Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 24: Δύο χρόνια μετά τη φυγή της Αρμάντια

Επιστροφή στο παρελθόν

Δύο χρόνια είχαν περάσει από εκείνη την άγρυπνη νύχτα που η Αρμάντια πέρασε στο κάλεσμα του φριχτού πλάσματος του Βουνού των σκιών. Δύο χειμώνες κύλισαν από τότε που το σημάδι του Άζερον, που έφερε στο κορμί της ενώθηκε με την ανόσια επιβουλή του καταραμένου Σάγκρος, γιου του Ράνουλφ, παλιού βασιλιά της Κράγια. Δύο φορές, οι τέσσερις εποχές της γης είχαν φέρει το δικό τους κύκλο στο χρόνο από τότε που η τραγική εκείνη νεαρή κοπέλα έφερε στον κόσμο το κοριτσάκι της. Το παιδί της απόγνωσης, της εγκατάλειψης και της προδοσίας. Σε αυτά τα χρόνια όλα άλλαξαν στο Δάσος του Φόριεν. Μια απέραντη λησμονιά έπεσε και σάρωσε τα πάντα γεννώντας το Δάσος της λήθης. Στα δυό αυτά χρόνια η νεαρή Αρμάντια πέρασε το κατώφλι σε άλλους κόσμους, κινούμενη ανάμεσα σε αυτόν που έζησε, ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε και προδόθηκε και σε εκείνον της χθόνιας δύναμης των καταραμένων πλασμάτων που έθρεψε το ανθρώπινο μίσος και ο νοσηρός δόλος. Ζώντας και ισορροπώντας σε αυτούς τους κόσμους στη σκιά του σκοτεινού ακρόπυργου της Κράγια και στέγης του Σάγκρος αλλά και των δικών της χώρων. Στις ασέληνες νύχτες η δίοδος μεταξύ αυτού του κόσμου και χθόνιας κατάρας άνοιγε στο ερειπωμένο και τρομερό κάστρο και εκείνη μπορούσε να επικοινωνεί με το τέρας εκείνο με τις διάφορες μορφές. Μορφές που και η ίδια απέκτησε αλλά που, για έναν παράξενο λόγο, ποτέ δεν έγιναν τρομακτικές, απεχθείς, δαιμονικές σαν εκείνου. Μπορεί να έγιναν σκοτεινές και επιβλητικές, αλλά η φλόγα της καλοσύνης που χαρακτήριζε την καρδιά της Αρμάντια, δεν είχε ποτέ σβήσει. Και αυτό το κρατούσε στα απόκρυφα της καρδιάς της ως μεγάλο θησαυρό στις τελικές της επιδιώξεις.

Το πλάσμα της ζωής της, το δικό της γέννημα, το είχε αφήσει στα χέρια του ανθρώπου εκείνου που της προσέφερε, εκτός από άσυλο και την αμέριστη αγάπη του και συμπαράστασή του. Έναν άνθρωπο που δεν ήταν δυνατόν ποτέ να ξεχάσει όσο η καρδιά χτυπούσε μέσα της. Θυμόταν καλά τις μεγάλες στιγμές εκείνης της νύχτας όταν η ίδια, μέσα στον ορυμαγδό της φωτιάς, του τρόμου, των δυνάμεων του σκότους, άφησε από την αγκαλιά της στα χέρια του, το δικό της παιδί, που δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρεί σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Ήταν στιγμές που η δύναμη της μητρότητας θέριευε μέσα της, γαλήνευε την καρδιά της και αποζητούσε το αίμα της. Και έφτασε μια στιγμή που αυτός ο πόθος και προσμονή δεν θα μπορούσε να πάρει άλλη αναβολή.

Ο ουρανός εκείνης της ανοιξιάτικης νύχτας ήταν τόσο καθαρός που οι αστερισμοί και τα νεφελώματα του ουρανού γιόρταζαν με το φως τους την καθαρότητά του. Στο αγρόκτημα του Έλνταρ επικρατούσε γαλήνη. Ο ερχομός της νύχτας μετέδωσε ολόγυρά του τη σιωπή. Στο διάστημα των δύο αυτών χρόνων ο γηραιός άντρας είχε δει το δάσος, σιγά σιγά να αραιώνει. Η ομίχλη που το σκέπασε στις τέσσερις άκρες του, ο φόβος από τη σκοτεινή εκείνη φιγούρα που γυρόφερνε ανάμεσα στα περάσματα, τις κρήνες και τις πηγές του, οι επιθέσεις κατά καιρούς στους έφιππους στρατιώτες του βασιλιά Ζάρεκ, είχαν εξαναγκάσει τους περισσότερους κατοίκους, που άντεχαν να ζουν στην αγκαλιά του, να σηκωθούν να φύγουν. Οι περισσότεροι αναζήτησαν την τύχη τους στην πόλη του Φόριεν. Κάποιοι άλλοι στράφηκαν στα Δυτικά. Η ζωή του Έλνταρ, όλο και δυσκόλευε μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Κάτι που μεγάλωνε τις ευθύνες αλλά και το άγχος του. Εκείνο το βράδυ είχε τακτοποιήσει τα ζώα του, τα είχε ταΐσει, είχε πάρει το γάλα από τα ζωντανά του, είχε κλείσει τους φράχτες στην περίμετρο του κτήματος και το στάβλο και αποσύρθηκε, κουρασμένος πια στο δωμάτιό του. Από νωρίς είχε αφήσει λίγα ξύλα στην εστία του να σιγοκαίγονται. Μπορεί να ήταν Άνοιξη αλλά το βράδυ στο δάσος είχε έντονη υγρασία και η ανάγκη για φωτιά και ζέστη ήταν έκδηλη. Άλλωστε δεν ένιωθε και στα καλά του τελευταία. Τα δύο αυτά χρόνια αμέσως μετά τη φυγή της Αρμάντια, είχαν περάσει από πάνω του αφήνοντας μεγάλες πληγές στην ψυχή του αλλά και πόνο στο σώμα του. Τα χρόνια του είχαν βαρύνει επάνω του χαρακτηριστικά. Τα ένιωθε όλα αυτά και γέμιζε ερωτήματα για μια σειρά αποφάσεις του. Η μοναξιά του είχε γίνει πλέον αφόρητη, μαζί με τη ζωή του. Όσο και αν ακούγονταν παράξενο, του έλειπε πολύ η Αρμάντια. Οι μήνες που έζησε κοντά του είχαν αλλάξει τη ζωή του, της είχαν δώσει ένα νέο σκοπό, μια ζεστασιά, ένα νόημα. Τώρα, όλα αυτά είχαν ξεθωριάσει με τρόπο απελπιστικό.

Το κουρασμένο του κορμί τον εγκατέλειψε αθόρυβα εκείνο το βράδυ. Έμεινε διπλωμένος στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα του, γερμένος στο πλάι. Στο τραπέζι είχε μείνει άδεια η κούπα με το κρασί του λίγο πιο πριν. Και ένας παράξενος ύπνος σκέπασε τα βλέφαρά του. Ύπνος όμως που ήταν τόσο αλλόκοτος. Θορύβους και σκιές από μορφές έβλεπε να ζυγώνουν στο πλάι του. Λίγο πριν μπει στο σπίτι, παράξενες και μεγάλες λάμψεις φεγγοβολούσαν πέρα πίσω στο Βουνό των σκιών.

Μέσα στο λήθαργο από τον κουρασμένο ύπνο του άκουσε τα άλογα να χλιμιντρίζουν έντονα στο στάβλο. Ο ήχος από πατημασιές αλόγου ήταν τελικά εκείνος που τον ξύπνησε. Προσπάθησε να ακούσει τι γινόταν έξω. Τα άλογά του συνέχιζαν να χλιμιντρίζουν ακόμα πιο ανήσυχα. Προσπάθησε να σηκωθεί με κόπο όταν οι πατημασιές του αλόγου σταμάτησαν. Τι μπορεί να ήταν εκείνο που τριγυρνούσε στην σκληρή νύχτα του δάσους; Τέτοια ώρα; Σηκώθηκε φοβισμένος και ανήσυχος. Πήρε το τσεκούρι από την εστία δίπλα του και άρχισε να βηματίζει προς την πόρτα. Άκουσε βήματα έξω από αυτήν. Περπατησιές που σταμάτησαν ακριβώς έξω απ' την πόρτα του. Η αγωνία στην καρδιά του είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Βάσταξε γερά το τσεκούρι στα χέρια του και κινήθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε με μεγάλη προσοχή και αυτό που αντίκρισε μπροστά στα μάτια του τον έκαναν να χάσει τη λαλιά του. Στο άνοιγμα της εισόδου ένα δυνατό λευκοπράσινο φως, τον τύφλωσε ξαφνικά καθώς τον έλουσε στα μάτια. Ρίγος και ανατριχίλα τού προκάλεσε ο μεγάλος επιβλητικός όγκος που ζωγραφίστηκε μπροστά στην πόρτα του. Αυτό που είδε τον έκανε να πετάξει κάτω το τσεκούρι και να ψελλίσει με απίστευτη συγκίνηση.

"Αρμάντια κόρη μου!"

Ναι! Έστεκε μπροστά του, επιβλητική, ανθρώπινη, σίγουρη και ζεστή απέναντί του.

"Έλνταρ... πατέρα μου!" του είπε.

Την ίδια στιγμή, δύο μεγάλες αγκαλιές άνοιξαν για να ενώσουν δύο ανθρώπινα σώματα. Την κρατούσε σφιχτά γεμάτος συγκίνηση.

"Κόρη μου, σε είχα για πεθαμένη... γύρισες!"

Έκανε σαν τρελός, λες και τα χρόνια της νιότης επέστρεψαν μαζεμένα στο κορμί του στην εμφάνισή της. Την αγκάλιαζε, την κοιτούσε και ξανά πάλι. Σαν να προσπαθούσε να χορτάσει κάθε στιγμή και έκφραση, κάθε συναίσθημα.

"Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε ξαναδώ, μετά από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ"

Έμεινε να τον κοιτάζει στο πρόσωπο για να δει την κούραση αλλά και την παραίτηση αποτυπωμένη πάνω του. Την ίδια στιγμή και εκείνος έβλεπε μια άλλη Αρμάντια. Μια γυναίκα με τη μορφή του πολεμιστή. Με το μεγάλο της σπαθί και το θηκάρι περασμένο στη ζώνη της. Το πρόσωπό της ήταν αλλαγμένο. Πιο σφιχτό, πιο αγριεμένο, πιο απόκοσμο. Πέρασαν μέσα στο δωμάτιο χωρίς να θέλουν να χωριστούν. Εκείνη σαν χαμένη κοιτούσε ολόγυρα στο εσωτερικό του σπιτιού σαν να έψαχνε τα δικά της κομμάτια εκεί μέσα.

"Παιδί μου, πού ζεις πες μου" τη ρώτησε.

"Έλνταρ! Ναι! Είμαι ζωντανή... μπορείς να το πεις και έτσι... γύρισα..." κοίταζε γύρω της σαν χαμένη.

"Μετά από αυτό που είδα εκείνη τη νύχτα δεν πίστευα ότι θα το ζήσω, δεν ξέρω... πες μου! Μίλα μου!" την ικέτεψε.

"Θα σου πω Έλνταρ, αλλά δεν είμαι εγώ το θέμα, πες μου σε παρακαλώ πού είναι το παιδί μου;"

Το ερώτημά της ήρθε σαν κεραυνός στον γηραιό Έλνταρ. Δεν περίμενε ότι θα βρεθεί ποτέ μπροστά σε μια τέτοια ερώτηση. Και μάλιστα από τη μάνα εκείνης της ψυχούλας που παραδόθηκε στα δικά του χέρια εκείνη τη μοιραία νύχτα. Σαν να μαζεύτηκε λίγο, λες και μούδιασε με το λόγο της.

"Είναι καλά Αρμάντια! Ησύχασε!" της είπε. Εκείνη όρθωσε το ανάστημά της, έριχνε κάποιες ματιές ολόγυρά της.

"Που είναι; Που την έχεις;"

Ο Έλνταρ βάρυνε απότομα αλλά ξεκίνησε να απαντά.

"Δεν είναι εδώ κόρη μου, δεν την έχω κοντά μου" της είπε. Τον κοίταξε ανήσυχα.

"Που την έχεις; Που είναι; Τι μου κρύβεις γέροντα; Μίλα!" τον ταρακούνησε.

"Η κόρη σου είναι σε καλά και σίγουρα χέρια Αρμάντια..."

"Τι θες να πεις Έλνταρ, την άφησα στα χέρια σου..."

Την κοίταξε κατάματα με όλη του την ωριμότητα και γαλήνη.

"Κάθισε παιδί μου, κάτσε να μάθεις λοιπόν..."

Η Αρμάντια έκατσε δίπλα του αδημονώντας, ο Έλνταρ ξεκίνησε αργά να της μιλά:

"Να κάνει εδώ το μωρό σου τι Αρμάντια; Να μεγαλώσει που; Πως;"

"Τι εννοείς;" τον ρώτησε έντονα.

"Μου ζητάς να μεγάλωνε ένα μωρό παιδί εδώ, από μένα μόνο; Στην καρδιά ενός δάσους που είναι πια βουτηγμένο στην μοναξιά και στην ερήμωση; Αυτό μου ζητάς; Θα ήταν σίγουρος θάνατος αυτός κόρη μου. Δεν με βλέπεις; Βάρυνα πια. Σε λίγο δεν θα μπορώ να φροντίσω μήτε το κουφάρι μου. Πως θα ήθελες λοιπόν να μεγαλώσω την κόρη σου;"

"Που την έδωσες Έλνταρ;" του είπε με ένα βλέμμα κοφτερό στα μάτια.

"Σε δύο υπέροχους ανθρώπους που θα τη μεγαλώσουν όπως πρέπει, σαν παιδί τους αληθινό Αρμάντια..."

"Πως έγινε αυτό; Που τους βρήκες;" τον ρωτούσε με το πρόσωπό της γεμάτο αγωνία.

"Τους βρήκα... τους βρήκα και μίλησα μαζί τους, ώρες πολλές. Και επέτρεψέ μου, η πείρα μου, να ξέρει πολλά περισσότερα από σένα για τους ανθρώπους..."
"Που είναι αυτοί οι άνθρωποι; Που ζουν;"

"Στο Φόριεν Αρμάντια. Εκεί ζουν. Είναι άνθρωποι πλούσιοι, αλλά το κυριότερο ήθελαν ένα παιδί γιατί δικό τους δεν έκαναν και ήταν για αυτούς ένα μεγάλο σημάδι ο ερχομός της στη ζωή τους. Την αγαπούν, την μεγαλώνουν όπως πρέπει. Το ξέρω, το μαθαίνω. Την μεγαλώνουν σαν άνθρωπο και όχι σαν αγρίμι του δάσους που θα ήταν εδώ. Είμαι γέρος Αρμάντια. Δεν έχω ζωή... τι θα γινόταν η κόρη σου εδώ;"

Το βλέμμα της γαλήνεψε μπροστά του. Απλά ένιωσε έντονη τη συγκίνηση σε όλα αυτά.

"Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι Έλνταρ, θέλω να τους βρώ..."

"Όχι τώρα κόρη μου..."

"Τι λες;"

"Όχι τώρα... άσε τη ζωή να μερέψει γύρω μας, άσε να αποφασίσει εκείνη πότε θα γίνει αυτό"

"Δεν σου ζήτησα να την πάρεις Έλνταρ..."

"Άκουσέ με! Έχε μου εμπιστοσύνη... ανήκεις σε άλλους κόσμους Αρμάντια... η φύση σου θα παλεύει ανάμεσα ς' αυτούς. Θα ξεγλιστράς πότε απ' τον έναν στον άλλον. Από το σκοτάδι στο φως. Άφησε να έρθει η κατάλληλη ώρα που θα την δεις. Να είσαι σίγουρη ότι θα γίνει αυτό..."

Τον έπιασε βήχας, έντονος, βασανιστικός. Τρόμαξε που τον ένιωσε έτσι. Τον περιποιήθηκε με λίγο νερό και τον ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Την κοίταξε στα μάτια.

"Τώρα είδες γιατί το παιδί σου είναι στα χέρια που πρέπει; Τώρα κατάλαβες..." Τον κοίταξε με συγκίνηση, εκείνος συνέχισε:

"Μείνε στον κόσμο σου κόρη μου, μόνο που... μην τον αφήσεις να πειράξει τη συνέχειά σου... αυτόν τον κύκλο της κατάρας του σκοταδιού να τον κλείσεις... κράτα το παιδί σου έξω από αυτό. Εκεί που είναι τίποτα δεν θα το αγγίξει"

Έφυγε όπως ήρθε. Στα δικά της μέρη, στα δικά της σκοτάδια. Με δάκρυα και συγκίνηση. Του είπε ότι θα επιστρέψει να τον δει. Πριν χωρίσουν την αγκάλιασε τρυφερά. Ένιωθε πως θα ήταν η τελευταία φορά που το έκανε. Άκουσε με προσοχή τους ήχους από τα βήματά της καθώς απομακρυνόταν. Ο καλπασμός του Άνγκορ μέσα στη νύχτα τάραξε τη σιωπή. Το χλιμίντρισμά του ήταν σαν ύστατος αποχαιρετισμός στο παλιό αφεντικό του. Μπόρεσε να σηκωθεί. Πήγε και έφερε μπροστά στο μεγάλο τραπέζι ένα μικρό βιβλίο. Το άνοιξε αργά, κάθισε. Τράβηξε κοντά του ένα μελανοδοχείο και το άνοιξε. Ήταν ένα ημερολόγιο, δικό του. Των ημερών του, αυτών που ζούσε. Έγραφε με προσοχή τα πάντα! Όλα όσα έγιναν από εκείνη τη μέρα που την έσωσε στη λίμνη του Μπέλουαρ ως τα τρομερά και ανείπωτα γενόμενα τη νύχτα εκείνη με τον Σάγκρος. Αλλά έγραφε και εκείνα που δεν είπε στην Αρμάντια. Για το παιδί της. Για τον τρόπο που γνώρισε το ζευγάρι των ανθρώπων που ενδιαφέρθηκαν να την υιοθετήσουν. Το πως τον πλησίασαν, για την αγάπη τους προς το παιδί και τον ίδιο. Δεν τους είπε ποτέ για τη μάνα του. Δεν θα μάθαιναν και εκείνοι ποτέ ότι η μητέρα του μωρού που υιοθέτησαν κυνηγήθηκε με τρόπο βρωμερό από τον ίδιον τον πατέρα του παιδιού της. Από τον άνθρωπο που είναι σήμερα βασιλιάς στην πόλη τους. Μήτε για την τρομερή της μοίρα. Όμως όλα αυτά τα έγραφε στο ημερολόγιό του αυτό. Κληροδότημα για εκείνον που θα έπεφτε στα χέρια του. Γιατί κάποτε η αλήθεια έπρεπε να βγει στο φως. Λυτρωτική, καθαρτική και δυνατή. Εκείνο που δεν έγραψε ποτέ στο ημερολόγιο αυτό ήταν ποιοι ήταν οι άνθρωποι που υιοθέτησαν την μικρή κόρη της Αρμάντια. Αυτό δεν ήθελε να μαθευτεί από το δικό του χέρι. Το άφηνε να το κρίνει η ίδια η ζωή αύριο. Το έγραφε αργά όλον αυτόν τον καιρό της μοναξιάς του και της περισυλλογής του. Και είχε σχεδιάσει να το αφήσει κάπου κλεισμένο μέσα εκεί για πάντα. Χωμένο λες σε μια κάψουλα του χρόνου, αγγελτήριο μεγάλων γεγονότων και αλλαγών. Ο Έλνταρ ήξερε ότι όλα τούτα δεν ήταν τυχαία γεγονότα. Ένιωθε καλά, εδώ και καιρό, ότι ακολουθούσε μια συγκεκριμένη πορεία που ήταν ορισμένη να φτάσει ως το τέλος.

Ο χρόνος κυλούσε γνώριμα. Το δάσος όλο και βάραινε σε ατμόσφαιρα και γεγονότα. Ο ήλιος έκανε πολλούς κύκλους από την αυγή ως το γέρμα του. Αρκετές εποχές άλλαξαν το χαλί της φύσης. Ο αχός από το βουνό των σκιών ακούγονταν όλο και πιο βροντερός κάποιες άγριες νύχτες. Και η μαύρη σκιά της Αρμάντια καβάλα στον Άνγκορ έγινε κυρίαρχη στο δάσος της λήθης. Σκορπούσε εκείνη τη δική της εκδίκηση ώσπου να ζυγώσει η ώρα της μεγάλης αναμέτρησης όπως ακριβώς όλα είχαν ειπωθεί. "Η μαύρη βασίλισσα να ψάλλει την νεκρική πομπή στην αυλή του πορφυρού βασιλιά".

Ο Αποχαιρετισμός

Στο γύρισμα του αμέσως επόμενου μήνα η Αρμάντια ξαναγύρισε πίσω στο αγρόκτημα του Έλνταρ. Μόλις ζύγωσε, η εικόνα που άρχισε να αντικρίζει την έκανε να σφίξει την καρδιά της. Ερήμωση! Έλειπαν όλα! Το άλογό του, τα ζώα του. Ο αγαπημένος δεύτερος πατέρας της είχε ενημερώσει τον φίλο του τον Μοργκ στο Φόριεν να έχει το νου του γιατί δεν ένιωθε καλά τελευταία. Του είχε χαρίσει τα ζώα που φρόντιζε για να μην πεθάνουν από την πείνα. Η Αρμάντια δρασκέλισε τον φράχτη. Μπήκε στην χορταριασμένη αυλή. Κάποια αγριοπούλια, στη θέα της, έφυγαν απ' τη στέγη του σπιτιού. Τα βρήκε όλα σφαλισμένα και κλειστά. Έκανε το γύρο και το μάτι της στάθηκε απότομα μαζί με την ανάσα της εκεί δεξιά στην αυλή κάτω από το ψηλό δέντρο. Ένας μικρός σωρός από χώμα φραγμένος ολόγυρα με πέτρες. Τα μάτια της με μιας έγιναν υγρά. Κατάλαβε! Έτρεξε προς τα εκεί. Ολόγυρα στο χώμα ήταν βαλμένες όμορφα πέτρες. Στην κορυφή έστεκε μια μεγάλη πέτρα με κρεμασμένη μια μπρούτζινη κούπα για κρασί. Πρόχειρα χαραγμένα γράμματα στις πέτρες το όνομά του.

"Έλνταρ"

Τα δάκρυα που έβρεξαν τα μάγουλά της ήρθαν να της θυμίσουν τα ανθρώπινα και αληθινά της συναισθήματα. Λύγισε τα γόνατά της μπροστά στον τάφο του. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της πάνω στη μεγάλη πέτρα και το χάιδεψε με τρυφερότητα. Έκλαψε γοερά! Με βαθιά οδύνη. Γιατί μ' αυτόν τον άνθρωπο δέθηκε πάρα πολύ. Ήταν μια σιωπηρή σπονδή σε εκείνον που ένιωσε σαν δεύτερο πατέρα της. Και ένιωθε και μια ακόμα βαρύτερη πέτρα να πέφτει πάνω και στη δική της ψυχή.

"Καλό ταξίδι Έλνταρ..." ψιθύρισε, "Θα βρεθούμε ξανά στα πεδία που είσαι γεμάτος φως και όμορφα χρώματα είθε η ψυχή σου να λάμπει για πάντα με την καλοσύνη της"

Σηκώθηκε, πήρε την έξοδο. Λίγο πριν δρασκελίσει την εξώπορτα γύρισε πίσω να ρίξει μια τελευταία ματιά. Ένα ακόμα κομμάτι της καρδιάς της έμεινε για πάντα εκεί. Εκεί που κουβάλησε τη ζωή της, το παιδί της. Ανέβηκε στον Άνγκορ. Εκείνος την υποδέχτηκε με ένα ήρεμο χλιμίντρισμα. Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Ένας μεγάλος αητός πετούσε από πάνω τους ψηλά με ορθάνοιχτα τα φτερά του σαν να τους αποχαιρετούσε. Τράβηξε τα γκέμια, ο Άνγκορ ξεχύθηκε μέσα στο δάσος με φρενήρη καλπασμό. Για μια ακόμα φορά ένιωθε να χάνει κάτι δικό της, ένα ακόμα κομμάτι της ζωής της.

Συνεχίζεται...

Κλείσαμε, αγαπητές φίλες και φίλοι, τον μεγάλο κύκλο στο παρελθόν. Σε όλα εκείνα τα μεγάλα που συγκλόνισαν το Φόριεν και το δάσος έξω απ' την πόλη. Αφήσαμε πλέον την Αρμάντια, εντελώς μόνη. Αντιμέτωπη με τις προσδοκίες που την στοίχειωναν. Και η δράση μας πια, θα μεταφερθεί στο παρόν και σε όσα έρχονται. Προχωράμε λοιπόν. Με την  αγάπη και τη συμμετοχή σας μαζί με την κριτική σας.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro