Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 1
Κάποτε, ο Βλάχος ηγεμόνας απείλησε τους κατοίκους μιας πόλης, ότι θα τους έβραζε ομαδικά, αν δεν του παρέδιδαν έναν συμπολίτη τους, που είχε διαπράξει μια κλοπή. Σύμφωνα με την παράδοση, υπό τον φόβο των φρικτών αυτών τιμωριών, οι άνθρωποι είχαν γίνει τόσο «ενάρετοι», ώστε κανείς δεν τολμούσε να κλέψει ένα χρυσό κύπελλο, που είχε αφήσει επιδεικτικά ο Βλαντ δίπλα σε ένα πηγάδι, σε κάποιο ερημικό μέρος. Όποιος διαβάτης διψούσε, έπινε νερό με αυτό το κύπελλο και μετά το άφηνε στη θέση του.
Σήμερα, το συγκεκριμένο αντικείμενο βρισκόταν στο εσωτερικό της Σχολής, καλά φυλαγμένο από τις κακοτοπιές και τα χέρια του Μεχμέτ. Η Άλμπα καθόταν στο γραφείο της, όταν ο Χάρι χτύπησε την πόρτα και εκείνη του έδωσε το δικαίωμα να περάσει. Ήταν Κυριακή και έτσι στην Σχολή επικρατούσε μία ησυχία, καθώς πολλοί από τους μαθητές απουσίαζαν, έχοντας πραγματοποιήσει επισκέψεις στα σπίτια τους.
«Πέρασε Χάρι» άκουσε τη φωνή της διευθύντριας και εισήλθε.
«Έχω έρθει για να σας ζητήσω άδεια να λείψω με τον Γουάιλαν για μερικές μέρες. Τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά»
«Το γνωρίζω. Ο κόσμος, υποκινούμενος από την εκκλησία κυρίως, μας θεωρεί δαίμονες και πολύ φοβάμαι πως σε λίγο καιρό υπάρχει η πιθανότητα να δεχτούμε επίθεση από κάποιο αφηνιασμένο πλήθος ανθρώπων. Δεν θα πρέπει ποτέ να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Το σκέφτομαι σοβαρά να κλείσω την Ντούτραμ για τους θνητούς και όσοι από εσάς, τους Διαφορετικούς, όπως μας ονομάζουν θελήσετε να μείνετε για να την υπερασπιστείτε, έχει καλώς. Το Δισκοπότηρο θα λειτουργήσει υπέρ μας» πρόφερε και ο Χάρι ένευσε θετικά.
«Καλώς, θα καρτερώ τον βρικόλακα να επιστρέψει από την αποστολή του στην Κοινότητα. Ελπίζω ο Χάινς να βοηθήσει τόσο στο θέμα του Στεφάν, όσο και γενικότερα στο θέμα του Μεχμέτ» της είπε και η Άλμπα ένιωσε πως οι καιροί γίνονταν ολοένα και πιο ζοφεροί. Εκτός όμως από αυτό, είχε να παλέψει και με ακόμη ένα συναίσθημα. Εκείνο της απώλειας. Το κάστρο του Μπραν θα στεκόταν πια σωστό κουφάρι απέναντι από τη Σχολή, μα το μόνο βέβαιο ήταν, πως το όνομα του Βλαντ Ντράκουλα, κανένας και ποτέ δεν θα το ξεχνούσε.
***
Χωμένος μέσα στα πλούσια, ευρωπαϊκά δάση, ο Χάινς κινούταν με τρομερά μεγάλη ταχύτητα. Αυτός ο βρικόλακας, θα ήταν στα σίγουρα ο φόβος και ο τρόμος τόσο ενός μάγου όσο και ενός απλού ανθρώπου ή ίσως ακόμη και ενός άλλου βρικόλακα, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν πιο αδύναμος. Ο Χάινς είχε περάσει τη ζωή του σχεδόν να μισεί τους ανθρώπους. Τα φοβερά, ασύλληπτα βασανιστήριά του καθώς και η παραμονή του στο μέγα Κολαστήριο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου, του είχε προκαλέσει τρομερή ζημιά. Αποχωρίστηκε βίαια τους γονείς του, σχεδόν πέθανε από την πείνα, του φέρθηκαν σαν να ήταν το τελευταίο και πιο βρομερό σκουλήκι στον πλανήτη, ενώ με τον αδερφό του δεν είχαν επαφή. Εκείνος του χάραξε το ΄΄ναι΄΄ και είχε αναστηθεί εξίσου, μα ο Χάινς δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Με όσα είχε περάσει ήταν βέβαιος πως ερχόμενος πίσω στη ζωή, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει φυσιολογικός και αυτό ήρθε το μέλλον να του το αποδείξει.
Ζούσε μονάχος του, απομονωμένος εντελώς από τον πολιτισμό, παλεύοντας όμως καθημερινά να αναπτύξει τις δυνάμεις του. Η κακία του και η περιφρόνηση για το ανθρώπινο είδος, τον ανάγκασαν να αναπτύξει το χάρισμα της σαγήνης σε υπερβολικό βαθμό. Ένας βρικόλακας είχε ταχύτητα, επούλωση προσωπικών τραυμάτων και τραυμάτων των άλλων αν ήταν ισχυρός, ανεπτυγμένες αισθήσεις και φυσικά τη σαγήνη. Ο Βλαντ βέβαια είχε κάποια επιπλέον χαρίσματα, εξαιτίας του παλαιότερου δεσμού του με τον Ραντού. Ο Χάινς διέσχιζε στην ουσία την Ευρώπη τρέχοντας και όντας ακούραστος. Στόχος του η Ρουμανία. Στο διάβα του προσπερνούσε χωριά ανθρώπινα και πόλεις γραφικές. Η πατρίδα του του έλειπε, μα αυτό που τον πονούσε περισσότερο, είναι πως παρά το γεγονός πως γεννήθηκε στην Πολωνία, μεγάλωσε στο Βερολίνο. Κάποτε, αυτό θεωρούσε σπίτι του, είχε μνήμες όμορφες, μέχρι που ξέσπασε το κακό. Ένα κακό που ποτέ δεν θα ξεχνούσε. Έχοντας φτάσει στα βόρεια της Γερμανίας, στην επαρχία Πίνεμπεργκ, διέσχιζε το λεγόμενο δάσος της μάγισσας. Το είχαν ονομάσει έτσι καθώς υπήρχε ένα στενό μονοπάτι που ακολουθούσε μία παράξενη διαδρομή, μέχρι να βρεθεί σε ένα ξέφωτο, όπου σύμφωνα με την παράδοση, κατοικούσε μία μάγισσα. Ο κόσμος διέδιδε πως τα βράδια οι μάγισσες άναβαν φωτιά και χόρευαν υπό το φως του φεγγαριού.
΄΄Αυτό με το φεγγάρι το έχουν πετύχει εν μέρει΄΄ σκέφτηκε ο βρικόλακας καθώς καθόταν οκλαδόν στα πεσμένα φύλλα, θέλοντας να πάρει μία ανάσα. ΄΄Αυτό όμως που φαντασιώνονται τις μάγισσες με τη σκούπα ανά χείρας, να χορεύουν ξέφρενα γύρω από ένα τσουκάλι, με ξεπερνά΄΄ συνέχισε τη σκέψη του, όταν άκουσε ένα σούρσιμο και τα μάτια σαν να έλαμψαν στιγμιαία.
«Ανάθεμά σε Γκιάελ!» τον έβρισε πριν καλά-καλά ξεπροβάλει.
«Προτού βγάλεις βιαστικά συμπεράσματα, έρχομαι εν ειρήνη» πρόφερε ο νεαρός.
«Εν τι θα ερχόσουν δηλαδή; Ο πόλεμος έληξε και εσείς χάσατε» έσκουξε χαιρέκακα.
«Ναι, Χάινς χάσαμε, ωστόσο πλέον έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο. Αθάνατο. Δεν υπάρχει το εμείς και το εσείς. Είμαστε βρικόλακες και βράζουμε στο ίδιο καζάνι» πρόφερε.
«Τόση ατυχία λες να έχω; Να χρειαστεί να βράσει η πέτσα μου, πλάι στη δική σου τη ναζιστική; Δεν το δέχομαι και ξέρεις πως δεν σε χωνεύω και ούτε πρόκειται. Αφού έκανες τον κόπο όμως, και ως αρχηγός που είμαι, οφείλω να πράξω το σωστό. Θα συνεργαστούμε. Το θέμα του Στεφάν είναι επικίνδυνο, τον ξέρεις τον Οθωμανό σουλτάνο. Ο Μεχμέτ είναι πολύ εύστροφος. Για αυτούς που τον ακολουθούν δεν παίρνω και όρκο, μα θαρρώ πως θα είναι εύκολη λεία. Έχω φτάσει τόσο βαθιά στο θέμα της μελέτης της ανθρώπινης ψυχής, που θα εκπλαγείς από το αποτέλεσμα. Μόλις τελειώσουμε, σειρά έχει ο Ντράκουλα και εκεί, θα πάω μόνος» του είπε και ο ξανθός νεαρός ένευσε θετικά.
«Να ξέρεις όμως, έτσι για την ιστορία, πως δεν ήμασταν όλοι Ναζί. Δεν επιθυμούσα να βλέπω ανθρώπους να βασανίζονται με αυτόν τον τρόπο Χάινς, μα κάποτε δεν έχεις επιλογή. Ίσως κάποια στιγμή συζητήσουμε σαν...Άνθρωποι, ή βρικόλακες. Έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Πεθάναμε ταπεινωμένοι, όχι πως συγκρίνω δηλαδή τη δική σου ζωή με τη δική μου. Είχαμε όμως και οι δύο την ίδια ελπίδα. Να ζήσουμε ειρηνικά κάποτε και να δούμε τον κόσμο με άλλο μάτι. Ο άνθρωπος είναι τέρας, πιο τέρας και από τον πιο διεστραμμένο δαίμονα της Κολάσεως. Μερικές φορές σκέφτομαι, πως κάποια αμαρτήματα ούτε η Κόλαση δεν τα χωρά. Δεν έχει όμως καμία σημασία τίποτε από όλα αυτά. Ο εχθρός είναι κοινός και ο κόσμος βρίσκεται δίχως να το γνωρίζει πλήρως, σε άμεσο κίνδυνο. Η στρατιά του Μεχμέτ είναι θηριώδης και εμείς δεν έχουμε περιθώριο» πάλεψε να τον πείσει και είδε για λίγο τους μύες του να χαλαρώνουν και το αδήριτο βλέμμα του γερακιού, να μαλακώνει έστω και στο ελάχιστο.
«Καλώς Γκιάελ. Θα συνεργαστώ μαζί σου, μα τίποτε άλλο μην προσδοκάς από εμένα. Μήτε τη φιλία μου, μήτε τον οίκτο και την κατανόηση» τελείωσε και για λίγο άναψαν μία μικρή φωτιά, ώστε να βλέπουν καλύτερα μέσα στις σκιές του δάσους. Ο Χειμώνας βρισκόταν προ των πυλών και η μέρα πλέον διαρκούσε όλο και λιγότερο.
***
Μπορεί στα Καρπάθια βέβαια η θερμοκρασία να έδειχνε κοντά στους δέκα βαθμούς, η Γκάμπι όμως ένιωθε μία απίστευτη ζεστασιά. Μόλις άνοιξε τα μάτια της νυσταγμένα, στις πρώτες, χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες, αντίκρισε το πρόσωπο του Βλαντ δίπλα της που κοιμόταν για πρώτη φορά γαλήνια. Η Γκάμπι έμεινε για λίγο στη θέση της ακίνητη, πίνοντας στο ποτήρι της ψυχής της κάθε του χαρακτηριστικό. Το χέρι της απλώθηκε για να χαϊδέψει το πρόσωπο και τα χείλη του, όταν είδε τα μάτια του να ανοίγουν με κόπο, νυσταγμένα, εξαιτίας του πρωινού και ένα χαμόγελο να σχηματίζεται ευθύς στο πρόσωπό του. Το μυώδες χέρι του, την έσφιξε στην αγκαλιά του και το πρόσωπό του βυθίστηκε στα μαλλιά της.
«Δέκα λεπτά ακόμη» μουρμούρισε και εκείνη γέλασε.
«Για να με θαυμάσεις;» τον πείραξε.
«Τότε, ένας αιώνας δεν θα μου είναι αρκετός πριγκίπισσα» της ψιθύρισε, με το δάχτυλο του χεριού του να χαϊδεύει τρυφερά τα ροδοκόκκινα χείλη της και κατόπιν να τα φιλά. Το κορμί του αναζήτησε την επαφή για ακόμη μία φορά, μα το ίδιο ίσχυε και για εκείνη.
Η σιωπή κυριαρχούσε ανάμεσά τους, όμως το βλέμμα, το χαμόγελο και τα χάδια, έλεγαν όσα οι λέξεις δεν μπορούσαν να εκφράσουν. Ο έρωτάς τους αυτή τη φορά, έκρυβε μία τρυφερότητα και μία ανάγκη να ικανοποιήσουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή τους. Αγκαλιασμένοι, με την Γκάμπι ακουμπισμένη στο στήθος του και εκείνον να χαϊδεύει την πλάτη της, έκαναν σχέδια για την ημέρα που ανήκε σε εκείνη αποκλειστικά.
«Νομίζω πως σκέφτηκα το δώρο σου το αληθινό» της είπε.
«Και τα άλλα την ήταν; Ψεύτικα;» τον πείραξε.
«Τα άλλα ήταν υποθέσεις δικές μου, μα αυτό είναι το δώρο που γνωρίζω πως επιθυμείς εσύ» της είπε και εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρώς και τον κοίταξε με περιέργεια εμφανή.
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Μία σχέση φυσιολογική. Θα γίνω ένας νεαρός άνδρας του εικοστού αιώνα. Θα έρθω να σε πάρω και να πάμε στο Βουκουρέστι. Θα καθίσουμε σε εστιατόρια, ή θα κάνουμε ό,τι ποθείς εσύ, ό,τι θα έκανες με κάποιον που απλά ζει στο σήμερα. Μπορεί να μην γνωρίζω τέλεια τις συνήθειες, μα θα ήθελα να μου δείξεις. Κοινώς, σε καλώ να βγούμε ένα...ραντεβού νομίζω....» πρόφερε με την Γκάμπι να λατρεύει την αμηχανία του.
«Θα είμαι η κοπέλα σου για σήμερα δηλαδή;» τον ρώτησε.
«Θα είσαι για πάντα, κάτι πολύ παραπάνω από αυτό»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro