Κεφάλαιο 25: Το δάσος με τα μυστικά του
"Θέλω σήμερα να με πας μια βόλτα" του είπε νωρίς το πρωί. Την κοίταξε στα όμορφά της μάτια. Ήταν δύσκολο κάποιος να έλεγε όχι στο βλέμμα της Ελεάνορ όταν ζητούσε με αυτόν τον τρόπο κάτι. Πόσο μάλλον ο Μέλιαν, ο άντρας που την αγαπούσε.
"Πριγκηπέσα μου..." της είπε.
"Δεν είμαι ακόμα..." του απάντησε με νάζι.
"Ζυγώνει ο καιρός και μετά δεν θα μπορείς να το απαρνηθείς κυρά μου" της είπε πηγαίνοντας κοντά της.
"Λοιπόν, θέλω να με πας στη γιορτή των ρόδων, κάτω στην πόλη. Μου το υπόσχεσαι;" τον ρώτησε παρακλητικά.
"Πως μπορώ να αρνηθώ σε μια τέτοια πρόσκληση;" της απάντησε.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο κεντρικό δωμάτιο η μητέρα της η Έλντα. Απολάμβανε να βλέπει την κόρη της ευτυχισμένη σε όμορφες στιγμές με τον άντρα που θα γινόταν κύρης της σε λίγο καιρό. Για εκείνη και τον σύζυγό της ήταν το καλύτερο δώρο ζωής.
"Τι σχεδιάζετε εσείς οι δύο;" τους ρώτησε χαμογελαστή.
"Του ζητώ να με πάει στη γιορτή των ρόδων" της είπε.
"Ωωωωω και;"
"Μα θα μπορούσα να αρνηθώ;" ήταν η σειρά του Μέλιαν να απαντήσει.
"Έχεις ενημερώσει το βασιλιά παιδί μου;" τον ρώτησε η Έλντα.
"Ναι το έχω κάνει. Αν και δεν βλέπω το λόγο κάθε φορά που αποφασίζω για κάτι να του κοινοποιώ τις κινήσεις μου"
"Δείξε κατανόηση Μέλιαν, όλοι στην πόλη περνάμε μια ξεχωριστή κατάσταση, ο πατέρας σου ανησυχεί και πρέπει να ξέρει..." του είπε η Ελεάνορ.
"Προτιμώ να ξεκινήσουμε για τη γιορτή" τους απάντησε προσπαθώντας να μη δώσει συνέχεια στο προηγούμενο θέμα που τον ενοχλούσε.
Καθώς διέσχιζαν την πόλη στο δρόμο έβλεπαν όλες εκείνες τις ετοιμασίες για να ξεκινήσει η μεγάλη γιορτή για την οποία ζούσε ολάκερο το βασίλειο. Στη σκέψη του Άλαντ έρχονταν ανάκατα οι στίχοι από τις στροφές των περγαμηνών. Αυτή τη φορά τις έβλεπε ο ίδιος μπροστά στα μάτια του:
"Ο αυλητής παίζει το δικό του σκοπό"
"Οι χορωδίες τραγουδούν τρία νανουρίσματα σε μια αρχαία γλώσσα..."
"Η ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά ξεκινά ο τροχός της λήθης..."
"Ο γελωτοποιός που χαμογελά καθώς χορεύουν οι μαριονέττες στην αυλή του πορφυρού βασιλιά"
Ένιωθε όλο αυτό να του προκαλεί μια έντονη ανατριχίλα και περισυλλογή. Καταλάβαινε ότι γίνονταν όλοι μάρτυρες "...για να επαληθευθούν αυτά που είχαν ειπωθεί"
Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Έπρεπε ο ίδιος να φτάσει στην αλήθεια και όσο πιο γρήγορα το έκανε τόσο συνειδητοποιούσε πως θα προλάβαινε αυτό που του προκαλούσε ο φόβος.
"Σας ευχαριστώ πολύ..." της απάντησε ευγενικά η Ελεάνορ. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στην ευθεία. Η Ελεάνορ με τον Μέλιαν ένιωσαν το παράξενο βλέμμα εκείνης της γριάς γυναίκας να τους μαγνητίζει. Σαν να ξέκοψαν από τα γενόμενα ολόγυρα τους. Ήταν μόνο αυτοί οι τρεις τους. Η γριά γυναίκα, παράξενη στην όψη αλλά ήρεμη, τους κοίταζε προσεκτικά.
"Συμβαίνει κάτι, πάθατε τίποτα;" αναφώνησε η Ελεάνορ.
"Κυρά μου..." της είπε με μια έντονη πίκρα στα μάτια της, "Πρίγκηπά μου..." κατευθυνόμενη προς τον Μέλιαν. Το νεαρό ζευγάρι τα είχε χάσει από τη δύναμη που ασκούσε πάνω τους αυτή η γυναίκα. Οι στρατιώτες που ακολουθούσαν, πήγαν να την απομακρύνουν αλλά με ένα νεύμα του πρίγκηπα απομακρύνθηκαν.
"Βλέπεις κάτι κυρά μου;" τη ρώτησε.
Εκείνη αποκρίθηκε με μια παράξενη αργή φωνή:
"Βλέπω μεγάλη θλίψη παιδιά μου, βλέπω οδύνη και αγωνία, τρόμο και θάνατο..."
Η Ελεάνορ άλλαξε χρώματα στο πρόσωπό της εμφανώς ταραγμένη.
"Τι θέλεις να πεις; Ποια είσαι;"
"Δεν έχει σημασία κυρά μου, σημασία έχει τι βλέπω στο δρόμο σας. Αυτό που έρχεται είναι γεμάτο πόνο...."
"Σταμάτα πια σε παρακαλώ!" της είπε αυστηρά ο Μέλιαν βλέποντας την Ελεάνορ να έχει επηρεαστεί άμεσα από τα λόγια της. Η Ελεάνορ επέμενε:
"Που το βλέπεις αυτό; Μίλα μας!" την ρώτησε.
"Πίσω... παλιά... στα πολύ παλιά χρόνια... κάτι έρχεται και για τους δύο σας... κάτι ζητάει από εσάς" είπε προκαλώντας ανατριχίλα.
"Τι είναι αυτό που έρχεται λοιπόν;" ρώτησε πιο αυστηρά ο Μέλιαν, προσπαθώντας να απομακρύνει την πηγή φόβου για την μνηστή του.
Δεν πήρε απάντηση. Η γριά γυναίκα απομακρυνόταν χωρίς το βλέμμα της να αφήσει αυτό της Ελεάνορ. Έφευγε από κοντά της συνεχίζοντας να την κοιτά με ένα βλέμμα ανείπωτης θλίψης.
"Άφησέ την να φύγει! Την ανόητη!" φώναξε ο Μέλιαν δίπλα της. "Δεν την βλέπεις; Παριστάνει τη μάγισσα..."
Η Ελεάνορ την είδε να χάνεται πέρα στο πλήθος. Προσπάθησε να απωθήσει αυτά που άκουσε αλλάζοντας εντελώς θέμα συζήτησης. Όμως τα λόγια της γριάς βρήκαν στέγη στην καρδιά της προκαλώντας ερωτήματα διάφορα. Αλλά και ο Μέλιαν. Παρά την προσπάθειά του να ακυρώσει την παρουσία αυτής της γυναίκας, μέσα του, δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Ένα ελαφρύ τρέμουλο ήταν ήδη ορατό στα χείλη του.
"Αυτό πρέπει να είναι δάσκαλε!' ακούστηκε ο Φάρελ προς τον Έλνταρ.
"Πάμε!" του είπε εκείνος. Σε λίγο είχαν ήδη φτάσει στο αγρόκτημα που η σημερινή του εικόνα ήταν άθλια. Κατέβηκαν από τα άλογα λίγο πριν φτάσουν σε αυτό που κάποτε έπρεπε να ήταν η είσοδος. Άρχισαν να βηματίζουν ανάμεσα σε ψηλά και ξερά χόρτα. Χτυπούσαν πάνω σε αθέατες πέτρες που δυσκόλευε το περπάτημά τους. Δεξιά και αριστερά τους ψηλοί και αγριωποί θάμνοι σχεδόν τους έπνιγαν. Στο βάθος ανάμεσα σε μεγάλα δέντρα στέκονταν ένα μεγάλο σπίτι από πέτρα και ξύλο. Η απόλυτη σιωπή ολόγυρά, τους προκαλούσε ανατριχίλα. Η εγκατάλειψη ήταν παρούσα παντού. Βέβαια το σπίτι έδειχνε ασφαλισμένο με τις πόρτες και τα παράθυρα κλειστά, σημάδι τακτικής ανθρώπινης αποχώρησης. Για μια στιγμή ο Φάρελ ξέκοψε λίγο προς τα δεξιά στον εξωτερικό χώρο αλλά πάντα κοντά στο βασιλιά του.
"Εδώ δάσκαλε!" ακούστηκε για μια στιγμή το κάλεσμά του. Ο Άλαντ έσπευσε αψηφώντας τα ίχνη που άφηναν στο σώμα του οι αγκαθωτοί θάμνοι, πλησίασε ακόμα περισσότερο.
"Εδώ είναι δάσκαλέ μου!" ακούστηκε ο Φάρελ. Ο Άλαντ ζύγωσε δίπλα του. Τον είδε να στέκεται σε ένα σωρό από χώμα και μεγάλες πέτρες τακτοποιημένες με γεωμετρικό τρόπο. Στο ένα του άκρο υπήρχε μια μεγάλη πέτρα και πάνω της χαραγμένο πρόχειρα ένα όνομα:
"Έλνταρ!" ψιθύρισε συγκινημένος ο Άλαντ, "ο τάφος του Έλνταρ"
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ύστερα τα βλέμματά τους καρφώθηκαν στη γη ακριβώς μπροστά τους, στην ύστατη κατοικία του ανθρώπου που γύρευαν. Στον άνθρωπο που ίσως κρατούσε πολλά από εκείνα που κρύβονταν καλά στα μυστικά του δάσους.
"Ως εδώ λοιπόν η διαδρομή..." ψιθύρισε ο Άλαντ προβληματισμένος.
"Τι είπες δάσκαλε;" τον διέκοψε ο Φάρελ.
"Ίσως εδώ να κόβεται η δυνατότητά μας να μάθουμε πράγματα..." του είπε.
"Να κάναμε άραγε μια προσπάθεια να μπούμε στο σπίτι μέσα;" του είπε εκείνος με μια έκφραση πείσματος στο πρόσωπό του.
"Να κάνουμε τι;"
"Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορούμε να βρούμε δάσκαλε"
Συναίνεσε σιωπηρά στην ύστατη ελπίδα που εξέφραζε ο Φάρελ και αφέθηκε στην πρωτοβουλία του. Το να βρει τρόπο, να παραβιάσει κάποια από τις εισόδους του σπιτιού, ο δαιμόνιος φίλος του, ήταν εύκολο. Όση ώρα προσπαθούσε, ο Άλαντ ζούσε το δικό του νοητικό ταξίδι σε όλα αυτά. Έριχνε ματιές στο χώρο που κάποτε ήταν η αυλή του κτήματος και προσπαθούσε να τρυπήσει το χρόνο να δει μορφές και πρόσωπα που του έδιναν ζωή. Η φωνή του φίλου του τον διέκοψε:
"Δάσκαλε έλα!"
Μια πλαϊνή ξύλινη πόρτα είχε ανοίξει από τα θαυματουργά του χέρια και σε λίγο δρασκέλιζε την είσοδο με τον Άλαντ να ακολουθεί. Πέρασαν σε έναν βοηθητικό χώρο, κάτι σαν είσοδο. Περίμεναν να βρουν το εσωτερικό του σπιτιού σε άσχημη κατάσταση αλλά το ότι ήταν προσεκτικά κλειστό συντηρούσε μια ανεκτή και προσβάσιμη εικόνα. Σκόνη βέβαια υπήρχε παντού λες και το πέρασμα του χρόνου είχε μετασχηματιστεί σε μια παράξενη πάχνη που απλώνονταν σε κάθε αντικείμενο. Ιστοί αράχνης άπλωναν το υφάδι τους όπου μπορούσες να φανταστείς. Πόσο παράξενη ήταν η αίσθηση που τους κυρίευε. Περπατούσαν προσεκτικά στο εσωτερικό του σπιτιού και ένιωθαν σαν κουρσάροι πειρατές μιας ιδιωτικής ζωής. Σαν απρόσκλητοι και αδιάκριτοι παρατηρητές. Τους εντυπωσίασε ο χώρος. Στα πάντα. Αν αφαιρούσες τα σημάδια που άφηνε το παρελθόν, ήταν όλα νοικοκυρεμένα, λειτουργικά και όμορφα. Η κουζίνα, μια σάλα, μια εγκαταλειμμένη ξυλόσομπα, η εστία μαγειρέματος. Σκιές και μορφές ζωντάνεψαν μπροστά τους νοερά. Βημάτιζαν με προσοχή και σιωπηρά με τα μάτια τους να παρατηρούν προσεκτικά. Στο διάβα τους βρέθηκαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Ο Άλαντ την έσπρωξε προς τα μέσα. Ένας μακρόσυρτος σιριχτός ήχος έσπασε τη σιωπή. Βρέθηκε στην είσοδο ενός μικρού δωματίου που στην άκρη του είχε ένα ξύλινο πάγκο σαν γραφείο, πίσω του ράφια κλειστά με τζάμια. Το ημίφως δυσκόλευε την όρασή του. Στα ξύλινα ράφια απέναντι στέκονταν εκεί κάποια σκόρπια χαρτιά. Ο Άλαντ πλησίασε. Φύσηξε τη σκόνη και τα περιεργάστηκε. Ο Φάρελ πίσω του παρατηρούσε με προσοχή.
"Υπάρχει κάτι να ανάψουμε εδώ μέσα;" τον ρώτησε ο Άλαντ. Εκείνος τραβήχτηκε στα αριστερά να ψάξει. Την ίδια στιγμή έγινε κάτι που τους έκοψε την ανάσα. Το απέναντι ξύλινο παράθυρο άνοιξε με πάταγο διάπλατα και μια παράξενη δέσμη φωτός μπήκε στο χώρο σε διαγώνια κατεύθυνση με τελικό σημείο το πάτωμα μπροστά τους. Είχαν μείνει άφωνοι και τρομαγμένοι. Και των δύο τα μάτια έμειναν χαμηλά.
Η δέσμη φωτός τελείωνε σε μια μεγάλη εγκοπή απόλυτα ευδιάκριτη στο πάτωμα. Ο Φάρελ, χωρίς να μιλά, έσκυψε και με τα χέρια του καθάριζε μπροστά στα πόδια του. Έβγαλε από τη ζώνη του το μαχαίρι και με προσοχή χάραξε το άνοιγμα. Μια λεπτή του κίνηση αποκόλλησε ένα μεγάλο συρτάρι μπροστά στο γραφείο. Ο Άλαντ κοιτούσε γεμάτος απορία.
"Δικό σας δάσκαλε!" του είπε εκείνος δείχνοντάς του το περιεχόμενο της κρύπτης που άνοιξε. Ο Άλαντ του έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, έσκυψε και τράβηξε από μέσα ένα δερμάτινο βιβλίο σε καλή κατάσταση. Κοιτάχτηκαν οι δυό τους στα μάτια. Ο Άλαντ έφερε το βιβλίο στο γραφείο. Το άνοιξε με προσοχή στο φως του κεριού που έκαιγε δίπλα τους. Ο Φάρελ είδε το τρεμάμενο χέρι του Άλαντ να ανοίγει το χοντρό εξώφυλλο και το βλέμμα του να στέκεται στα γράμματα μπροστά του. Τότε άκουσε τη φωνή του δυνατά στο χώρο:
"Ημερολόγιο-Διαθήκη του Έλνταρ, γιού του Μαρβ..."
Δεν είπαν τίποτα άλλο! Δεν είχαν τη δύναμη να πουν οτιδήποτε άλλο. Για λίγο έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο σιωπηροί προσπαθώντας να κατανοήσουν τη σημασία του ευρήματός τους. Κάποια στιγμή ο Άλαντ κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ και η φωνή του ακούστηκε με σαφήνεια:
"Κάποια δύναμη θέλει το σπίτι να μας δώσει το πιο σημαντικό Φάρελ! Και όχι τυχαία. Πάμε να φύγουμε, νομίζω δεν έχουμε κάτι άλλο εδώ"
Λίγο πριν βγουν έξω το χλιμίντρισμα των αλόγων, τούς έκανε να πεταχτούν από φόβο. Ο Φάρελ τράβηξε απ τη ζώνη του ένα κοντό σπαθί και μπήκε μπροστά στο δάσκαλο προστασία του. Βγήκαν έξω και αυτό που συνάντησαν τους έκανε να κοπούν τα πόδια τους.
Συνεχίζεται...
Τί είναι αυτό άραγε που έρχεται από τους παλιούς χρόνος και απειλεί τη ζωή του νεαρού ζευγαριού; Έχουν βάση τα λόγια της παράξενης εκείνης γριάς ή αποτελούσαν μυθεύματα του μυαλού της; Η διαθήκη του Έλνταρ βρίσκεται πλέον στα χέρια του Άλαντ. Οι αλήθειες πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στο παρόν. Και εκείνο που συνάντησαν έξω από το ερειπωμένο σπίτι; Τι ακριβώς τους περιμένει;
Περιμένω τις κρίσεις και τα σχόλιά σας φίλες και φίλοι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro