοί οι ευγενικοί άνθρωποι που την πήραν να την μεγαλώσουν, πως να την είχαν ονομάσει; Πόσο την πονούσε αυτή η απόσταση.

Χωρίς να το καταλάβει είχε κατέβει από το άλογο και βάδιζε αργά ανάμεσα στα ξερόχορτα ρίχνοντας ματιές δεξιά-αριστερά στην παλιά αυλή. Εκεί ήταν ο στάβλος με τα άλογα. Το μικρό της κάρο. Μάλλον κάποια λίγα κομμάτια του. Πιο δίπλα έστεκε η αποθήκη και στο βάθος είδε τη μεγάλη αμυγδαλιά. Στο κεντρικό της κλαδί ήταν που η Μπρέντα της είχε φτιάξει την κούνια να λικνίζεται μικρή κάτω από τη σκιά της. Τώρα το δέντρο έστεκε σαν φάντασμα κατάξερο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, τρομερό.

Έκανε λίγα ακόμα βήματα προς το βάθος. Μπροστά στα πόδια της τρία υπερυψωμένα σημεία με χώμα και πέτρες, το ένα δίπλα στο άλλο με επιγραφές στη μία τους άκρη. Τρεις ύστατες κατοικίες για εκείνους. Και μαζί τα ονόματά τους. Οι τάφοι των δικών της. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο. Προχώρησε συγκινημένη προς τα εκεί με αργά βήματα. Στάθηκε στο μέσο. Τα πόδια της λύγισαν. Τα μάτια της υγράνθηκαν. Τι παράξενο! Εκείνη! Προικισμένη με τέτοιες ανόσιες δυνάμεις χθόνιες από τον Σάγκρος, γονάτιζε ταπεινά και συντετριμμένα. Το χέρι της χώθηκε βαθιά σαν μικρή αξίνα στο χώμα και χάραξε τη γη μπροστά της. Οι χούφτες της γέμισαν με το χώμα της αυλής τους. Το έκανε σπονδή μνήμης και στους τρεις τους. Μια σπονδή που έρχονταν ύστερα από πολλά χρόνια να αποδώσει την τιμή και την αγάπη.

"Ζυγώνει η ώρα αγαπημένοι μου που θα πάρω τις ζωές σας πίσω!" ψιθύρισε μέσα στη νύχτα με έναν ήχο που ακούστηκε ανατριχιαστικά στη σιωπή.

"Ο χαμός σας, ζητά δικαίωση και τιμωρία σε εκείνον που μόλεψε και τις δικές σας ζωές. Να πληρώσει για τα ανόσια εγκλήματά του ..."

Έμεινε σκυφτή αρκετά πάνω τους. Λες και θα μπορούσε να ξορκίσει το κακό. Το φως του φεγγαριού έριξε την ασημένια του δέσμη εκεί ενώ κάποια νυχτοπούλια περνούσαν κυκλικά πάνω ψηλά από το σπίτι.

Μπροστά στο βασιλιά

Ήταν αρκετά πρωί ακόμα όταν ο Άλαντ έφτασε στο κεντρικό κτίριο του παλατιού. Ήταν σε κατάσταση εσωτερικού σοκ έχοντας φτάσει στην αλήθεια μέσα από το ημερολόγιο του Έλνταρ. Η φρουρά στην κεντρική πύλη τον σταμάτησε αλλά στη θέα ενός επιβλητικού και σεβάσμιου ανθρώπου παραμέρισαν όταν τους ανήγγειλε ότι έχει συνάντηση με τον ίδιο το βασιλιά. Η ώρα των αποκαλύψεων είχε φτάσει. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν υπήρχε στιγμή για αναβολή. Άλλωστε ο ίδιος ο Ζάρεκ ήταν εκείνος που τον πίεζε να βρει τις απαντήσεις. Εκείνο που σκεφτόταν μέσα του και σίγουρα το φοβόταν ήταν η αντίδραση του ίδιου του ηγεμόνα σε αυτές. Είχε αποφασίσει να ξεπεράσει το φόβο του και να προχωρήσει. Ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε τίμημα.

"Ποιον ζητάτε δάσκαλε Άλαντ;" ήταν τα λόγια του αξιωματούχου επικεφαλής στην κεντρική αίθουσα του θρόνου του Φόριεν.

"Ειδοποίησε τον βασιλιά, θέλω να του μιλήσω αμέσως!" ήταν η κατηγορηματική του απάντηση. Σε λίγο οι πύλες άνοιξαν και ο σοφός δάσκαλος, με βήμα σταθερό και αποφασισμένο, βάδισε στο εσωτερικό. Ύστερα από λίγο ήταν μπροστά στον ίδιο τον Ζάρεκ.

"Τι συμβαίνει Άλαντ, σε βλέπω αναστατωμένο!" ήταν η πρώτη υποδοχή του. Στάθηκε απέναντί του, πήρε μια ανάσα και ξεκίνησε.

"Πες στους φύλακες να φύγουν από το χώρο και να σφραγίσουν τις πόρτες βασιλιά μου" ακούστηκε. Ο Ζάρεκ έσμιξε τα φρύδια του σε μια γκριμάτσα απορίας και ενόχλησης.

"Δεν σε καταλαβαίνω τι μου ζητάς"

"Περίμενες απαντήσεις βασιλιά μου, έτσι δεν είναι; Για όλα όσα απασχολούν το βασίλειο με τα τελευταία γεγονότα..."

"Βέβαια!" του απάντησε.

Ο Άλαντ τον κοίταξε κατάματα με βαθύ βλέμμα.

"Είσαι βέβαιος μεγαλειότατε ότι είσαι έτοιμος να ακούσεις την αλήθεια; Όποια κι αν είναι αυτή;"

"Δεν μ' αρέσει το ύφος σου Άλαντ! Τι πάει να πει αν είμαι έτοιμος να ακούσω, δουλειά σου είναι να δώσεις απαντήσεις..." του είπε αντιδρώντας ενοχλημένος.

"Πρέπει να μείνουμε μόνοι λοιπόν!"

Ο Ζάρεκ έκανε νόημα στους στρατιώτες να αποχωρήσουν και εντολή να μην ενοχλήσει κανείς. Εκείνοι έφυγαν. Οι μεγάλες πόρτες της αίθουσας έκλεισαν και μια παγερή σιωπή έπεσε στο χώρο. Την έσπασε η μπάσα φωνή του Άλαντ:

"Πριν λίγες μέρες, τη νύχτα που έγιναν όλα εκείνα με την τρομερή αυτή γυναίκα που βρέθηκε στο χώρο εδώ αλλά και με το μήνυμα στους τοίχους..."

"Ναι, τι θες να πεις"

"Την ώρα που το τρομερό εκείνο πλάσμα, η γυναίκα αυτή, ήταν ανάμεσά μας, την αποκάλεσες με ένα όνομα! Μπορείς να το επαναλάβεις μεγαλειότατε;"

https://youtu.be/6N_6sPEQm8U

Εκείνος τον κάρφωσε με ένα πύρινο βλέμμα.

"Τι είναι αυτά που λες; Έχασες τα μυαλά σου; Ποιο όνομα λες; Δεν ειπώθηκε τίποτα από μένα"

Ο Άλαντ έκανε σαν να μην άκουσε καν και συνέχισε.

"Τι σχέση έχεις με την Αρμάντια, την κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντας βασιλιά μου;"

Η ερώτησή του έπεσε σαν πέλεκυς στο κεφάλι του Ζάρεκ. Η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία. Με μάτια κόκκινα τον κοίταξε.

"Τρελάθηκες; Ποια είναι αυτή;"

"Σε ρώτησα αν είσαι έτοιμος να δεχτείς την αλήθεια και βλέπω πως η στάση σου το απαρνείται;"

"Δεν ξέρω καμία γυναίκα με αυτό το όνομα Άλαντ!" φώναξε εκείνος.

"Τι σας συνδέει στη ζωή και στο θάνατο με αυτήν βασιλιά μου; Αν η μνήμη σας είναι αδύνατη, τότε να σας το θυμίσω εγώ..."

"Γέρο Άλαντ, πρόσεξε τι λες ξεπερνάς κάθε όριο! Έχεις μπροστά σου το βασιλιά και ηγεμόνα σου στον οποίο ορκίστηκες σεβασμό και πίστη!" ακούστηκε η κραυγή του.

"Θα σου πω αυτά που έχω να πω. Αυτά που έμαθα. Που με έβαλες με απειλή της ίδιας της ζωής μου, να μάθω. Και ύστερα κάνε ότι θες. Έτσι κι αλλιώς εσένα αφορούν και εσύ θα τα χειριστείς!"

"Μου εξάπτεις την περιέργεια λοιπόν, (του πέταξε ειρωνικά). Λέγε λοιπόν να ακούσω σε τι πλάνη βουλιάζει ο λόγος σου! Λέγε!"

"Η Αρμάντια λοιπόν είναι ζωντανή!"

Ο Ζάρεκ κιτρίνισε. Προσπάθησε να κρύψει λίγο την παγωμάρα που του έφερε η είδηση αλλά δεν τα κατάφερε καλά.

"Επιμένεις λοιπόν..."

"Θα 'ταν καλύτερο για σένα βασιλιά του Φόριεν να δεις την αλήθεια κατάματα. Η γυναίκα με την οποία διατηρούσες ερωτικές σχέσεις ως πρίγκηπας είναι ζωντανή!"

"Πρέπει κάποιο σκοτάδι να βάρυνε το μυαλό σου και τα γηρατειά σού θόλωσαν το νου...." έκανε εκείνος αλλά ο Άλαντ συνέχισε χωρίς σταματημό.

"Όταν έμαθες ότι είναι έγκυος, αποφάσισες να την σκοτώσεις για να εξασφαλίσεις τη σιωπή...."

Όρμηξε κατά πάνω του, τον άρπαξε από το μανδύα οργισμένος.

"Πρόσεξε τα λόγια σου γέροντα!"

Ο Άλαντ εύρισκε μια εσωτερική δύναμη ανυπολόγιστη χωρίς να ξέρει το πώς. Τράβηξε τα χέρια του βασιλιά κάτω. Σε άλλες περιπτώσεις δεν θα τολμούσε να το σκεφτεί καν.

"Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου και για το καλό σου άκου με!"

Ο άλλος ξαφνιάστηκε από το σθένος του συνομιλητή του.

"Έβαλες να την σκοτώσουν, μόνο που δεν λογάριασες τις λεπτομέρειες. Η νεαρή γυναίκα γλίτωσε σαν από θαύμα..."

Συνέχισε να του περιγράφει όλες εκείνες τις συνθήκες της σωτηρίας της Αρμάντια από τον Έλνταρ...

"Που τα ξέρεις όλα αυτά; Ποιος σου τα είπε;" κραύγασε ο Ζάρεκ.

Του μίλησε για το ημερολόγιο του Έλνταρ και τις αφηγήσεις του με κάθε λεπτομέρεια. Πήγε να τον διακόψει να ρωτήσει για αυτό αλλά...

"Δεν τελείωσα βασιλιά μου! Υπάρχει και κάτι ακόμα που πρέπει να μάθεις!"

Ο βασιλιάς άλλαζε πρόσωπο και προσωπείο σαν χαμαιλέοντας στις στιγμές. Άλλοτε η μορφή του γίνονταν σκληρή, άκαμπτη και η διάθεσή του επιθετική. Και άλλοτε λύγιζε στο βάρος όσων άκουγε.

"Λέγε, να δω τι άλλο ακόμα θα ξεστομίσεις..." κατάφερε να του απαντήσει.

"Το παιδί της Αρμάντια, αυτό για το οποίο σχεδίασες όλα αυτά τα φονικά, το δικό σου παιδί μεγαλειώτατε, είναι ζωντανό..."

Ο βασιλιάς έδειξε για κάποια στιγμή να τρεκλίζει.

"Τι είπες; Τι ξεστόμισες καταραμένε! Από πια τρύπα της γης βγήκες για να μου μηνύσεις τέτοια λόγια;"

"Το παιδί της είναι εδώ Ζάρεκ! Ζει στο Φόριεν εδώ και χρόνια. Υιοθετημένο από μια οικογένεια της πόλης..."

"Από ποιαν;" ρώτησε αυθόρμητα ο βασιλιάς δαγκώνοντας τα χείλη του.

"Το παραδέχεσαι λοιπόν;"

"Από ποιαν;" ούρλιαξε

"Δεν ξέρω, δεν γράφει, μήτε οι ίδιοι ξέρουν για εκείνη. Κανείς δεν ξέρει για αυτούς. Βλέπω λοιπόν τα δέχεσαι όλα"

Τον άρπαξε από τους ώμους προσπαθώντας να τον γκρεμίσει.

"Πάψε! Παράφρονα γέροντα... ψεύτη και έμπορα του εκβιασμού.."

Ο Άλαντ προσπαθούσε να σταθεί όρθιος κάτω από την πίεση του ηγεμόνα.

"Και κάτι τελευταίο βασιλιά! Η Αρμάντια είναι η μαύρη βασίλισσα των γραφών και των μηνυμάτων"

"Σταμάτα! Πάψε να φωνάζεις! Δεν θα βγεις ζωντανός από εδώ μέσα Άλαντ!" φρύαξε μπροστά στο πρόσωπό του.

 "Πατέρα!" ακούστηκε μεγαλόφωνα η κραυγή!

Ήταν ο Μέλιαν που, μπήκε στην αίθουσα από την πίσω είσοδο. Στο θέαμα που αντίκρισε μπροστά του, όρμησε να μπει ανάμεσα στους δύο άντρες.

"Πατέρα τι κάνεις εκεί!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά τραβώντας τα χέρια του από το δάσκαλό του. Έμειναν να παλεύουν οι δυό τους σε μια προσπάθεια ελέγχου της κατάστασης.

"Τι θες εσύ εδώ; Ποιος σου έδωσε την άδεια να μπεις;" ούρλιαξε με πνιγμένη την ανάσα ο Ζάρεκ.

"Δεν ήξερα ότι ο πρίγκηπας και διάδοχος του θρόνου θέλει άδεια για να μπει στην αίθουσα του θρόνου πατέρα! Θα μου εξηγήσετε τι συμβαίνει;" απαίτησε έντονα ο νεαρός πρίγκηπας για να πάρει την απάντηση από το δάσκαλό του.

"Η ώρα της αλήθειας Μέλιαν παιδί μου! Και προφανώς ο πατέρας σου δεν μπορεί να τη δεχτεί!"

"Χάσου από μπροστά μου!" ξέφυγε για μια ακόμα φορά ο Ζάρεκ προκαλώντας νέο κύμα αναστάτωσης με το γιο του. Ο Άλαντ στάθηκε βρίσκοντας την ανάσα του, ύψωσε το ανάστημά του μια ακόμα φορά.

"Ότι ήταν να πω στο είπα. Από εδώ και πέρα η ευθύνη για ότι γίνει είναι δική σου!", γύρισε προς τον Μέλιαν "Παιδί μου έλα να με βρεις αργότερα όποτε μπορείς..." σχολίασε ο Άλαντ.

Στο άκουσμα όρμησε πάλι ο βασιλιάς.

"Μην τολμήσεις να δεις ξανά το γιο μου θα σε σκοτώσω τ' ακούς;"

Ο Άλαντ έφυγε με το κεφάλι ψηλά όπως ήρθε ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Μέλιαν ο οποίος ένιωθε να ζει έναν εφιάλτη. Έκλεισε πίσω του τις πόρτες.

"Πατέρα τι συμβαίνει; Τι είναι επιτέλους αυτό που σε ταράζει!"

"Πάψε! Αρκετό θράσος ανέχτηκα από έναν παλιόγερο, δεν έχω να λογοδοτήσω σε κανέναν. Έχει τρελαθεί δεν το βλέπεις;"

"Όχι πατέρα! Το μόνο που βλέπω είναι έναν βασιλιά πανικόβλητο να έχει χάσει και την ψυχραιμία και το κύρος του με τη συμπεριφορά του..." απάντησε με θάρρος ο νεαρός.

Ο Ζάρεκ τον κοίταξε με σμιχτά μάτια.

"Τολμάς και εσύ λοιπόν;"

Ο νεαρός ξιφούλκησε με τα λόγια του που έπεφταν κατά ριπάς στο πρόσωπο του βασιλιά.

"Είναι καιρό που έχεις χάσει την αυτοκυριαρχία σου με αυτήν την ιστορία. Είναι τόσος καιρός που όλα δείχνουν ότι κάτι βαρύ σε δένει με το τέρας του βουνού, τη μαύρη βασίλισσα και το δάσος από το παρελθόν. Μίλα λοιπόν ποιο είναι αυτό; Φαντάζομαι ήρθε ο Άλαντ και στο είπε. Σε έφερε μπροστά στην αλήθεια..."

"Μέτρα τα λόγια σου!" φώναξε ο βασιλιάς.

"Ποια είναι η Αρμάντια πατέρα;"

"Τι;" έμεινε πάλι μετέωρος ο βασιλιάς. Ο Μέλιαν συνέχισε ορμητικός.

"Οι γονείς της Ελεάνορ μου μίλησαν για μια νεαρή γυναίκα που χάθηκε πριν χρόνια στο δάσος και μέσα σε λίγες μέρες πέθανε η μάνα της και κάηκαν, ο πατέρας και η παραμάνα της στο σπίτι τους μέσα. Τι ξέρεις για αυτή την ιστορία πατέρα;"

Ο Ζάρεκ έβαλε το χέρι του στο λαιμό του σαν κάτι να τον έπνιγε. Ο θυμός του ήταν εκτός ορίων.

"Φύγε από μπροστά μου πρίγκηπα του Φόριεν! Αν έχεις διαλέξει να γίνεις ένα με εκείνους που επιβουλεύονται το θρόνο και το στέμμα μου, να είσαι άντρας να το αμφισβητήσεις ευθέως. Όχι να γίνεσαι κοινωνός σε σκέψεις με φαντάσματα και εφευρήματα. Φύγε!"

"Θα φύγω πατέρα! Αλλά ένα πράγμα να ξέρεις! Θα φτάσω στην αλήθεια με κάθε τίμημα! Όποια και να είναι! Και τότε θα έρθει η στιγμή να σταθώ απέναντί σου όπως αρμόζει!"

Χωρίς δεύτερη σκέψη γύρισε την πλάτη στον πατέρα του και έφυγε από την αίθουσα.

Ο Ζάρεκ έμεινε μόνος. Για μια στιγμή παραπάτησε. Πήγε στο τραπέζι και πήρε μια κούπα νερό. Προσπάθησε να πιει αλλά με χέρια που έτρεμαν, η κούπα έπεσε στο πάτωμα. Άρχισε να τρέμει όλο και περισσότερο. Στα αυτιά του άρχισαν να έρχονται περίεργοι ήχοι. Κάτι σαν κρωξίματα από όρνια. Τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν. Προσπαθούσε με δυσκολία να κρατηθεί όρθιος. Ολόγυρά του τα αντικείμενα έχασαν τη μορφή τους, έγιναν θολά, ακαθόριστα. Κάθε τοίχος άλλαζε μορφή. Όλα άρχισαν να γεμίζουν λες με αίμα και θάνατο. Και παντού εμφανίστηκαν οι γραφές εκείνης της νύχτας:

"ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΑ ΠΡΩΤΑ ΘΑ ΔΕΙΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ ΘΑ ΠΟΝΕΣΕΙΣ"

Όπου και να έριχνε το βλέμμα του όλα ήταν γεμάτα από αυτήν τη γραφή. Αυτές τις λέξεις γεμάτες αίμα που γέμιζε τα πάντα απέναντί του, ολόγυρά του, στο πάτωμα που πατούσε. Λες και ήθελε να γίνει μια θάλασσα να τον καταπιεί. Έβαλε και τα δύο του χέρια στα αυτιά και στο κεφάλι του. Σπάραζε από ένα κράμα οργής και φόβου. Ένας παράξενος πανικός του θόλωνε κάθε σκέψη και νέκρωνε τα κύτταρά του. Προσπαθούσε να σαλέψει μα ήταν αδύνατον. Τα πόδια του δεν υπάκουαν, η αίσθηση του αίματος τον τραβούσε στο βυθό από ένα πηγάδι χωρίς πυθμένα.

Συνεχίζεται...

Ο κλοιός αρχίζει και σφίγγει γύρω από τον "Πορφυρό βασιλιά". Οι σκιές και τα εγκλήματα του παρελθόντος έρχονται μπροστά του με παραμορφωμένη και εφιαλτική παρουσία. Ένα προς ένα τα ερείσματά του, οι δικοί του άνθρωποι, στέκονται απέναντί του όχι απλά κριτικά αλλά σε στάση και θέση μάχης. Η ατμόσφαιρα μυρίζει άσχημα ένταση και τα σημάδια συνηγορούν για αυτό. 

Ευχαριστώ που είστε εδώ. Περιμένω κρίσεις, απόψεις, παρατηρήσεις.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro