Κεφάλαιο 19: Συμφωνία
Ένιωθε στο κεφάλι της μια πρωτόφαντη ζάλη. Λες και κάποια δυνατή μέθη την είχε τυλίξει. Δυσκολεύονταν να καταλάβει τη θέση του σώματός της. Πονούσε παντού και η ανάσα της έβγαινε δύσκολα . Τα άκρα της ήταν μουδιασμένα. Καθώς ο χρόνος έτρεχε άνοιξε τα μάτια της. Ένα σκοτεινό περιβάλλον ήταν αυτό που έπεσε στα μάτια της ως πρώτη εικόνα. Εκείνο που την εντυπωσίαζε ήταν η απόλυτη σιωπή. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να επανέρχεται η όρασή της. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ψηλά ένας πελώριος θόλος πέτρινος γεωμετρικά σχεδιασμένος σε οκτάγωνο με ψηλές και έντονες γωνίες. Στην κορυφή ξεχώριζε αχνά ένα παράξενο σχήμα αποτυπωμένο-ζωγραφισμένο σε ψηφίδες πάνω του. Κάπου το ήξερε αυτό το σχέδιο, ήταν σίγουρη. Αλλά η κατάστασή της δεν της άφηνε τέτοια περιθώρια. Προσπάθησε να δυναμώσει λίγο ακόμα την ένταση της όρασής της για να μπορέσει να δει. Ένιωσε να ανατριχιάζει σύγκορμη καθώς συνειδητοποίησε ότι ταίριαζε απόλυτα με το σημάδι που κουβαλούσε χρόνια στο στήθος της.
Άρχισε να συνειδητοποιεί τα πάντα. Καθώς αποκτούσε επαφή με τους μυς του σώματός της και το μούδιασμα αποχωρούσε, διαπίστωσε ότι βρισκόταν πάνω σε ένα πέτρινο ικρίωμα που έστεκε σαν βωμός στο κέντρο ενός πανύψηλου κτιρίου. Εμφανές ήταν το πέρασμα του χρόνου από κάθε κομμάτι του. Οι οκτώ πλευρές του θόλου κατέληγαν σε αντίστοιχα οκτώ μεγάλα πέτρινα τόξα που κατέβαιναν επιβλητικά προς τα κάτω. Σε κάθε ένα από αυτά υπήρχε και ένα μεγάλο άνοιγμα από το οποίο προσπαθούσε να μπει φως. Άγγιζαν το έδαφος και σχημάτιζαν αντίστοιχα ένα οκτάγωνο πολύ μεγαλύτερο από αυτό του θόλου. Ολόγυρα στις πλευρές ήταν αντίστοιχα πέτρινα ανάκλιντρα. Ψηλά σε κάθε πέτρινο τόξο ήταν στερεωμένες μεταλλικές βάσεις με ισάριθμους αναμμένους πυρσούς. Το παιχνίδισμα από τις φλόγες έστηνε έναν τρελό χορό από σκιές σε όλο τον τεράστιο χώρο. Ένιωθε απόλυτο δέος από όλο αυτό που έχασκε γύρω της ισοπεδωτικά. Εκείνο όμως που την ξάφνιαζε ήταν η αίσθηση που είχε. Όλα ξαφνικά επανήλθαν στη μέχρι τώρα απονεκρωμένη σκέψη της. Όλα έμπαιναν σε κίνηση μέσα της. Ένιωσε έντονους πόνους σαν κάτι ξένο να κυλούσε μέσα στο αίμα της, κάτι διαφορετικό. Θυμήθηκε κάθε λεπτομέρεια αυτών που είχαν γίνει στο δάσος. Τους πόνους της γέννας της, το κάλεσμα του Σάγκρος, τη φυγή της, τον ερχομό του παιδιού της στον κόσμο. Του μικρού κοριτσιού της. Θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το μικρό του κορμί και το πρόσωπό του. Ύστερα τον Έλνταρ και τον αγώνα του να την γυρίσει πίσω. Ρίγησε. Δάκρυσε. Ένιωσε παντελώς γυμνή και άδεια. Αμέσως την ίδια όμως στιγμή διαπίστωσε μια απρόσμενη και ανυπολόγιστη συσσωρευμένη δύναμη μέσα της. Δύναμη σωματική μαζί με μια οξύνοια και διαπεραστικότητα στη σκέψη και στις αισθήσεις της.
Τρόμαξε ξαφνικά από ένα έντονο λαμπύρισμα που έβγαινε μέσα από τις μεγάλες στοές που οδηγούσαν στο κέντρο του κτιρίου. Ένα λαμπύρισμα που συνοδευόταν από υπόκωφη βουή που ταρακουνούσε το έδαφος σαν σεισμός κάτω από τα πόδια της ταράζοντας συθέμελα το κτίριο. Ύστερα, αυτό το λαμπύρισμα έγινε ένα σύννεφο ομίχλης που φωσφόριζε μπροστά της. Τότε είδε τη μορφή του να σχηματίζεται απέναντί της αργά-αργά. Ξεκίνησε από μια άμορφη σκιά και έπαιρνε τη μορφή ενός νέου άντρα. Ήταν ψηλός, επιβλητικός, με δεμένη κορμοστασιά. Είχε μακριά μαλλιά ελεύθερα στους ώμους του, φορεσιά πολέμου, χωρίς όμως να κρατά κάποιο όπλο στα χέρια του. Το βλέμμα του ξέφευγε από τα ανθρώπινα όρια. Αυτό ήταν που την ανατρίχιαζε. Τα μάτια του δεν ήταν αυτού του κόσμου. Ένα παράξενο φως διαχέονταν προς τα έξω από τις δύο κόγχες τους. Πλησίασε κοντά της με μεγάλα βήματα. Κάρφωσε το βλέμμα του επάνω της, ένιωθε να την καίει ολάκερη. Λες και μια φλόγα έβγαινε από τα μάτια του και έκαιγε τα πάντα εκεί που έπεφτε.
"Που βρίσκομαι;" κατάφερε να τον ρωτήσει απορώντας για τη δύναμη του θάρρους της.
Την κοίταξε με ύφος τυλιγμένο στην αλαζονεία και την έπαρση.
"Καλώς όρισες Αρμάντια, κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα στον ακρόπυργο της Κράγια" της απάντησε με φωνή αλλόκοτη, παράξενη. Την έλεγες αργή, συρτή, βραχνή, εντελώς παραμορφωμένη. Μισή ανθρώπου και μισή θηρίου.
"Ποιος είσαι εσύ;" του είπε καθώς είχε ήδη σηκωθεί και στήριζε το σώμα της στην άκρη του ικριώματος. Έκανε πολύ αργά κάποια βήματα κυκλικά γύρω της χωρίς να αφήσει το βλέμμα του από το δικό της.
"Έχεις το μοναδικό και σπάνιο για θνητούς προτέρημα να στέκεσαι μπροστά στον Σάγκρος, τον πρίγκηπα της Κράγια. Αυτήν του την όψη και μορφή που στέκεται μπρος σου, τρεις μόνο όμοιοί σου είχαν την τύχη να δουν στο πέρασμα των αιώνων" ακούστηκε η ανατριχιαστική φωνή του.
"Ένιωθα το κάλεσμά σου καιρό τώρα... πρώτα στο κορμί μου...", έβαλε το χέρι στο στήθος της, "...και μετά στο μυαλό μου..."
"Ήσουν η εκλεκτή εδώ και χρόνια..."
"Εκλεκτή;" γέλασε πικρά γεμάτη πίκρα, "Εκλεκτή σε κάτι εγώ; Τι ειρωνεία!..."
"Ήσουν αυτή που έπρεπε. Για την αποστολή σου..."
"Ξέρεις για μένα;" τον ρώτησε λες και ήταν δασκαλεμένη για καιρό πριν για αυτήν τη συνάντηση.
"Τα πάντα!" της είπε, "Κάθε σου λεπτομέρεια, από τότε που γεννήθηκες και το κουβαλάς..."
"Για ποιο πράγμα μιλάς;" τον ρώτησε καθώς έσφιγγε τα χέρια της στο στήθος της.
"Ξέρεις πολύ καλά!" απάντησε.
Τον κοίταξε σκληρά, μέσα της δεν μπορούσε να καταλάβει που εύρισκε τέτοια αποθέματα δύναμης και αυτοπεποίθησης.
"Μία αποστολή έχω! Για ένα πράγμα διψάει η καρδιά μου!" του είπε με μίσος στην έκφρασή της. Εκείνος γέλασε. Στο γέλιο του αναταράξεις έντονες έζωσαν το χώρο. Λάμψεις και φλόγες τύλιξαν παράξενα το σώμα του χωρίς να το πειράζουν καν. Και όπως ήρθαν έτσι χάθηκαν.
"Αυτό είναι που νομίζεις εσύ... οι δικές μου προσμονές όμως είναι άλλες..."
"Τι θες να πεις;"
"Στον άχρονο κόσμο... εκεί σε περίμενα..."
"Για ποιο λόγο;"
"Δεν είναι ώριμη η στιγμή να μάθεις"
"Είμαι εδώ μόνο για να λυτρώσω το μίσος μου..." του είπε.
"Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για αυτή σου την αίσθηση και αυτό που κρύβεις μέσα σου, αυτό είναι που θέλω, για αυτό διψάω..." της είπε χαιρέκακα.
"Άρα ξέρεις και την πηγή του"
"Φυσικά..."
"Και τι θα κάνεις;"
"Θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα σε βοηθήσω να ολοκληρώσεις αυτό που καίει την καρδιά σου, αυτό που κυκλοφορεί στο αίμα σου όλον αυτόν τον καιρό..."
"Και το αντάλλαγμα;"
Ξανά κρότοι και αναλαμπές τάραξαν τα πάντα γύρω του τυφλώνοντας την Αρμάντια. Ακούστηκε η φωνή του:
"Είσαι δική μου... κομμάτι της δικής μου επιθυμίας... αυτό σου αρκεί προς στιγμή... Θα έρθει η ώρα που θα ζητήσω και εγώ το δικό μου αντάλλαγμα"
Δεν μίλησε. Έδειξε σιωπηρά να συναινεί.
"Θαυμάσια..."της είπε, "Θεωρώ τη σιωπή σου ως αποδοχή της πρότασης... Πρόσεξε! Δεν υπάρχει γυρισμός από εκεί μετά"
Επιστράτευσε όσο περισσότερο θράσος και θάρρος για να προχωρήσει στην επόμενη ερώτηση.
"Από ποιους κόσμους έρχεσαι;" τον ρώτησε.
"Να μια ενδιαφέρουσα ερώτηση κόρη του Ιγκόρ"
Έκανε μια στροφή γυρίζοντας την πλάτη του σε εκείνη, πάντα στην ίδια κατάσταση.
"Ακολούθησέ με λοιπόν..."
Αναγκαστικά το έκανε. Η μορφή του σύρθηκε μέσα σε διάφορες ανταύγειες και καπνούς, προς το βάθος της αίθουσας. Διέτρεξαν όλο της το μήκος από το κέντρο. Βάδισαν στην μία έξοδο του οκταγώνου, πέρασαν μέσα από ένα πέτρινο τόξο. Φάνηκαν μπροστά κάποια μεγάλα σκαλιά σαν σπείρα που κατέβαιναν κάτω στη γη. Μια σκάλα πλατιά πέτρινη κατέβαινε σχεδόν κάθετα προς τα κάτω. Δεξιά και αριστερά της, πανύψηλοι τοίχοι με πυρσούς αναμμένους. Κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα πλάτωμα. Μια μικρή αίθουσα που δεν οδηγούσε πουθενά. Στον τοίχο ανάμεσα σε δύο πυρσούς ήταν ένα μεγάλο ικρίωμα. Η μορφή του Σάγκρος άνοιξε άξαφνα με μιας τα χέρια της σε πλήρη έκταση. Η Αρμάντια, που ήταν πια δίπλα του, ένιωσε τη γη να τρέμει και ένα μεγάλο κομμάτι του πέτρινου τοίχου απέναντι άρχισε να περιστρέφεται αλλάζοντας πρόσοψη. Στο μπροστινό μέρος ήρθε ένας μεγάλος καθρέφτης κλεισμένος σε μια κορνίζα από κρυστάλλους του βουνού αλλά με έντονα τα σημάδια των χρόνων και της φθοράς πάνω του. Ο Σάγκρος άπλωσε τα χέρια του μπροστά και ξαφνικά στον καθρέφτη άρχισαν να εμφανίζονται λάμψεις. Της έκανε νόημα με το χέρι του.
"Ζήτησες να δεις από ποιους κόσμους έρχομαι... Αν έχεις το κουράγιο να δεις, εμπρός λοιπόν, κοίτα!" της είπε αφήνοντάς την να περάσει μπροστά.
Η Αρμάντια εκστασιασμένη έκανε κάποια βήματα και στάθηκε μπροστά στον πανύψηλο καθρέφτη. Εκείνος άρχισε ξαφνικά να αναταράζεται. Μια παράξενη κιτρινωπή ομίχλη έβγαινε από το εσωτερικό του ενώ όλα μέσα του πήραν ζωή. Μπορούσε σταδιακά να αρχίζει να βλέπει το χρόνο να κυλά πίσω στους αιώνες, στα άναρχα εκείνα χρόνια άλλης εποχής. Είχε φτάσει πίσω στα χρόνια του βασιλείου της Κράγια και του βασιλιά Ράνουλφ.
"Που είναι εκεί;" ψέλλισε.
"Στο βασίλειο της Κράγια, στην άκρη της θάλασσας της Ουτόλια πίσω από αυτό το βουνό" άκουσε το βρυχηθμό του πίσω της.
Όλα άρχισαν να "ζουν" ξανά μέσα στον καθρέφτη. Το παλιό βασίλειο, ο Ράνουλφ, η πρώτη του γυναίκα, ένα νεαρό αγόρι. Ύστερα η φυγή της. Χρόνια μετά μια άλλη γυναίκα. Με τρόμο αναγνώρισε στο πρόσωπο του δολοφόνου τον ίδιο όπως είχε παρουσιαστεί μπροστά της. Τον είδε να πνίγει τον νεαρό αδελφό του στην κούνια του, ύστερα να βιάζει την ίδια τη μητριά του, άκουσε τα φριχτά λόγια της κατάρας της να δέρνουν αλύπητα το κορμί του και λίγο πριν τα δάχτυλά του σπάσουν το λαιμό της, να βλέπει το σώμα του να αποσυντίθεται σε κάτι αποτρόπαιο. Ήταν γεμάτη αποτροπιασμό για το πλάσμα εκείνο του δόλου και του θανάτου. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα μούσκευαν το κορμί της.
Τότε ήταν που ένιωσε μια καυτή ανάσα, σαν φωτιά, στον αυχένα της. Άκουσε τη φωνή του τόσο κοντά της που ανατρίχιασε. Της μίλησε ακριβώς τη στιγμή που τα χέρια του έπνιγαν την όμορφη μητριά του, την Όριελ με το τόσο ευγενικό πρόσωπο.
"Ήταν ακριβώς σαν εσένα..." της ψιθύρισε σαν τον θάνατο στον αυχένα της από πίσω, "της μοιάζεις τόσο πολύ.... Δεν το βλέπεις;..." της είπε. Αμέσως ένιωσε δύο χέρια να την πιάνουν απ' το λαιμό από πίσω της. Δύο χέρια με σκισμένο το ένδυμα γεμάτο χώμα και σκόνη, με το δέρμα ξεφτισμένο να κρέμεται σάπιο. Γύρισε απότομα σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί απ' τη θανάσιμη αυτή λαβή. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να πεταχτεί μακριά του από ανείπωτο τρόμο. Ένα σώμα σε αποσύνθεση εντελώς παραμορφωμένο να στέκει πλάι της. Ήταν ο ίδιος σε μια άλλη μορφή. Σκέπασε τα μάτια της με το ένα της χέρι καθώς βρήκε στήριγμα στον απέναντι τοίχο. Η μορφή τυλίχτηκε πάλι σε φλόγες και λάμψεις και σε επόμενο χρόνο ήρθε πάλι στην προηγούμενη όψη της. Τώρα την κοιτούσε με ένα μοχθηρό ειρωνικό χαμόγελο.
"Τώρα ξέρεις ποιον έχεις μπροστά σου. Συμπύκνωσες σε ελάχιστο χρόνο ένα πέρασμα αιώνων στο θόλο των ουρανών. Εδώ είναι η κατοικία μου Αρμάντια, η πύλη ανάμεσα στους κόσμους. Όλα θα αλλάξουν μορφή και όλα θα ζουν για να αντικρίσουν το λόγο της παραμονής σου. Θα νιώσεις μέσα σου δύναμη και σκληρότητα που δεν είχες ποτέ σου διανοηθεί, θα ξέρεις να πολεμάς, θα γίνεις μια φονική μηχανή, γιατί αυτό ζήτησες. Και να ξέρεις ότι η πύλη σε τούτον εδώ τον πύργο ανοίγει μια νύχτα κάθε είκοσι εννέα μέρες. Την νύχτα με το απόλυτο σκοτάδι. Την νύχτα χωρίς φεγγάρι. Τότε και μόνο τότε ανοίγει η είσοδος για να επικοινωνεί στο πέρασμα των χρόνων. Καλώς ήλθες λοιπόν Αρμάντια στον κόσμο των σκιών..."
Κάτι έλαμψε σαν σκέψη στο μυαλό της.
"Αυτό το σχέδιο στο θόλο ψηλά τι είναι;" τον ρώτησε.
Την κοίταξε διερευνητικά και καχύποπτα.
"Αφού γνωρίζεις γιατί ρωτάς;" της απάντησε.
"Μπορεί να το κουβαλάω στο κορμί μου αλλά δεν ξέρω"
"Το σημάδι του Άζερον"
"Ποιος είναι αυτός;"
"Γιατί τόσες ερωτήσεις;"
"Θέλω να ξέρω..."
"Μια υπέρτατη χθόνια δύναμη που ζει στα σκοτάδια της γης. Τρέφεται απ το μίσος και την κακία. Από αυτήν αντλούμε τη δύναμή μας. Διαιωνίζεται μέσα από μας... τους καταραμένους!"
Τα μάτια του γέμισαν άξαφνα φωτιά στην τελευταία του λέξη, τα μαλλιά του ανέμισαν πύρινα ενώ συνέχιζε:
"Είμαστε οι εκλεκτοί του σκοταδιού Αρμάντια, της άλλης πλευράς του κόσμου..."
Έτσι η νεαρή κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα, την μεγάλη νύχτα της ζωής της που έγινε μάνα, την ίδια αυτή νύχτα κίνησε το μεγάλο της ταξίδι σε αυτό, για το οποίο ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς της αποζητούσε. Την επιστροφή της στο βασίλειο του Φόριεν. Για να λύσει μια για πάντα τους λογαριασμούς της με τον άνθρωπο εκείνο που έβαλε σε κίνηση όλα τούτα. Η νοσηρή ατμόσφαιρα του φόβου και της αγωνίας που θα σκέπαζε το δάσος είχε ξεκινήσει. Πολλά θα περνούσαν στη λησμονιά εκεί. Η παλιά του αίγλη, η ομορφιά της φύσης. Έξω από το απόκοσμο αυτό ερειπωμένο κάστρο το σκοτάδι έπεφτε βαθύ. Άγρια ουρλιαχτά λύκων έφταναν ως εκεί κάτω από το πέρασμα με το δικό τους όνομα. Κάποιες κουκουβάγιες έστελναν το δικό τους τραγούδι ενώ οι νυχτερίδες ήδη κούρσευαν με τον τρόπο και την παρουσία τους κάθε πόρο ζωής.
Συνεχίζεται...
Φτάσαμε λοιπόν και στο πως το όμορφο δάσος του Φόριεν έγινε, σε μια και μόνο νύχτα, το δάσος της λήθης. Η Αρμάντια δίνει τον εαυτό της, την ψυχή της σε μια συμφωνία με το τερατώδες καταραμένο πλάσμα του βουνού. Από εκείνη την ώρα ξεκινά η μεγάλη και μαρτυρική της πορεία μέσα στο χρόνο. Έτσι όπως θα την δούμε να πορεύεται, ένα μοναχικό πλάσμα στη συνέχεια. Με ένα και μόνο στόχο. Την τιμωρία εκείνου που πήρε τις ζωές όλων.
Σημείωση: Όλες οι εικόνες που χρησιμοποιούνται στην ανάρτηση κεφαλαίων, προέρχονται από το διαδίκτυο. Αποτελούν αυστηρά πνευματική ιδιοκτησία των δημιουργών τους και παρατίθενται εδώ μόνο για εικονική βοήθεια στον αναγνώστη. Ουδεμία εμπορική ή άλλου είδους εκμετάλλευση γίνεται σε αυτές.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro