Κεφάλαιο 23: Στα καμένα ερείπια
Τα στοιχεία που είχε δώσει η Άλφια, η γριά βοηθός του Άλαντ για την Αρμάντια και το παρελθόν, αποδείχτηκαν εξαιρετικά χρήσιμα για να μπορέσει ο Φάρελ, ο συνεργάτης του Άλαντ να βγει στην αγορά να προσπαθήσει να μάθει περισσότερα στοιχεία για εκείνη. Οι προσπάθειές του δεν άργησαν να αποδώσουν καρπούς και βρέθηκαν οι άνθρωποι που έδωσαν κάποιες πληροφορίες για τους γονείς της. Κράτησε με προσοχή τα στοιχεία και εμφανίστηκε μπροστά στον δάσκαλό του. Εκείνος τον καρτερούσε γεμάτος αγωνία. Περίμενε την άκρη από εκείνο το μεγάλο και μπερδεμένο κουβάρι εκείνων των χρόνων.
"Φάρελ, πες μου ότι βρήκες κάτι!" κρεμάστηκε από τα χείλη του με αγωνία. Το χαμόγελο στα χείλη του ΄τον προετοίμασε για τα νέα που του έφερνε. Τον κάλεσε και έκατσαν στα ξύλινα καθίσματα μπροστά στο γραφείο του.
"Δάσκαλε, η γριά Άλφια είχε δίκιο! Έμαθα για τους γονείς της κοπέλας..."
"Μίλα λοιπόν, κρέμομαι απ' το στόμα σου!"
"Όπως μας τα είπε ακριβώς. Οι γονείς της λέγονταν Ιγκόρ και Ρέυντα. Είχε και μια παραμάνα, την Μπρέντα. Χάθηκαν όλοι σε μια νύχτα! Το σπίτι όντως κάηκε εκείνο το βράδυ..."
Ο Άλαντ φάνηκε να απογοητεύεται. Ο Φάρελ τον κοίταξε με απορία.
"Τι έπαθες, γιατί συννέφιασες;"
"Γιατί δεν έχουμε τίποτα πια να μάθουμε για εκείνη, πως θα βρούμε μια άκρη..." απάντησε ο Άλαντ.
"Άκου δάσκαλε, μου είπαν που θα βρούμε το σπίτι της"
"Πως είναι δυνατόν να υπάρχει μετά από τόσα χρόνια;" του είπε.
"Κι όμως υπάρχουν παρατημένα τα ερείπια. Κανείς δεν βρέθηκε να τα αγγίξει..."
Ο Άλαντ σηκώθηκε:
"Μπορείς να πάμε εκεί; Θα το βρούμε;"
"Ναι! Είναι κοντά στα σύνορα της πόλης, νομίζω θα μπορέσω..."
Ο Άλαντ τον κάλεσε να σηκωθεί με ανυπομονησία.
"Σήκω λοιπόν! Τι κάθεσαι! Πάμε, ίσως καταφέρουμε να βγάλουμε κάποια άκρη"
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ξεκίνησαν. Το σπίτι ήταν σε ένα ύψωμα κοντά σε ένα μικρό δάσος. Είχε μια όμορφη θέα από εκεί. Δεν έστεκε πολύ ψηλά αλλά μπορούσες να διακρίνεις πέρα μακρινά τον ορίζοντα σχεδόν σε όλα τα σημεία του. Έφτασαν εκεί με μια άμαξα. Ήταν ένας όμορφος συνοικισμός από σπίτια και μικρά χωράφια ολόγυρά τους διάσπαρτα. Μόλις έφτασαν στα μισά του λόφου ο Φάρελ κράτησε την άμαξα.
"Εκεί είναι στις παρυφές του μικρού λόφου" του έδειξε με το χέρι του. Ο Άλαντ επικέντρωσε την προσοχή του. Στο τελείωμα του λόφου ξεχώριζε. Στη θέα του ένιωσαν την καρδιά τους να σφίγγεται. Σαν κάτι μέσα τους να πονούσε.
"Πάμε" είπε ο δάσκαλος και η άμαξα ξεκίνησε παίρνοντας τον φιδίσιο δρόμο προς τα στερνά του λόφου. Ένας σκούρος όγκος ερειπωμένος μεγάλωνε στα μάτια τους όσο πλησίαζαν προς τα εκεί. Το σπίτι έδειχνε να ήταν κάποτε μεγάλο από την έκταση που έπιανε. Έστεκε καταμεσής ενός κτήματος. Αρκετά δέντρα είχαν ζώσει στην κυριολεξία τα ερείπια όπως μπορούσαν να δουν. Έφτασαν πλέον ακριβώς απ' έξω.
"Σταμάτα εδώ Φάρελ" του είπε. Η άμαξα κοντοστάθηκε. Κατέβηκαν. Ο νεαρός έδεσε τα άλογα. Ο Άλαντ κινήθηκε προς το μέρος που κάποτε πρέπει να ήταν η είσοδος στο μικρό κτήμα. Όλα ήταν ένας σωρός από ερείπια και απομεινάρια θλίψης. Στο εσωτερικό τα πάντα ήταν σκεπασμένα από ξερά και άγρια χόρτα και άπειρους θάμνους, άλλους μεγαλύτερους και άλλους μικρότερους. Ο δάσκαλος προσπάθησε να διαβεί στο εσωτερικό.
"Δεν θα τα καταφέρουμε" τον προειδοποίησε ο Φάρελ. Εκείνος δεν τον άκουσε. Αδιαφορώντας για τα χόρτα και τους θάμνους που αναγκαζόταν να διαπερνά ακολούθησε ένα υποτυπώδες μονοπάτι που πρέπει κάποτε να ήταν η είσοδος προς το σπίτι. Το έβλεπε μπροστά του τώρα γκρεμισμένο. Ελάχιστα ήταν τα ερείπια που είχαν απομείνει. Κάποιοι τοίχοι, κομμάτια από ξύλινα δοκάρια και σιδερένιοι στύλοι. Εκείνο που τους έσφιξε την ψυχή ήταν τα εμφανή σημάδια της φωτιάς που κατέστρεψε τα πάντα εκείνη την ασέληνη νύχτα του φονικού. Τα απομεινάρια των τοίχων έχασκαν μπροστά τους κατάμαυρα και κάποια χοντρά ξύλινα δοκάρια ήταν στις άκρες τους καρβουνιασμένα. Ο Άλαντ ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση, κάτι του έσφιγγε την καρδιά. Μέσα σε αυτό το σπίτι, εκείνη τη νύχτα πέθαναν δύο άνθρωποι. Κάηκαν στη φωτιά.
"Τίποτα από εδώ δεν είναι τυχαίο..." ψέλλισε.
"Άλαντ είπες κάτι;" τον ρώτησε ο Φάρελ που ακολουθούσε. Ο δάσκαλος περιεργάζονταν εξωτερικά τα ερείπια και συνέχισε:
"Νιώθω εδώ την πηγή ενός μεγάλου κακού Φάρελ! Κάτι φρικαλέο γεννήθηκε εδώ. Το νιώθω παντού. Ολόγυρά μας. Στον αέρα, στη γη. Μέσα μας. Σε ολάκερο το Φόριεν. Ακούω τις κραυγές τους φίλε μου, αφουγκράζομαι τον τρόμο τους..."
"Τι πιστεύεις δάσκαλε;" τον ρώτησε ο ακόλουθος του.
"Αυτό που σέρνεται σε τούτη τη γη έχει τη ρίζα του εδώ..." του απάντησε με τον άλλον να ανατριχιάζει.
"Γυρεύετε κάτι άρχοντά μου;"
Η αντρική φωνή τους έκοψε από το παραλήρημα της συγκίνησης στην οποία είχαν περιπέσει. Ένας ηλικιωμένος άντρας έστεκε κοντά τους. Ο Άλαντ γύρισε προς το μέρος του.
"Είστε από εδώ;"
"Ναι, κάθομαι εδώ απέναντι στα σπίτια που βλέπετε"
"Είμαι ο Άλαντ ο δάσκαλος του Φόριεν..." πήγε να πει αλλά ο άλλος τον έκοψε με μια υπόκλιση ευγενείας.
"Σε γνωρίζω σοφέ μου δάσκαλε, όλοι γνωρίζουμε τη μορφή και τη φήμη σου σε τούτο εδώ το μέρος, περισσότεροι εμείς οι παλιότεροι... Είμαι ο Τρόντ, γιος του Μίλας"
"Χαίρομαι που σε γνωρίζω Τρόντ..."
"Μυρίζει θάνατο εδώ δάσκαλε! Θάνατο και πόνο!" του είπε.
"Γνωρίζεις πράγματα για την ιστορία του σπιτιού, Τρόντ;" τον ρώτησε ο δάσκαλος.
"Ναι κάποια πράγματα τα ξέρω, βλέπεις ήμουν νέος όταν έγιναν και τα θυμάμαι καλά, τα έζησα με τα μάτια μου"
Ο Άλαντ με τον Φάρελ κοιτάχτηκαν.
"Που μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα;" τον ρώτησαν.
"Ελάτε στο σπιτικό μου, τιμή μου να σας φιλέψω κάτι με τα καλούδια της γυναίκας μου"
Οι δύο άντρες τον ακολούθησαν με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία. Ένιωθαν ότι βρισκόταν ακόμα πιο κοντά σε πληροφορίες σε σχέση με τα ξεχασμένα εκείνα πρόσωπα στην ιστορία του Φόριεν. Σε λίγο ήταν στο μικρό καθιστικό του σπιτιού του Τροντ. Τους καλοδέχτηκε μια ευγενέστατη κυρία, της οποίας τα γλυκά ήταν υπέροχα. Όταν κάποια στιγμή πέρασαν στο θέμα που τους απασχολούσε ένιωσαν πως ναι! Κάτι σημαντικό έβγαινε. Ο Τροντ τους είπε για την τραγική ιστορία εκείνης της νύχτας με τη φωτιά.
"Πως ξεκίνησε το κακό;" ρώτησε ο Φάρελ.
"Κανείς δεν ξέρει! Όταν το πήραμε χαμπάρι ήταν ήδη αργά. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι, κάηκαν ζωντανοί..."
Συνέχισαν την κουβέντα πάνω σε αυτό το γεγονός ώσπου κάποια στιγμή ο Άλαντ έκανε την ερώτηση.
"Εκείνη η κόρη τους, νομίζω τη λένε Αρμάντια, τι απέγινε;"
Ο Τροντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Φάνηκε σκεπτικός. Άρχισε να μιλά:
"Τραγική ιστορία κι αυτή άρχοντά μου και λέγονται πάρα πολλά..."
"Τι θες να πεις;" τον ρώτησε ο Άλαντ.
"Η κοπέλα έπεσε στη λίμνη του Μπέλουαρ μέσα στο δάσος. Βρήκαν ίχνη και κομμάτια από το αμάξι της. Το άλογό της γύρισε πληγωμένο πίσω εδώ..."
"Εκείνη;" ρώτησε με αγωνία ο Φάρελ.
"Πνίγηκε! Κανείς δεν γλιτώνει από το βάλτο του Μπέλουαρ... όμως..." κόμπιασε.
"Όμως τι;" ρώτησε ο Άλαντ καθώς κρεμάστηκε στο στόμα του.
"Δεν την βρήκαν ποτέ..."
"Μα πως να την βρουν; Στο βάλτο έπεσε έτσι δεν είναι;" τον ρώτησε ξανά.
"Ναι αλλά..."
"Αλλά;"
"Δεν ξέρω... το πράγμα πήρε αλλόκοτη σκέψη. Κάποιοι που ζούσαν μέσα στο δάσος ακόμα και μερικοί περαστικοί δικοί μας, μίλησαν πριν χρόνια για έναν ηλικιωμένο άντρα που ζούσε σε μια καλύβα στο δάσος βαθιά και είχε κοντά μου μια νεαρή κοπέλα..."
Πάλι κοιτάχτηκαν αλλόκοτα ο Άλαντ με τον Φάρελ.
"Τι πιστεύεις εσύ;" τον ρώτησε ο δάσκαλος.
"Είναι άλλο πράγμα αυτό που θα ήθελε η καρδιά μου δάσκαλε και άλλο αυτό που λέει η λογική"
"Τι θες να πεις;" ρώτησε ο Φάρελ.
"Λέγανε φήμες τότε ότι η Αρμάντια ζούσε με εκείνον τον άντρα στο δάσος χωρίς να εξηγούν το γιατί. Κάποιοι ανέφεραν ότι την είχαν συναντήσει στο εσωτερικό του. Όμως... αν η κοπέλα ζούσε, το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν να αναζητήσει τους δικούς της. Θα κινούσε γη και ουρανό να γυρίσει στο σπίτι της. Ποιος ο λόγος να μείνει εκεί;"
"Ναι, έχεις δίκιο..." πρόσθεσε ο Άλαντ.
"Για αυτό σου λέω δάσκαλε. Όλα αυτά μπήκαν στη φαντασία μας. Ίσως να ήταν αυτά που θα θέλαμε να γίνουν και όχι αυτά που έγιναν..." απάντησε ο Τροντ θλιμμένα.
"Ναι, ακριβώς έτσι. Πολλές φορές η φαντασία μας βλέπει και φτιάχνει πρόσωπα και γεγονότα γιατί το θέλει η καρδιά μας. Τους δίνουμε εμείς ζωή, τα κάνουμε θρύλο, τα πιστεύουμε γιατί έχουμε ανάγκη να το κάνουμε" σχολίασε ο Άλαντ.
"Με καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί είπα έτσι..." είπε ο Τροντ.
"Ναι, απλά... ίσως μερικές φορές..." Δεν έδωσε συνέχεια.
Έμειναν για λίγο ακόμα. Στη συνέχεια ευχαρίστησαν το ώριμο ζευγάρι και έφυγαν από το σπίτι τους. Περπάτησαν οι δυό τους στη διαδρομή προς την άμαξα που τους περίμενε. Ο Άλαντ έριξε μια ακόμα ματιά στο καμένο και κατεστραμμένο σπίτι.
"Κανόνισε Φάρελ σε παρακαλώ!"
"Τι δάσκαλε;"
"Αύριο νωρίς πρωί, με το πρώτο φως της μέρας, ξεκινάμε για το δάσος..." του είπε αποφασιστικά. Ο άλλος τον κοίταξε με τρόμο.
"Δάσκαλε; Είσαι στα σωστά σου; Μέσα εκεί κυκλοφορεί ο ίδιος ο θάνατος. Κανείς δεν το τολμά αυτό"
Ο Άλαντ ήταν σαφής.
"Εμείς θα το κάνουμε Φάρελ. Και έχω λόγο να πιστεύω ότι αυτό που φοβάσαι δεν θα μας αγγίξει"
"Και θα κάνουμε τι στο δάσος;"
"Θα ψάξουμε μήπως βρούμε κάτι, το σπίτι εκείνου του άντρα που ανέφερε ο Τροντ"
Ο Φάρελ κοίταξε τον δάσκαλο με ένα ύφος που μαρτυρούσε απορία αν εκείνος ήταν στα λογικά του.
"Δάσκαλε πιστεύεις ότι η Αρμάντια έζησε;"
Ο Άλαντ γύρισε πάλι προς το μέρος του. Με μάτια που έλαμπαν αποκρίθηκε.
"Ναι Φάρελ! Μόνο που δεν ξέρω πως ακριβώς μπορεί να είναι αυτό το είδος της ζωής της. Αυτό δεν το ξέρω!"
Συνεχίζεται...
Το ταξίδι στο δάσος για την αναζήτηση στοιχείων που θα είναι χρήσιμα στην έρευνα του Άλαντ έχει πια δρομολογηθεί. Το άγνωστο τους περιμένει. Τα μεγάλα μυστικά του δάσους καλά κρυμμένα περιμένουν τους επισκέπτες τους. Η υποδοχή θα είναι άραγε φιλική; Στο κεφάλαιο που ακολουθεί οι απαντήσεις. Σας περιμένω με χαρά και αγωνία.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro