Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 3
Ψηλά στο Ποενάρι, ο Βλαντ ετοιμαζόταν να επιστρέψει την Γκάμπι στο σπίτι της. Με τις εξελίξεις που έτρεχαν πυρετωδώς, ήθελε να προλάβει να απολαύσει μερικές στιγμές, προτού τον βρει το επόμενο κακό. Από όσο είχε πληροφορηθεί, το θέμα του Στεφάν είχε δρομολογηθεί, μα δεν μπορούσε να παραβλέψει την οργή που ένιωθε για το μισητό πρόσωπο του Μεχμέτ. Μαζί με την κοπέλα, έφτασαν στο σπίτι της και εκείνος την ανέβασε από το παράθυρο της σοφίτας. Συμφώνησαν να συναντηθούν λίγο πιο κάτω, προκειμένου να μην κινήσουν υποψίες και κουτσομπολιό, μιας που το σπίτι της Μόνικας ήταν σχεδόν απέναντι. Η κοπέλα συνειδητοποίησε πως στα χέρια της κρατούσε ακόμη το φόρεμα και επάνω της βρίσκονταν τα χθεσινά ρούχα που είχαν στεγνώσει. Κρύβοντάς το, άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησε να κατεβαίνει στην κουζίνα. Ακόμη ήταν σχετικά νωρίς και η οικογένειά της βρισκόταν στο τραπέζι, με τον πατέρα της να πίνει καφέ και τη μητέρα της να κοιτάζει το κενό. Όσο για τον αδερφό της, ετοίμαζε τις φρυγανιές.
«Καλημέρα» ψέλλισε και οι γονείς την κοίταξαν πλαγίως. «Σας παρακαλώ, δεν θέλω να είμαστε έτσι. Βρέθηκε ο αδερφός μου, είναι τα γενέθλιά μας και θα έπρεπε να γελάμε. Ίσως αν μιλούσαμε ειλικρινά, με όλα μας τα χαρτιά ανοιχτά και εννοώ και την ιστορία του Λέοναρντ, ίσως έφευγε αυτό το θυελλώδες πέπλο από επάνω μας. Τι λέτε; Να μιλήσουμε ειλικρινά;» τους ρώτησε και εκείνοι ένευσαν θετικά.
Ο Λέοναρντ έκατσε στο τραπέζι και η ιστορία ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται σαν πάπυρος, με την μυρωδιά και τον αέρα των αιώνων εκείνων.
Μία φορά και έναν καιρό λοιπόν, γεννήθηκε ένα αγόρι με ευγενική καταγωγή, στην Τρανσυλβανία και με τη συμπεριφορά του έμελλε να αλλάξει τον κόσμο. Αυτό οι γονείς τους το γνώριζαν, μα τη στιγμή που όλα άλλαξαν, ήταν όταν η αδερφική έχθρα έφτασε στο σημείο, να επιθυμεί ο Ραντού να φέρει πίσω τον αποκεφαλισμένο Βλαντ. Μαζί με εκείνον όμως, χάρισε ένα δώρο αιωνιότητας σε έναν σύντροφο και σύμμαχο, τον Μεχμέτ τον Πορθητή. Αυτή τη δυναμική και έξυπνη προσωπικότητα, που ήταν άριστα εκπαιδευμένη και με βλέψεις να φτάσει την κυριαρχία του, αν ήταν δυνατόν σε όλο τον κόσμο.
Κάποτε, υπήρξε ένας Βλαντ που στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο του, σήμερα, ερχόταν το παρελθόν να κλείσει για πάντα τον αιματοβαμμένο του κύκλο και να φύγει. Θύματα; Αρκετοί πολίτες που εξαφανίστηκαν, είτε για να στρατολογηθούν, είτε για να καταλήξουν στα μπουντρούμια και από εκεί στον θάνατο, από την στιγμή που αρνούνταν. Ο Λέοναρντ, μίλησε για το δικό του κομμάτι, για την αγωνία του και την πρώτη του επαφή με τον Μίχαελ. Οι βρικόλακες, ήταν πλάσματα με πολλές όψεις. Ανήκαν στη νύχτα, τη μαγεία της, το εβένινο πέπλο της, καθώς τα μεσάνυχτα πραγματοποιούνταν κυρίως οι αναστάσεις των ψυχών τους και το αίμα, ήταν ένας παράγοντας. Όχι όμως η τροφή τους. Οι βρικόλακες, είχαν σε μεγάλο ποσοστό προέλθει από ανθρώπους, που τη δεδομένη στιγμή βίωναν κάτι άσχημο, όπως ένας πόλεμος ή ίσως μία αρρώστια. Αυτό γεννούσε την επιθυμία μίας ανάστασης, σε κάποια ζωή άλλη, ίσως με την ελπίδα να προλάβουν χρόνια και καλύτερες μέρες. Στην πορεία όμως, ανακάλυπταν πως η αιωνιότητα κουβαλά μαζί της τη μοναξιά. Πως έρωτας και φιλίες θα χάνονταν εξαιτίας των αιώνων. Αυτό ήταν τα παιδιά της νύχτας. Μία ομάδα που θα πάλευε να βρει μέσα στον χρόνο, ένα απάγκιο.
Κάπου εκεί και με την Γκάμπι να εξηγεί βήμα-βήμα τα αποτελέσματα της αιχμαλωσίας του αδερφού της επάνω της, οι γονείς ξεκίνησαν να καταλαβαίνουν, ή τουλάχιστον προσπαθούσαν. Οι Αλχημιστές ήταν η πιο εύκολη υπόθεση μιας που το θέμα της αθανασίας δεν υπήρχε.
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει ο Βλαντ Ντράκουλα. Είναι αδύνατον. Κάποτε, ίσως αν μου το έλεγαν σαν απλή πληροφορία, να τους απαντούσα πως θα ήθελα να τον ρωτήσω χίλια δύο πράγματα, τώρα όμως....» μουρμούρισε η μητέρα της «Πώς σου φέρεται;» τη ρώτησε.
«Τι εννοείς;»
«Το κακό με τις μητέρες, είναι πως νιώθουν τα πάντα. Νιώθω λοιπόν, πως αυτός ο...Άνδρας τελοσπάντων, είναι κάτι παραπάνω από φίλος. Τον θαυμάζεις. Μιλάς γι' αυτόν και...Δεν σε έχω ξαναδεί να λάμπεις τόσο» της είπε απελπισμένη η μητέρα της.
«Άρα πήρες την απάντηση» της αντιγύρισε η Γκάμπι.
«Όμως τι μέλλον θα έχεις μαζί του; Θα φύγει, σου το είπε και εσύ θα μείνεις πίσω, με ματωμένη καρδιά. Αυτό δεν το σκέφτηκες; Χώρια τα είκοσι ανθρώπινα χρόνια διαφοράς σας» γρύλισε στο τέλος και τη σκυτάλη πήρε ο Λέοναρντ.
«Θα είμαι εγώ δίπλα της για να επουλώσω την πληγή της καρδιάς της. Δεν θα είναι μόνη. Τα καλά του να είσαι θνητός, είναι η συμπόρευση και εγώ θα είμαι δίπλα στην αδερφή μου. Όταν γεννηθήκαμε, εσείς μας είπατε πως κρατούσαμε στο μαιευτήριο ο ένας το χέρι του άλλου. Αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ» της είπε και η Ντενίζα έβαλε τα κλάματα από συγκίνηση, ενώ η Γκάμπι τον αγκάλιασε σφιχτά. «Πήγαινε να ετοιμαστείς» της είπε ο αδερφός της και εκείνη χαμογελώντας έτρεξε στο δωμάτιο.
Έξω ο καιρός ήταν υγρός και ψυχρός. Ο Χειμώνας έστεκε σχεδόν περήφανα στο κατώφλι και η κοπέλα θα ντυνόταν ζεστά και κατάλληλα για μία βόλτα στο Βουκουρέστι. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στη σκέψη του Πρίγκιπα που για εκείνη διέθετε όχι μονάχα άσπρο άλογο, μα όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Έβαλε το χέρι της στο σημείο της καρδιάς και πάλεψε να την ηρεμήσει.
Ταυτόχρονα, μπροστά σε έναν καθρέπτη, ανάγλυφο και πλουμιστό, ο Βλαντ βαστούσε τη δική του καρδιά. Τα γεγονότα έτρεχαν και ο άνδρας ήθελε να κάνει ένα σύντομο απολογισμό ζωής. Αρχικά κοίταξε το κατακρεουργημένο του κορμί και απόρησε που εκείνη, μπορούσε να φιλά κάθε του αμυχή. Κάποιες δεν είχαν επουλωθεί πλήρως και ειδικά η τελευταία, που αφορούσε το παλούκωμα για το σπάσιμο του δεσμού. Στην πλάτη του κάποια σημάδια, αφορούσαν το μαστίγωμα το ανελέητο από τους Οθωμανούς, γιατί ήταν ανυπάκουος σαν παιδί αιχμάλωτο. Τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς και κανείς δεν λυπόταν τα παιδιά. Το ξύλο και η κακομεταχείριση, σε αντίθεση με την καλή τους συμπεριφορά στον Ραντού, τον είχε πονέσει. Έπειτα, ήταν και αυτή η πληγή γύρω από τον λαιμό του, ο αποκεφαλισμός. Κάθε σημείο και μία μάχη και αίμα και ουρλιαχτά, φυλάκιση και προδοσία.
΄΄Σταμάτα πια. Βγάλε από το μυαλό σου την κτηνωδία και τιθάσευσε τα ζωώδη σου ένστικτα. Είσαι στον εικοστό αιώνα και τα παλούκια απαγορεύονται, σε κοινή θέα, ενώ ακόμη και το χαστούκι διώκεται ποινικά. Βγάλε από το μυαλό σου τον τρισκατάρατο Μεχμέτ. Απόψε, είσαι ο δεσμός μίας κοπέλας εκλεπτυσμένης. Ακούς; Θα φερθείς σαν κύριος΄΄
Στη θέα του αναστέναξε. Ντύθηκε σαν ένας κανονικός, νεαρός άνδρας ευγνωμονώντας κρυφά τον Μίρτσεα και έπειτα, αποφάσισε να μαζέψει προς τα πίσω το μακρύ του μαλλί, σε περίπτωση που κινούσε υποψίες. Το απόγευμα έβαφε ευφάνταστα το στερέωμα του ουρανού, μονάχα που ο Βλαντ αποφάσισε να αλλάξει τον προορισμό. Θα πήγαινε στο σπίτι της γιατί ήταν άνδρας και όχι έφηβος και γιατί δεν ένιωθε την ανάγκη να κρύβεται. Θα αντιμετώπιζε στα ίσα τους γονείς της προσδοκώντας να αποφύγει τυχόν εξάρσεις νεύρων, όσο αυτό ήταν δυνατό. Όταν πλέον ήταν έτοιμος, πήδηξε από το Ποενάρι στις χαράδρες και ένιωσε το σώμα του έρμαιο των φαραγγιών. Αυτή η άγρια ελευθερία ήταν βάλσαμο. Κινούνταν όπως επιθυμούσε, βασιλιάς των οροσειρών και των δασών και αυτό ήταν κάτι που λάτρευε. Φτάνοντας κοντά στο σπίτι της, άκουσε τη φωνή της Γκάμπι που ετοιμαζόταν να βγει, μονάχα που ανοίγοντας την πόρτα και αντικρίζοντάς τον, πάγωσε. Πίσω της η μητέρα της, χλόμιασε απότομα και το ίδιο συνέβη και με τον πατέρα της.
«Καλησπέρα σας κύριοι. Θεώρησα πρέπον εκ μέρους μου, να παρουσιαστώ ο ίδιος μπροστά σας, καθώς θα είμαι για απόψε ο συνοδός της κόρης σας. Βλαντ Ντράκουλα» υποκλίθηκε νιώθοντας αυτομάτως την αμηχανία της σιωπής τους.
Η μητέρα της, του έκανε νόημα να περάσει, με το στομάχι της σφιγμένο εξαιτίας του δέους και του φόβου.
«Νιώθω πως θέλετε πολλά να μου πείτε. Θα το εκτιμούσα και ας είναι πικρά. Ξέρω ποια είναι η φήμη μου, μα τα δεδομένα δεν είναι ίδια. Δεν κυκλοφορώ παλουκώνοντας κόσμο, ούτε είμαι πια ηγεμόνας της χώρας σας για να απαιτώ υποταγή. Είστε οι γονείς της και θα ήθελα να μου μιλήσετε ειλικρινά» τελείωσε και τον λόγο δειλά πήρε η μητέρα της.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ξέρετε, είστε μία μορφή που μας έχει όλους στιγματίσει. Που όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί έστω και μία φορά για την ιστορία σας. Ένα πρόσωπο τρομακτικό και συνάμα ηρωικό. Αδύνατον...»ξεκίνησε και ο Βλαντ την κοίταξε σοβαρός.
«Λένε, πως για να κερδίσεις τον Διάβολο, πρέπει γίνεις κάτι ίδιο ή και ισχυρότερο. Δεν είχα άλλη επιλογή, αλλιώς η σημαία της Τουρκίας θα έφτανε στα σίγουρα ως τη Γερμανία τη σημερινή και ποιος ξέρει πού αλλού; Αντιμετώπισα τον Μεχμέτ σε πολλές μάχες, όταν απέναντί του δεν είχα τίποτα να προτάξω και έβγαινα νικητής. Λυπάμαι που μπροστά σας αυτή τη στιγμή, δεν στέκεται κάποιος συνομήλικος ίσως και αντ' αυτού στέκομαι άχαρα εγώ και σας προκαλώ αμηχανία. Όμως, ήρθα ως εδώ για να σας πω πως αγαπώ την κόρη σας και θα έδινα τη μίζερη ζωή μου για εκείνη ευχαρίστως. Δεν είμαι ο ιππότης της φαντασίας της, μα μπορώ να γίνω ο Πρίγκιπας που θα υποτάξει το σκοτάδι του για τη δική της ευτυχία» τελείωσε και οι γονείς της αλληλοκοιτάχτηκαν, ενώ από το στόμα του Λέοναρντ ξέφυγε ένα επιφώνημα.
«Ουάου! Τα είπες τέλεια. Μπορείς να μου τα σημειώσεις; Θέλω να τα μάθω απέξω» πρόφερε και όλοι τους είχαν καρφώσει την ματιά την επικριτική αρχικά στον Λέοναρντ και έπειτα, εκείνη του φόβου στον Βλαντ.
«Λυπάμαι που ο αδερφός μου σου δημιούργησε θέμα, Λέοναρντ. Όσο για τις ατάκες μου, αμφιβάλω αν θα εκτιμηθούν από μία κοπέλα στο σήμερα, ή αν απλώς θα μείνει να σε κοιτάζει άφωνη προτού ξεσπάσει σε γέλια. Είσαι ένας νέος αυτού του αιώνα και καλά θα κάνεις να προσαρμόσεις το λέγειν σου ανάλογα» τον πείραξε ελαφρώς.
«Δεν σου κρύβουμε άρχοντα, πως επιθυμούσαμε η κόρη μας να έχει δίπλα της κάποιον άλλο. Ποιος γονιός θα ήθελε να δει το παιδί του με ραγισμένη καρδιά; Εσύ όμως θα της την ραγίσεις αφήνοντάς την πίσω. Ωστόσο, ήσουν τίμιος και το είπες από την αρχή. Η κόρη μας είναι ξεροκέφαλη όμως και παίρνει ρίσκα, τι να κάνουμε; Θα το δεχτούμε» πρόφερε ο πατέρας της για να εισπράξει ένα σιωπηλό ΄΄ευχαριστώ΄΄ από την πλευρά της Γκάμπι. «Να περάσετε καλά και να την προσέχεις» τελείωσε άνευρα, καθώς το κουράγιο του ολοένα και λιγόστευε.
Ο Βλαντ έκανε μία υπόκλιση και παίρνοντας το χέρι της, το φίλησε τρυφερά.
«Έτοιμη;» ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά. «Αν κάνω λάθη, υποσχέσου να μην γελάσεις» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, προτού βγουν επιτέλους, με την εικόνα του Βουκουρέστι στο μυαλό τους.
Απομακρυνόμενοι από το σπίτι, ο Βλαντ τη σήκωσε στην αγκαλιά του και σφύριξε στον άνεμο καλώντας το άλογο του.
«Τι σόι πρίγκιπας είμαι, αν δεν έχω και ένα άτι; Θα είμαστε αόρατοι ως το Βουκουρέστι, θα μου επιτρέψεις να πάμε καλπάζοντας. Αγαπούσα την ιππασία και ήμουν καλός σε αυτό» της ζήτησε και εκείνη δεν μπόρεσε να του αρνηθεί.
«Καλώς λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε» χαμογέλασε και πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του.
Το Βουκουρέστι, ήταν ο τόπος που συναντιούνταν οι έμποροι με τους ταξιδιώτες τον 15ο αιώνα. Βιβλιοπωλεία, θέατρα, καφέ, τα πάντα έκλεβαν τη ματιά του Βλαντ που στεκόταν σχεδόν σε κάθε βιτρίνα, παρατηρώντας ελαφρώς άκομψα το περιεχόμενο. Μάλιστα, έχοντάς το ζητήσει από την Γκάμπι, εισήλθαν σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου και αγόρασε τη βιογραφία του, έτοιμος να κάνει τις αλλαγές που έπρεπε. Στέκοντας μπροστά στο ταμείο και με τον βιβλιοπώλη να φορά ανέκφραστα τα γυαλιά του και να κοιτάζει το εξώφυλλο όπου απεικονιζόταν ο Βλαντ, φάνηκε ένας μορφασμός έκπληξης, μόλις τα μάτια του έπεσαν επάνω του. Όπως ήταν φυσικό, δεν του πέρασε από το μυαλό πως το σκίτσο και ο άνδρας ήταν το ίδιο πρόσωπο, πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πληρώνοντας, ο Βλαντ συνειδητοποίησε πως τα ρέστα ήταν λιγότερα και ξεκίνησαν να τον ζώνουν τα φίδια, καθώς άκουγε τις χαιρέκακες σκέψεις του άντρα. Με μία κίνηση και δίχως να αποχωρεί, άφησε τα μαλλιά του ελεύθερα να πέσουν στους ώμους και η ομοιότητα με το σκίτσο ξεκίνησε να γίνεται ανυπόφορα μεγάλη. Η Γκάμπι στη συνειδητοποίηση πως είχαν παλέψει να κλέψουν τον Βλαντ, ξεκίνησε να ιδρώνει και πίεσε τον άνδρα να σκεφτεί καλά, τι χρήματα είχε επιστρέψει.
Ήταν τότε που τα μάτια του σκαρφάλωσαν εκ νέου στη μορφή του Βλαντ, για να συγκρουστούν με ένα βαθυπράσινο πηγάδι που ετοιμαζόταν να τον καταπιεί. Μία το βιβλίο και μία ο άνδρας με τα παράξενα χαρακτηριστικά, ένιωσε τον φόβο να τον ταλανίζει άγρια, αναγκάζοντάς τον όχι απλώς να δώσει τα ρέστα, μα και ένα επιπλέον βιβλίο για δώρο. Τη στιγμή που επέστρεφε, για να παραδώσει το επιπλέον βιβλίο στην Γκάμπι, ο Βλαντ επίτηδες είχε εξαφανιστεί από δίπλα της, καθιστώντας τη συνάντησή του με τον βιβλιοπώλη, ακόμη πιο απόκοσμη. Εκείνος αμήχανα τη χαιρέτησε ζητώντας συγγνώμη και καρτερώντας τους να βγουν, έκανε τον σταυρό του τρεις φορές.
Ο Βλαντ φάνηκε ταραγμένος. Η κοινωνία είχε εκ νέου κατρακυλήσει στην κλεψιά και την ακολασία, μα οι παραδειγματικές τιμωρίες, φιγουράριζαν στον Μεσαίωνα, απομακρυσμένες από εκείνον. Με τον κόσμο να τους προσπερνά κοιτώντας πλαγίως τη μορφή του, της οποίας τα μαλλιά ανέμιζαν περήφανα, η Γκάμπι ένιωσε τα δάχτυλά του, να τυλίγουν τα δικά της τρυφερά. Ήταν ένα όμορφο απόγευμα, γλυκό αν και ελαφρώς ψυχρό, ωστόσο έχοντας αγοράσει το παραδοσιακό γλυκό παπανάσι, της Ρουμανίας, που ήταν μια ζύμη που έμοιαζε πολύ με τα γνωστά ντόνατς και η οποία τηγανιζόταν ενώ γαρνιριζόταν με ένα είδος στραγγιστού, ελαφρώς γλυκού, τυριού, κατευθύνθηκαν σε ένα πάρκο. Ο Βλαντ που σπάνια έτρωγε, αποφάσισε να δοκιμάσει τελικά, για να νιώσει μία απρόσμενη έκρηξη γεύσεων στον ουρανίσκο και να καταλήγει να το καταπίνει, σχεδόν δίχως να μασά. Έχοντας καθίσει οκλαδόν στους φθινοπωρινούς κήπους, μιλούσαν για τις εποχές του καθενός και τα όνειρα της Γκάμπι. Ο Βλαντ την άκουγε με προσοχή, με τις χιλιάδες μαχαιριές να γρατζουνάνε την καρδιά του.
Η κοπέλα το ένιωσε και μαζεύτηκε ευθύς δίπλα του, με τον ίδιο να αφήνει ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της. Δίπλα τους, καθόταν μία οικογένεια, με τα παιδιά τους.
«Βλαντ, είναι εντάξει» του είπε μόλις ένιωσε την αμηχανία του.
«Όχι, δεν είναι. Γι' αυτό επέμενα να μην...»πήγε να πει μα εκείνη του έκλεισε το στόμα.
«Και εγώ επέμενα να... Ίσως τίποτε στη ζωή δεν κρατά για πάντα, μα κρατά έστω για λίγο» του είπε παλεύοντας να τον κάνει να χαμογελάσει.
«Όταν μιλάς έτσι, μου έρχεται να τους εξαφανίσω όλους και να μείνουμε άξαφνα μονάχα οι δυο μας και να σε απολαύσω σπιθαμή προς σπιθαμή...» την πείραξε. «Πώς ήμουν σαν σύγχρονος ως τώρα; O βιβλιοπώλης γλίτωσε τον ανασκολοπισμό από τύχη. Θα σκεφτώ κάτι άλλο όμως. Κάτι πιο σύγχρονο, θα εξελίξω τις τιμωρίες» ξεκίνησε να μουρμουρίζει για να δει την Γκάμπι να τον κοιτάζει έντρομη. «Επεδίωκα ώρα τώρα αυτό σου το ύφος» την πείραξε στο τέλος για να σκεφτεί, πως η βραδιά έληγε σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο.
Η βραδιά που ήταν δική τους και ο ίδιος δεν έβλεπε την ώρα να αγγίξει επιτέλους τον ονομαζόμενο ως ΄΄κατάλογο΄΄ των γευμάτων. Φυσικά θα του σέρβιραν ό,τι επιθυμούσε, επομένως, η ιδιότητα του πρίγκιπα, ελλόχευε κάπου στο βάθος των συνηθειών του εικοστού αιώνα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro