20. Why Would A Liar, Lie?
«Καλησπέρα Olivia, πως νιώθεις σήμερα;» ακούστηκε η φωνή του γύρω μου. Προσπάθησα άσκοπα να την ψάξω, να δω το πρόσωπο που κρύβεται πίσω της, κανένα αποτέλεσμα.
Έχω να δω φως, πέρα από την μισοσβησμένη λαμπάδα στο κελί μου, μέρες ολόκληρες. Αρχίζω να αναρωτιέμαι αν μπορώ να θυμηθώ πως μοιάζει ο ήλιος ή πως νιώθεις όταν σε κοιτάζει. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι για πόσο καιρό θα συνεχίσω να ζω.
«Έχεις να φας δύο μέρες. Η μπόχα σου αρχίζει να γίνεται το πιο έντονο χαρακτηριστικό σου. Άρχιζα να αναρωτιέμαι τι αίσθηση έχουν τα ρούχα σου μετά από τόσο καιρό.»
Προσπάθησα να μην σκεφτώ το αμέτρητες φορές βρεγμένο παντελόνι μου από τα ίδια μου τα ούρα, αλλά δεν μπόρεσα. Η μυρωδιά ήταν αρκετή.
«Γλυκιά μου Olivia, δεν φαντάζομαι να λυπάσαι τον εαυτό σου, έτσι; Είσαι η αγαπημένη μας καλεσμένη στις εγκαταστάσεις μας.»
Φυλακισμένη εννοείς.
«Οι ανάγκες σου φαντάζομαι εκπληρώνονται στο μέγιστο. Μην μιλήσω για τις ανέσεις σου!»
«Έχω βαρεθεί να σε ακούω να μιλάς. Καλύτερα να με στείλεις να σαπίσω πίσω στα σκατά μου, Arthur.» απάντησα στον αέρα, με την φωνή μου αξιολύπητη, μικρή και αδύναμη. Λίγο νερό θα ήταν καλό. Όχι πολύ, ούτε καν τόσο ώστε να γεμίσω το στόμα μου. Αρκετό μονάχα για να δροσίσει την γλώσσα μου.
«Μα καλώς ήρθες δεσποινίδα Olivia! Επιτέλους καταδέχτηκες να πάρεις μέρος στην παρέα μας; Η συζήτηση γίνεται βαρετή χωρίς εσένα.»
«Χωρίς τα ουρλιαχτά μου εννοείς.» αστειεύτηκα, και δεν με ένοιαζε αν αυτό σήμαινε καθόλου νερό για τις υπόλοιπες έξι ώρες. Ή την υπόλοιπη μέρα.
Όταν δεν απάντησε στο σαρκαστικό μου ύφος κατάλαβα πως είχε τελειώσει η υπομονή του για άλλη μία φορά. Και ετοιμάστηκα για την ερχόμενη σφαλιάρα ή κλοτσιά, τον επόμενο κουβά με κρύο νερό ή την σιδερογροθιά στα πλευρά μου. Έτοιμη ακόμα και να απειλές κάτω από το μαχαίρι ή με τους πυροβολισμούς να ακούγονται δύο εκατοστά δίπλα στο αφτί μου.
«Που βρίσκεται;» Η φωνή του Arthur ακουγόταν εσκεμμένα δήθεν γλυκιά. Οι τρίχες που είχαν μείνει στα χέρια μου σηκώθηκαν απροειδοποίητα, σαν ετοιμοπόλεμες, μα έτοιμες να παραδοθούν στο πρώτο σημάδι κινδύνου.
Μην βγάλεις τα νύχια μου σε παρακαλώ ... όλα τα άλλα εκτός από αυτό.
«Σταμάτα να κλαίγεσαι, δεν είμαι εδώ για να σε λυπηθώ.»
«Δεν ξέρω τίποτα Arthur, άσε με να πάω πίσω, σε παρακαλώ.»
«Olivia.» ψιθύρισε, μα μπορούσα να τον νιώσω κοντά μου. Έκανε βόλτες γύρω μου και εγώ μπορούσα να τον ακούσω να κινείται μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια μου ήταν άχρηστα πια, δεμένα συνεχώς.
Η φωνή του ακουγόταν σχεδόν τρυφερή πάνω από το αφτί μου. Έμοιαζε άκακη, γεμάτη ζεστασιά και ανθρώπινη. Αλλά η σκιά της ήταν μαύρη καθρεφτιζόμενη με κόκκινο φως παρμένο από την κόλαση, λουσμένο στο αίμα και τον ιδρώτα, μιμούμενη κάθε υπαρκτό φόβο και επιφανειακό πόνο. Ο εφιάλτης μου ήταν μόνο η φωνή του, ενώ η εικόνα του ήταν κενή. Φοβόμουν ένα φάντασμα στο κεφάλι μου.
«Σου τελειώνει ο χρόνος αγαπητή μου.» αν μπορούσα να σκεφτώ λογικά ίσως γελούσα με την ειρωνεία, κάτι παρόμοιο είχα πει για να χωρίσω τον Peter. Αλλά δεν σκεφτόμουν λογικά, αλλά απελπισμένα.
«Σου έχω φερθεί όσο καλύτερα μπορούσα. Και έτσι το ανταποδίδεις;» θα γέλαγα αν δεν μου είχε κοπεί η λαλιά.
Η φωνή του έμοιαζε δηλητηριώδης πια.
Και δεν θα μιλούσα ποτέ αν δεν ένιωθα μία λεπίδα να χαϊδεύει τα δάχτυλά μου. Το μικρό μου δάχτυλο πάγωσε, ακίνητο.
Δεν θα μου- Δεν θα μου έκοβε ποτέ τα δάχτυλα, ε; Υπάρχει κάποιο όριο ... ;
Άφησα μία ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη μου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσω τους λυγμούς μου υπό έλεγχο.
Όχι πανικός ... όχι απότομες κινήσεις. Δεν βλέπω τίποτα γαμώτο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα όσο τα χέρια μου ήταν δεμένα.
Ξαφνικά άρχισα να νιώθω πόσο σφιχτά ήταν οι χειροπέδες στα χέρια μου, πόσο εγκλωβισμένη ήμουν, πόσο τυφλή είχαν φροντίσει να με κάνουν.
Θα μπορούσαν να μου κόψουν τα δάχτυλα και το μόνο που θα έκανα ήταν να ουρλιάξω, και να ουρλιάξω. Και δεν θα με άκουγε κανένας, κι θα ήμουν μόνη μου.
«Πες μου.»
«Για ποιο πράγμα;!»
«Τι ξέρεις για τις δολοφονίες των αδερφών Shaurman;»
«Μονάχα ό,τι είπε η δημοσιογράφος στην τηλεόραση.»
«Και τι ήταν αυτό;»
«Για τα τραύματά τους. Τα εξακρίβωσα όταν είδα την φωτογραφία.»
«Ποια φωτογραφία;»
«Αυτήν στον φάκελο τού Peter.» Γαμώτο, γιατί με ρωτούσε για τον φάκελο όταν τον είχε ήδη στα χέρια του.
«Τον φάκελο τού Peter Johnson; Τι γνωρίζεις για αυτόν;»
Σκάλωσα. Η φωνή έπαψε να ακούγεται ανακριτική και απειλητική, ίσως επειδή μετά από εβδομάδες κατάφερε να με πείσει να πω οτιδήποτε προς όφελός του. Αλλά φαινόταν παράλογο να με ρωτάει για τον φάκελο, όταν γνώριζαν πως είχα φερθεί ηλίθια και το είχα φέρει ακριβώς στα πόδια τους. Θέλει να με ξεφτιλίσει έτσι, απειλώντας να μου κόψει τα δάχτυλα ταυτόχρονα;
«Το βρήκα στην τράπεζα, είχε περίεργα ονόματα, αρχεία με καταθέσεις. Φωτογραφίες περίεργες.» λέω γρήγορα.
«Προσδιόρισε το περίεργες, Olivia.» μίλησε μια καινούρια φωνή. Προσπάθησα να μην τρανταχτώ πολύ από την ξαφνική «σφαλιάρα». Αναγνώριζα αυτήν την φωνή ...
«Περιείχαν πτώματα, περίεργες.» Η πληροφορία μου έμοιαζε να ταιριάζει με τις προηγούμενες γιατί δεν ξαναρώτησε για τον φάκελο, τουλάχιστον όχι αμέσως. Η καινούρια φωνή σώπασε, ο Arthur επέστρεψε, κάνοντας τις κρίσιμες ερωτήσεις.
Λίγες ερωτήσεις μετά, επανήρθε η ερώτηση. «Τι άλλο γνωρίζεις για τον φάκελο τού Peter Johnson; »
«Τίποτα άλλο.»
«Ονόματα που ήταν γραμμένα, θέλω να θυμηθείς ποια ήταν.» ακουγόταν ανυπόμονος πια. Φαινόταν ότι ο Arthur είχε πάρει ξανά το πρώτο χέρι στην ανάκριση.
Δίστασα για ένα δευτερόλεπτο, αρκετό για να βρεθεί η λεπίδα τού μαχαιριού στο χέρι μου. Ένα τσούξιμο ξεκίνησε να καίει το δέρμα μου. Ο μπάσταρδος με είχε κόψει.
«Μιλάω! Μιλάω! Σταμάτα με το μαχαίρι!» φωνάζω τρομαγμένη.
«Τα ονόματα Olivia! Πες τα ονόματα.»
«Το δικό μου, Dylan Myles Holland, Natalie Collins, Rain Wright, κάποιου Mike, Mark. Υπήρχαν κι άλλα αλλά δεν τα είδα!» απάντησα γρήγορα, μια θλιβερή προσπάθεια να βγάλω τις χειροπέδες από πάνω μου περιόρισαν το κουράγιο και την υπομονή μου ακόμα περισσότερο. Συνέχισα να μιλάω. «Γιατί ρωτάτε; Τι σημασία έχει να σας πω τι ξέρω αν έχετε ήδη τον φάκελο;» Αλλά μόλις έκανα την ερώτηση, πήρα την σιωπή τους για απάντηση.
Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Ρωτάνε εμένα για απαντήσεις επειδή δεν τις έχουν οι ίδιοι. Και δεν τις ξέρουν επειδή δεν πήραν ποτέ τον φάκελο. Που σημαίνει πως ... ίσως τελικά η μόνη λιπόθυμη ήμουν εγώ και ότι οι υποθέσεις μου ήταν λανθασμένες.
Δεν πήραν ποτέ τον φάκελο γιατί δεν έπιασαν ποτέ την Rain. Βρήκαν μόνο εμένα!
Αχ και θα μπορούσα να χαμογελάσω τώρα.
«Συγχαρητήρια Olivia, κέρδισες στον εαυτό σου ένα ζεστό μπάνιο, καθαρά ρούχα και μια ματιά στον καθρέφτη.»
Τουλάχιστον θα πάψω να μυρίζω σαν κάτουρα, σκατά και ιδρώτα ταυτόχρονα.
❦
Στο μπάνιο με οδήγησαν χωρίς να έχω δεμένα τα μάτια, πράγμα που με δυσκόλεψε καθώς ο δρόμος προς τα εκεί ήταν φωτεινός, καθώς για πρώτη φορά σε εκείνο το μέρος στις τουαλέτες ήταν τοποθετημένες καινούριες και ποιοτικές λάμπες. Έβλεπα φως για πρώτη φορά για μέρες και τα μάτια μου ήταν δυστυχισμένα και χαρούμενα ταυτόχρονα.
Χαρούμενα που επιτέλους μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάτι, πέρα από το να χαζέψουν το σκοτάδι και δυστυχισμένα που μετά από τόσο καιρό, ήταν ξεθωριασμένα και συνηθισμένα σε λιγότερο φωτισμό. Με αποτέλεσμα να σκοντάψω τυφλά πολλές φορές μέχρι να βρεθώ στο δωμάτιο όπου θα πλυνόμουν.
Το δωμάτιο που με οδήγησαν δεν ήταν ιδιαίτερο. Περιείχε μία μάνικα - τρομαχτική με κάποιο τρόπο - δύο νιπτήρες ο ένας δίπλα στον άλλο με καθρέφτες και τέσσερα κεφάλια ντους με βραχίονα τοίχου. Ευτυχώς, ήμουν η μόνη στο δωμάτιο για να πλυθεί, δεν υπήρχαν κουρτίνες ή οτιδήποτε που να τα χωρίζει μεταξύ τους. Θα μπορούσα άνετα να γδυθώ και να πλύνω την αηδιαστική μου βρώμα, γυμνή μπροστά σε κάποιον άλλον; Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ανησυχίας αποφάσισα να μην σκεφτώ για κάτι τέτοιο. Μία γυναίκα μπροστά σε κάποιον άνδρα είναι συνήθως ανίσχυρη, τι κι αν ήμουν γυμνή και ανίσχυρη ταυτόχρονα; Ποια θα ήταν η τύχη μου;
Ο νεαρός που με πήρε από το δωμάτιο τού Peter και με μεταφέρει παντού από τότε είναι ξανά δίπλα μου. Δεν μου μιλάει ποτέ, αλλά νιώθω πιο σιγουριά δίπλα του. Εκείνος έμεινε έξω από την πόρτα τού δωματίου, δίνοντας μου τον χώρο μου. Εξάλλου, τον κέρδισα. Σχεδόν γελάω με αυτήν την σκέψη.
Βγάζω τα ρούχα μου χωρίς καμία σκέψη, τα πετάω στο πάτωμα και νιώθω απελευθέρωση - μιας στιγμής - όταν παύω να νιώθω τα ιδρωμένα και βρώμικα ρούχα πια στο δέρμα μου. Δεν βελτίωνε την μυρωδιά μου πολύ, αλλά αυτήν μόνο το γρήγορο ντουζ θα την βοηθούσε.
Παίρνω μία στιγμή από τον χρόνο μου στην ντουζιέρα για να κοιτάξω την ταλαιπωρημένη εικόνα μου. Μαλλιά λαδωμένα όσο ποτέ, αναμαλλιασμένα, αχτένιστα με ορισμένες τούφες να λείπουν φανερά από το κρανίο μου. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου ήταν στα χειρότερά τους επίσης, το μαύρο χρώμα δεν ήταν άξιο ανησυχίας, το το πράσινο - κίτρινο - μωβ χρώμα που είχε πάρει όμως ναι. Τα μάγουλα ήταν κόκκινα, πρησμένα με γρατσουνιές και μελανιές απλωμένες παντού. Η ακμή που είχα ξεφορτωθεί χρόνια πριν είχε επιστρέψει επίσης, χειροτερεύοντας τα πάντα. Η έλλειψη μπάνιοy, οι συνθήκες υγιεινής ήταν αρκετά για να επηρεάσουν το σώμα μου σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο είχα προβλέψει στο σκοτάδι.
Το δέρμα μου είναι κατεστραμμένο, έχω να αλλάξω εσώρουχο από τότε που ήρθα - πλένοντας το όσο πιο καλά μπορούσα στον νιπτήρα στο κελί μου - , στρώματα ιδρώτα είναι κολλημένα στο δέρμα μου. Το σώμα μου είναι γεμάτο με κοψίματα, χτυπήματα, σημάδια, μελανιές και μώλωπες και τα χρώματα δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα. Τα πόδια μου αξύριστα επίσης, ολοκληρώνουν την εικόνα μου.
Δεν κοιτάζομαι καν για πολύ ώρα, η εικόνα μου είναι τόσο αηδιαστική και το πως νιώθω δεν βοηθάει ιδιαίτερα.
Τρέχω προς το νερό και με αφήνω να χαλαρώσω.
Προς έκπληξή μου, σε μία γωνία υπάρχει σαμπουάν σώματος και για τα μαλλιά μου με μυρωδιά καρύδας και βανίλιας. Το νερό είναι μάλιστα ζεστό. Πράγμα που με ξαφνιάζει όσο τίποτα.
Δεν θα μπορούσα να ξέρω πόση ώρα πέρασα κάτω από το νερό ή πόση ώρα μου πήρε για να καθαριστώ. Ένας θεός ξέρει πόσες φορές πλύθηκα και ξεπλύθηκα. Το μαλλί μου αν και βρεγμένο είχε πάρει πίσω κάποια από την ενέργεια που είχε χάσει. Χρειάστηκα να τρίψω το σώμα μου πολλές φορές για να βγάλω τον ιδρώτα, τα ούρα και τις μυρωδιές από πάνω μου. Βέβαια, όταν έπαψα να μυρίζω άσχημα και να υιοθετώ την μυρωδιά τού σαμπουάν, δεν έπαψα να τρίβομαι παντού.
Ήμουν βρώμικη και έπρεπε επειγόντως να το διορθώσω αλλιώς θα πέθαινα. Ένιωθα λες και η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό. Και έτσι έμοιαζε στα μάτια μου.
Δεν κατάλαβα πότε άρχισα να κλαίω αλλά όταν το συνειδητοποίησα οι λυγμοί μου έμοιαζαν ανεξέλεγκτοι και τόσο δυνατοί. Ήταν γελοίο. Αλλά το νερό έπεφτε και καθάριζε το δακρυσμένο πρόσωπό μου, ξανά και ξανά. Και κάποια στιγμή η κίνηση αυτή με ηρέμησε. Σήκωσα το πρόσωπο μου προς την τρύπα που έβγαζε νερό, με τον λαιμό μου σε μία τέλεια θέση ενενήντα μοιρών. Αντιμέτωπη με την κρίση που περνούσα, με μόνιμο ερωτηματικό στην κατάληξη τής ιστορίας.
Επέτρεψα στον εαυτό μου να κλείσει το νερό πολύ ώρα αφότου τελείωσε το ζεστό νερό. Η συντροφιά τού κρύου ήταν το ίδιο ευχάριστη. Έδωσα στον εαυτό μου λίγες στιγμές να στεγνώσει, στρίβοντας το βρεγμένο μου μαλλί από το νερό. Ντύθηκα με τα ρούχα που μου είχαν δοθεί προηγουμένως και έμεινα να χαζεύω την απεγνωσμένη, δυστυχισμένη εικόνα μου στον θλιβερό καθρέφτη.
Κοίταξα τον διπλανό νιπτήρα και δεν ξαφνιάστηκα όταν τον είδα να είναι γεμάτος με αίμα. Απροειδοποίητα θυμήθηκα τον εαυτό μου να καθαρίζει μανιασμένα το αίμα και τον ιδρώτα λίγες στιγμές νωρίτερα.
Το αίμα αρνιόμουν να το αναγνωρίσω ή να το προσέξω στο σώμα μου. Όλες οι πληγές μου ήταν βαθιές και είχαν βγάλει πολύ αίμα, αλλά δεν ήθελα να το σκέφτομαι.
Δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα από αυτά βασικά. Δεν ήθελα να βρίσκομαι εδώ άλλο.
Ήμουν σίγουρη πως πλέον με ψάχνανε και εμένα και πως ερωτήματα είχαν ήδη αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια.
Που στο διάολο βρίσκεται η Olivia Russel;
Εγώ η ίδια δεν ήξερα την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Αλλά και να είχα καταφέρει να κλέψω αυτήν την πληροφορία, ήμουν ανίκανη και δεν υπήρχε τρόπος να έφευγα από εδώ ζωντανή.
Και η μόνη ανακούφιση ήταν ο Peter. Και δεν ήταν φυσικά τα όμορφα μαλλιά τού ή μάτια, ούτε η γοητευτική εικόνα του κάθε στιγμή τής ημέρας. Ήταν η σκέψη του πόσο ήθελα να τον κάνω δυστυχισμένο. Και ξέρω πως αυτό με έκανε κακό άνθρωπο, πως με καθιστούσε πολλά άλλα άσχημα πράγματα. Αλλά δεν με απασχολούσε η ηθική ή η ψυχή μου πια.
Ήθελα να βγω έξω και να αγκαλιάσω την μητέρα μου και την αδερφή μου, να δω την φίλη μου ζωντανή και χαμογελαστή, να επιστρέψω στην σχολή μου και να κάνω όλα εκείνα τα βαρετά καθημερινά πράγματα. Όχι να παλεύω κάθε μέρα για να καταφέρω να αναπνεύσω την επομένη.
Και ο μόνος υπαίτιος που με άφηνα να κατηγορήσω, χωρίς να αγνοώ το δικό μου μερίδιο φταιξίματος ήταν ο Peter.
Ο Peter Johnson.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro