Χρωματιστά Όνειρα
Χρησιμοποιώντας λίγο μπλε και λίγο κόκκινο, έφτιαξε μωβ.
Ήταν δύο η ώρα το βράδυ, και η Σελήνη, είχε κατακτήσει τον ουρανό, με τους στρατιώτες, της τ'αστέρια.
Αυτό όμως, δεν ήταν αρκετό για εκείνον.
Δεν ήταν αρκετό για να παραδοθεί στην χώρα των ονείρων.
Έτσι, συνέχιζε να ζωγραφίζει με πάθος.
Από μικρός ζωγράφιζε. Σχεδίαζε αυτά που δεν μπορούσε να έχει: παιχνίδια, ακριβά ρούχα, κατοικίδια, γονείς...
Από πολύ μικρός, ήταν ορφανός.
Αρχικά, του είχαν πει, πως οι γονείς του είχαν πεθάνει σε ένα τρομερό δυστύχημα.
Αργότερα, έμαθε, πως οι γονείς του τον είχανε πουλήσει σε μια κοπέλα, γιατί λέγανε είναι νέοι και θέλουν να ζήσουν. Η κοπέλα στην οποία πουλήθηκε, ήταν η θεία του.
Αποφάσισε κι αυτή όμως πως θέλει να ζήσει.
Ήταν μόλις 3ων μηνών όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα από το τοπικό ορφανωτροφείο τον βρήκε τυλιγμένο με μια μπλε κουβέρτα, μέσα σε έναν κάδο.
Πάντα αναρωτιόταν.. Πως η μήτερα του άντεξε να κοιτάει ενα μωρό, το δικό της μωρό, στα ματιά, κι ομώς να μην έχει καρδιά; Πως ο πατέρας του, δεν νοιάστηκε καθόλου για τον γιο του; Τον γιο με τον οποίο θα μπορούσε να περάσει τόσες στιγμές ευτυχίας; Πως η θεία του, μπόρεσε να τον πετάξει, σα να είναι παλιό αντικείμενο, σε έναν βρωμερό κάδο σκουπιδιών;
Μόλις έμαθε την αλήθεια αυτή, σε ηλικία μόλις 5 ετών, άδειασε.
Έμαθε να μισεί. Μισούσε τους πάντες, πριν καν τους γνωρίσει, απλά γιατί είχε μάθει πως οι άνθρωποι, μόνο τον πληγώνουν.
Έπειτα μίσησε τον εαυτό του, διότι πίστεψε, πως για να μην νοιάζεται για εκείνον ούτε το ίδιο του το αίμα, άξιζε να τον μισούν. Οπότε, έμαθε κι αυτός, να μισήται.
Κάποια μέρα όμως, ανακάλυψε τα χρώματα.
Είχε αποφασίσει πως η ζωή του θα ειναι πάντα γκρίζα, οπότε, ποτέ δεν τους είχε δώσει σημασία.
Εκείνη την μέρα όμως, για κάποιο λόγο, δεν είδε τα χρώματα σε αποχρώσεις του γκρι· είδε το κόκκινο, το μπλε, το πράσινο..
Αμέσως κοίταξε γύρω του. Όλα όμως παρέμεναν γκρι.
Ξανακοίταξε τα χρώματα· εκείνα ήταν ακομα εκει, δηλώνοντας την παρουσία τους.
Δειλά δειλά, έπιασε στο χέρι του το μπλε. Κι ύστερα το άσπρο, και μετά το κίτρινο, και μετά από λίγο είχε χρησιμοποιήσει όλα τα χρώματα.
Είχε ζωγραφίσει μια θάλασσα, η οποία είχε και αποχρώσεις από κόκκινο και πορτοκαλί και κίτρινο και ροζ, λόγω του ηλιοβασιλέματος που είχε κάνει. Οι αποχρώσεις του ουρανού, μοναδικές· ένα σωστο έργο.
Από τότε, αφού τα όνειρα του, ήταν γκρίζα, όπως κι η ζώη του, έμαθε να τα ζωγραφίζει. Πάντα όμως νύχτα! Γιατί μόνο τότε μπορούσε να ονειρευτεί ανενόχλητος, μόνο τότε μπορούσε να δει τα χρώματα, γιατι μόνο στο σκοτάδι ξεχώριζαν.
Και να που τώρα, μετά από τόσα χρόνια, σχεδιάζει την ίδια θάλασσα.
Όπως πάντα, ζωγραφίζει αυτά που δεν είχε.
Σήμερα, ζωγραφίζει τα παιδικά του χρόνια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro