Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 4

Στην αυλή του Τοπ Καπί, στην πλευρά του κόσμου του μαγικού,ο Μεχμέτ άνοιγε τις πύλες επιτέλους. Στο μυαλό του ζωντάνευαν οι μάχες και οι νίκες της εποχής του, που ήταν κυριολεκτικά ατελείωτες και τίποτε δεν εμπόδιζε τους στόχους του. Τόσους αιώνες μετά, δεν έπαψε λεπτό να ορέγεται τα μεγαλεία του Μεσαίωνα. Μονάχα ο Βλαντ ο Παλουκωτής ανέκοψε κάποτε τρεις φορές την προσπάθεια για κατάληψη της Βλαχίας. Για κάποιον λόγο, θεωρούσε πως η κατάσταση δεν είχε αλλάξει και τόσο πολύ. Ο ξεροκέφαλος και περήφανος Βλάχος βοεβόδας, επιθυμούσε για ακόμη μία φορά να σηκώσει στην πλάτη του όλο το βάρος και αυτό φαινόταν. Σίγουρα τα βασικά μέλη του Τάγματος θα στέκονταν στο πλευρό του, όμως ποιος άλλος θα το έκανε; Ίσως οι νεαροί βρικόλακες της Σχολής; Ή μήπως οι φιλειρηνικοί μάγοι Αλχημιστές;

Τα πράγματα για εκείνον ήταν δύσκολα και το γνώριζε. Οι μικρές, μα ουσιώδεις και διαρκείς επιθέσεις στο πρόσωπό του, τον είχαν κουράσει, η σχέση του με την Γκάμπι που πήγε να ποδοπατηθεί, του χάρισε ακόμη ένα χτύπημα και επιπλέον κούραση. Ο άψογος και αποφασισμένος στρατηλάτης, έδειχνε χαρούμενος τώρα. Ρίχνοντας ακόμη μία ματιά στο παλάτι του το λαμπρό, ένιωσε ένα κενό. Ο Ραντού ήταν απών και ο Μεχμέτ ήταν αρκετά εύστροφος για να αντιληφθεί την ψυχολογία του. Για τον ίδιο, το όνειρο παρέμενε απαράλλαχτο, όπως τόσα χρόνια πριν. Για τον Ραντού όμως που ανέκτησε μαζί με τις δυνάμεις του και την πρότερη μορφή του ωραίου, δεν ίσχυε το ίδιο. Το θέμα του επικεντρωνόταν στην κακή του σχέση με τον Βλαντ. Αν κάποτε πάλεψε για έναν θρόνο, τώρα πια δεν είχε τον ίδιο σκοπό. Ήθελε απλώς να εκδικηθεί κάποιον, που η ιστορία είχε φέρει στην επιφάνεια, πολύ περισσότερο από εκείνον που πάντα ερχόταν δεύτερος. Στην ουσία ο Ραντού ήθελε να μοιάζει φυσιολογικός και να αγαπηθεί πολύ. Τη δική του αγάπη την είχε κερδίσει από τότε και το γνώριζε, μα δεν ήταν αυτός για τον λαό του διάσημος. Ίσως όμως τώρα πια, να μην του αρκούσε  και καθώς ο Μεχμέτ το πίστευε, ήθελε να του αφήσει το περιθώριο της επιλογής. Δυστυχώς, όταν κάποιος προσκυνά το σκοτάδι για την εκδίκηση, είναι δύσκολο η ψυχή του να έρθει στο φως και να κερδίσει τη μάχη με το κακό.

Αυτήν ακριβώς τη σκέψη είχε και ο Χάρι, καθώς αναλογιζόταν την έννοια και τη δύναμη της φιλοσοφικής λίθου. Οι Αλχημιστές για τα μάτια των άλλων, θα ήταν στα σίγουρα ράθυμοι φιλόσοφοι και τίποτε άλλο, δίχως οι θεωρίες τους να έχουν κάποια ουσία ή να βρίσκουν αντίκρισμα. Η αλήθεια όμως ήταν τελείως διαφορετική. Κάποιοι από αυτούς, γνώριζαν το μυστικό για τη φιλοσοφική λίθο. Ελάχιστοι, αλλά υπήρχαν. Μαζί με τον Γουάιλαν έπρεπε να ανακαλύψουν την τοποθεσία της, ωστόσο το μυαλό του πετούσε αυτή τη στιγμή σε άλλα μονοπάτια. Στη Σχολή επικρατούσε ησυχία απόλυτη σχεδόν, πράγμα σπάνιο. Ο Χάρι βρισκόταν στο αγαπημένο του μέρος από τη στιγμή που συνήλθε, που δεν ήταν άλλο από την βιβλιοθήκη με τα πέτρινα, διακοσμητικά, μαγικά πλάσματα να ωθούν τη φαντασία του αναγνώστη και επισκέπτη, να ταξιδέψει μακριά, όσο πιο μακριά μπορούσε. Για τον Χάρι, το πιο γλυκό μακρινό ταξίδι ήταν η πραγματικότητα. Επιθυμούσε τόσο πολύ να έχει φίλους και να ζει μία ζωή ξέγνοιαστη, από την οποία η διδασκαλία των γονέων του και ο φόβος των ανθρώπων, τον κρατούσαν πίσω.

Από την ημέρα όμως που ανοίχτηκε στη Μόνικα, ένιωθε διαφορετικός, με την αυτοπεποίθηση να έχει ανέβει μερικά σκαλιά σε σχέση με το παρελθόν. Καθώς σημείωνε τα μαθήματά του, ταυτόχρονα χαμογελούσε ενώ σκεφτόταν το ενδεχόμενο να αποκαλύψει τον κόσμο του και τα μυστικά του στην κοπέλα. Μπορεί το περιστατικό με τους αλλοτινούς του, δήθεν φίλους, να του είχαν χαρίσει μία πικρή γεύση, όπως και τα βασανιστήρια εξαιτίας της ευφυΐας του, ωστόσο πάλευε καθημερινά για να δείχνει όσο πιο κοινωνικός μπορούσε. Στο πρωινό ας πούμε, αντί να καθίσει μονάχος του για να μην τραβά την προσοχή, δέχτηκε μετά χαράς την παρέα της Μόνικα. Η ώρα περνούσε και σε λίγο θα αναχωρούσε για το σπίτι του, μόλις το δειλινό ξεκινούσε να ζωγραφίζει τον ορίζοντα. Έκλεισε το βιβλίο που έχασκε μάταια ορθάνοιχτο μπροστά του και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα με προσοχή και την αιώνια ηρεμία που τον διακατείχε. Βγαίνοντας, αποφάσισε να αναβάλει για λίγο την αναχώρησή του και να στραφεί προς το δωμάτιο της Μόνικα που εκείνη τη στιγμή ήταν μονάχη της δίχως την Γκάμπι.

Μπροστά στο κατώφλι της, είχε παγώσει. Ήταν γενικά τρομερά ντροπαλός και πολλές φορές γυρνούσε μία ιδέα εκατό φορές στο κεφάλι του προτού μιλήσει και την εκφράσει ανοιχτά. Η παγωμένη του στάση, έκανε μερικές κοπέλες να γελάσουν ψιθυρίζοντας. Δεν ήταν δα και τόσο μικρός για να διστάζει έτσι, ήταν όμως η πρώτη του αληθινή προσπάθεια να προσεγγίσει έναν απλό άνθρωπο που θα αποδεχόταν όλα όσα ήταν και ακόμη περισσότερα. Το χέρι του υψώθηκε για να χτυπήσει και στη δεύτερη προσπάθεια η Μόνικα άνοιξε, φορώντας τα κοκάλινα γυαλιά της μυωπίας της μιας που μελετούσε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε, ωστόσο με ένα χαμόγελο κινήθηκε διστακτικά προς το μέρος της φιλώντας την γλυκά. Στην ουσία, ήθελε ευθέως να την ρωτήσει αν ήταν τελικά μαζί ή αν απλώς εκείνη η στιγμή του πρώτου τους φιλιού ήταν κάτι παροδικό. Στα χέρια του κρατούσε το μυτερό του καπέλο. Δεν ήθελε να το φορά και να την κάνει να νιώθει αμήχανα. Για την ακρίβεια, έκρυβε την εικόνα του από τα μάτια της.

«Χάρι, ειλικρινά δεν χρειάζεται να κρύβεσαι από εμένα» του είπε για να τον καθησυχάσει όσο αυτό ήταν δυνατόν. Το βλέμμα του νεαρού κατρακύλησε για λίγο στο πάτωμα.

«Δεν σου κρύβω, πως ανησυχούσα μήπως άλλαξες γνώμη. Μήπως ας πούμε προτιμάς έναν νεαρό με υπέροχο, μοντέρνο ντύσιμο και όχι κάποιον σαν εμένα» της είπε.

«Το ντύσιμο δεν κάνει τον άνθρωπο Χάρι. Μέσα από την κολλητή μου, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, έχω διδαχτεί πολλά. Αυτό που μετρά είναι το πώς σου φέρεται ο άλλος και τα συναισθήματά του. Ο Βλαντ για εμένα μοιάζει με ζωντανό εφιάλτη, αλλά σε εκείνη φέρεται καλύτερα και από πριγκίπισσα. Τι να το κάνεις το κοστούμι, όταν ντύνει έναν άκαρδο αγροίκο; Με λίγα λόγια σου λέω πως μου αρέσεις, όπως και γι' αυτό που είσαι» τελείωσε και ο Χάρι με μία ανάσα, γύρισε προς το μέρος της.

«Εμ, θα ήθελες επίσημα να είσαι η κοπέλα μου; Έλεγα αν δεχόσουν, να έρθεις μαζί μου ως το σπίτι. Οι γονείς μου λείπουν, όμως η κοινωνία μου είναι ξύπνια και τα βράδια η μαγεία μας είναι πιο ορατή από ποτέ. Ήθελα απλώς να σου τα δείξω όλα αυτά, ίσως γιατί τόσα χρόνια τα κρατώ στο περιθώριο από φόβο. Ήθελα να σου μιλήσω για τον μύθο όλων των Αλχημιστών, τη φιλοσοφική λίθο» τελείωσε και η Μόνικα χαμογέλασε.

«Όποιος άνθρωπος δεν αγαπά τη μαγεία, είναι καταδικασμένος. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε είναι όμορφος, μα η φαντασία και η μαγεία σου ανοίγει άλλα μονοπάτια. Δεν σου κρύβω πως εγώ και οι φίλες μου, το μάθαμε με τον άσχημο τρόπο, ειδικά η Γκάμπι. Όσο όμως προσπαθείς να γεφυρώσεις τους δύο κόσμους, ανακαλύπτεις πως ίσως τελικά είναι ο ένας, το χαμένο κομμάτι του άλλου. Θέλω πολύ να έρθω μαζί σου Ίσως βέβαια οι Αλχημιστές να φοβηθούν..» του είπε και ο Χάρι έπιασε το χέρι της.

«Όχι όσο σε κρατώ και με κρατάς. Εμείς λειτουργούμε πολύ μα βάση την ψυχή. Αν η κοινωνία μου δει την σύνδεσή μας, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα. Συνεργαζόμαστε με τους ανθρώπους δίχως να το καταλαβαίνουν πολλές φορές. Στα φαρμακεία σας, φτάνουν πολλές αλοιφές δικές μας, απλά δεν το γνωρίζετε πάντα» της είπε και η Μόνικα ένιωσε πως πλησίαζε η ώρα πια, να κάνει μία βουτιά στα βαθιά.

Οδηγούσαν προς την ανοιχτή ύπαιθρο, αφήνοντας το ψυχρό αεράκι να εισβάλει από τα  παράθυρα του αυτοκινήτου. Αρχικά η κοινωνία των Αλχημιστών, θα ήταν κρυμμένη από τα μάτια της κοπέλας, μέχρι να αποφάσιζαν να της ανοιχτούν οι ίδιοι, επιτρέποντάς της να τους δει. Διασχίζοντας τα λιβάδια, ήδη ο Χάρι μπορούσε να διακρίνει τα διαφορετικά σπίτια των Αλχημιστών, με τα φώτα τους να τρεμοπαίζουν, τους σκοπούς κάτω από το σεληνόφως και την αναζήτηση των πετρών που τους υποδείκνυε το φεγγάρι. Κατεβαίνοντας και έχοντας φτάσει έξω από το σπίτι του, η Μόνικα εξακολουθούσε να βλέπει μονάχα ερείπια και τίποτε περισσότερο. Τότε, παρατήρησε τον νεαρό να κοιτάζει γύρω του, σαν να ζητούσε την άδεια από φαντάσματα. Το βλέμμα του ήταν νηφάλιο, το ίδιο και οι κινήσεις του. Αργά, τοποθέτησε τα χέρια του στους κροτάφους της και ξεκίνησε να σιγοψιθυρίζει κάποια λόγια στα λατινικά. Της ζήτησε να κλείσει τα μάτια και δευτερόλεπτα μετά, όταν τα άνοιξε, σπιτάκια με ανθοστολισμένες αυλές, χτισμένα αλλόκοσμα, με χροιά μαγική, ξεπρόβαλαν, σαν ένα μικρό χωριό. Η ματιά της πλανήθηκε γύρω και ανακάλυψε πως στεκόταν εντός της αυλής του ενός. Πάνω από το κεφάλι της, η κληματαριά είχε ξεκινήσει να σουρώνει και να κιτρινίζει, προσμένοντας ξανά την εποχή για να βγάλει τους ζουμερούς καρπούς της.

«Εδώ μένεις;» τον ρώτησε ξέπνοα από το σοκ.

«Ναι» της απάντησε «Μην αφήσεις το χέρι μου. Οι Αλχημιστές πρέπει να καταλάβουν την φιλική σου διάθεση» τη συμβούλεψε και εκείνη είδε γυναίκες μεγάλες, με μακριά λευκά μαλλιά που έλαμπαν στο φως της σελήνης, να αναζητούν πέτρες λαμπερές και μικρά παιδιά με μυτερά καπέλα να παίζουν γεμάτα ενέργεια και ας ήταν βράδυ. Οι αυλές τους ήταν υπέροχες, γεμάτες χρώματα και αρώματα. Κοίταξε τον Χάρι και τον θαύμασε για το πόσο ταιριαστός φαινόταν σε αυτόν τον κόσμο.

Μαζί εισήλθαν στο εσωτερικό του σπιτιού του και εκείνος της έδειξε την παραδοσιακή, ξύλινη κουζίνα και το ζεστό καθιστικό. Το δωμάτιό του ήταν στον επάνω όροφο και μάλιστα σχετικά μικρό. Όταν μπήκαν, υπήρχε μονάχα ένα μονό κρεβάτι και οι τοίχοι του απεικόνιζαν ένα φθινοπωρινό δάσος. Δύο ράφια γεμάτα βιβλία στόλιζαν τον χώρο και τίποτε άλλο.

«Ξέρω, δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, μα ήθελα να μοιάζει ξέρεις...πιο ανθρώπινο παρά το γεγονός πως κανέναν φίλο άνθρωπο δεν θα καλούσα ποτέ εδώ. Είσαι η πρώτη» της είπε και κάθισαν για λίγο στο κρεβάτι. Η Μόνικα έγειρε στην αγκαλιά του και έκρυψε το πρόσωπό της στον λαιμό του.

«Λοιπόν, ποια είναι η περίφημη λίθος;» τον ρώτησε και εκείνος αναστέναξε.

«Η γιαγιά μου, μου είπε την ιστορία. Είναι μία πέτρα πολύτιμη, μα και επικίνδυνη. Αν η ψυχή που θα την αγγίξει είναι παραπάνω διαβολική, η πέτρα θα την σκοτώσει. Μπορεί μονάχα στα χέρια των αγνών να λειτουργήσει χαρίζοντας δυνάμεις. Κάποτε, την χρησιμοποιούσαν και για εξορκισμούς στην κοινωνία μας, μα εκείνη που την έφτιαξε, ήταν η μητριά του Μεχμέτ. Απλώς πλέον ο ίδιος αν και τη γυρεύει, δεν θα μπορεί υπέρ του να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό δεν το ξέρει, σχεδόν κανένας δεν το ξέρει και τότε όταν φτιάχτηκε, η ψυχή του ήταν πιο αγνή και δεν θα του έκανε κακό. Τώρα όμως...»

«Οπότε αυτή είναι η λύση μας» του είπε η Μόνικα.

«Ακριβώς. Αύριο θα φύγω με τον Γουάιλαν για να την αναζητήσουμε» πρόφερε.

«Θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησε εκείνη και τον είδε να χαμογελά.

«Γιατί να μην είμαι; Έχω δύναμη και έχω εσένα, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά, ακόμη και τώρα δυνατά και αυτό με αναζωογονεί» την πείραξε ελαφρώς και αναζήτησε τα χείλη της

Ξαπλώνοντας πίσω, εξερευνώντας τα ζεστά της χείλη ξανά και ξανά, αποφάσισε να την φιλοξενήσει για απόψε. Η νύχτα έπεφτε εξάλλου και η Σχολή ήταν μακριά.

                                                                        ***

Στο εστιατόριο, ο κόσμος κοιτούσε τον Βλαντ πλαγίως, ο οποίος διάβαζε με αφοσίωση τον κατάλογο, σιωπηλός και προβληματισμένος. Όλα τα φαγητά φαίνονταν νόστιμα, αν και για την περίπτωση του βρικόλακα, είχε ήδη φάει πολύ.

«Το αφήνω επάνω σου» της είπε τελικά «Όλα αυτά τα πλάγια, θνητά βλέμματα με κάνουν και νιώθω άβολα. Μάλλον ευθύνεται το μακρύ μαλλί γιατί από ντύσιμο προσαρμόστηκα. Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, το αληθινό μου πορτραίτο βρίσκεται κάπου στην Αυστρία, επομένως όλοι αυτοί κάνουν υποθέσεις από τα φρικτά σκίτσα των βιβλίων και των άτιμων βιβλιοπώληδων. Μου φαίνεται πως αν έκανα ξανά το πείραμα με το δισκοπότηρο, τα παλούκια θα απλώνονταν από την μία άκρη της χώρας στην άλλη» μουρμούρισε και η Γκάμπι ένιωσε την ανάγκη να χαμογελάσει. «Αλήθεια λέω. Έχω εξοργιστεί από τη συμπεριφορά των ζητιάνων που χώνουν το χέρι στην τσάντα, μέχρι και των υπαλλήλων που κοιτάνε πώς να σε ξεγελάσουν. Είναι όλοι τους τυχεροί που σε συνοδεύω και επιθυμώ να κάνω καλή εντύπωση» γρύλισε ωστόσο η Γκάμπι είχε πλέον καταλάβει, πως ο Βλαντ ήταν πιο ανάλαφρος μαζί της. Μιλούσε περισσότερο και εκφραζόταν δίχως αυτό να σημαίνει πως το τέρας είχε εξαφανιστεί, απλώς κοιμόταν ανενόχλητο για την ώρα.

Το φαγητό ήταν υπέροχο και τα αδιάκριτα βλέμματα θέριευαν. Ο Βλαντ παρατηρούσε τον κόσμο, μα λόγω της πριγκιπικής καταγωγής του, είχε άριστους τρόπους στο τραπέζι. Η βραδιά τους όμως, ήθελε να τελειώσει με έναν σταθμό αλλιώτικο. Τη Σιγκισοάρα. Εκεί είχε γεννηθεί και μείνει μέχρι μία ηλικία. Η πόλη σήμερα, διατηρούσε τα εξωτερικά της τείχη, τους πυργίσκους, τα στενά δρομάκια και τις κατοικίες του 15ου και 16ου αιώνα. Κοιτάζοντάς την είχες την ψευδαίσθηση της καστροπολιτείας, με τα στολισμένα με γιρλάντες από κόκκινους κισσούς γκρίζα τείχη και τους λυγερούς πύργους που ροδίζει η αυγή. Η γενναιόδωρη φύση της Τρανσυλβανίας έσκυβε από κάθε πλευρά, με όλα της τα περήφανα δάση, προς την ονειροπόλα αυτή μικρή πόλη, σαν να ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά της. Στην άνω πόλη, βρισκόταν το σπίτι του. Μαζί με την Γκάμπι, βάδιζαν πλάι πλάι και εκείνη σχεδόν είχε μεταφερθεί στον Μεσαίωνα. Ίσως να ήταν και καλύτερα αν είχε τότε υπάρξει. Τουλάχιστον, θα ζούσε μαζί του, γιατί θα τον ερωτευόταν ξανά, σε όποιον αιώνα και αν τον συναντούσε.

«Θα σε έβρισκα. Να είσαι βέβαιη. Ακόμη και αν κατέβαινα στην πόλη για έλεγχο, κάπου ανάμεσα στο πλήθος, το βλέμμα μου θα αιχμαλώτιζε το δικό σου. Ίσως η σχέση μας στην αρχή να ήταν θυελλώδης όπως και στο τώρα, μα μαζί σου θα κατέληγα και ίσως η ιστορία να γραφόταν αλλιώς. Αυτό που νιώθω τώρα είναι ισχυρότερο από κάθε τι που με έχει αγγίξει. Ίσως λοιπόν τα πράγματα να κυλούσαν διαφορετικά και στη θέση των δύο γάμων μου, ακόμη και αν αγάπησα την Εκατερίνα, να ήσουν εσύ» της είπε καθώς προσπερνούσε το αλλοτινό του σπίτι και έχοντας ακούσει μερικές από τις σκέψεις της.

Θυμόταν τον Μίρτσεα, τα γέλια τους και τα άγαρμπα παιχνίδια. Ήταν αρκετά μεγαλύτερός του τότε, μα πέθανε πιο νέος. Ο Ραντού σπάνια τους ακολουθούσε, μέχρι που αιχμαλωτίστηκαν και δεν ξαναείδε τον Μίρτσεα ζωντανό. Το ροδαλό χρώμα του ήλιου που είχε ήδη βυθιστεί, έβαψε τα άψυχα σοκάκια. Ήταν μονάχα οι δυο τους και εκείνος με τρυφερότητα την τράβηξε στην αγκαλιά του. Τα υπέροχα, περήφανα δάση που μούγκριζαν πάντοτε μέσα σε αυτά τα δυο μάτια, την κοιτούσαν απροσδιόριστα, με συναισθήματα ανάμεικτα. Λατρεία, φόβος, ανάγκη. Τα πάντα ελλόχευαν εκεί, μα αυτό ήταν ο έρωτας και ακόμη περισσότερα.

«Έκανα λάθος. Δεν είσαιη αδυναμία μου, μα η δύναμή μου. Θα πολεμήσω σκληρά, να είσαι έτοιμη γι' αυτό.Τον Βλαντ του Μεσαίωνα ο άνεμος τον οδηγούσε και τον εξαφάνιζε σαν πνεύμα, μετους εχθρούς να παρακαλάνε για τη ζωή τους. Δεν θα τους λυπηθώ, δεν θα λυπηθώτον Μεχμέτ μήτε τον αδερφό μου. Θα προστατέψω την πατρίδα μου και εσένα. Θέλωνα ζήσεις ξέγνοιαστα, ακόμη και όταν δεν θα είμαι εδώ» της είπε και την είδε ναπαλεύει να καταπιεί. Με χείλη νοτισμένα από τα δάκρυα, τον φίλησε με πάθος καιεκείνη την αναθεματισμένη ανάγκη, σαν να γύρευε σε εκείνον το ελιξίριο της ζωήςκαι της ανάσας της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro