Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το σπάσιμο του δεσμού/ part 2

Ο Γκάρβευ ήταν αυτό το μεγάλο αγκάθι για την οικογένεια του Χάρι,ο οποίος είχε απορήσει για το γεγονός πως ενώ οι θείοι του, ο αδερφός δηλαδή του πατέρα του και η γυναίκα του ήταν άψογοι άνθρωποι, είχαν ένα παιδί σαν και τον πρώτο του ξάδερφο. Όλο αυτό τον άγχωνε και τον οδηγούσε να κλείνεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του. Για την ακρίβεια ένιωθε σαν να στεκόταν στη μέση ενός γκρεμού, σε μία μικρή νησίδα και να αδυνατούσε να φτάσει τις δύο αντίθετες πλευρές. Από την μία ο υπερφυσικός κόσμος τον αντιμετώπιζε με καχυποψία και από την άλλη ο ανθρώπινος τον θεωρούσε τέρας. Εκείνος όμως στην πραγματικότητα, ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές της Ντούτραμ. Το επόμενο απόγευμα, κατευθυνόταν προς το γραφείο της βρικόλακα διευθύντριας, προκειμένου να πάρει το πρόγραμμα των αλχημιστών. Η διευθύντρια ήξερε τα πάντα για τους μαθητές της, όλα τους τα στοιχεία και φυσικά γνώριζε σε ποιους να δώσει τα μαγικά προγράμματα που λάμβαναν χώρα στα υπόγεια της σχολής. Μπορεί η Ντούτραμ να ήταν Καλών Τεχνών, μα παράλληλα για τους υπερφυσικούς, αποτελούσε και τόπο διδασκαλίας με ξεχωριστά μαθήματα. Ο Χάρι χτύπησε άνευρα την πόρτα και η φωνή της Άλμπα τον φώναξε να περάσει.

Το αγόρι προχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, μόνο για να αντικρίσει ακόμη έναν νεαρό στην ηλικία του και στο έτος του. Τον γνώριζε, ήταν ο Γουάιλαν Άνγκερς. Αρχηγός των νεαρών βρικολάκων της Σχολής, καθώς οι παλαιοί, όπως το παρεάκι του Στεφάν, δεν ασχολούνταν με τίποτε, πλην της αποστολής τους να φυλάνε στην ουσία το κάστρο.

«Ακεφιές Κάρτερ;» άκουσε την ενοχλητική του φωνή και ξεφύσησε.

«Δεν έχω την όρεξή σου Άνγκερς» μουρμούρισε με την Άλμπα να κοιτάζει και τους δύο αυστηρά.

Ο Γουάιλαν ήταν βρετανός στρατιώτης κάποτε, που υπηρετούσε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Από τότε και από πολύ πιο παλαιά άλλωστε, είχαν ακουστά για την ύπαρξη του υπερφυσικού κόσμου. Όπως ήταν λογικό κάποιοι τα θεώρησαν έναν απλό μύθο και κάποιοι άλλοι πίστεψαν σε αυτά ως ύστατη ελπίδα επιβίωσης σε χρόνια σκοτεινά. Καθώς λοιπόν ο Γουάιλαν ήταν μόνο είκοσι ενός χρονών, περνούσε τα βράδια διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία, μέχρι που στα χέρια του είχε πέσει ένα που μιλούσε για την ανάσταση και τη δημιουργία των βαμπίρ. Όταν είχε πρωτοδεί το απόσπασμα κάγχασε, μα την νύχτα που τραυματίστηκε βαριά από σφαίρα γερμανική, έβαλε έναν φίλο του να χαράξει επάνω του το ΄΄ναι΄΄ που δήλωνε πως με την θέλησή του επέλεγε την επαναφορά στη ζωή. Στον φίλο του, δεν εξήγησε ποτέ τον λόγο, ωστόσο βαθιά μέσα του ήλπιζε να τον εντόπιζε κάποιος υπερφυσικός και να τον έφερνε πίσω στη ζωή. Ο θάνατος τον τρόμαζε και ήταν πολύ νέος για να φύγει. Έτσι και έγινε, μιας που το ίδιο βράδυ, έπειτα από πόνους φρικτούς, κατέληξε. Το κορμί του θάφτηκε πρόχειρα, μα τελικά η βροχή και γενικά οι άσχημες καιρικές συνθήκες, το ξέθαψαν κατά το ήμισυ. Ένας περαστικός βρικόλακας τον εντόπισε και διαβάζοντας το ΄΄ναι΄΄, τον ανέστησε το βράδυ, για την ακρίβεια τα μεσάνυχτα. Ο Άνγκερς δεν επέστρεψε ποτέ πίσω στο μέτωπο. Δεν ήθελε και επίσης ο νέος του φίλος, τον έμαθε να φοβάται τους ανθρώπους και να αποφεύγει τις επαφές που θα κόστιζαν την αποκάλυψη της ταυτότητάς του.

Έτσι, έζησε σε μία κοινότητα βρικολάκων, στην ύπαιθρο, ακούγοντας από μακριά τους βομβαρδισμούς και νιώθοντας κάθε βράδυ την αίσθηση του πολέμου στο πετσί του, μέσα από τους εφιάλτες που αναβίωναν ξανά και ξανά. Είχε διδαχτεί πως δεν υπήρχαν πολλοί βρικόλακες στον κόσμο, καθώς στην ουσία η επαναφορά σε μία τέτοια ζωή, ταράζει την ψυχή και την πορεία της και ας πραγματοποιείται με τη θέληση του ατόμου. Από τότε, θυμόταν και ένα απόσπασμα ενός ποιήματος του Μπωντλαίρ, που μιλούσε για τα παιδιά της νύχτας ΄΄ Ωσάν τους δαίμονες με τ' άγριο μάτι, θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι και θα γλιστρήσω κοντά σου σαν αχνός, ωσάν τα φαντάσματα της νυκτός΄΄

Έμαθε επίσης, πως οι άνθρωποι ανά τα χρόνια, τους θεωρούσαν συνώνυμο του διαβόλου, ενώ αρκετές φορές παρουσιάζονταν με έναν λανθάνοντα ερωτισμό, απόλυτα συνδεδεμένοι με την πόση του αίματος και το δάγκωμα στον λαιμό με τους κυνόδοντές τους. Ο νεαρός ωστόσο γνώριζε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια, πόσο μάλλον το τρελό σενάριο της αλλαγής ενός ζωντανού ανθρώπου με ένα δήθεν δάγκωμα. Εκείνος στην ιδέα του αίματος και μόνο ανατρίχιαζε. Είχε δει τόσο πολύ στη ζωή του, που ειλικρινά θα προτιμούσε να συναναστρέφεται με πτώματα άψυχα, παρά με ζωντανούς.

Σήμερα ωστόσο, βρισκόταν στο γραφείο χτυπημένος άσχημα στο χέρι από ασημένια σφαίρα και καρτερούσε τον αλχημιστή ιατρό με την ειδική αλοιφή. Ο Κάρτερ πάλι είχε απλώς έρθει για το πρόγραμμα.

«Μη σκας Κάρτερ. Όλοι ξέρουμε πως ο ξάδερφός σου είναι βαρεμένος. Κάθε οικογένεια κρύβει και έναν τρελό» πάλεψε άκομψα να τον κάνει να νιώσει καλύτερα, μα το μόνο που εισέπραξε ήταν ένα βλέμμα δυσαρέσκειας και την αποχώρησή του με το που κράτησε το πρόγραμμα στο χέρι του.

Μη θέλοντας να επιστρέψει σπίτι, καθώς η διαδρομή ήταν μεγάλη, ο Χάρι προχώρησε στη βιβλιοθήκη που ήταν το αγαπημένο του μέρος. Εκτός από τα αναρίθμητα βιβλία παντός είδους, οι ζωγραφιές και τα μαγικά πλάσματα που δέσποζαν τριγύρω, σε καλωσόριζαν σε έναν κόσμο παραμυθένιο που θα έκανε και την πιο ψυχρή καρδιά να σκιρτήσει από θαυμασμό. Σε αυτό το μέρος περνούσε την ώρα του και μερικές φορές κοιμόταν, όταν η ώρα ήταν πλέον περασμένη και επικίνδυνη για γυρισμό.

Βαδίζοντας προς το πρώτο μοναστηριακό τραπέζι, απίθωσε την τσάντα του και έβγαλε το βιβλίο της βοτανολογίας προσπαθώντας να λύσει την χημική ένωση κάποιων στοιχείων που τους είχαν βάλει για εργασία. Δέκα λεπτά αργότερα, βήματα απέσπασαν την προσοχή του και είδε την κοπέλα που είχε γνωρίσει στο πρωινό τυχαία, να εισέρχεται κλαμένη. Φαινόταν κυριολεκτικά να έχει καταρρεύσει ψυχολογικά.

Καθώς την είδε να πλησιάζει, έκλεισε απότομα το βιβλίο του και το έχωσε βιαστικά στην τσάντα. Δεν είχε καμία όρεξη να της κινήσει το ενδιαφέρον και να την τρομάξει με τα βότανα και τις μαγικές τους ιδιότητες. Η κοπέλα τον προσπέρασε και κάθισε μονάχη της στο πίσω τραπέζι, προσποιούμενη δήθεν πως διάβαζε, όταν στην ουσία πάλευε να μαζέψει τα δάκρυα που μούσκευαν τις σελίδες των βιβλίων της. Παρά τον φόβο και τη νευρικότητά του, ο Χάρι μπήκε στον πειρασμό να σηκωθεί και να την πλησιάσει διστακτικά.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε σιγανά και την είδε να υψώνει τα βουρκωμένα της μάτια.

«Έγινα ρεζίλι, έτσι; Προσπαθώ να είμαι καλά» του απάντησε η Μόνικα με ειλικρίνεια.

«Μπορώ να καθίσω;» την ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά.

Στην ουσία δεν είχε ιδέα τι να κάνει ή τι να πει. Δεν θα πρόδιδε ποτέ τις δυνάμεις, τις νεοαποκτηθείσες της φίλης της, μα από την άλλη ήθελε να ξέρει για το τι ήταν γνωστό στη Σχολή σε σχέση με το Μπραν και τον φρικτό του αφέντη. Κοίταξε ξανά τον Χάρι και δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια της, όταν ένιωσε το χέρι του ασυναίσθητα να την τραβά και να την αγκαλιάζει για παρηγοριά. Ο Χάρι ήταν ευαίσθητο άτομο και ράγιζε η καρδιά του να βλέπει τόση θλίψη. Δεν θα την ρωτούσε σε καμία περίπτωση το λόγο, δεν την γνώριζε εξάλλου, μα η προσφορά λίγης παρηγοριάς, ήταν κάτι το ανθρώπινο.

Η ώρα ήταν περασμένη και η Μόνικα άξαφνα συνειδητοποίησε πως βρισκόταν χωμένη στην αγκαλιά ενός ξένου. Τινάχτηκε με δύναμη πίσω, κάνοντας τον Χάρι να γουρλώσει τα μάτια του και να την κοιτάξει απολογητικά.

«Συγγνώμη ειλικρινά. Δεν είχα σκοπό να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως η ψυχή σου ζητούσε μία παρηγοριά» της είπε και ένιωσε ευθύς ολόκληρο το πρόσωπό του να κοκκινίζει. Τι είχε μόλις ξεστομίσει και πώς; Τέτοιο φιλοσόφημα θα φάνταζε στα σίγουρα γελοίο στ' αφτιά της κοπέλας και όχι άδικα.

Ωστόσο, η Μόνικα τον κοίταξε με εμφανή περιέργεια στην αρχή και αγαλλίαση στη συνέχεια.

«Το έθεσες ωραία. Σε ευχαριστώ ειλικρινά, μα και εγώ οφείλω μία συγγνώμη. Σε ένα μέρος σαν αυτό, ιερής ησυχίας, εγώ σε αναστάτωσα με τα κλάματά μου» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Μα, αυτή η ιερή ησυχία είναι που δημιουργεί το πρόβλημα γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με όλες σου τις μύχιες σκέψεις. Ξέρεις, ξεκινάς τον απολογισμό και καταλήγεις μάλλον όπως εσύ. Είναι και δικό μου ησυχαστήριο εδώ πέρα. Έχω βρεθεί και εγώ σε ανάλογη θέση απελπισίας όπως εσύ» της εξήγησε και αυτή η κουβέντα από μόνη της, έμοιαζε να ανοίγει και το δικό του μυστικό κουτί, το οποίο πολλές φορές τον είχε οδηγήσει σε στιγμές παρόμοιες με αυτή της κοπέλας.

Ο Χάρι ήταν σπουδαίος και έξυπνος μαχητής, ιδανικός στόχος για την σκιώδη πλευρά της μαγείας. Κάποτε είχε βασανιστεί σκληρά και για μέρες ατελείωτες, όταν τον είχαν απαγάγει μία μέρα που επέστρεφε στο σπίτι του . Στη σκέψη και μόνο των βασανιστηρίων που είχε δεχτεί μόνο και μόνο για να πάει με τους Σκοτεινούς, ανατρίχιασε. Τα σημάδια βρίσκονταν ακόμη χαραγμένα πάνω στο όμορφο, νεανικό κορμί του, όπως εκείνα των χειροπέδων κοντά στους αστραγάλους και τους καρπούς του.

                                                                                          ***

Το φεγγάρι έλαμπε ψηλά στον ουρανό και η Γκάμπι είχε ακουμπήσει με την πλάτη της στο μάρμαρο, πάνω στο οποίο αργοπέθαινε ο Βλαντ. Ο ύπνος την είχε φυλακίσει στους δικούς του δρόμους, μα το χέρι της εξακολουθούσε να κρατά το δικό του. Ο ίδιος είχε πέσει σε έναν λήθαργο, από τον οποίο βγήκε προσωρινά με τη βοήθεια του παγωμένου ανέμου που τον ξύπνησε. Σχεδόν δεν ανέπνεε από τον πόνο, μα λέξη δεν θα έβγαινε από τα χείλη του. Τότε, συνειδητοποίησε πως το χέρι του βαστούσε το δικό της και πως εκείνη είχε παραμείνει δίπλα του, μέχρι να καταρρεύσει από την κούραση. Αργά απέσυρε το χέρι του που ακόμη είχε τη ζεστασιά της. Το παλούκι έστεκε καρφωμένο στην καρδιά του σκοτώνοντάς τον αργά. Αν κατόρθωνε να αντέξει την απορρόφηση της σκοτεινής μαγείας του Ραντού δίχως να πεθάνει, θα ήταν ελεύθερος. Το ασήμι, λειτουργούσε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο.

«Βλαντ Ντράκουλα» άκουσε τη φωνή την ψυχρή του ενός Αδελφού «Τόσο σκληρός, άκαμπτος, χειρότερα και από ατσάλι. Ο άνδρας που ακόμη και με το παλούκι καρφωμένο δεν λυγίζει. Αξιοθαύμαστο, μα όλοι κρύβουν μέσα τους μία αχίλλειο πτέρνα. Εσύ δεν αποτελείς εξαίρεση και εμείς την γνωρίζουμε. Έχεις μία αδυναμία Βλαντ. Μία αδυναμία που καταβάθος μισείς και απεχθάνεσαι και αρνείσαι να τη δεχτείς. Ο υπέρμετρος εγωισμός σου, σου το απαγορεύει ρητά. Θα έρθει η στιγμή όμως που δεν θα μπορείς να κάνεις αλλιώς και ο εχθρός θα την δει και τότε...Το κάστρο σου θα καταρρεύσει» ήταν η τελευταία του κουβέντα προτού αποχωρήσει, αφήνοντάς τον μόνο, πνιγμένο στο ίδιο του το αίμα με την κοπέλα κοιμισμένη δίπλα του.

Τα παλαιά τα χρόνια, αρέσκονταν να μιλούν με γρίφους και να πετούν υπονοούμενα. Ο Βλαντ ωστόσο, είχε καταλάβει απόλυτα τα λόγια του φαντάσματος και βαθιά μέσα του είχε ευχηθεί, αυτή η ψυχή που ερπόταν δίχως νόημα στην αοριστία του χρόνου, να μην έβρισκε ποτέ τη γαλήνη, αν και ήταν βέβαιος γι' αυτό. Κάθε ψυχή ποτισμένη με μίσος και κακία ήταν καταραμένη να μένει στάσιμη. Μήπως και η δική του αποτελούσε εξαίρεση; Δεν το γνώριζε. Ψηλά στην ουράνια αγκάλη, το φεγγάρι έλαμπε σιωπηλό ρίχνοντας στον κόσμο τις σκιές της νύχτας. Τα πλάσματα τραγουδούσαν έναν στατικό, πένθιμο ρυθμό, παραδομένα στην απεραντοσύνη της εξοχής. Εκείνος αργόσβηνε, το ένιωθε. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό του και για πρώτη φορά, αποφάσισε να σταθεί απέναντι από τον εαυτό του, ως κριτής δίκαιος και να μιλήσει. Για όσα χρόνια ζούσε, δεν διέθετε χρόνο. Αναλωνόταν στις μάχες, μέχρι που το κεφάλι του βρέθηκε βαλσαμωμένο να τρέχει μπροστά στις ειρωνικές ματιές και στα επιφωνήματα χαράς των εχθρών του. Τόσος αγώνας και ιδού η κατάληξη που είχε.

Αναστέναξε και μαζί ξέφυγε ίσως και ένας λυγμός πόνου αφόρητου. Τότε τα έβαλε ξανά με τον εαυτό του για την στιγμή τη μικρή της αδυναμίας. Ποιον όμως κορόιδευε; Ίσως μονάχα το φθονερό του είδωλο, το οποίο τώρα είχε στήσει σαν κατηγορούμενο απέναντί του. Ήταν άνθρωπος. Μπορεί να μην είχε τον χρόνο, ούτε τις απαραίτητες στιγμές ανθρωπιάς, μπορεί να επέδειξε μία συμπεριφορά τέρατος, την οποία είχε δει και βιώσει και η γυναίκα του πριν πέσει από το παράθυρο, μα ήταν άνθρωπος. Άνθρωπος που αναγκάστηκε να γίνει τέρας για να επιβιώσει, για να σώσει την πατρίδα του και να την διοικήσει έχοντας τριγύρω μονάχα προδότες. Ο αδερφός του τον πρόδωσε, ο ίδιος φυλακίστηκε από ψέματα, οι ευγενείς διέλυσαν και βασάνισαν τον Μίρτσεα και εκείνος σε μία σκακιέρα, παρίστανε τον ρόλο του βασιλιά, όταν ο ρόλος της βασίλισσας, αντιστοιχούσε στη χώρα του. Σε αυτό το παιχνίδι, σημασία έχει να κρατήσεις ζωντανή τη βασίλισσα, ακόμη και αν χρειαστεί να θυσιάσεις όλο το στρατό σου, μαζί και το βασιλιά. Έζησε για το όνειρο αυτό, θωρακίζοντας τον εαυτό και την ψυχή του. Να, αυτή τη στιγμή ακόμη, βρισκόταν παλουκωμένος στην καρδιά με συνεχή αιμορραγία και εκείνος ούτε επιφώνημα δεν είχε επιτρέψει να ξεφύγει από το στόμα του.

Ήρθε ωστόσο αυτός ο καταραμένος ο μοναχός και του θύμισε με έμμεσο τρόπο, τη μικρή κουκίδα ανθρωπιάς, ή αδυναμίας. Την γνώριζε και ο ίδιος, μα πάλευε με όλο του το είναι, όχι μονάχα να την κρύψει από τα μάτια των εχθρών του, μα και να την προστατέψει. Το βλέμμα του το παγερό, το βλέμμα των σκουροπράσινων δασών της χώρας του, κατρακύλησε στο σώμα της Γκάμπι που φαινόταν χαμένη σε κάποιο όνειρο μάλλον, αν έκρινε από το ελαφρύ σκούξιμό της. Τότε, το ένα του δάχτυλο ακούμπησε το δέρμα της για δευτερόλεπτα. Ήταν παγωμένη και σίγουρα αυτό θα της κόστιζε ένα γερό κρύωμα. Ήταν μία ξεροκέφαλη κοπέλα, μα και γενναία. Δεν είχε αποκτηνωθεί και αυτό ήταν ένα όμορφο υστερόγραφο που θα είχε κάτω από έναν μελλοντικό, ήλπιζε πολύ μελλοντικό, επίλογο της ζωής της. Τότε, ο πόνος ξεκίνησε να διπλασιάζεται στα ξαφνικά. Ο Βλαντ έσφιξε τις γροθιές του απότομα και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Όμως δεν άντεχε. Ήταν τόση η ένταση, που δάκρυα πλημμύρισαν αντανακλαστικά τα μάτια του και ένας πιο δυνατός λυγμός του ξέφυγε, με αποτέλεσμα η Γκάμπι να ξυπνήσει ταραγμένη.

«Βλαντ; Είσαι καλά; Θεέ μου είσαι μέσα στο αίμα και στον ιδρώτα! Πονάς πολύ και το ξέρω! Τι να κάνω; Πες μου..» προσπάθησε να του πει και εκείνος κοιτάζοντάς την σκληρά, πάλεψε να της μιλήσει.

«Θέλω να φύγεις. Σε ευχαριστώ για την κίνηση ανδρείας σου, μα πρέπει να φύγεις. Αν αγγίξεις κάτι επάνω μου, θα δεις τον Μπογκτάν. Φέρτον στο νου σου, είναι ακόμη μία ικανότητά σου, που δεν ανακάλυψες ως τώρα. Πριν, που...που σου κράτησα το χέρι, είχα μπλοκάρει το μυαλό μου ώστε να μην πεταχτείς σε κάποιο όραμα. Είσαι δυνατή και μπορείς δίχως εμένα να προφυλαχτείς. Κάλεσε τον υπηρέτη μου και αν δεν γυρίσω, βοήθησε τον Μεσαίωνα να κάνει το κύκλο που πρέπει και να αποσυρθεί» της είπε και ευθύς ξεκίνησε να θολώνει η όρασή του.

«Όχι Βλαντ άντεξε! Η αυγή δεν είναι μακριά. Μπορείς. Εσύ πάντοτε τα έβαζες με τα λιοντάρια και έβγαινες νικητής. Από το τίποτα, δημιουργούσες το ΄΄όλα΄΄. Θα το κάνεις» του ψιθύρισε, όταν τον ένιωσε να χάνεται και να βυθίζεται σε έναν λήθαργο που δεν ήταν τίποτε άλλο, από ένας προθάλαμος του θανάτου.

Η χώρα των σκιών είχε ήδη καταπιεί τον πρίγκιπα και η κοπέλα προσπαθούσε μάταια να του μιλήσει. Ιδρώτας κύλησε από το πρόσωπό της, μα τότε θυμήθηκε κάποια λόγια του. Πως το μέλημά του ήταν να την σκληραγωγήσει, ώστε να μπορεί να επιβιώνει σε στιγμές σαν αυτή. Το συναίσθημα όμως πάλευε με την λογική και τότε κατάλαβε επιτέλους τον Βλαντ. Το συναίσθημα ήταν αδυναμία, γιατί σε μία κρίσιμη στιγμή, επηρεάζει τη λογική σου. Τώρα κανονικά, έπρεπε να σκέφτεται τρόπους για να τον κρατήσει ζωντανό, ή να ειδοποιήσει τον Μπογκτάν και αντί αυτού, εκείνη στεκόταν κλαμένη πάνω από το παγωμένο του σώμα και μοιρολογούσε. Τα τρεμάμενα χέρια της, άγγιξαν πρώτη φορά το πρόσωπό του. Τα ελαφρώς αξύριστα μάγουλά του, τα χείλη του, τα μαλλιά του. Τότε, της ήρθε μία παράτολμη ιδέα. Θα ενεργοποιούσε το χάρισμα, ώστε να εντοπίσει την ψυχή του μέσα σε κάποιο όραμα και να την κρατήσει σε αναμονή μισή ώρα, μέχρι το ξημέρωμα. Τα συναισθήματα παραγκωνίστηκαν και η αποφασιστικότητα έλαμψε στο βλέμμα της. Όχι. Κανένα παλούκι δεν θα του στερούσε τη ζωή. Ήταν ο Βλαντ ο Παλουκωτής, ένας μύθος, μία ιστορία που έκανε κάποτε τις ανάλγητες ψυχές των Οθωμανών, να σκιρτήσουν και να λυγίσουν. Έπιασε το χέρι του και ευθύς έτρεξε μέσα στο τούνελ των αναμνήσεων.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro