Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 6
Στο εσωτερικό του κάστρου και όταν πια άνοιξε την πόρτα, ο Μπογκτάν έτρεξε προς το μέρος του σοβαρός.
«Βοεβόδα μου, ο ξάδερφός σας ο Στεφάν, νομίζω πως δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του» Το τραύμα ήταν πολύ ισχυρό και του είχε προκαλέσει ζημιά στα ζωτικά του όργανα. Το ασήμι εξάλλου, σκότωνε τους βρικόλακες αρκετές φορές και ο Στεφάν είχε για ώρες μείνει με την ασημένια θηλιά στο λαιμό. Ο Βλαντ ανέβηκε αμέσως στον ξενώνα που βρισκόταν ο Στεφάν χλωμός και ιδρωμένος, όταν στο πλάι του είδε μία φυσιογνωμία άγνωστη.
«Βλαντ Ντράκουλα» άκουσε τη φωνή του νεαρού βρικόλακα. «Είμαι ο Χάινς, ο αρχηγός της κοινότητας βρικολάκων του Σάνταουκλιφ. Λυπάμαι για τον ξάδερφό σου» πρόφερε και ο Ντράκουλα κοντοστάθηκε στο ημίφως ίσα για να φαίνονται τα κυπαρισσί του μάτια, τα οποία διασταυρώθηκαν με εκείνα του Χάινς.
«Είσαι σκληρός και μ' αρέσει. Έχω ακούσει για εσένα πολλά, χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να σε συναντήσω. Ωστόσο θα προτιμούσα να περιμένεις στην τραπεζαρία μου. Θέλω να μείνω μόνος με τον Στεφάν» πρόφερε κοφτά και ο Χάινς ένευσε θετικά. Μπορούσε να το κατανοήσει, ωστόσο του είπε προτού φύγει:
«Η φρίκη με έκανε σκληρό. Ορισμένες φορές σκέφτομαι, πως τα παλούκια σου φαντάζουν παιχνίδι, μπροστά σε εικόνες που το μυαλό μου αρνείται να σβήσει. Εμείς οι δύο είμαστε το ίδιο Ντράκουλα και έπειτα από την συζήτησή μας, θα έχουμε καταλήξει σε μία απόφαση. Να ξέρεις πως ακόμη και ο Μεχμέτ κρύβει μία κάποια ανθρωπιά. Αυτοί που εγώ συνάντησα, ήταν τέρατα. Όταν λοιπόν σε έχει φιλήσει ο Διάβολος, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε σοκάρει» τελείωσε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Οι πληροφορίες καταγράφτηκαν στο μυαλό του Βλαντ, μα ο Στεφάν είχε προτεραιότητα. Τρία λεπτά αργότερα, η Αλεξάνδρα και ο Μίρτσεα εισέρχονταν κατηφείς.
«Χαίρομαι που σας βλέπω» ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά η φωνή του τραυματισμένου νεαρού. «Η αλήθεια είναι πως την φανταζόμουν αλλιώς την τελευταία μας στιγμή, μα κάτι είναι και αυτό» αστειεύτηκε.
«Στεφάν, όχι. Δεν θα πας πουθενά» είπε ο Μίρτσεα και ο Βλαντ σιωπηλός κοιτούσε το πάτωμα.
«Στεφάν» του είπε σαν να τον παρακαλούσε να αντέξει.
«Ξάδερφε, μην λυπάσαι. Πονάω φρικτά, αλλά νιώθω ένα φως γιατί επιτέλους θα φύγω από αυτή τη ζωή. Βλαντ, όλοι μας πήραμε αυτήν την απόφαση και έτσι είναι το σωστό. Ο Μεσαίωνας πέρασε και εμείς παρείσακτα παρατηρούσαμε τις εποχές να αλλάζουν. Αυτό, από ένα σημείο και μετά μοιάζει ανούσιο. Ο κύκλος μου έκλεισε. Ο αποχωρισμός θα πονούσε ούτως ή άλλως, μα να ξέρεις ξεκουράστηκα. Αρνήθηκα ακόμη και τις αλοιφές για τα τραύματά μου. Έζησα γεμάτα τη ζωή μου. Πολέμησα, αγάπησα, είδα οικογένεια, είδα τον ερχομό της τεχνολογίας, νομίζω αν κάτι άλλο ζητήσω, θα είναι αχαριστία. Για ένα μόνο μετανιώνω. Που δεν θα βρίσκομαι στο πλάι σου όταν θα πολεμάς. Άκου, ξάδερφε. Μην κάνεις τα ίδια λάθη. Χρειάζεσαι στρατό και συμμάχους. Αυτή τη φορά, μην πας μόνος σου και φρόντισε να σε συνοδεύουν άνθρωποι, που θα σε πιστεύουν ειλικρινά και θα πιστεύουν στην ειρήνη. Η μάχη θα είναι τιτάνια, όμως εσύ έμαθες πλέον. Για όσο ακόμη μείνεις απόλαυσέ το. Ξέρω πως το ΄΄αντίο΄΄, για εσένα είναι δύσκολο, όμως είχες ευλογία. Έζησες τον έρωτα. Πάρε μαζί σου τις εικόνες και κλείσε επιτέλους τον κύκλο» έβηξε και αίμα ξεπήδησε από τα χείλη του.
Η Αλεξάνδρα πλησίασε και φίλησε τρυφερά το μέτωπό του, ενώ ο Μίρτσεα χάιδεψε τον ώμο του.
«Θα μου λείψεις. Ήσουν παράλληλα και ο πιο καλός μου φίλος»
«Στο επανιδείν φίλε..» ψέλλισε ο Στεφάν, με στόμα ματωμένο και την πληγή να λαμποκοπά άλικη στο ημίφως της σελήνης.
Τα τελευταία του λεπτά ήταν γεμάτα πόνο, μα δευτερόλεπτα πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα, ένα αχνό χαμόγελο αυλάκωσε τα ματωμένα του χείλη. Ο δικός του κύκλος, είχε πλέον κλείσει.
Η είδηση του θανάτου του Στεφάν είχε αναστατώσει και ταυτόχρονα εξοργίσει τον υπερφυσικό κόσμο. Στα σίγουρα, κάποιοι από τους αρχαίους βρικόλακες, είχαν αποφασίσει να αποσυρθούν οικειοθελώς, μα ο εχθρός είχε κατορθώσει και είχε τελειώσει νωρίτερα, ένα από τα πιο σπουδαία μέλη του Τάγματος του Δράκου, του οποίου ο αρχικός σκοπός ίδρυσης είχε αλλάξει και ταυτόχρονα παρέμενε ο ίδιος. Να πατάξει το σκότος. Το σκοτάδι βέβαια είχε πρόσωπο διαφορετικό. Δεν περιοριζόταν στην εξάπλωση του ισλάμ, μα σε εκείνη της τρέλας της επεκτατικής του Μεχμέτ.
Έχοντας πλέον επιστρέψει από το ταξίδι του, ο Γουάιλαν ήταν έτοιμος να αναζητήσει τη φιλοσοφική λίθο, την πέτρα του σκανδάλου όπως την αποκαλούσε κρυφά, η οποία κυριολεκτικά θα τους έλυνε τα χέρια. Η δύναμή της να εξαγνίζει τις ψυχές ήταν ίσως εκείνο το στοιχείο που θα τους χάριζε τη νίκη. Η Λούντσα τους περίμενε και ο βρικόλακας διόλου ευχαριστημένος φάνταζε με αυτήν την προοπτική. Ως υπερφυσικός είχε μάθει να βλέπει τον κόσμο όπως πραγματικά ήταν. Εκτός από τους μάγους και εκείνους, υπήρχαν και τα φαντάσματα, ή αλλιώς οι ψυχές. Τις ψυχές τις αντιλαμβανόσουν από την ξαφνική και απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας. Συνήθως δεν μπορούσαν να σε βλάψουν, αλλά προοικονομούσαν μπελάδες.
Το χωριό αυτό ήταν γεμάτο ψυχές, κυρίως λόγω της εγκατάλειψης από τους ανθρώπους και αρκετών θανάτων. Ο Γουάιλαν αναρωτιόταν για το εάν θα έβρισκαν τη συγγενή του φίλου του με τη μορφή της ψυχής ή όχι. Όταν εισήλθε στη Σχολή, η ατμόσφαιρα του φάνηκε βαριά και το μόνο βέβαιο ήταν πως δεν ευθυνόταν η γκόθικ διακόσμηση του κάστρου, με τις λιλά αποχρώσεις και τους μαύρους πολυέλαιους με τα ρουμπινένια κρύσταλλα. Διασχίζοντας την αίθουσα με τα αγάλματα των ιπποτών, συνάντησε την Άλμπα που μόλις κατέβαινε τα κεντρικά σκαλιά δίπλα από το γραφείο της. Τα γεγονότα, τα είχε αφήσει ακόμη στην στιγμή που είχε συναντήσει τον Χάινς, προσπαθώντας να τον πείσει για την σημασία του επερχόμενου πολέμου.
«Καλησπέρα Άνγκερς. Επέστρεψες;» Τον ρώτησε με μία υποβόσκουσα ραθυμία στη φωνή της που έβγαινε με δυσκολία σαν να της είχε καθίσει το σάλιο σε λάθος σημείο του λαιμού.
«Καθώς βλέπετε και εσείς, ναι» της απάντησε και συνέχισε «είναι όλα καλά εδώ;»
« Ο Στεφάν είναι νεκρός» του απάντησε μονότονα και φαινόταν πόσο πολύ την είχε πονέσει ο χαμός του.
«Δηλαδή απέτυχε ο Χάινς;» Την ρώτησε με αγωνία.
«Όχι, μα έφτασε αργά. Το ασήμι έκανε μεγάλη ζημιά στον οργανισμό του Στεφάν. Δεν ήταν τυχαίο που το είχαν τοποθετημένο γύρω από τον λαιμό. Είναι ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο για εμάς. Ο Πορθητής είναι πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά. Μπορεί να μην είναι ξεκάθαρο, μα κερδίζει αυτόν τον πόλεμο αργά, δίχως να έχει χρειαστεί ακόμη να βγει στο πεδίο της μάχης. Δυστυχώς όμως Άνγκερς, τα τελευταία γεγονότα δεν μας αφήνουν επιλογή. Η σχολή θα κλείσει για τους θνητούς, εξαιτίας της έλλειψης ασφάλειας. Όσο για τους αθάνατους ή τους Αλχημιστές, όσοι επιθυμούν να βοηθήσουν, είναι ευπρόσδεκτοι να παραμείνουν. Πάω να βγάλω την ανακοίνωση» τελείωσε και την είδε να εισέρχεται σε μία κρυφή, πλαϊνή πόρτα, η οποία οδηγούσε στην ειδική καμπάνα του κτηρίου. Μόλις ηχούσε, άπαντες θα συγκεντρώνονταν κάτω.
Την ίδια στιγμή, ο Μίρτσεα ανέβαινε αργά προς ένα βουνίσιο άνοιγμα. Στα χέρια του βαστούσε την σκόνη από το σώμα του Στεφάν, τοποθετημένη σε ένα παλαιό πήλινο βάζο. Όταν οι βρικόλακες πέθαιναν, το σώμα τους αργά μετατρεπόταν σε σκόνη. Εκείνος λοιπόν βάδιζε, με σκοπό να αφήσει το περιεχόμενο έρμαιο στον άνεμο, εκεί όπου είχαν ζήσει για αιώνες ατελείωτους, στη γη που αποκαλούσαν πατρίδα και ας μην ήταν πια. Τα παπούτσια του κολλούσαν στις λάσπες και στα μουλιασμένα φύλλα. Είχε βρέξει, έβρεχε συχνά στα ορεινά. Όταν πια έφτασε στην άκρη του γκρεμού, άνοιξε με τρόπο το βάζο κοιτώντας το περιεχόμενο για τελευταία φορά.
«Στο καλό αδερφέ, γιατί αυτό ήσουν για εμένα και ας ήμασταν ξαδέρφια. Πλέον ήρθε η στιγμή της ανάπαυσής σου και ορισμένες φορές, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς να μοιάζει το τέρμα. Το οριστικό τέρμα. Σύντομα θα συναντηθούμε, στο υπόσχομαι. Αυτός εξάλλου είναι και ο σκοπός όλων μας. Να βρούμε επιτέλους την ανάπαυση»
Το περιεχόμενο του δοχείου, αφέθηκε να το παρασύρει ο άνεμος και ο Μίρτσεα ένιωσε μία συγκίνηση. Όχι ακριβώς για τον χαμό του Στεφάν, μα γι'αυτόν τον κύκλο που έμοιαζε επιτέλους να κλείνει οριστικά. Άραγε να ίσχυε το ίδιο και για τον Βλαντ; Τον μικρότερο αδερφό που αιώνες συμβούλευε να αφεθεί επιτέλους να τον παρασύρει η ζωή στα δικά της μονοπάτια, μόνο που τελικά έγινε έρμαιό της. Γνώρισε μετά από τόσα χρόνια, τον έρωτα, στα μάτια μίας νεαρής κοπέλας. Αποκομμένος ελαφρώς από τους συνεχείς μπελάδες του Μεσαίωνα, τις μάχες τις αιματηρές και τις δολοπλοκίες μίας κοινωνίας που απαιτούσε διαφορετικό χειρισμό, ο Βλαντ άλλαξε και γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Αν υπήρχε ωστόσο κάτι που παρέμενε αμετάβλητο, αυτό ήταν το τέλος.
Από την άλλη, ήταν και ο Ραντού. Το πρόσωπο εκείνο που διακατεχόταν από εγωισμό και αντιπάθεια προς την πλευρά του Βλαντ, που πούλησε την πολύτιμη ψυχή του στο σκοτάδι με αντάλλαγμα τις δυνάμεις του μάγου που του δόθηκαν και που τώρα, μετά από εκείνο το φρικτό όραμα του Βλαντ, τα πόδια του τρέκλιζαν πιο αβέβαια από ποτέ. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Μεχμέτ είχε ένα όνειρο. Να αναστήσει την απόλυτη βασιλεία του και την αυτοκρατορία που πλέον είχε χαθεί. Συμμάχους είχε και υπολόγιζε και τον ίδιο σαν έναν από αυτούς. Ο Ραντού ωστόσο που φυσικά αγαπούσε τον σύντροφό του, έμοιαζε πιο αβέβαιος από ποτέ. Τη μάχη θα την έδινε ως το τέλος, μα το κέρδος ήταν αμφίβολο. Ίσως αν έβγαινε νικητής στην αναμέτρησή του με τον Βλαντ, αποκτούσε εκείνη τη φήμη που αιώνες τώρα κυνηγούσε. Τελικά όμως, τι είχε αξία στη ζωή; Μία αναθεματισμένη φήμη ή αιωνιότητες χαμένες και πεταμένες στον βωμό της νίκης; Θυμήθηκε τότε εκείνη τη φτωχή κοπέλα. Η ζωή της είχε καταλάβει, πως ήταν μίζερη και αδειανή, δίχως ουσία. Όπως τελικά και η δική του.
Κατηφορίζοντας μέσα από τα σκιερά, πλούσια δάση με την έντονη, δροσιστική μυρωδιά της φύσης που σε αναζωογονούσε, ο Ραντού έμοιαζε με σκόνη που εξαφανιζόταν, με πνεύμα δολερό επηρεασμένο από την κατάρα της Κολάσεως. Αυτό δεν θα μπορούσε να το αλλάξει και αυτή ήταν και η διαφορά της μαύρης μαγείας από τους Αλχημιστές. Η μαύρη μαγεία, απαιτούσε αίμα ανθρώπινο και επικλήσεις σε πνεύματα και σε μορφές σατανικές. Έφτανε τη μαγεία σε ένα δρόμο σκοτεινό και ο Ραντού τον είχε επιλέξει. Είχε χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές τους ανθρώπους, παρασυρμένος από τη δύναμη που του χάριζε αυτό το σκοτεινό μονοπάτι. Είχε κατορθώσει να παίρνει μορφές και να ελέγχει συνειδήσεις. Πλέον δεν ήταν ο άσημος αδερφός του Βλαντ με τους εκλεπτυσμένους τρόπους και την αδύναμη αντρική φύση, σε σχέση με τη ζωηρή και ίσως βάρβαρη των αδερφών του. Πλέον ήταν ένας ισχυρός μάγος που όλοι φοβούνταν και που η ανθρωπότητα δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει, παρά τις εξαφανίσεις.
Στο ίδιο ακριβώς σημείο με τότε, η ίδια εκείνη κοπέλα μοίραζε ζεστό κρασί με τη μητέρα της. Ο καιρός αγρίευε, το κρύο ήταν πλέον τσουχτερό, καθώς ο Χειμώνας καραδοκούσε. Το μυαλό του ήταν όμοιο με ένα ομιχλώδες τοπίο ή έναν βάλτο που αργά και λαίμαργα του ρουφούσε τη λογική. Δεν ήταν βέβαιος για το τι τον γέμιζε πια, τι είχε αξία και τι όχι. Μέσα του ελλόχευε θυμός και ίσως κάπου βαθύτερα, η απογοήτευση. Ο Βλαντ του είχε χαρίσει τη ζωή, μα αυτό τον έκανε να νιώσει χειρότερα. Μάλλον ο αδερφός του πίστευε, πως οποιαδήποτε στιγμή, ήταν ικανός να τον συντρίψει. Ναι. Αυτό ήταν το βαθύτερο πιστεύω του Ραντού, που αδυνατούσε να διακρίνει οτιδήποτε άλλο ή που αυτή τη στιγμή διόλου τον απασχολούσε μιας που το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε εκείνη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro