Κεφάλαιο 18β: Οι μέρες που άλλαξαν όλα ΙΙ
Ένα παράξενο σκούρο πούσι είχε πέσει από την αυγή εκείνης της μέρας. Λες και ο ήλιος στο δάσος είχε ξημερώσει με διαφορετική διάθεση. Από το μακρινό βορρά, μια αγριωπή γραμμή με σκούρα σύννεφα στεφάνωνε, σαν μαύρη κορώνα, τον ουρανό. Που και που ένας παράξενος άνεμος φυσούσε μέσα στο δάσος κάνοντας τα δέντρα να λυγάνε στην πνοή του.
Η Αρμάντια είχε εδώ και πολλές μέρες μπει στο μήνα της γέννας. Το γεγονός που σημάδευε τη ζωή της έφτανε η ώρα να ολοκληρωθεί και το παιδί που ζούσε στα σπλάχνα της να βγει στο φως τούτου του κόσμου. Αλλιώς είχε ονειρευτεί αυτές τις στιγμές. Από νεαρή έφηβη, έχοντας μάθει τα πρώτα βήματα της ζωής μιας γυναίκας, έπλαθε όμορφα όνειρα στην καρδιά της για τη στιγμή που θα έφερνε στη ζωή το πρώτο της παιδί. Το δικό της παιδί. Ένα όνειρο που έφερνε κοντά της, σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, τον άντρα που θα έστεκε δίπλα της. Εκείνον που θα αγαπούσε και θα ήταν ο σύντροφος της ζωής της. Ο πατέρας του παιδιού της. Το δικό τους δημιούργημα. Ο καρπός του έρωτά τους. Ότι πιο όμορφο στην αγάπη δύο συντρόφων.
Πόσο έξω έπεσε σε όλα αυτά! Όλα κατέρρευσαν γύρω της με πάταγο. Ο άντρας του οποίου ο καρπός ρίζωνε μέσα στα σπλάχνα της όχι μόνο δεν στεκόταν δίπλα της για να της κρατήσει το χέρι αυτή την ώρα αλλά την απαρνήθηκε με τον πιο ιταμό τρόπο. Και δεν έφτασε μόνο στην απόρριψη, στο διωγμό, στο χωρισμό. Επέλεξε να την σκοτώσει! Να της αφαιρέσει τη ζωή. Αυτήν, που τόσο απλόχερα του έδωσε χωρίς αναστολές με περισσή αφέλεια. Και πάλι το αίμα της δεν του αρκούσε. Άπλωσε το δίχτυ του θανάτου σε ολάκερη την οικογένειά της. Ο Πατέρας και η παραμάνα της κάηκαν ζωντανοί από τους φονιάδες που όπλισε και καθοδήγησε το χέρι του ...πατέρα του παιδιού της. Αν είναι δυνατόν! Πως να διαχειριστεί μια τέτοια αντίφαση μέσα της! Πως να αποδεχτεί συναισθηματικά αυτήν την ιδιότητα. Πόση υπέρβαση έπρεπε να κάνει.
Τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης η Αρμάντια ένιωθε πλέον να "μην είναι εκεί". Να μην ανήκει στους αρμούς αυτού του κόσμου. Μια μαύρη σκιά ήδη την είχε αγκαλιάσει και είχε καταλάβει ότι οι δεσμοί που την κρατούσαν εδώ είχαν πια σχεδόν διαλυθεί. Από το πρωί είχε καταλάβει τα μηνύματα που της έδινε το κορμί της. Όλα οδηγούσαν ότι σήμερα θα γεννούσε. Και μετά το μεσημέρι το ένιωσε ακόμα πιο έντονα. Ο Έλνταρ είχε φύγει για λίγο, όχι μακριά, για να φέρει κάποια εφόδια στο σπίτι. Ήταν μόνη της. Ο ήλιος προσπαθούσε να μεσουρανήσει προς το μεσημέρι αλλά τα μαύρα σύννεφα απειλητικά είχαν ανέβει για τα καλά στον ουρανό πάνω απ' το δάσος. Μια περίεργη σιωπή ανάμεσα στα δέντρα έδινε την εικόνα μιας παράξενης αναμονής για κάτι αλλόκοτο. Προς το απόγευμα όλα άλλαξαν έντονα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει για τα καλά. Στο Βορρά χαμηλά ανάμεσα στο δάσος παράξενες λάμψεις έκαναν την ατμόσφαιρα τρομακτική. Η Αρμάντια ένιωσε να φοβάται για αυτό που ερχόταν. Μέσα της σαν να ήξερε το κάλεσμα που πλησίαζε αλλά η ανησυχία της δεν ήταν για την ίδια αλλά για τη ζωή μέσα της. Τότε ήταν που την έπιασαν οι πόνοι πιο έντονα. Όλα είχαν μπει πια στην τελική ευθεία. Μια έντονη ανατριχίλα απλώθηκε σε όλο της το κορμί και αυτό που την πλησίαζε κάλπαζε κοντά της.
Ένας παράξενος αγέρας είχε ήδη σηκωθεί ξαφνικά στο δάσος. Τα δέντρα πήραν σκούρο χρώμα. Η γη άρχισε να τρέμει ξαφνικά σε παράξενους ρυθμούς. Μια αρρωστημένη ομίχλη αιώνων σερνόταν ανάμεσα σε κάθε πέρασμα ζυγώνοντας το σπίτι. Ο Έλνταρ είχε τελειώσει τον εφοδιασμό του με το κάρο του και βλέποντας τα γενόμενα, άρον-άρον, πήρε το δρόμο του γυρισμού όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει φόβο και πανικό καθώς έβλεπε τι γινόταν ολόγυρά του. Η σκέψη του πήγε στην Αρμάντια. "Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνη σήμερα..." σκέφτηκε δυνατά καθώς καλούσε τον Φέοντορ, το άλογό του, να σύρει όσο γινόταν πιο γρήγορα το κάρο. Καθώς πλησίαζε προς το σπίτι όλα στη φύση γύρω του είχαν ντυθεί με ένα χρώμα θανάτου. Λες και ένα χέρι άρχισε να ντύνει τη φύση ολόγυρα. Παράξενοι κρότοι και λάμψεις αντιφέγγιζαν έντονα στο βάθος κοντά στο σπίτι του. Προσπαθούσε να ελέγξει τον τρόμο του απέναντι σε αυτό που δεν είχε ζήσει ποτέ του και δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Είδε μπροστά του την μεγάλη αυλή στο κτήμα του. Όλα ήταν τυλιγμένα σε παράξενες λάμψεις που φωσφόριζαν στο δάσος. Η γη έτρεμε, ο αγέρας σήκωνε με λύσσα ότι μπορούσε από το χώμα.
"Αρμάντια!" φώναξε με όλη του τη δύναμη.
Η Εξώπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή στο κτήμα. Έφτασε, πέρασε το κατώφλι και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Ο χαλασμός ολόγυρά του δυνάμωνε.
"Αρμάντια!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά. Ο πανικός του έγινε ακόμα μεγαλύτερος όταν είδε ότι ο Άνγκορ, το άλογο έλειπε μαζί με την κοπέλα. Άρχισε να ουρλιάζει απ την αγωνία. Δεν ήξερε που να πάει, σε ποια κατεύθυνση. Έλυσε τα γκέμια βιαστικά από το κάρο και πήρε το άλογό του. Από ένστικτο τράβηξε προς το Πέρασμα του γκρίζου λύκου. Παρά το ότι ήταν πρώιμο σούρουπο, όλα γύρω είχαν σκοτεινιάσει σαν να είχε πέσει ο ήλιος. Ο χαλασμός όλο και μεγάλωνε και με απίστευτη δυσκολία μπορούσαν, με το άλογό του, να προχωρούν. Ακολούθησε τη λάμψη ίσια μπροστά του που έδειχνε ανταύγειες από φωτιά. Φώναζε απελπισμένα το όνομά της. Ανέβηκε ακόμα προς τα πάνω στο μονοπάτι και τότε στη στροφή το είδε!
Ο Φέοντορ σηκώθηκε πανικόβλητος στα δυό του πόδια και μόλις μετά βίας ο Έλνταρ κατάφερε να πέσει κάτω χωρίς να γκρεμοτσακιστεί. Απέναντί του έβλεπε κάτι που κανένα ανθρώπινο μάτι δεν το είχε μέχρι τώρα περιγράψει. Και αυτό που έβλεπε ήταν έξω από κάθε λογική, έξω από αυτό που μπορούσε να αντέξει.
Ένα τεράστιο ανθρώπινο μόρφωμα στέκονταν ολόρθο μπροστά του. Το σώμα του ήταν ακαθόριστο αλλά έμοιαζε με αντρική μορφή. Το κορμί του έχασκε ξεφτισμένο με τα κομμάτια από το δέρμα του να ανεμίζουν σαν κουρέλια σκισμένα. Σε όλα του τα τεράστια άκρα, φλόγες πύρινες έκαναν γλώσσες σαν να πυρπολούσαν όλο του το σώμα. Και στο πρόσωπό του, αποτυπωμένη η απόλυτη έκφραση του τρόμου. Δέρμα καμένο και τα δυό του μάτια στις κόγχες του ξερνούσαν φωτιά. Τα μαλλιά του σαν θαλάσσια φύκια ανέμιζαν ανατριχιαστικά στη θύελλα που είχε ξεσπάσει. Ο Έλνταρ ήταν αντιμέτωπος με το πέρασμα και την συνάντηση των χρόνων μπροστά στα έντρομα μάτια του. Απέναντί του ήταν ο Σάγκρος! Ακίνητος, ασάλευτος.
Τα μάτια του έπεσαν στο χώμα λίγο πριν την εικόνα της καταραμένης εκείνης μορφής. Στην άκρη σε ένα βράχο έστεκε ξαπλωμένη γυρτή η Αρμάντια! Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και το πρόσωπό της μουσκεμένο στο κλάμα. Στην αγκαλιά της, στα χέρια της κρατούσε, ναι! Ένα μωρό! Το νεογέννητο παιδί της. Το κρατούσε σφιχτά ως το πιο πολύτιμο πετράδι της σκληρής ζωής της. Λες και το νανούριζε με ένα παράξενο τραγούδι. Εκεί στα πόδια σχεδόν του Σάγκρος.
"Αρμάντια! Να σε πάρω να φύγουμε, έρχομαι κόρη μου" βρυχήθηκε ο Έλνταρ αλλά με μια κίνηση του χεριού του η άναρχη εκείνη μορφή έστειλε κατά πάνω του ένα παράξενο κύμα ώθησης που τον έριξε άτακτα κατά γης. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα κατάφερε.
"Έλα κόρη μου! Προσπάθησε!" της είπε μια ακόμα φορά.
Το πλάσμα κινήθηκε σηκώνοντας ολόγυρά του έναν ορυμαγδό ενέργειας και βοής. Η Αρμάντια γύρισε προς το μέρος του με απίστευτο θάρρος.
"Σταμάτα!" ούρλιαξε, "Εμένα θέλεις! Εγώ θα έρθω κοντά σου. Εγώ γύρεψα τη δύναμή σου! Εγώ είμαι δική σου!"
Ο Έλνταρ δεν πίστευε στα μάτια του, η Αρμάντια συνέχισε στους βρυχηθμούς του πλάσματος.
"Άφησέ τον, μην τον αγγίξεις!"
Σηκώθηκε στα πόδια της. Κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της πλησίασε τον Έλνταρ.
"Πατέρα μου! Πάρε το παιδί μου! Στα χέρια σου.... Εμένα ξέχασέ με, εδώ ανήκω πια, είμαι κομμάτι της δύναμής του. Στο δρόμο για την εκδίκησή μου. Αυτό είναι το τίμημα της επιστροφής μου σε εκείνους που κατέστρεψαν τη ζωή μου Έλνταρ. Για αυτό το σκοπό θα ζω πια. Να γλιτώσω το παιδί μου τουλάχιστον. Ξέρω ότι το αγαπάς και θα το φροντίσεις σαν εγγόνι σου... πάρτο αγαπημένε μου..."
"Τι είναι αυτά που μου λες παιδί μου; Δεν είσαι εσύ που μιλάς. Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς;" της είπε με όση δύναμη είχε μέσα του.
"Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι γραμμένο να γίνει. Όλα ήταν γραμμένα στο πέρασμα των χρόνων. Δεν το βλέπεις;" του απάντησε.
Ο Έλνταρ ζούσε κάτι έξω από τις δυνάμεις του. Έναν εφιάλτη στα πιο ακραία του όρια. Άπλωσε τα χέρια του και πήρε το μωρό στα χέρια του, την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτή η νοσηρή ομίχλη τύλιγε το σώμα της Αρμάντια όλο και πιο πολύ. Ένιωσε για ελάχιστο τα ακροδάχτυλά της να χαιδεύουν το μικρό και ύστερα τα δικά του χέρια σαν στερνός αποχαιρετισμός. Την είδε να αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά καθώς ο Σάγκρος την έπαιρνε στο δικό του κόσμο αργά, βήμα το βήμα. Τους είδε τυλιγμένους σε μια πύρινη λάμψη να απομακρύνονται μέσα σε βροντές και κρότους βγαλμένους από τα βάθη της γης. Όλο και πιο πολύ, μέχρι που χάθηκαν στο βάθος του μονοπατιού ψηλά προς το πέρασμα.
Ο Έλνταρ κρατούσε στην αγκαλιά του μια καινούργια ζωή σε έναν παράξενο κόσμο. Τα δάκρυά του έλουζαν το μωρό που το έσφιγγε στην αγκαλιά του σαν τον μεγαλύτερο θησαυρό της ζωής του.
"Καλή στράτα κόρη μου" φώναξε για μια στιγμή ρίχνοντας το βλέμμα πίσω του. Ύστερα γύρισε μπροστά και τύλιξε πιο προσεκτικά το νεογέννητο στην αγκαλιά του. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ο καινούργιος άνθρωπος τον κοιτούσε. Ήταν κοριτσάκι.
Είχε πολλά να κάνει. Πήρε το δρόμο της επιστροφής στο άλογό του. Η αντάρα στο δάσος κόπαζε σιγά-σιγά όμως τα χρώματα και τα αρώματα της ζωής του, είχαν πια ξεθωριάσει. Λες και αυτό που πέρασε πριν, κύλησε ολάκερους αιώνες και εποχές μαραίνοντας τα πάντα. Είχε πολλά να κάνει και να νοιαστεί. Όλα άλλαζαν στη ζωή του. Λες και γράφονταν τα πάντα απ' την αρχή. Ο Φέοντορ κάλπαζε πια προς το σπίτι του με τον Έλνταρ να παρατηρεί το γκρίζο να έχει σκεπάσει τα πάντα στο δάσος. Μια γκρίζα μούχλα κάλπαζε θαρρείς ανάμεσα στα δέντρα. Σε κάθε λόφο, σε κάθε πέρασμα και ξέφωτο. Μάραινε τα λουλούδια, ξέραινε τα φυτά, έζωνε τα δέντρα. Κάτι σαν στάχτη βγαλμένη μέσα από μια άρρωστη γη και ένα σκουληκιασμένο χώμα. Τα πάντα άλλαζαν γρήγορα. Τίποτα δεν θύμιζε εκείνο το όμορφο δάσος του Φόριεν. Λες και η δύναμη μιας κατάρας βγαλμένης από τα έγκατα της γης έκανε τα παλιά εκείνα όμορφα πράγματα να ξεχαστούν και να δώσουν μια νέα πραγματικότητα στο "Δάσος της λήθης".
Συνεχίζεται...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro