Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/part 5

Στη φωτο ο Χαινς

Ο Χάινς με τον Γκιάελ στέκονταν κρυμμένοι στα δάση. Ειλικρινά ήταν τρομερά δύσκολο να βρουν τον σωστό τρόπο ώστε να εισέλθουν στις κατακόμβες κάτω από το εκκλησάκι, δίχως να γίνουν αντιληπτοί. Το σωστότερο που είχαν να κάνουν, ήταν να περιμένουν με την ελπίδα πως κάποιοι θα έβγαιναν και αφού τους σκότωναν, θα άρπαζαν τα ρούχα τους.

«Δεν το αποκαλώ μεγαλοφυές, μάλλον προς την έννοια του κλισέ γέρνει, μα το μυαλό μου κόλλησε αυτή τη στιγμή και για το δικό σου δεν ρωτώ καν αν υπάρχει» η ειρωνεία του Χάινς τσάκιζε κόκαλα και με το παραπάνω, σε σημείο που του Γκιάελ, του έμπαιναν πράγματι περίεργες ιδέες εκτέλεσής του.

«Δικαιολογώ την πικρία σου, αλλά..»

«Αλλά θα την ανεχτείς κιόλας, καθώς εσύ αποφάσισες μαζοχιστικά να ακολουθήσεις κάποιον που σε αντιπαθεί ακόμη και με το τελευταίο κύτταρο του κορμιού του. Αν σε ανάγκαζα να έρθεις, θα δεχόμουν και την πισώπλατη μαχαιριά που λέει ο λόγος, όχι δηλαδή πως δεν την περιμένω ακόμη και τώρα, μα προηγούνται άλλα πιο επείγοντα από εμάς» πρόφερε ο Χάινς όταν άκουσαν βήματα και αντίκρισαν τρία νεαρά άτομα να εξέρχονται ανίδεα από τον μικρό ναό που λειτουργούσε κανονικά και όχι πια από τον Ραντού στη θέση του πάτερ. Η μορφή του είχε αντικατασταθεί από κάποιον γνήσιο, μα που εξουσιαζόταν πλήρως πνευματικά από τους δύο βασικούς εχθρούς του Βλαντ.

Τα μάτια του Χάινς σαν να άστραψαν. Οι δυο τους μέσα στη σιγαλιά του σούρουπου και την ανατριχίλα, ετοιμάστηκαν για επίθεση.

«Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως και εμείς είμαστε εξίσου σκοτεινοί, απλώς με τρόπο διαφορετικό» είπε ο Γκιάελ.

«Θα σκοντάψω στη φιλοσοφική σου μπανανόφλουδα και θα σου πω, πως έτσι είναι. Εγώ θεωρούμαι σίγουρα σκοτεινός. Όντας βαμπίρ αναγκάζω μία οντότητα, μέσω της ισχυρής σαγήνης, να πράξει παρά τη θέλησή της. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις έχουν ρίζες σκοτεινές, απλώς εμείς δεν λοξοδρομήσαμε, σε βαθμό δυστυχήματος όπως οι μάγοι του Ωραίου. Κατά τα άλλα, κωλόπαιδα είμαστε όλοι» απάντησε ειλικρινά και τα μάτια του εστίασαν στους τρεις που πλησίαζαν, με τον Γκιάελ να τον κοιτάζει.

Συνήθως, για να ασκήσει κάποιος σαγήνη, χρειαζόταν να έχει οπτική επαφή με το θύμα. Ο νεαρός Γερμανός όμως, συνειδητοποίησε απόλυτα τι εννοούσε ο παράδοξος συνοδοιπόρος του, όταν του έλεγε πως είχε πάει τη σαγήνη ένα βήμα παρακάτω. Παρατήρησε τους δύο νεαρούς και τη μία κοπέλα, άξαφνα να σταματούν κάνοντας κινήσεις σπασμωδικές και αφύσικες. Ο ένας, άρπαξε τους λαιμούς των φίλων του που απλώς στέκονταν σαν άμυαλοι νεκροζώντανοι και τους γύρισε με φόρα, σπάζοντάς τους. Όταν έμεινε μονάχος του, άρπαξε με προσοχή ένα στιλέτο και το κάρφωσε ίσια στην καρδιά του, καταρρέοντας έτσι απλά, σαν κούκλα άψυχη. Ο Γκιάελ ανατρίχιασε καθώς έβλεπε τον Χάινς απόλυτα προσηλωμένο στην πρώην παρέα.

«Εσύ το έκανες;» ρώτησε τρέμοντας.

«Πώς σου πέρασε αυτή η διεστραμμένη ιδέα από το μυαλό;» τον ειρωνεύτηκε ξανά.

Δίχως να το σχολιάσει περισσότερο, προχώρησαν προς τα νεκρά κορμιά, γδύνοντάς τα και αρπάζοντας τα ρούχα τους. Άλλο ένα πράγμα που τάραζε πολύ τον Χάινς, ήταν η γύμνια. Δεν άντεχε λεπτό δίχως τα ρούχα του, το είχε συνδέσει με την ταπείνωση και τον εξευτελισμό των κρατούμενων από τα Ες-Ες που τους είχαν τοποθετήσει πολλές φορές γυμνούς μπροστά τους. Αλλάζοντας λοιπόν σε χρόνο ρεκόρ, υιοθέτησαν ένα σοβαρό ύφος και με βήμα ξέγνοιαστο και συνάμα ξεδιάντροπο, προχώρησαν προς το εσωτερικό της εκκλησίας, αόρατοι από τυχόν επισκέπτες και κατεβαίνοντας από μία κρυφή καταπακτή, στα απόμερα και υπόγεια σοκάκια, όπου το έρεβος σερνόταν αναξιοπρεπώς. Όλο ευθεία τους, στην αρένα, ο Στεφάν είχε ανεβάσει ψηλό πυρετό σε σημείο να θολώνει η όρασή του και να παραμιλάει. Το ασήμι τον σκότωνε αργά και βασανιστικά, σε σημείο να παρακαλάει τον οργανισμό του να καταρρεύσει επιτέλους και να τον απαλλάξει από αυτό το φρικτό βασανιστήριο.

Γύρω του, επιτηρούσαν διαρκώς Σκοτεινοί, οι οποίοι δεν φάνηκε να ξεχωρίζουν τους δύο βρικόλακες που είχαν διασχίσει τον διάδρομο των κελιών ανενόχλητοι και που τώρα όδευαν στην μεγάλη αρένα. Ο Χάινς είδε τον Στεφάν και την σχεδόν σαπισμένη πληγή στον λαιμό του, μα δεν έπρεπε να αντιδράσει. Η σκέψη να σαγηνεύσει όλους τους παρόντες ταυτόχρονα, ήταν κάτι αδύνατο και γι' αυτό στράφηκε στον Γκιάελ.

«Κάπου εδώ, σε αυτό το σημείο ξεκινά ο λόγος της ύπαρξής σου δίπλα μου. Χρειάζομαι και την δική σου σαγήνη, μπορείς να το κάνεις από απόσταση, ή πρέπει να κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια;» ρώτησε.

«Η αλήθεια δεν το έχω δοκιμάσει ως τώρα, μα θαρρώ δεν είναι ποτέ αργά» απάντησε ο Γκιάελ που είχε αρχίσει να αγχώνεται.

«Ας προσευχηθώ στον πολύτιμο ναό της τύχης του πρωτάρη. Δεν χρειάζεται να τους σαγηνεύσουμε όλους. Μπορούμε να στρέψουμε τους μισούς, ενάντια στους άλλους» πρόφερε και τη στιγμή που κατέληγαν τελικά να συμφωνούν, δύο μάτια σκληρά τους παρακολουθούσαν. Τον Μεχμέτ δεν τον ένοιαζε αν θα θυσίαζε μερικούς από τους μάγους. Ήταν περίεργος να δει τις ικανότητες αυτών των δύο. Θα έμενε στο σκοτάδι, μέχρι τη στιγμή την κατάλληλη της εμφάνισης όταν εκείνοι θα πίστευαν πως είχαν κερδίσει.

Ο Χάινς ωστόσο, είχε έρθει υποψιασμένος για όλα. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάποιος από τους δύο θα βρισκόταν εκεί κρυμμένος, επομένως τη στιγμή που έμπαινε στις συνειδήσεις για να τρελάνει τους μισούς μάγους και ο Γκιάελ τους υπόλοιπους, το μυαλό του στράφηκε στην αναζήτηση του Μεχμέτ ή του Ραντού. Το να τα βάλει κάποιος όμως με τον Πορθητή, ήταν δύσκολη υπόθεση, ακόμη και για την γενναία ψυχή αυτού του βρικόλακα. Δεν ήταν ο Βλαντ σε δύναμη και την ώρα που τον πέτυχε για να ασκήσει σαγήνη, ο Μεχμέτ γνώριζε ήδη την ιστορία του σε μία πάλη κυριαρχίας συνειδήσεων. Σε αυτό το παιχνίδι, ο Χάινς θα έχανε. Δεν μπορούσε να δημιουργήσει τις παραισθήσεις του Βλαντ και ο Μεχμέτ τον είχε ήδη νοητά πετάξει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Στο σημερινό Άουσβιτς όπου τα κρεματόρια βογκούσαν και καταριούνταν από τους λυγμούς, όπου έβλεπε τα γυμνά κορμιά να συνωστίζονται κάτω από τις ντουζιέρες του τρόμου και όπου αντίκρισε τον Γκιάελ με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο, ντυμένο όπως οι βασανιστές του. Βρισκόταν κάτω από τον κήπο του στρατοπέδου, εκεί όπου υπήρχαν δύο δωμάτια. Στο ένα ξεγυμνώνονταν οι άνθρωποι και στο άλλο στριμώχνονταν σαν σαρδέλες για να κλείσουν οι πόρτες και να ανοίξει ο θάλαμος με το φονικό αέριο. Στο όραμα ο Γκιάελ μαστίγωνε με μίσος τους Εβραίους για να χωρέσουν όλοι. Η οργή τον έλουσε και σχεδόν ξέχασε ακόμη και την υπόθεση, να είναι όλο αυτό ένα ψέμα. Το βαρύ φορτίο του στρατοπέδου δεν το πέταξε ποτέ. Μέσα στην τρέλα του, ο Χάινς σκότωνε όποιον έβλεπε.

Τελευταίος είχε μείνει ο Γκιάελ που του φώναζε να σταματήσει, ανήμπορος να καταλάβει τι γινόταν, όταν τον είδε. Είδε τον Μεχμέτ χωμένο στις σκιές και κατάλαβε τι όραμα περίπου ζούσε αυτός ο βασανισμένος βρικόλακας. Μαζεύοντας το κουράγιο του, πάλεψε ευτυχώς με επιτυχία να διακόψει με τη δική του σαγήνη, το όραμα του Χαινς, μα όταν εκείνος συνήλθε, βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Του ήταν αδύνατον να συγχρονιστεί και να χωνέψει πως ήταν ένα καλοστημένο κόλπο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί, ένας άνεμος τον έσπρωξε, εκτοξεύοντάς τον στον τοίχο. Ο Μεχμέτ βγήκε από τις σκιές σιωπηλός.

«Γενναίος είσαι νεαρέ, μα όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας. Όλοι» του είπε και για πρώτη φορά, η οργή του Χάινς έκανε τα μάτια του να κοκκινίσουν. Δεν έδινε δεκάρα για την άθλια ζωή του, γεμάτη ψυχικά τραύματα, επομένως θα τολμούσε τα πάντα. Μπρος στη δύναμη του Μεχμέτ που ετοίμαζε νέο όραμα, το τείχος της σαγήνης ήταν εκεί για να τον καθυστερήσει. Το μόνο που δεν είχε υπολογίσει ο σουλτάνος, ήταν το μέγεθος του μίσους που είχε μόλις φυτευτεί στην καρδιά ενός ψυχικού, πανίσχυρου βαμπίρ.

Τότε, ο Γκιάελ βρήκε την ευκαιρία να διαλύσει επιτέλους την ασημί θηλιά στον λαιμό του Στεφάν. Ήξερε πως δεν θα κρατιόταν για πολύ ο σουλτάνος. Μαζί με το μέλος του Τάγματος και κουβαλώντας τον στην πλάτη, ξεκίνησε να τρέχει. Ο Χαινς τους είδε και την ώρα που άφηνε τον Μεχμέτ από την επίδραση της σαγήνης, ευθύς του επιτέθηκε, έτοιμος να του ξεσκίσει τη σάρκα. Έμοιαζε με λυσσασμένο σκυλί που το μόνο που επιθυμούσε ήταν ο θάνατος του θύματος. Ο Μεχμετ εκτοξεύτηκε πίσω, με μία γρατζουνιά στο πρόσωπο. Ο Χαινς κινούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ώσπου απλώς υποχώρησε, μόλις είδε πως οι άλλοι είχαν φύγει. Το χτύπημα είχε βρει τα μάτια του Μεχμέτ, ο οποίος χτυπώντας την γροθιά του, δημιούργησε ρήγμα, γκρεμίζοντας την πίσω έξοδο και αφήνοντας τα χώματα και το έδαφος να πλακώσουν τον Χάινς. Ο Γκιάελ ωστόσο που είχε μόλις βγει και αφήσει τον Στεφάν σε άθλια κατάσταση στο χώμα, αντιλήφθηκε ευθύς το πρόβλημα και ξεκίνησε να σκάβει, ώσπου φάνηκαν οι πρώτες τούφες και κατόπιν το πρόσωπο του Χαίνς που πήρε ανάσα φτύνοντας χώμα.

Βγαίνοντας με κόπο, κοίταξε τον νεαρό για πρώτη φορά με τρόμο. Το όραμα ήταν φρικτό, μα ήταν απλώς μία ψεύτικη σκιά. Ο νεαρός τον είχε βοηθήσει από τη στιγμή που δεν του το όφειλε.

«Δεν θέλω κουβέντα για όλα όσα είδες εκεί» του είπε και συνέχισε «Γιατί δεν έφυγες; Γιατί βοήθησες; Κάποτε που το χρειαζόμουν δεν είχα κανέναν και αφέθηκα να πεθάνω στην τύχη μου» ψέλλισε και ένα χέρι προσγειώθηκε στον ώμο του.

«Αν σε είχα δει, θα το πάλευα και τότε. Το είχα παλέψει δηλαδή, μα αυτή είναι κουβέντα για άλλη στιγμή. Είχα σώσει μία οικογένεια...» του είπε και τον είδε να βουρκώνει στην ανάμνηση του πολέμου.

«Είχες πράξει το σωστό» πρόφερε κοφτά ο Χάινς και διαλυμένος σχεδόν, χώθηκε στα δάση των Καρπαθίων. Ο Μεχμέτ όμως έτριβε τα χέρια του. Αργά αργά κούραζε όλους του συμμάχους όπως και τον ίδιο τον Βλαντ. Η μάχη, θα τους έβρισκε ήδη διαλυμένους.

                                                                          ***

Η μέρα έφευγε και ο Βλαντ ένιωθε πως θα προτιμούσε  να πουλήσει και την ψυχή του, προκειμένου να σταματήσει το χρόνο και να κλείσει τους δυο τους σε ένα προστατευτικό χρονικό περίβλημα, ώστε να έμεναν για πάντα ασφαλείς και μαζί. Σήμερα, αιώνες μετά, στεκόταν στο κατώφλι του πρώην σπιτικού του με εκείνη στην αγκαλιά του και μία έλξη που τα τότε χρόνια δεν του άφηναν το περιθώριο να νιώσει. Τότε, όλα κυλούσαν γρήγορα. Η σκακιέρα των συμμαχιών άλλαζε και τα πιόνια έπρεπε να κινηθούν ανάλογα. Η Εκατερίνα ήταν η πρώτη του γυναίκα και η πρώτη ουσιαστική του σχέση στη ζωή. Την αγαπούσε μέχρι σήμερα τη γυναίκα εκείνη, μα η Γαβριέλα τον είχε τινάξει έξω από τα καλούπια του. Μην έχοντας το μαχαίρι στο λαιμό ολημερίς, πλέον ένιωθε λίγο περισσότερο ελεύθερος να εκφραστεί και να αφεθεί. Γι' αυτό τα συναισθήματά του ήταν ισχυρότερα και η σκέψη πως η κοπέλα αυτή ήταν αποκλειστικά δική του, έκανε την καρδιά του να φτερουγίζει από θλίψη και έρωτα μαζί.

«Πώς είσαι;» την ρώτησε καθώς τη βαστούσε αγκαλιά.

«Γνωρίζεις. Χαρούμενη και θλιμμένη. Γελοία αντίθεση, έτσι; Το ξέρω και το επέλεξα, μα όπως είπαμε θα ζήσουμε το τώρα» τελείωσε και ένα φιλί προσγειώθηκε στο μέτωπό της.

«Θα σε πάω σπίτι. Οι δικοί σου θα καρτερούν» της είπε και μαζί έφυγαν καλπάζοντας, με τον ίδιο τρόπο που είχαν έρθει.

Στο δρόμο, τα Καρπάθια ψιθύριζαν στον αφέντη τους. Του έφερναν το μήνυμα της επιστροφής του Στεφάν. Τα πράγματα όμως δεν έβαιναν καλώς, οι σύμμαχοί του όπως και ο ίδιος, ήταν πολύ κουρασμένοι. Ο Μεχμέτ είχε πετύχει αυτό ακριβώς που ήθελε. Να τους φέρνει όλους αντιμέτωπους με τη σθεναρή του αντίσταση και να καταλήγουν όπως ο Στεφάν ή ακόμη όπως και ο ίδιος. Στην μικρή μονοκατοικία, τα φώτα ήταν ακόμη αναμμένα. Ο Βλαντ όσο και αν πάλευε να μοιάσει με το σήμερα, πάντοτε η μορφή του μετέφερε την περηφάνια του παρελθόντος του και τη σκληρότητα του πολεμιστή. Η Γκάμπι στάθηκε στο κατώφλι της, αγκαλιάζοντάς τον. Η μητέρα της αν και την περίμενε στο εσωτερικό του σπιτιού, δεν ήθελε να τον αντικρίσει. Κατάπινε την πίκρα της πως όλη αυτή η θυελλώδης σχέση, είχε φέρει την οικογένειά της μπρος στον κίνδυνο. Όταν ο Βλαντ είδε επιτέλους την πόρτα να κλείνει πίσω του, έδωσε διαταγή στους άντρες του να προσέχουν το σπίτι, καλά κρυμμένοι στη φύση. Την επομένη η Γκάμπι θα επέστρεφε στη Σχολή και δεν θα ρίσκαρε την ασφάλειά της.

Δίχως να χάσει χρόνο, αμέσως μετά, κίνησε για το Μπραν. Εκεί θα έφερναν τον Στεφάν, ο οποίος αδυνατούσε να στηθεί στα πόδια του και η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Καθώς έτρεχε ανάμεσα από τα δάση, με τις πρώτες νιφάδες στα τέλη του Νοέμβρη πια να εμφανίζονται και να μουσκεύουν τα μακριά του μαλλιά, ένιωσε απειλή. Το βήμα του σταμάτησε απότομα και ο λαιμός τεντώθηκε. Οι φλέβες πετάρισαν και οι γροθιές του σφίχτηκαν. Το βήμα του όμως, παρέμεινε ειρωνικά αργό, σαν να περιγελούσε με θράσος τον διώκτη του. Εκεί, στους πρόποδες του Μπραν, στεκόταν ο Ραντού με βλέμμα οργισμένο. Όταν είχε πουλήσει την ψυχή του στον Σατανά, όλη η ομορφιά είχε εξαφανιστεί για δευτερόλεπτα, για να επανέλθει λίγο αργότερα και να χαθεί εκ νέου μετά την πρώτη μάχη, όπου ο Βλαντ τον παγίδεψε στις κατακόμβες με την Ασημένια Πύλη. Όταν ακόμη τον οραματίστηκε η Γκάμπι, δεν είχε αποκτήσει την πρότερη μορφή του ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα να δει την τερατώδη του φιγούρα. Όσο έπαιρνε ενέργεια όμως, τόσο η ομορφιά η επίπλαστη επέστρεφε. Το εσωτερικό για την ώρα παρέμενε σάπιο.

«Ο μικρός μου αδερφός» σχολίασε ο Βλαντ.

«Κουρασμένο σε βρίσκω» ανταπέδωσε ο Ραντού και ο Βλαντ τον κάρφωσε με εκείνο το σκληρό βλέμμα που λύγιζε την ανθρωπότητα.

«Κουράστηκα να υπάρχω, μα να είσαι βέβαιος πως όταν θα σε καρφώνω στη γη, θα μοιάζω ανάλαφρος σαν πουλάκι. Εδώ που με έφτασες δεν έχω άλλη επιλογή. Δεν ξέρω τι στο ανάθεμα σε έπιασε από τότε που ήμασταν παιδιά. Ποτέ μου δεν στράφηκα εναντίον σου, ποτέ δεν σου προκάλεσα κακό. Εσύ όμως από τότε που πιαστήκαμε αιχμάλωτοι και ήσουν σχεδόν εννέα, ένιωσα πως σε έχασα. Έτρωγα το διπλάσιο ξύλο γιατί ήμουν αντιδραστικός, την στιγμή που οι Οθωμανοί σε λάτρευαν για την εμφάνιση και την υπάκουη συμπεριφορά σου. Μετά... Απλώς σε έχασα. Επέλεξες να μείνεις εκεί και να στραφείς εναντίον μου...» γρύλισε ο Βλαντ, μα ο Ραντού δεν φαινόταν να κάνει πίσω κάπου.

«Όλοι τον Πρίγκιπα Βλαντ αναγνώριζαν, ο θρόνος μετά τον θάνατο του Μίρτσεα θα πήγαινε σε εσένα. Εγώ στην αυλή του σουλτάνου απέκτησα έναν φίλο, παρά τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ μας. Ο Μεχμέτ ήθελε να με προωθήσει στην εξουσία μίας Βλαχίας που σε έτρεμε. Ήσουν ένας θεριστής σωμάτων και τίποτε άλλο. Ποτέ μου δεν ταίριαξα με τον βίαιο χαρακτήρα σου, ήμουν διαφορετικός και αυτό με έστειλε στο περιθώριο. Πάντοτε ήμουν, εκτός από την ημέρα που εσύ επιτέλους πέθανες. Πλέον δεν με νοιάζει κανένας θρόνος, αλλά εσύ» γρύλισε και ο Βλαντ έχασε την υπομονή του.

Το δάσος ξεκίνησε να χορεύει τον απόκοσμο, δολερό χορό του αίματος και μπροστά στα μάτια του Ραντού, ξεπήδησαν μέσα από το έδαφος παλούκια ματωμένα, με κορμιά που σπάραζαν. Αυτή τη φορά, ο Βλαντ θα έβαζε όλο το ταλέντο του στον τρόμο και το αναπάντεχο. Ήξερε πως ο Ραντού δεν είχε τη σκληρή προσωπικότητα του Μεχμέτ. Ο νεαρός αδερφός του μύριζε έντονα το αίμα και τη σαπίλα από τα πτώματα. Μπροστά του οι Βλάχοι του τότε ούρλιαζαν σαν μανιασμένοι λύκοι και ο στρατός του Μεχμέτ υποχωρούσε. Ο Ραντού έβλεπε γύρω του κομμένα κεφάλια να κρέμονται άψυχα, με το πηχτό αίμα να τα στολίζει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους να έχουν μετατραπεί σε άμορφη μάζα.

Τότε όμως, καθώς ακόμη ήταν ζαλισμένος, ο Βλαντ του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Την απεικόνιση του παλουκώματος του ίδιου, όταν στα ξαφνικά, εκεί ακριβώς που καθόταν ένα αιχμηρό παλούκι σύρθηκε ύπουλα ξεπηδώντας από το έδαφος, πασπαλισμένο με λίπος στην κορυφή για εύκολη εισχώρηση. Ο Ραντού ένιωθε τον πόνο τον φρικτό και ας ήταν μονάχα η μαύρη ικανότητα των δεξιοτήτων του Βλαντ, που παρακολουθούσε τον αδερφό του να σπαρταρά στο κενό ουρλιάζοντας και βλέποντας τα κορμιά των αιχμαλώτων γύρω του να αργοπεθαίνουν, ενώ το παλούκι έβγαινε αργά από το στόμα του. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που όταν το όραμα έπαψε απότομα, ο ίδιος ξεκίνησε να τρέχει πανικόβλητος, ενώ ο Βλαντ δεν φαινόταν πουθενά.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro