03. Creative Deaths With Trash And Skulls
Ένας εκκωφαντικός ήχος εισέβαλε στο διαμέρισμά μου.
Ένιωσα ένα βάρος να φεύγει από το σώμα μου ενώ στην συνέχεια επαναλαμβανόμενοι γδουποί μέχρι που ο ήχος εξαφανίστηκε.
Υποθέτοντας πως αυτό ήταν το τηλέφωνο και η Natalie είχε σηκωθεί να απαντήσει, σημαίνει πως κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο.
Ποιος στον διάολο έπαιρνε τηλέφωνο τόσο νωρίς; Σήμερα είναι Κυριακή! Όχι κάτσε, λάθος. Σήμερα είναι Δευτέρα. Άνοιξα τα μάτια μου απότομα και πετάχτηκα από το κρεβάτι.
Η σχολή.
Άρχισα να φωνάζω πανικόβλητη. Παρακοιμηθήκαμε, τι ώρα είναι;
H Natalie ήρθε ουρλιάζοντας και αυτή δίπλα μου, ανοίγοντας την ντουλάπα με τα ρούχα μας. Μου πέταξε ρούχα στο κρεβάτι, καθώς εγώ άρπαζα φρέσκα εσώρουχα και σουτιέν.
«Ήταν ο Dylan. Του το έκλεισα αμέσως μόλις είδα την ώρα, έχουμε χάσει το πρώτο ένα τέταρτο. Προλαβαίνουμε για την επόμενη ώρα.» Η φωνή της απότομη, μιλώντας υπερβολικά γρήγορα, μαρτυρώντας την νευρικότητά της.
«Πάμε γρήγορα.»
❦
« Ξέρεις ο Peter και ο Dylan είχαν μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση εχτές.» ξεκίνησε να λέει η Natalie αλλά έκανα σινιάλο με το χέρι μου να σταματήσει. Και το έκανε.
«Μέχρι να βρει το θάρρος να κάνει και με εμένα την ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν θα ήθελα να ακούω το όνομά του, παρακαλώ;»
Ήταν έτοιμη να ξαναπεί κάτι, ίσως κάποιο σχόλιο για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου απέναντι στον Peter, το πως τον καταπιέζω χωρίς να του δώσω χρόνο να χαλαρώσει και να μιλήσει αλλά δεν πρόλαβε όταν και οι δύο αρχίσαμε να πλησιάζουμε στον προορισμό μας.
Έξω από το κτήριο στο οποίο παρακολουθούσαμε τα μαθήματά μας φαινόταν να επικρατεί φασαρία και συνωστισμός και όχι μόνο από μαθητές. Ένα ασθενοφόρο είχε παρκάρει ακριβώς έξω, έχοντας την σειρήνα του ανοιχτή, τρία οχήματα τής αστυνομίας παρκαρισμένα δίπλα με αστυνομικούς να προσπαθούν να διατηρήσουν μία ησυχία και να κρατήσουν τον κόσμο μακριά από το κτήριο.
Γιατί;
Η Natalie πήρε το χέρι μου και το κλείδωσε στο δικό της. «Πρόσεχε μην σε χάσω. »
Πάνω στα λόγια της, φορτώνοντάς μας περισσότερο άγχος και περιέργεια, άτομα με μικρόφωνα, εξοπλισμός με κάμερες άρχισε να εμφανίζεται από το πουθενά και με αμάξια.
Τι στο καλό; Τι δουλειά έχει η τηλεόραση με το Πανεπιστήμιο;
Προχωρώντας πιο βιαστικά φτάσαμε δίπλα στο πλήθος, χωρίς όμως να μπορούμε να δούμε πολλά για το τι εξελίξεις υπήρχαν ακριβώς μπροστά από το κτήριο, η Natalie ρώτησε μία κυρία τι γινόταν.
Η κυρία φαινόταν μεγάλη, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες αλλά με όμορφα και ευγενικά χαρακτηριστικά να δίνουν χάρη στο γερασμένο πρόσωπό της. Μάς κοίταξε δαγκώνοντας ελάχιστα τα χείλια της πριν μιλήσει.
«Νομίζω κάποιο πτώμα βρέθηκε για αυτό υπάρχει φασαρία, προσπαθώ να καταλάβω αν είναι φοιτητής ή κάποιος από το προσωπικό αλλά κανένας δεν φαίνεται να ξέρει λεπτομέρειες.»
Πτώμα;
Πριν προλάβω να βρω κάποια αντίδραση σε αυτά που άκουσα ένιωσα την Natalie να απελευθερώνεται από τα χέρια μου, μόνο για να την δω να πηδάει στην αγκαλιά τού Dylan θάβοντας το ξανθό κεφάλι της πάνω στο στήθος του. Πίσω ακολουθούσε με δειλά βήματα ο Peter, ο οποίος όπως περίμενα με κοιτούσε πριν ρίξω την ματιά μου στην φιγούρα του. Με την γνωστή του γοητεία, μου χαμογέλασε, κάνοντάς με να ρίξω την ματιά μου αμήχανα και νευρικά αλλού, αρνούμενη πεισματικά να του χαμογελάσω και να ξεχάσω τα προβλήματά μας.
Λέει ψέματα, κρύβει πράγματα. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω εύκολα και γρήγορα, ιδίως εφόσον δεν είναι η πρώτη φορά που τα μυρίζομαι. Και δεν μπορώ να το αφήσω έτσι και το ξέρω και εγώ και σίγουρα και αυτός.
«Φόνος; Τι ξέρετε;» Είπε η Natalie απομακρύνοντας το σώμα της από το αγόρι της και γυρνώντας δίπλα μου, γνωρίζοντας ήδη πως ο Peter ήταν εδώ.
Φόνος. Η λέξη τρομαχτική, άρχισε να σχηματίζεται στο κεφάλι μου αργά, τρομάζοντάς με περισσότερο.
«Είναι κοπέλα, δευτεροετής. Δεν μας λένε περισσότερα.» είπε κοφτά ο Peter και ρίχνοντάς του μία ματιά θα μπορούσες να λιώσεις από το βλέμμα του. Παραξένως φαινόταν διαφορετικός, λιγότερο στεναχωρημένος από όσο περίμενα, περισσότερο θυμωμένος;
Πλέον δεν κοιτούσε εμένα αλλά το πάτωμα, τα παπούτσια του ίσως ακόμα και το μικρό μυρμήγκι που μάλλον θα έτρεχε όσο αυτός σκεφτόταν.
Τα λόγια του έμειναν στον αέρα, δίνοντάς του δύναμη και βάρος που δεν ξέραμε πως θα μπορούσαμε να δώσουμε, σαν είδους σεβασμό για την κοπέλα ακόμα κι αν μην την ξέραμε, ακόμα κι αν μην την μαθαίναμε ποτέ. Μα η σιωπή μου δεν είχε αυτήν την σημασία. Δεν πονούσα για εκείνη αλλά για αυτόν. Τον έβλεπα να δαγκώνει δυνατά το χείλος του και να αγνοεί τις τούφες μαλλιών του που στάθμευαν στο όμορφο πρόσωπό του. Κοιτούσε κάτω με τέτοια επιμονή και η όλη αύρα του άλλαζε. Σαν θρήνος αρχικά και έπειτα σε κάτι πιο δυνατό, καθώς τα χέρια του σταμάτησαν να στέκονται νεκρά, και απέκτησαν ζωή, σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει κάτι. Με το πρόσωπό του να έχει κοκκινίσει, τα μάτια του να έχουν πάρει φωτιά με μία σπίθα συναισθήματος που δεν είχα ξαναδεί πάνω του. Παρατήρησα τους μαύρους κύκλους κάτω από τα καστανά πετράδια του, αυτά που δεν ήταν εχτές.
Μπορεί να είχαμε χίλια προβλήματα αυτή τη στιγμή, αλλά εγώ δεν μπορούσα να σκέφτομαι αυτόν, και έχοντάς τον μπροστά μου να ακτινοβολά, παραδίνομαι. Ίσως να ήταν λύπη αυτό που έλαμπε πάνω του, ίσως θυμός για μία αδικία, μπορεί και κάτι άλλο μα δεν με ένοιαζε πως τον επηρέαζαν αυτά, όχι τόσο δηλαδή.
Γιατί αυτήν την στιγμή με κοιτούσε και αυτός, όχι χαμογελώντας αλλά με εκείνη την ουδέτερη έκφραση που φοράει κάθε φορά που θαυμάζει κάτι. Και ανατρίχιασα, γιατί μάλλον και εγώ έτσι τον κοιτούσα, τόσο διαβολεμένα τυφλή και ερωτευμένη που είμαι, κι ας κρύβει και λέει ψέματα, ακόμα και αν αρνείται να μου πει τι νιώθει ή πως σκέφτεται. Είμαι σαν αιχμάλωτη και σε στιγμές σαν αυτές, που θυμάμαι τι και ποιον ερωτεύτηκα, θα έκανα ό,τι μου έλεγε κι ας είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό μου.
Και σε στιγμές σαν αυτές, και εκείνος το ξέρει.
«Καλησπέρα σας και καλωσορίσατε στις έκτακτες ειδήσεις στο κανάλι 6. Βρίσκομαι τώρα στο Πανεπιστήμιο τής πόλης μας με σοκαριστικά νέα. Σήμερα το πρωί πριν τα καθημερινά μαθήματα στο πανεπιστήμιο, η τοπική αστυνομία δέχτηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα πως ένας άγριος καυγάς εξελισσόταν μέσα στο κεντρικό κτήριο τής σχολής και πως κάποιος κουβαλούσε μαχαίρι και θα σκότωνε μία κοπέλα. Ασαφείς και περίεργες λεπτομέρειες ανώνυμα ανάγκασαν την αστυνομία να ελέγξει. Πράγματι-» η φωνή τής δημοσιογράφου σταμάτησε για μία στιγμή για να πάρει μία ανάσα. «Ένα πτώμα βρέθηκε, με συνολικά 18 μαχαιριές σε ολόκληρο το στήθος και έναν σουγιά να διαπερνάει το κρανίο της. Τέτοια φρικαλεότητα ήταν αρκετή για να ταράξουν όλη την πόλη, την αστυνομία και το νοσοκομείο αλλά μακάρι να ήταν και η μοναδική. Δύο ώρες μετά από αυτό το περιστατικό, με την αστυνομία να τριγυρνάει ακόμα στον χώρο τής σχολής, βρέθηκε ακόμα ένα πτώμα. Μα όχι σε κάποια αίθουσα και ούτε σε κάποιον χώρο μέσα στο μεγάλο κτήριο αλλά στους κάδους απορριμμάτων στο πίσω μέρος τού κτηρίου. Μάρτυρας ισχυρίζεται πως το δεύτερο θύμα δεν είχε δάχτυλα ούτε στα χέρια ούτε στα πόδια. Η αστυνομία δεν μας έχει πει περισσότερες λεπτομέρειες και τα θύματα δεν έχουν αναγνωριστεί. Πρόκειται για δύο φοιτήτριες και μάλλον ο δράστης είναι κοινός και στις δύο δολοφονίες. Αυτά γνωρίζουμε.» Άλλη μία παύση, μεγαλύτερη όμως.
«Για νεότερα θα σας ενημερώσουμε.» αποκρίθηκε η δημοσιογράφος μπροστά στην κάμερα.
Σταμάτησα να κοιτάζω αυτήν, την δημοσιογράφο, που για μία στιγμή κοιτούσε προς το μέρος μου και τής παρέας, και κοίταξα τον Peter, μετά την Natalie και τέλος τον Dylan. Ο καθένας του είχε αποκτήσει μία διαφορετική απόχρωση τού άσπρου και τού πράσινου.
Ήθελα να ξεράσω αλλά με πρόλαβε η Natalie που έτρεξε να αδειάσει ό,τι υπήρχε στο στομάχι της στον πιο κοντινό κάδο. Σύντομα την ακολούθησα και εγώ, ξερνώντας στον ακριβώς διπλανό κάδο.
Δεν είχα καν προλάβει να φάω σήμερα και είχα ήδη ξεράσει ό,τι φαγητό έφαγα εχτές. Η γεύση πικρίλας δεν έλεγε να αποχωρίσει από το στόμα μου, έχοντας τελειώσει με τον εμετό. Ένα χέρι βρέθηκε να χαϊδεύει την πλάτη μου, προσπαθώντας να μου δώσει ένα ίχνος ηρεμίας. Ήξερα πως ο Peter ήταν αλλά αδιαφόρησα μόλις διάφορες εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται στο κεφάλι μου.
Εικόνες που προσπάθησα να απωθήσω αμέσως από το κεφάλι μου αλλά συνεχώς έκαναν εμφάνιση. Δάκρυα ακούσια εμφανίστηκαν, δίνοντας μου την αίσθηση σοκ και αηδίας που περνούσαν όσοι άκουσαν την δημοσιογράφο.
Την είχαν πετάξει στα σκουπίδια τήν μία βγάζοντάς της τα δάχτυλά της. Η άλλη είχε έναν σουγιά μέσα στο κρανίο της. Τι στο διάολο κουβαλάνε στα κεφάλια τους οι άνθρωποι.
«Καλύτερά;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Peter, χαϊδεύοντας ακόμα την πλάτη μου. Γυρνώντας διστακτικά προς το μέρος του, φοβούμενη μην ξεράσω ξανά ό,τι είχε περισσέψει στο στομάχι μου, δεν φαινόταν και αυτός σε καλύτερη κατάσταση από εμένα. Αυτός δεν ξέρασε αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να το κάνει με τέτοιο χρώμα που έχει. Λίγα δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπό του.
«Όχι.» Κάτι που εν μέρει ίσχυε, ο εμετός μπορεί να είχε ανακουφίσει την σωματική μου αντίδραση στα φρικτά αυτά νέα, αλλά ήμουν σε κατάσταση σοκ.
Μία συμφοιτήτρια μου, ή μάλλον δύο συμφοιτήτριες μου είχαν δολοφονηθεί οικτρά, βάναυσα, βιασμένες ακόμα σωματικά. Μπορεί να τις γνώριζα, μπορεί να μιλούσαμε. Θα μπορούσε κάποια να με είχε βοηθήσει τις αμέτρητες φορές που μού είχαν πέσει τα βιβλία από τα χέρια μου να τα μαζέψω. Θα μπορούσε κάποια να μου είχε προσφέρει τσιγάρο ακόμα κι αν δεν έπινα ή να είχα κάτσει τυχαία σε κάποια διάλεξη. Μπορεί να μην είχαμε μιλήσει ποτέ ή να μην τις είχα συναντήσει ποτέ μου αλλά η καρδιά μου πονούσε για αυτές. Και για τις δύο, λες και ήταν αδερφές μου. Με το αίσθημα τής απώλειας υπαρκτό ανεξαρτήτως τής απώλειας μνήμης ή των αναμνήσεων.
Θα ήταν αδερφές κάποιου ή κάποια. Κόρες κάποιας περήφανης μητέρας κάποιου αυστηρού πατέρα, φίλες, μελλοντικές μητέρες και γυναίκες.
Όχι πια. Ήταν μία απώλεια, για αυτούς, μία φρικτή είδηση για την πόλη.
«Olivia-» μού ψιθύρισε κάποιος αλλά η ματιά μου είχε ήδη βρεθεί εκεί. Ένας μεγάλος μαύρος σάκος, σαν σακούλα, που την κουβαλούσαν δύο άντρες. Έχασα την ανάσα μου, ήταν η μία, μάλλον αυτή που ήταν στον κάδο.
Ο άνθρωπος πάντα σοκάρεται μπροστά στον θάνατο.
Τουλάχιστον, αυτοί που αξίζουν να αποκαλούνται έτσι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro