10. Who Knocked Your Door, Olivia?
Οι άνθρωποι έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις με επιφυλακή. Με προσοχή, δεύτερες σκέψεις, προκαταλήψεις. Άλλοτε επειδή το παρελθόν μάς έχει αναγκάσει να ανεβάσουμε τα τείχη μας και άλλοτε επειδή εκ φύσεως δεν εμπιστευόμαστε την ανθρώπινη κρίση. Στο τέλος καταλήγω, πως όλα ξεκινάνε και τελειώνουν με την εμπιστοσύνη.
Γιατί η εμπιστοσύνη δυναμώνει σάπια θεμέλια.
Έπαψα πάντως να εμπιστεύομαι εμένα την ίδια, όταν στη πρώτη συνάντηση με τον κίνδυνο, σαν να αναγεννήθηκα μέσα από τις στάχτες τού ίδιου μου τού τιμωρού : του φόβου.
Αλλά, ασυνείδητα, παράλληλα με τον φόβο λειτουργούσε και ο θυμός - αν και με διαφορετική πυξίδα ηθικής - . Ήμουν διχασμένη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές. Βέβαια, το να αφήσω κάθε τρέλα πίσω μου ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν, η σωστή επιλογή. Αλλά η περίεργη πλευρά μου, αυτή που αψηφούσε τον κίνδυνο, ήθελε να ξέρει καθετί που με απασχολούσε ούρλιαζε αντίθετα.
Κάθε σκέψη μάλιστα, ήταν άσκοπη, καθώς η επιλογή είχε γίνει και πλέον δεν μπορούσα να την πάρω πίσω.
Ο Peter είναι διστακτικός. Το βλέπω στο βλέμμα του όταν τον βλέπω στα μαθήματα. Με κοιτάζει με έναν τρόπο που δεν με είχε δει ποτέ. Ορισμένες φορές τον βλέπω ακόμα και τρομαγμένο, αλλά το συναίσθημα εξατμίζεται αμέσως.
Φοβάται για εμένα.
Φοβάται εμένα.
Ρίχνω νοητά ζαριά, ευχόμενη να πέσει κάπου και να με βοηθήσει να ξεδιαλύνω κάποιες σκέψεις. Αλλά η τύχη δεν δίνει απαντήσεις σε διλήμματα τού μυαλού. Και όσο και να ήθελα, ένα ζάρι να είναι η λύση σε όλα θα ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό.
Η πόρτα τού σπιτιού χτυπάει λίγες μέρες αργότερα, η Natalie ήταν με τον Dylan, εγώ περίμενα τον ερχομό τής μικρότερης αδερφής μου αργότερα μέσα στην μέρα. Αν και εγώ ήμουν αυτή που θα την έφερνε σπίτι από την στάση, δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ μήπως μπέρδεψα τις ώρες και ήρθε να με βρει αυτή αντίθετα.
Στην πόρτα δεν ήταν η αδερφή μου, μα η παρουσία τού Peter. Εκείνος έμοιαζε νευρικός με μία δόση ψεύτικης αυτοπεποίθησης. Με ξαφνιάζει το πόσο εύκολα μπορώ να το καταλάβω μην έχοντάς του μιλήσει. Τα συναισθήματά του είναι πιο ευδιάκριτα από ποτέ.
«Olivia.» ψιθυρίζει.
Κάθε πιθανή αντίδραση, κάθε λογική, εξατμίστηκε μαζί με τα λόγια μου. Γιατί ακόμα και τώρα, αφότου τον είχα διώξει, αφότου κάπως συνέχεια καταφέρναμε να συναντιόμαστε, η παρουσία του έμοιαζε σαν θαύμα. Κάθε δόση αγάπης που του είχα δώσει ποτέ, επέστρεφε με την ζέστη που μου έδινε το σιωπηλό του βλέμμα.
Δεν μίλησε, παρά μόνο αποφάσισε πως η σιωπή μου ήταν αρκετή ώστε να αυτο-προσκαλεστεί στο σπίτι μου. Η πράξη θύμιζε θράσος τώρα, ενώ σε άλλον καιρό θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη μας.
Δεν τον εμπιστευόμουν πια, πράγμα που άρχιζα αργά - αργά να συνειδητοποιώ.
«Πρέπει να συζητήσουμε για εκείνο το βράδυ.» συνέχισε ξαφνικά κουρασμένος, σχεδόν παραδομένος. Η φωνή του έχασε κάθε ενέργεια που πρόδιδε προηγουμένως. Η ένταση αναστάτωσε ακόμα και εμένα.
Το βράδυ που συνέχιζε να στοιχειώνει τα όνειρά μου, είναι ο λόγος που οφείλω την επίσκεψή του. Και αυτός θα αναφερόταν στο γεγονός πως μου οφείλει πολλές διαβολεμένες απαντήσεις ή πως έμπλεκα σε υποθέσεις που δεν ήταν τής θέσης μου. Για μία στιγμή σκέφτηκα πως ίσως ακόμα να περίμενε 'ευχαριστώ' που έπεισε τον μεθύστακα να με αφήσει ήσυχη. Αλλά το σενάριο έφυγε σύντομα από τις σκέψεις μου. Ο Peter δεν τάιζε τον εγωισμό του με ευχαριστώ και συγγνώμες.
«Ήθελα απλώς ένα ποτό εκείνο το βράδυ, δεν ήξερα πως θα ήσουν εκεί.» απάντησα στην ανείπωτη ερώτηση, με την αλήθεια. Αν και το ποτό ήταν περισσότερο για συντροφιά για να περάσει η νύχτα και να μπορέσω να πάω στο νοσοκομείο.
«Δεν ήταν τυχαίο.»
«Ήταν.»
«Όσο τυχαία ήταν η εκδρομή στο σπίτι μου;» κορόιδεψε, προσπαθώντας να με πιέσει. Στιγμιαία αναρωτήθηκα αν άξιζε, αν άξιζε να του πω ψέματα.
«Πρέπει να μάθω τι κρύβεις! Προσπαθώ και προσπαθώ να μάθω τι είναι, αλλά συνέχεια μπαίνεις εμπόδιο.» φωνάζω εκνευρισμένη. «Τι είναι αυτό που κρύβεις Peter; Έχεις μπλέξει κάπου. Λες πως δεν είσαι δολοφόνος, αλλά είναι ξεκάθαρο πως τα μυστικά σου συμφέρουν να μείνουν μυστικά. Είναι ναρκωτικά; Αυτό είναι; Αυτό κρύβεις τόσο γαμημένο καιρό;»
«Δεν είναι τόσο απλό όσο λες!»
Κάποιες νύχτες, όταν ονειρεύομαι στα σκοτάδια, νιώθω τόση νοσταλγία για το πρόσωπο που έχω τώρα μπροστά μου. Μου λείπει το χάδι του, η παρέα του, η φωνή του. Μονάχα που τώρα η παρουσία του μου προκαλεί αηδία και δεν αντέχω λεπτό περισσότερο κοντά.
«Είναι τόσο απλό. Απλά εσύ αρνείσαι να το παραδεχτείς.»
«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για εμένα.» Με αυτό, η προσοχή και το ενδιαφέρον μου αναζωπυρώθηκε. Για ποιον θα μπορούσε να ήθελε να μιλήσει;
«Δεν είπες στην Natalie για τον Dylan, έτσι;» συνέχισε αποφασιστικά.
«Τι εννοείς;»
«Δεν είπες στην Natalie πως ο Dylan ήταν μαζί μας στο μπαρ, ε;» Προς στιγμήν ήθελα να ουρλιάξω, αλλά συγκρατήθηκα. Ο Dylan ήταν στο μπαρ και εγώ δεν το συνειδητοποίησα. Δεν το πιστεύω. Ο Dylan είναι καλύτερος ψεύτης και από τον Peter, γιατί η Natalie ούτε που τον υποψιάζεται. Και ξάφνου, θυμήθηκα. Μέσα στο χάος, αναγνώρισα μια φωνή, χωρίς να δώσω σημασία.
«Όχι.» Το άγχος και η νευρικότητα που το πρόσωπό του κρατούσε, εξαφανίστηκε. Άκουσε την σωστή απάντηση.
Κοιτάζοντας τον να χαλαρώνει τόσο ευχήθηκα να καθόμασταν στον καναπέ. Αλλά τέτοια πρόσκληση θα τού έδινε θάρρος, και δεν είμαι διατεθειμένη να του δώσω, ακόμα και ελάχιστο.
«Μάλιστα.»
Ήταν ξεκάθαρο πως προσπαθούσε να πει κάτι ουδέτερο αλλά εκείνη η μικρή του φράση με εξόργισε. Ίσως γιατί είχα κουραστεί τόσο πολύ με τα παιχνίδια του, με τα κόλπα του, με εκείνον. «Το ξέρεις πως δεν είσαι πια ευπρόσδεκτος σε αυτό το σπίτι πια, έτσι δεν είναι Peter;»
Τα γυαλιστερά, πλέον λυπημένα, μάτια του έδωσαν την απάντηση. «Το ξέρω.»
«Φύγε.» ψιθύρισα, και το έκανε, σχεδόν αμέσως.
❦
«Γεια σας, ονομάζομαι Olivia Russel.»
Η κυρία μέσα στον θάλαμο με κοίταξε χαμογελώντας, «Μάλιστα.» μονολόγησε, περιμένοντας να ολοκληρώσω.
«Θα ήθελα να μάθω αν κάποιος νεαρός ονόματι Peter Johnson πέρασε από την πτέρυγα με τα επείγοντα στις 11 Ιανουαρίου γύρω στις μιάμιση το μεσημέρι, χτυπημένος στο κεφάλι. Μήπως ήταν μόνος ή είχε συντροφιά;» Η νοσοκόμα με κοίταξε σηκώνοντας το ένα φρύδι της, χαμογελώντας μου περίεργα. Πριν όμως απαντήσει αυτή, μία άλλη κυρία από τον ίδιο θάλαμο μίλησε.
«Υπάρχει το ιατρικό απόρρητο, δεσποινίς.» μία απότομη φωνή απάντησε στην ερώτησή μου.
«Δεν μπορείτε να μου δώσετε καμία πληροφορία;»
«Δεν μπορούμε να δίνουμε πληροφορίες σε άσχετους κυρία μου, για τους ασθενείς μας.» απάντησε η ίδια αγενής φωνή. Η ευγενική κυρία έμοιαζε εκνευρισμένη μαζί της.
«Μας το εμποδίζει ο νόμος, κυρία Russel.»
Βρίσκομαι ξανά στο μηδέν.
❦
Κράτα το παράθυρο ανοιχτό.
«Λες και με βοήθησε καθόλου ποτέ αυτό το χαρτί.» μονολόγησα εκνευρισμένη, έχοντας το χαρτί που είχα σκίσει από την πόρτα τού σπιτιού του στα χέρια μου.
Ο ίδιος με είχε πληροφορήσει πως τα παράθυρα δεν βοηθούσαν περισσότερο από το να εξηγούν αν ήταν σπίτι ή όχι, αν το πεδίο ήταν ανοιχτό ή όχι, όπως είχε πει. Μα με τα καινούρια δεδομένα, ο Dylan έπαιρνε και αυτός μέρος κάπου. Αλλιώς, ο Peter δεν θα τολμούσε να έρθει εδώ. Ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν θα μαρτυρούσα.
Και μέχρι τώρα είχα σκοπό να μην μαρτυρήσω, τουλάχιστον προς το παρόν. Δεν ήταν θέση μου να προστατεύω τον Dylan αλλά ούτε ευθύνη μου να πω στην Natalie την αλήθεια.
«Αν ο Dylan ήταν στην θέση του. Πες μου πως αν μπορούσες να κάνεις οτιδήποτε, θα έμενες μακριά.» είχα ρωτήσει την Natalie εκείνη την νύχτα, πριν βγω μέσα στο σκοτάδι.
«Δεν έχει σημασία. Γιατί ο Dylan δεν θα είναι ποτέ ο Peter.» είχε απαντήσει εκείνη.
Η Natalie δεν καθοριζόταν πάντοτε από την σχέση της με τον Dylan. Ο κόσμος μπορεί να την γνωρίζει τώρα για αυτό αλλά κάποτε ήταν διαφορετική.
Η Natalie δεν έπινε μέχρι να μεθύσει και ούτε ξενυχτούσε στα μπαράκια μέχρι να βγει το φως τού ήλιου. Η παρέα τού Dylan το ξεκίνησε αυτό.
Εκείνη ήταν πάντοτε ομιλητική, αντιδραστική, έξυπνη, λέγοντας πάντα αυτό που σκεφτόταν χωρίς κάτι να την κρατάει πίσω. Και μέχρι τώρα, αυτά δεν έχουν αλλάξει. Ίσως έχει γίνει πιο θαρραλέα με περισσότερη αυτοπεποίθηση, κάτι που με κάνει να αγαπάω τον Dylan για αυτό.
Εγώ δεν καθοριζόμουν ποτέ από την σχέση μου με τον Peter. Είχαμε μάθει να αγαπάμε ο ένας τον άλλος και να κλέβουμε μόνο τα καλά χαρακτηριστικά τού άλλου. Θεωρητικά.
Γιατί ο Peter έμαθε να μένει σιωπηλός και ανέκφραστος από εμένα. Εγώ έγινα αυτή που έκρυβε αυτά που ένιωθε, όπως έμαθα από αυτόν.
Οπότε όταν ήρθαν τα νέα εκείνο το πρωί, ήταν σαν να με είχε εκπαιδεύσει εκείνος προσωπικά για την αντίδρασή μου. Η Natalie κοιμόταν αρχικά και εγώ το ίδιο. Δεν θυμάμαι καν πως ξύπνησα, αλλά εκείνο το πρωινό ήταν χαώδες.
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν προσπαθώ να θυμηθώ είναι : «Olivia, μάς ακούς;» Ξάφνου από την αίσθηση τού κρεβατιού νιώθω την ζάλη του πρωινού ξυπνήματος και έναν τσουχτερό πόνο στο στήθος μου.
«Κάτι έγινε.»
Όλα τα υπόλοιπα είναι διαγραμμένα από την μνήμη μου. Τουλάχιστον, ένα μεγάλο υπόλοιπο των υπόλοιπων ημερών. Ποτέ δεν κατάφερα να θυμηθώ πως πήρα τα νέα ακριβώς, αν είχα μιλήσει, τι είχα κάνει. Θυμάμαι ένα μούδιασμα, επειδή ήταν το μοναδικό πράγμα που ένιωθα για αρκετό καιρό αργότερα.
«Έχει να κάνει με τον Peter.»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro