Το Τάγμα του Δράκου/part 1
΄΄Το Τάγμα του Δράκου ιδρύθηκε στα πρότυπα των Σταυροφόρων, επηρεασμένο κι από το Ναϊτικο μυστικιστικό πνεύμα του μοναχού-ιππότη, απαιτώντας από τους μυημένους σε αυτό να υπερασπιστούν το Σταυρό και να πολεμήσουν τους εχθρούς του Χριστιανισμού, και ιδιαίτερα τους Οθωμανούς μουσουλμάνους. Τα αρχικά μέλη του Τάγματος του Δράκου ήταν 21, όπως καταγράφηκαν το 1408 στο ιδρυτικό Καταστατικό, στα οποία περιλαμβάνονταν αυτοκράτορες, βασιλείς, πρίγκιπες, ηγεμόνες, ευγενείς και στρατηλάτες. Όλοι τους ήταν ορκισμένοι με «ιερό όρκο» να υπερασπίζονται τις αρχές και τους σκοπούς του Τάγματος, καθώς και τα συμφέροντα του Ούγγρου βασιλέα Σιγισμούνδου και μετέπειτα Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους τα μέλη του Τάγματος θα μπορούσαν να απολαμβάνουν βασιλική προστασία, τιμητικές διακρίσεις και υψηλά αξιώματα. Όταν αυξήθηκαν τα μέλη, το Τάγμα του Δράκου έφτασε να έχει δύο ιεραρχικές βαθμίδες.
Στην πρώτη βαθμίδα υπήρχε μια ανώτερη τάξη, η οποία μεταξύ του 1408 και του 1418 φορούσε τόσο το δράκο όσο και το σταυρό ως έμβλημα του Τάγματος και μια πιο περίτεχνη εκδοχή αργότερα. Στη δεύτερη βαθμίδα όπου συνωστίζονταν ένας σχετικά μεγάλος αριθμός μελών, είχε ως σύμβολό της μόνο τον Δράκο. Μετά το θάνατο του Σιγισμούνδου το 1437 το Τάγμα απώλεσε την ανώτερη βαθμίδα του. Ωστόσο, το περίφημο έμβλημά του, ο δράκος, διατηρήθηκε στο οικόσημο πολλών ουγγρικών και άλλων αριστοκρατικών οικογενειών΄΄
Το τελάρο ευθύς γλίστρησε από τα χέρια της και το κεφάλι της ετοιμάστηκε να σπάσει. Πισωπάτησε αγχωμένα, δίχως να κατορθώνει να εντοπίσει έναν κορμό, ο οποίος καλυπτόταν από χώματα και μέτρια βλάστηση. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να βρεθεί κατά γης πεσμένη, με το τελάρο πεταμένο παραδίπλα και τα δάκρυα να βρέχουν τα μάγουλά της. Τι κακό είχε κάνει; Ποια ήταν τελοσπάντων και γιατί ξαφνικά, το υπερφυσικό στοιχείο είχε εισβάλει στην ζωή της με σκοπό να την πνίξει; Το ένιωθε σχεδόν. Ένιωθε τον λαιμό της να μπουκώνει και τον αέρα να αδυνατεί να εισέλθει, ώστε να ανακουφίσει τα πνευμόνια της. Με τα δύο της χέρια, έπιασε το σημείο του λαιμού της και ξεκίνησε να βήχει βίαια. Κάτι συνέβαινε. Κάτι υπήρχε εκεί έξω και η ίδια βρισκόταν απομακρυσμένη από την σχολή. Ο άνδρας αυτός όμως, δεν έμοιαζε με τη σκοτεινή παρουσία που εμφανιζόταν κάθε φορά που άγγιζε ένα αντικείμενο του Λέοναρντ. Άραγε ήταν διαφορετικοί;
Μπροστά της το τοπίο είχε ξαφνικά αγριέψει. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα και μικρές, αραιές ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό της. Η Γκάμπι τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση της και κουλουριάστηκε. Ένιωθε παραίτηση. Με τον αδερφό της να αγνοείται, με έναν δολοφόνο ελεύθερο και με χιλιάδες υπερφυσικούς μπελάδες να ταλανίζουν κάθε λίγο την ψυχολογία της, ο πόλεμος ήταν χαμένος. Σηκώθηκε με κόπο, παρατώντας το μισοτελειωμένο τελάρο πίσω της. Ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο και ψυχή ζώσα δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά. Μετά από εκείνη τη δολοφονία του μαθητή με το παράξενο καπέλο που κανένας άλλος, πέρα από εκείνη δεν μπορούσε να δει, πιθανότατα θα επικρατούσε αναστάτωση και η διευθύντρια θα αποφάσιζε να οχυρώσει κατά κάποιον τρόπο τη Σχολή. Με βήμα αβέβαιο, πάλεψε να κατηφορίσει προς το μέρος του Ντούτραμ, όταν μία σκιά πέρασε από μπροστά της με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ναι. Την είχε νιώσει. Τρομοκρατημένη, ξεκίνησε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη του κάστρου Μπραν, μα θέλοντας να το αποφύγει και αυτό, γλίστρησε προς την κοντινή δασώδη περιοχή. Κάπου εκεί ένιωσε πως σύντομα θα πήγαινε να συναντήσει τον αδερφό της στον άλλο κόσμο. Ο φονιάς ήταν στα σίγουρα κοντά και την αναζητούσε. Είχε συνδεθεί δύο φορές με κάποιον, μα ο δεύτερος, εκείνος με την πληγωμένη πλάτη, δεν έμοιαζε ιδιαίτερα με την σατανική παρουσία του πρώτου. Ωστόσο, εδώ που είχαν οδηγηθεί τα πράγματα θα μπορούσε να έκανε και λάθος. Έτσι ήλπιζε.
Το έδαφος της απόκοσμης δασώδους περιοχής, με τις μελανείμονες σκιές και την ανατριχιαστική αίσθηση, ήταν απόκρημνο. Το τελάρο της είχε αφεθεί να σαπίζει πίσω στην βουνοκορφή, όταν ένα χέρι το άρπαξε και δύο μάτια βαθυπράσινα, καρφώθηκαν επάνω του παρατηρώντας το εξεταστικά. Το δίχως άλλο, αυτή η περίεργη γυναίκα είχε ταλέντο. Με μία κίνηση, κάλεσε έναν υπηρέτη του και του παρέδωσε τη ζωγραφιά για να του την μεταφέρει στο εσωτερικό του κάστρου. Η μέρα ήταν ακόμη μεγάλη και εκείνος είχε να εντοπίσει τη γυναίκα που βρισκόταν στο εσωτερικό ενός δάσους άγνωστου για εκείνη. Ο ίδιος πάλι είχε πλήρη γνώση ακόμη και των πετρών που στόλιζαν το έδαφος. Ακουμπώντας το χέρι του κάτω, στο υγρό και μουσκεμένο από τη βροχή χώμα, αφουγκράστηκε τα βήματά της και κατόρθωσε να υπολογίσει την απόσταση. Δεν είχε πάει και πολύ μακριά, μα θα χανόταν σύντομα εκεί μέσα, εκτός φυσικά αν κατέληγε στον γκρεμό. Με τα μαλλιά του μουσκεμένα από την βροχή, πήρε μία βαθιά ανάσα και χώθηκε στις σκιές.
Η Γκάμπι συνέχιζε να βαδίζει με τεράστια δυσκολία. Δεν είχε σταματήσει λεπτό να κλαίει σιωπηλά, πιστεύοντας ακράδαντα πως βίωνε τις τελευταίες της στιγμές. Εξάλλου, όπως σε όλες τις υποθέσεις εξαφανίσεων, τα θύματα βρίσκονταν μόνα τους. Εκείνο το βράδυ, ο αδερφός της ήταν ολομόναχος και είχε βγει για να αναζητήσει τη Μόνικα, μέχρι που τον κατάπιε το σκοτάδι. Έτσι απλά, έτσι ξαφνικά. Απόψε είχε έρθει η σειρά της. Η βροχή την είχε μουσκέψει ως το κόκαλο και ο διώκτης της βρισκόταν κοντά, πολύ κοντά. Η φωνή του η στεντόρεια, η αντρική, της είχε σηκώσει σε απόλυτη παράταξη όλες τις τρίχες στο σβέρκο της.
Τσαλαβουτώντας σε μία μικρή και σχεδόν αόρατη λακκούβα, προσπάθησε να κρατηθεί από έναν κορμό. Η ανάσα της ίσα που μπορούσε να βγει, όταν συνειδητοποίησε πως η μύτη της ακουμπούσε επάνω σε κάτι παγωμένο. Άξαφνα, η μπόχα και η δυσοσμία ήταν αφόρητες. Το βλέμμα της το σαστισμένο ανηφόρισε με κόπο προς τα πάνω και ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από το στόμα της. Ξαφνικά δεν έδινε δεκάρα για το αν ο τρελός της διώκτης την εντόπιζε μία ώρα αρχύτερα. Αυτό που της συνέβαινε, ήταν πραγματικά φρικτό. Η μύτη της είχε ακουμπήσει στο γυμνό και σαπισμένο πέλμα ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που είχε πεθάνει με τον πιο βίαιο και βασανιστικό τρόπο. Τον είχαν παλουκώσει. Κάπου εκεί, ο τρόμος της έβαλε φτερά στα πόδια, όταν ένα παρόμοιο θέμα ξεπρόβαλε μπροστά της. Ο πάσσαλος, είχε βγει μέσα από το στόμα του θύματος, γεμάτος αίματα και πράγματα, που ειλικρινά δεν είχε καμία διάθεση να αναλύσει. Το κεφάλι της περιστρεφόταν προς όλες τις κατευθύνσεις όταν κατάλαβε πως το συγκεκριμένο δάσος ήταν γεμάτο με παλουκωμένους και σφαγμένους ανθρώπους.
Το μυαλό της ακροβατούσε στα όρια της λογικής και της παράνοιας. Αν πράγματι υπήρχαν όλοι αυτοί, πώς ήταν δυνατόν ο κόσμος να μην τους είχε προσέξει; Το Μπραν και το τοπίο γύρω του ήταν υπερβολικά τουριστικό. Όλο και κάποιος θα είχε ξεγλιστρήσει προς το εσωτερικό του δάσους. Αλλά πάλι, εκείνη έβλεπε καπέλα μυτερά και τη διευθύντριά της να παραμορφώνεται. Επομένως, γιατί της έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το συγκεκριμένο αποτρόπαιο θέαμα; Εξαντλημένη κυρίως ψυχολογικά, στάθηκε σε ένα σημείο εκλιπαρώντας για έλεος.
«Σε παρακαλώ. Λυπήσου με όποιος και αν είσαι, ή σκότωσέ με. Δεν αντέχω άλλο. Εγώ δεν πείραξα ποτέ και κανέναν. Ήθελα απλώς να ζωγραφίσω...» ψέλλισε στο τέλος αδύναμα με τα τρεμάμενα χέρια της να προσπαθούν να μαζέψουν μερικά δάκρυα που κυλούσαν από το μουτζουρωμένο της πρόσωπο.
Ο αέρας βούιζε σιγανά γύρω της παρασέρνοντας ορισμένα μουλιασμένα φύλλα. Το τρομοκρατημένο της βλέμμα, σαν να ακολούθησε τη φορά του ανέμου και τότε τον είδε. Έναν άντρα, ντυμένο με σκιές, να στέκεται σε μία απόσταση από εκείνη, δίχως όμως να μπορεί να δει το πρόσωπό του. Ένας μανδύας τον κάλυπτε, το ίδιο και το κεφάλι του.
«Σήκω από εκεί τώρα και μην πιστέψεις ούτε για ένα λεπτό πως μπορείς να αποδράσεις. Έτσι και δω μία λάθος κίνηση, σε σκοτώνω επιτόπου. Κουνήσου!» της φώναξε και η φωνή του ήταν τόσο αποφασισμένη και βροντερή, που η κοπέλα ανατρίχιασε.
Δίχως να αρθρώνει ούτε μισή λέξη, τον ακολούθησε και τότε άξαφνα, οι παλουκωμένοι είχαν εξαφανιστεί. Όπου και αν έστρεφε το βλέμμα της, δεν υπήρχε ούτε ένας πάσσαλος. Βγαίνοντας έξω από το δάσος, η μορφή του άντρα, μουσκεμένη, στράφηκε προς το μέρος της.
«Μην κουνηθείς ούτε εκατοστό από εδώ» τη διέταξε και τον είδε να αποχωρεί τρέχοντας και να χάνεται σαν σκιά.
Τότε πίσω της ένιωσε ένα βίαιο άγγιγμα και ένας άλλος άνδρας της έδεσε και τα δύο χέρια, αρπάζοντάς την έπειτα από τη μέση. Οι δυο τους κινήθηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η Γκάμπι ένιωσε τον κόσμο γύρω της να περιστρέφεται, μέχρι που φάνηκε το Μπραν, το οποίο ήταν ολοζώντανο. Μαζί με τον άγνωστο που την έσερνε με σχοινιά, εισήλθαν στο κάστρο. Οι δάδες σιγόκαιγαν και ο άνδρας που την κουβάλησε, έφυγε σχεδόν τρομοκρατημένος από μία ανώτερη παρουσία. Μέσα από τις σκιές, η Γκάμπι είδε τον Μαξιμίλιαν.
«Μαξ! Βοήθεια!» του φώναξε και τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος της, όταν η στεντόρεια φωνή ακούστηκε.
«Μην τολμήσεις να την αγγίξεις, γιατί θα την πληρώσεις εσύ!» φώναξε και η μορφή η σκοτεινή και η περήφανη, καλυμμένη ακόμη με τον μανδύα, βάδισε δίπλα στον Μαξιμίλιαν.
«Μαξ τι τρέχει;» ρώτησε η κοπέλα όταν τον είδε διστακτικό.
«Πώς σε αποκάλεσε αυτή; Βλασφημάς προδίδοντας το όνομά σου Μίρτσεα;» φώναξε η μορφή και η Γκάμπι ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Ανάθεμα! Όλοι τους γνώριζαν ιστορία. Όλοι γνώριζαν πως αυτοί οι χαρακτήρες, είχαν ζήσει χρόνια, αιώνες πριν. Ήταν αυτό που έλεγε και η λέξη. Ιστορία.
«Λυπάμαι αδερφέ, μα..» ψέλλισε.
«Φύγε από μπροστά μου και εμείς θα μιλήσουμε μετά» τον πρόσταξε και τότε αποκάλυψε το πρόσωπό του. Η Γκάμπι κράτησε την ανάσα της πιστεύοντας πως απλώς ζούσε έναν εφιάλτη. Έναν άσχημο εφιάλτη.
«Βλαντ Τσέπες, ο Παλουκωτής. Δεν θα πω στις υπηρεσίες σου. Δεν υπηρετώ κανέναν. Θα πληρώσεις την εισβολή στο σπίτι μου, μα κυρίως στο κεφάλι μου»
Η κοπέλα τον κοιτούσε ασθμαίνοντας εξαιτίας του κρύου που περόνιαζε το κορμί της. Ο ακραιφνής θυμός που αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπο του άνδρα, την έκανε να ανατριχιάζει. Πώς ήταν δυνατόν να ισχυρίζεται ότι ήταν ο Βλαντ Ντρακούλ ο τρίτος; Αυτή η ιστορική προσωπικότητα με τις χιλιάδες αμφισημίες στα γεγονότα που αφορούσαν τη ζωή της, ανήκε στο μακρινό παρελθόν, στα χρόνια του Μεσαίωνα. Ο άνδρας του έμοιαζε, αν και η μορφή του φαινόταν ελαφρώς αλλαγμένη. Τα χαρακτηριστικά του ήταν νεότερα από την ηλικία κατά την οποία πέθανε ο αληθινός Βλαντ. Τα σπαστά μαλλιά του έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης του. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, μα το σώμα του έμοιαζε μυώδες και γυμνασμένο.
«Δεν μπορεί να είσαι ο Βλαντ» ψέλλισε εκείνη νιώθοντας πως είχε υπογράψει μάλλον την καταδίκη της εξαιτίας του θράσους.
«Και ποια είσαι εσύ που με αμφισβητείς και ζητάς αποδείξεις;» της έθεσε την ερώτηση και κατόπιν ξεκίνησε να κόβει κύκλους γύρω της έχοντας πάντοτε στο πρόσωπό του ζωγραφισμένη την ειρωνεία «Νομίζω πως εκεί μέσα, πήρες μία γεύση αλήθειας. Είδες όλα αυτά τα σφαγμένα και κατακρεουργημένα πτώματα. Αν καθόσουν λιγάκι περισσότερο, θα τους άκουγες να ψιθυρίζουν εκλιπαρώντας για έλεος. Εκλιπαρώντας ίσως για κάποιον διαβάτη να τους χαρίσει τη βολή εκείνη που θα τους απαλλάξει από το μαρτύριό τους. Το όνομά σου είναι Γαβριέλα, έτσι δεν είναι; Δεν είσαι η μόνη που μπορείς να διεισδύεις σε συνειδήσεις βλέπεις, έχουμε και οι άλλοι ικανότητες» τελείωσε ξεφυσώντας.
«Μα δεν το έκανα επίτηδες! Ειλικρινά! Το μόνο που ήθελα ήταν να ζωγραφίσω το κάστρο σου. Πάντοτε μου άρεσε και βρήκα την ευκαιρία να καθίσω» ψέλλισε δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια, μα δεν φάνηκε να πείθεται έχοντας σχηματίσει το δικό του απαύγασμα.
«Μπογκτάν!» ούρλιαξε και ένας κατηφής άνδρας φάνηκε από το βάθος του σκοτεινού κτηρίου βαστώντας στο χέρι του ένα τελάρο.
«Αφέντη μου, πρίγκιπά μου...» ξεκίνησε να υποκλίνεται και ο Βλαντ τον κοίταξε αυστηρά.
«Αυτό είναι δικό σου θαρρώ; Πολύ καλό αποτέλεσμα. Θέλοντας να δείξω για την ώρα έναν ελάχιστο οίκτο προς το πρόσωπό σου, θα σου το δώσω ως τη μόνη ασχολία σου στα ανήλιαγα κελιά που θα σε στείλω. Να με ευχαριστήσεις και με το παραπάνω, που δεν βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή παρέα με τους παλουκωμένους εκεί έξω!» φώναξε και είδε τον Μίρτσεα να μπαίνει στη μέση.
«Αδερφέ, δείξε έλεος! Σταμάτα πια! Η Γκάμπι δεν είναι κανένας εγκληματίας για της φέρεσαι έτσι» τον μάλωσε και τον είδε να καγχάζει με ειρωνεία.
«Άκουσέ με προσεκτικά, δήθεν Μαξιμίλιαν. Το γεγονός πως εσύ ξέχασες και συγχωρέσες την ημέρα, τη στιγμή και τον τρόπο του θανάτου σου, δεν σημαίνει πως θα το κάνω και εγώ. Δυστυχώς για αυτόν τον Καταραμένο που σέρνει εκεί έξω αχόρταγα το κουφάρι του, θυμάμαι. Η προδοσία και το τέλος μου επήλθε μέσα από δικούς μου ανθρώπους και εσύ μου ζητάς ευθαρσώς να εμπιστευτώ μία ξένη; Μία ξένη που είχε τη δύναμη να μπει μέσα στο μυαλό μου; Κανένας έως τώρα δεν το έχει κάνει. Κανείς! Βρέθηκε λοιπόν αυτή, που δεν είναι μάγισσα, μήτε βρικόλακας όπως εμείς πλέον και τα κατάφερε. Βρες μου μία λογική εξήγηση, αλλιώς αύριο θα την βασανίσω προκειμένου να μου πει. Εκτός, αν έχει κάτι να ψελλίσει τώρα, πριν να την πετάξω στο μπουντρούμι με τους ποντικούς. Ξέρεις μερικοί είναι και πεινασμένοι. Αγαπάνε τη φρέσκια σάρκα, επομένως θα αναγκαστεί να μείνει ξύπνια για να μη την κατασπαράξουν» της πέταξε και την είδε να τρέμει με δάκρυα στα μάτια.
«Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί το κάνω, ου-ούτε το πώς. Ποτέ πριν δεν είχα επαφή με το υπερφυσικό, αλλά από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο αδερφός μου, κάτι έπαθα. Πήγα να αγγίξω μία μπλούζα του και είχα το πρώτο μου όραμα. Δεν ξέρω τι είδα, ή ποιον, μα ήταν φρικτό και τρομακτικό, όσο φρικτός είσαι και εσύ! Υποτίθεται πως ήσουν ήρωας για τον λαό μου! Ένας δίκαιος και αυστηρός ηγέτης! Τελικά, ίσως να είχαν δίκιο όσοι σε κατηγόρησαν για απάνθρωπη συμπεριφορά και κατέληξαν να σε συνδέσουν με την καρικατούρα του Κόμη Δράκουλα. Μπορεί να μην πίνεις αίμα, αλλά είσαι χειρότερος και από αυτόν!» του φώναξε και τον είδε να χάνει τον έλεγχο και τον Μίρτσεα να μπαίνει μπροστά της και ανάμεσά τους.
«Πάρτην από μπροστά μου τώρα! Πήγαινέ τη στο μπουντρούμι» διέταξε τους άνδρες του και εκείνοι την πήραν από τα μπράτσα και την απομάκρυναν. Ο Μίρτσεα είχε μείνει άναυδος να κοιτάζει την δόλια κοπέλα να απομακρύνεται κλαίγοντας και κατόπιν στράφηκε στον Βλαντ.
«Τι έχεις πάθει αδερφέ; Έχεις αποκτηνωθεί τελείως. Αντί οι αιώνες να μαλακώνουν την ψυχή σου, την έχουν σκληρύνει. Άφησε πίσω σου το παρελθόν. Για τω Θεώ πέρασαν πεντακόσια χρόνια και ακόμη περισσότερα. Δεν είμαστε πλέον στο Μεσαίωνα, δυστυχώς για εσένα. Αντί να βγεις και να αντιμετωπίσεις αυτόν, εσύ κρύβεσαι μέσα στο κάστρο σου αποζητώντας γαλήνη, μέχρι να δεήσει η κατάρα σου να πετάξει μακριά. Ξέρεις όμως πως αυτό δεν θα συμβεί. Όχι όσο είναι εκείνος ζωντανός» πρόφερε και μαζί με τον Βλαντ ανέβηκαν στην πιο μεγάλη αίθουσα του Μπραν, εκείνη των εκδηλώσεων.
«Αρχικά, Μαξιμίλιαν, δεν είμαι βέβαιος για το ποιος από τους δύο μας ντρέπεται γι'αυτό που είναι. Εσένα, πριν από αυτά τα πεντακόσια ρημάδια χρόνια, κάποιοι ευγενείς σου έκαψαν το μάτι με σίδερο και σε έθαψαν ζωντανό κάτω από τη γη, αφήνοντάς σε να πεθάνεις από ασφυξία και να σε φάνε τα σκουλήκια. Τότε, εγώ βρισκόμουν αιχμάλωτος των Οθωμανών γιατί ο πατερούλης ήθελε δήθεν να τους κάνει τα χατίρια ώστε να γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας. Είχε δώσει όρκο στο Τάγμα του Δράκου και τον πάτησε, προκειμένου για την ηγεμονία. Εσύ όμως, είχες άσχημη μοίρα» έκανε μία παύση.
«Εκδικήθηκες για εμένα αρκετά. Φτάνει. Ήσουν πολύ σκληρός μαζί της, άσε που έπαιξες με το μυαλό της δημιουργώντας τις παραισθήσεις των παλουκωμένων. Επειδή δεν μπορείς πλέον να το κάνεις πράξη, το παίζεις σαν ταινία στα μάτια των θυμάτων. Κλασσικός Βλαντ που ήταν άσος στον ψυχολογικό πόλεμο» σχολίασε ο Μίρτσεα.
«Δηλαδή με συμβουλεύεις να την αφήσω να φύγει, ή να την φιλοξενήσω σε κάποιο βασιλικό δωμάτιο με τιμές και δόξες; Είναι επικίνδυνη, βλέπει πράγματα και διόλου σίγουρος δεν είμαι για το αν δουλεύει για τον άλλο. Αν την αφήσω, μπορεί να βρει τρόπο να τον ειδοποιήσει και αυτό είναι κάτι που αποφεύγω. Όχι από δειλία, μα από κούραση. Έχω περάσει όλη μου τη ζωή, τη θνητή και την αθάνατη να πολεμώ, πνιγμένος στις δολοπλοκίες και το ψέμα. Βαρέθηκα πια. Θέλω να ζήσω ήρεμα, μέχρι να βρω τρόπο να φύγω από αυτόν τον κόσμο. Η εποχή μου έχει περάσει. Δεν ανήκω εδώ» τελείωσε και αποχώρησε αφήνοντας τον αδερφό του ολομόναχο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro