Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Φύλακες της μνήμης/part 2

Το Ντούτραμ εκείνη την ημέρα βρισκόταν σε μία εσωτερική αναταραχή. Οι παρέες των Αλχημιστών είχαν αναστατωθεί. O Χάρι Κάρτερ ήταν κολλητός φίλος του θύματος και βρισκόταν στο τρίτο έτος της Σχολής. Ο μαγικός κόσμος, ο δικός του, είχε αντιληφθεί νωρίτερα από τον υπόλοιπο τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο Μεσαίωνας είχε ξυπνήσει για τα καλά και οι παλαιές συμμαχίες και εχθρότητες ήταν έτοιμες να πάρουν τη σκυτάλη από το σήμερα. Ο Κάρτερ ζούσε μαζί με την οικογένειά του σε ένα σπίτι στη μέση ενός λιβαδιού. Γύρω τους υπήρχαν και άλλα παρόμοια που ανήκαν στους μάγους, εκείνα με τις παράξενες στέγες, που μονάχα αν ήσουν κομμάτι του μαγικού κόσμου, μπορούσες να διακρίνεις. Οι Αλχημιστές αντλούσαν μαγεία από τη γη. Τα βότανα αποτελούσαν την κρυφή τους δύναμη σε αντίθεση με τους Απογόνους του πρώτου, του Ραντού του Όμορφου, που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο σκότος και πλέον ήταν έρμαια των ζοφερών επιλογών τους.

Στον κόσμο τον τελευταίο καιρό επικρατούσε αναρχία και τρόμος. Ο Ραντού πάλευε να ανακτήσει τις δολερές του δυνάμεις και να στρατολογήσει ακόμη και κοινούς θνητούς μετατρέποντάς τους σε μάγους του είδους του. Ίσως και οι Αλχημιστές να ανήκαν στο είδος του, αν δεν αποφάσιζαν να ακολουθήσουν έναν δρόμο λίγο πιο φωτεινό. Ο Χάρι ωστόσο αισθανόταν μοναξιά. Οι Αλχημιστές είχαν μάθει να φοβούνται τους πολυάριθμους κοινούς ανθρώπους, οι οποίοι στο παρελθόν τους είχαν κυνηγήσει με μανία και έτσι μεγάλωσαν όντας μία κλειστή κοινωνία που προστάτευε τα μέλη της.

Με την μητέρα του είχε έρθει αρκετές φορές σε αντιπαράθεση μόνο και μόνο γιατί επιθυμούσε να βγαίνει στον θνητό κόσμο και να κάνει παρέα με τους ανθρώπους. Ένα βράδυ βέβαια, η απόφασή του φάνηκε να επιβεβαιώνει τα λόγια της μητέρας του αλλά και του πατέρα του, όταν προσπαθώντας να δείξει στους φίλους του το αληθινό του πρόσωπο και αφήνοντας να φανεί σε κοινή θέα το μυτερό του καπέλο, δέχτηκε την βίαιη, ομαδική επίθεση από ανθρώπους που τους θεωρούσε ως πριν λίγες ώρες, κολλητούς. Από εκείνη την ημέρα, προτιμούσε να είναι μόνος του, με μοναδική παρέα τον νεαρό που δολοφονήθηκε. Το ήξερε πως αργά ή γρήγορα ο φίλος του θα είχε αυτή τη κατάληξη, καθώς ήταν άριστος μαθητής της Σχολής Καλών Τεχνών, μα και άριστος βοτανολόγος, όπως και ο ίδιος. Ο Ραντού μέσω δικών του ανθρώπων τον είχε πλησιάσει πολλές φορές παλεύοντας να τον στρατολογήσει, μα εκείνος είχε αρνηθεί. Η άρνηση ωστόσο είχε μονάχα μία κατάληξη που αποτελούσε μονόδρομο. Τον θάνατο.

Στο πρωινό, ο Χάρι κατέβηκε σκυθρωπός και μαζεμένος. Το μόνο πράγμα που του προκαλούσε ευθυμία ήταν η υπέροχη μυρωδιά μελιού που βρισκόταν στον μπουφέ, έτοιμο να στρωθεί πάνω από το φρέσκο ψωμί. Στο βάθος της τραπεζαρίας, η παρέα του Στεφάν χασκογελούσε. Αυτοί οι βρικόλακες είχαν το δίχως άλλο αυτοπεποίθηση. Πολλές φορές τον είχαν καλέσει να καθίσει μαζί τους, μα είχε αρνηθεί. Προτιμούσε τη μοναξιά του. Εκείνο το πρωινό ωστόσο, έμελλε να τον βγάλει από την ζώνη ασφαλείας του, όταν όντας προσηλωμένος στις λιχουδιές, ετοιμάστηκε να αρπάξει το τελευταίο κρουασάν σοκολάτας, την ίδια στιγμή με μία κοπέλα.

«Συγγνώμη» της ψιθύρισε και ετοιμάστηκε να φύγει.

«Περίμενε!» τον σταμάτησε εκείνη «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα απολύτως. Είναι όλο δικό σου. Έχω ήδη πολλά πράγματα στο πιάτο μου» του απάντησε πρόσχαρα, μα τον είδε να απομακρύνεται με τα μάτια του στραμμένα στο έδαφος. «Είμαι η Μόνικα πάντως, χάρηκα για την γνωριμία» τελείωσε για να τον δει να γυρνά προς το μέρος της και να απαντά ένα :

«Εμένα με λένε Χάρι»  μαγκωμένα.

Ωστόσο από τη στιγμή που γύρισε την πλάτη του, δεν της έριξε ποτέ ούτε δεύτερη ματιάΗ Μόνικα έμεινε να τον κοιτάζει μαζί με την Καμίλια.

«Ωραίο παιδί» σχολίασε η καινούργια της φίλη «Μα η αλήθεια είναι πως φαίνεται να διακατέχεται από πολλά ψυχολογικά προβλήματα» έκανε μία παύση για να πιάσει το φλέγον ζήτημα « Πίστεψες πως η Γκάμπι είναι στο Μπραν από χθες και πως δηλαδή έχει διανυκτερεύσει εκεί;» τη ρώτησε και ξαφνικά είδε το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει.

«Όχι, ωστόσο μα τω Θεώ δεν θέλω να πιστέψω τα χειρότερα. Αυτός ο Μαξιμίλιαν και όλο το παρεάκι, κάτι κρύβουν το δίχως άλλο. Γνωρίζεις τους ρουμάνικους μύθους για το Μπραν και για τον Καταραμένο Πρίγκιπα που υποτίθεται πως ζει εκεί. Οι τουρίστες μπορεί να το επισκέπτονται την ημέρα, μα όταν πέφτει η νύχτα, τα πράγματα αλλάζουν. Μία οι εξαφανίσεις, μία οι φήμες και τώρα η Γκάμπι. Για πόσο θα ξεγελώ τους γονείς της πως είναι όλα καλά;» πρόφερε, μα μόλις είδαν την ώρα, κοίταξαν έντρομες το πρόγραμμα των μαθημάτων τους.  Είχαν ψηφιδωτό.

Οι φοιτητές που είχαν επιλέξει το μάθημα αυτό, χρησιμοποιούσαν τις δύο βασικές τεχνικές κατασκευής ψηφιδωτών, ώστε να είναι σε θέση να τα κατασκευάσουν με την τεχνική της έμμεσης και της άμεσης ψηφοθέτησης και την χρήση των διαφορετικών κονιαμάτων, όπως ασβεστοκονίαμα , κονίαμα με βάση την θηραϊκή γη και πολλά άλλα. Κοινώς ήταν ένα μάθημα με πολλές απαιτήσεις και η φίλη τους θα έλειπε.

Για την ακρίβεια, η Γκάμπι είχε περιέλθει σε μία ιδιαιτέρως δύσκολη κατάσταση, ερχόμενη αντιμέτωπη με μία φυσιογνωμία που είχε κατηγορηθεί για μία σειρά βίαιων και απάνθρωπων μεθόδων διακυβέρνησης και τιμωρίας. Αυτή τη στιγμή βρισκόταν ακουμπισμένη επάνω του και ο αέρας τη χτυπούσε στο πρόσωπο. Φτάνοντας στο Μοναστήρι, το άλογο σταμάτησε τον αρχοντικό καλπασμό, ο Βλαντ κατέβηκε με μία κίνηση απόλυτης άνεσης και η Γκάμπι είχε μείνει να κρέμεται από την χαίτη του, με τον φόβο να την έχει παραλύσει.

«Θλιβερό το θέαμα» άκουσε το σχόλιό του και αν δεν φοβόταν αρκετά την αντίδραση, θα τον χαστούκιζε για να ξεσπάσει «Πήδα μα τω Θεώ, θα σε πιάσω» την παρότρυνε και εκείνη παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, άφησε τα χέρια της για να την αρπάξει ο άνδρας σχεδόν στον αέρα και να την τοποθετήσει στη Γη.

Σιωπηλοί και πάλι, προχώρησαν μέχρι το κατά τα άλλα φωτεινό μοναστήρι στη μέση του πουθενά, με τη μικρή, κεντρική του αυλή και τα παραδοσιακά με κεραμοσκεπές σπίτια να το πλαισιώνουν. Υπό κανονικές συνθήκες, θα περίμενε να δει μοναχούς με την κλασσικοί αμφίεση και το εξίσου κλασσικό παρουσιαστικό. Αντί αυτού όμως, εμφανίστηκαν σιωπηλά, αέρινα θα έλεγε κανείς, φιγούρες δίχως πρόσωπο. Το μαύρο χιτώνιο πλαισίωνε ένα ανύπαρκτο κορμί και η κουκούλα που φορούσαν έκρυβε απλώς το κενό.

«Βλαντ Ντρακούλα. Πάνε αιώνες» ακούστηκε μία ανατριχιαστική φωνή σαν συριγμός «Η αλαζονεία και η τρέλα δεν σε έχουν εγκαταλείψει, έχουν απλώς θαφτεί μέσα στην επιθυμία σου να αποσυρθείς επιτέλους από την ιστορία» έκαναν μία παύση και στράφηκαν προς το μέρος της κοπέλας «Έφερες εκείνη λοιπόν σε εμάς, τους Φύλακες κάθε μνήμης αυτού του τόπου. Έπραξες ορθά βοεβόδα της Βλαχίας» ψιθύρισε η σκιερή μορφή και τους κάλεσε στο εσωτερικό της εκκλησίας όπου έβαλε την Γκάμπι να καθίσει σε μία ξύλινη καρέκλα, ενώ ο Βλαντ παρέμεινε μονάχος του στην είσοδο.

Η κοπέλα ευθύς υπάκουσε και μέσα από το φαρδύ μανίκι του πλάσματος ξεπρόβαλε ένα κόκαλο. Για την ακρίβεια ένα οστέινο χέρι, το οποίο κατευθυνόταν στο μέτωπό της. Οι υπόλοιπες φιγούρες βρίσκονταν ολόγυρά της. Δεν είχαν ονόματα. Όλους τους αποκαλούσαν Αδελφούς. Ένας πόνος και ένα κάψιμο, την έκανε να αφήσει ένα επιφώνημα και να νιώσει μία πίεση στο κεφάλι. Η μορφή την διάβαζε. Διάβαζε τα πάντα, μα εκείνη δεν φοβόταν γιατί ήταν αθώα. Η διαδικασία δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αδελφός είχε πάρει τις απαντήσεις του και κατόπιν στράφηκε στη φιγούρα του Βλαντ που καρτερούσε χαμένη στις σκιές και την ησυχία.

«Πρέπει να πεθάνει» του ανακοίνωσε και η Γκάμπι πετάχτηκε όρθια.

«Όχι! Σας παρακαλώ, είμαι αθώα!» φώναξε.

«Αθώα, μα επικίνδυνη. Πράγματι δεν ευθύνεσαι για όλα αυτά, μα μέσα σου έχει εισχωρήσει μαγεία του Διαβόλου. Πρέπει να πεθάνεις και ίσως τότε να σώσεις την πληγωμένη από τον Σατανά ψυχή σου» ανακοίνωσε ψυχρά ο Αδελφός και τα σκουροπράσινα μάτια του σκοτεινού Πρίγκιπα, καρφώθηκαν στα δικά της.

Οι Αδελφοί ήταν φαντάσματα, χαμένες ψυχές μοναχών του δέκατου πέμπτου αιώνα. Δεν είχαν πρόσωπο και το σώμα τους αποτελούταν μονάχα από κόκαλα. Η ατμόσφαιρα κάθε φορά που βρισκόταν ένα φάντασμα τριγύρω, ξεκινούσε να ψυχραίνει και η Γκάμπι για πρώτη της φορά το ένιωσε. Ένιωθε το ψύχος από την παρουσία των μορφών αυτών, δίχως μάτια, δίχως χαρακτηριστικά με πρόσωπο που αντικατόπτριζε το απόλυτο χάος. Είχαν διαβάσει την ιστορία της και είχαν καταλάβει ακριβώς τι της είχε συμβεί, μα η απόφασή τους ήταν κάθετη. Η κοπέλα έπρεπε να θυσιαστεί, να τερματιστεί η ζωή της προκειμένου ο κόσμος ο φανταστικός μα και ο κανονικός, να γλιτώσουν.

Η απελπισία και ο φόβος, την είχαν οδηγήσει στα όρια της τρέλας. Το τελευταίο εικοσιτετράωρο ένας κυκεώνας δυστυχίας και τρόμου, δίχως ταβάνι, την είχαν περικυκλώσει μα στο βάθος όλου αυτού του λαβυρίνθου, αισθανόταν μοναξιά. Οι φίλοι της βρίσκονταν στις ανάλογες σχολές, ο αδερφός της εξαφανισμένος και εκείνη αιχμάλωτη ενός πεθαμένου, αιμοδιψούς Πρίγκιπα που ανήκε στον Μεσαίωνα και είχε εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες ανά τα χρόνια. Όλα αυτά φάνταζαν αδύνατα. Χρόνια τώρα είχε μεγαλώσει με την αντίληψη πως το υπερφυσικό αποτελούσε απλώς την βάση για την έμπνευση των μύθων και των ιστοριών. Στο σήμερα ωστόσο, ακροβατούσε ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, με την ελπίδα να διαφαίνεται χιλιόμετρα μακριά σαν ασθενική σπίθα που τρεμοπαίζει.

Οι Αδελφοί συγκεντρωμένοι σε έναν κύκλο σιγοψιθύριζαν σε μία γλώσσα δυσνόητη. Η απόφαση ωστόσο είχε παρθεί και η Γκάμπι σηκώθηκε από την καρέκλα της τιμωρίας, μόνο για να νιώσει στα ξαφνικά το βάρος του σώματός της αφύσικο. Τρεκλίζοντας πλησίασε τον Βλαντ που την κοιτούσε διεισδυτικά και άπλωσε παρακλητικά το χέρι της για λύπηση. Η ζαλάδα όμως επέστρεψε δυναμικά και τη στιγμή που άγγιξε τον ώμο του για να μην σωριαστεί, μία εικόνα την χτύπησε ανελέητα, μεταφέροντάς την σχεδόν πεντακόσια χρόνια πίσω.

΄΄Έκανε πολύ κρύο εκείνο το πρωινό. Η κοπέλα μπορούσε να νιώσει στο πετσί της τον παγωμένο άνεμο που λυσσομανούσε και βούιζε κάνοντας το περιβάλλον ειδυλλιακά απόκοσμο. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα και έβλεπε την εμπροσθοφυλακή του Βλαντ να πολεμά σαν θηρίο μαινόμενο ένα σώμα ισχυρό του Οθωμανικού στρατού κοντά στο δάσος της Βλάσια. Σε αριθμό υστερούσαν τρομερά οι Βλάχοι, μα οι κραυγές του Βλαντ δεν τους επέτρεπαν να δειλιάσουν. Τους έδινε κουράγιο, ήταν ο ηγέτης τους. Στα χέρια του βαστούσε ένα σπαθί που όμοιό του η Γκάμπι δεν είχε ξαναδεί. Ήταν σφυρηλατημένο  στις φλόγες του Τολέδο και ανήκε στον πατέρα του. Μπροστά της όμως εξελισσόταν και η τελευταία μάχη. Είδε τον Βλαντ να τρέχει και να σκαρφαλώνει σε ένα ύψωμα, προκειμένου να έχει πανοραμική θέα. Τότε, σαν ύπουλα αρπακτικά μέσα από τις σκιές των δέντρων, ξεπρόβαλαν οι δολοφόνοι του. Σύρθηκαν σχεδόν αθόρυβα και του κατάφεραν το πρώτο χτύπημα. Στη θέα αυτή, η κοπέλα έβαλε τα χέρια της στο στόμα της. Ήθελε να ουρλιάξει, μα φωνή δεν έβγαινε. Είδε τον Βλαντ να καταφέρνει να σκοτώνει κάποιους την τελευταία στιγμή, έστω και πληγωμένος, προτού φτάσει πια να πέσει ηττημένος στο έδαφος προκαλώντας την άτακτη φυγή και το πανικό στο στρατό του. Η εικόνα θόλωσε, για να δει ξανά δύο μοναχούς να ανασύρουν μέσα από έναν βάλτο ένα πτώμα αποκεφαλισμένο. Ανήκε στον Βλαντ. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της από το σοκ και ξεκίνησε να φωνάζει, μέχρι που το όραμα είχε κάνει τον κύκλο του, πετώντας την πίσω.

Η επόμενη θέα, ήταν το πρόσωπο του Βλαντ να της φωνάζει να συνέλθει μέχρι που τα μάτια της έπεσαν σε μία κυκλική ουλή που καλυπτόταν εν μέρει από τα πυκνά, μακριά μαλλιά του.

«Τι είδες; Λέγε!» της φώναξε οργισμένος.

Είχαν πλέον βγει από το μοναστήρι και βρίσκονταν οι δυο τους στη μέση του πουθενά. Η υπομονή της είχε φτάσει στα όρια, τα νεύρα της είχαν καταρρεύσει και θεωρούσε πλέον τον θάνατο δεδομένο. Διαφυγή δεν υπήρχε καμία. Τι σημασία θα είχαν λοιπόν τα λεγόμενά της;

«Είδα την τελευταία σου στιγμή, την πτώση σου»

Τον είδε για πρώτη φορά να χλομιάζει και να τα χάνει. Το μυαλό του έτρεξε χιλιόμετρα σε εκείνη την καταραμένη μέρα, που ο Μπάτορυ, ο τελευταίος κυβερνήτης της Τρανσυλβανίας του είχε ζητήσει να του ανοίξει τον δρόμο επιχειρώντας αιφνιδιαστική επίθεση στους Οθωμανούς μέσα από μία δύσβατη περιοχή, γεμάτη βάλτους, πυκνά δάση και απόκρημνες κορφές. Του είχε τάξει ενίσχυση, μα αυτή δεν ήρθε ποτέ. Ο Βλαντ οργίστηκε που επέτρεψε σε μία άγνωστη, δειλή και αδύναμη κοπέλα να δει τα τρωτά του σημεία. Να δει πως ακόμη πονούσε και ίσως κάπου βαθιά μέσα του, να φοβόταν. Όταν άνοιξε τα πράσινα, διεισδυτικά του μάτια, μέσα τους καθρεπτιζόταν μονάχα η αδυσώπητη οργή. Ωστόσο, από μακριά, είδαν μία σκιά να κινείται με εκπληκτική ταχύτητα, πέρα από τα ανθρώπινα. Ήταν ο Μίρτσεα που είχε παρακολουθήσει τη διαδρομή και ήταν βέβαιος πως ο αδερφός του και ο εκρηκτικός του χαρακτήρας, θα δημιουργούσαν προβλήματα.

«Σταμάτα» του είπε έχοντας βρεθεί μπροστά του. «Την έχεις διαλύσει, εντάξει το κατάφερες, αλλά τώρα σταμάτα» τον πρόσταξε.

«Άκουσες τι είπαν οι Αδελφοί; Πως είναι επικίνδυνη!» του φώναξε.

«Ω, έλα τώρα Βλαντ. Δεν σε πιστεύω πως άφησες ένα κοπάδι ακέφαλων μοναχών να σε κατευθύνει. Ήσουν πιο έξυπνος από αυτό. Μπορείς να την διδάξεις να το ελέγχει, απλώς δεν θέλεις και αποζητάς την εύκολη λύση»

«Είδε τον θάνατο μου!» του φώναξε.

«Και εμένα δίχως το μάτι μου, αλλά τι να κάνουμε; Για να έχουμε βρικολακιάσει, λογικά κάπως θα έπρεπε να έχουμε πεθάνει κιόλας. Εντάξει, δεν πεθάναμε γέροι, πλούσιοι με εκατό κορασίδες να μας ικανοποιούν, μα τουλάχιστον εσύ πήγες πάνω στην μάχη. Εγώ δολοφονήθηκα ατιμωτικά. Χώνεψέ το και μην ξεσπάς επάνω της. Θα την πάρω μαζί μου» τον μάλωσε.

«Αν κάνετε βήμα, θα...» πήγε να πει.

«Μας παλουκώσεις;» τον κάρφωσε ο Μίρτσεα με απόγνωση.«Μάλλον ξεχνάς πως είσαι ο μικρός μου αδερφός, όπως ξεχνάς και τους αμέτρητουςκαβγάδες μας στο Τιργκοβίστε  με τακακοποιά στοιχεία και τότε, είχαμε τα μισά της χρόνια που λέει ο λόγος. Δενυπήρξα το καλό παιδί. Ο Ραντού ούτε που άγγιζε άνθρωπο. Αργότερα εξελίχθηκεβέβαια σε κάθαρμα, προδότη, μα αυτό είναι άλλη ιστορία. Η Γκάμπι ανήκει στηΣχολή και θα τη προσέχω εγώ. Το χάρισμά της αυτό ελέγχεται και μάλιστα μπορούμενα το εκμεταλλευτούμε με προσοχή πάντα. Καλό βράδυ» τον αποχαιρέτησε αφήνοντάςτον κυριολεκτικά να βράζει.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro