Τα παιδιά της νύχτας/ part 2
Στη φωτό ο Βλαντ
Σε αντίθεση με το παλούκι αυτό, εκείνο του ασημιού άφηνε περιθώρια επιβίωσης αν δεν είχε καρφωθεί στην καρδιά. Η περίπτωση του Βλαντ βέβαια, ήταν ιδιάζουσα. Οι Αδελφοί, ήταν μορφές ύπουλες και μνησίκακες που καταβάθος αντιπαθούσαν τον πρίγκιπα, έτσι ώστε όταν μία πληροφορία δινόταν, ήταν ελλιπής, ή έτσι φρόντιζαν εκείνοι. Η αυγή ήταν έτοιμη να κάνει την ολοκληρωτική της εμφάνιση και η Γκάμπι, είδε έναν από τους φθονερούς και ανατριχιαστικούς Αδελφούς να πλησιάζει αργά.
«Βοήθησέ τον! Δεν ανταποκρίνεται» πάλεψε να τον πείσει, μα ήταν βέβαιη πως αν αυτή η μορφή είχε πρόσωπο, θα χαμογελούσε πλατιά.
«Λυπάμαι. Ήταν μία δοκιμασία, μέσα στην οποία ελλόχευαν πολλά ρίσκα. Λυπάμαι κορίτσι» ήταν η τελευταία του κουβέντα και η Γκάμπι μέσα στο άγχος της και παίρνοντας βαθιά ανάσα, άρπαξε το παλούκι, σκαρφάλωσε επάνω στο μάρμαρο και βάζοντας το γόνατό της, κόντρα στα πόδια του Βλαντ, με μία κραυγή το αφαίρεσε και το πέταξε κάτω. Δευτερόλεπτα αργότερα, η πρώτη ηλιαχτίδα φίλησε τον ορίζοντα.
Τα μάτια της κοίταξαν τον άνδρα. Το παιχνίδι ήταν μάλλον χαμένο, ίχνος των μοναχών δεν φαινόταν πουθενά και εκείνη, σκαρφαλωμένη, βρεγμένη από την ολονύχτια καταιγίδα και γονατισμένη μπροστά στο ακίνητο σώμα του Βλαντ, απέμεινε απλώς να τον κοιτάζει. Το χέρι της, πήγε στην καρδιά της και σφίχτηκε σε γροθιά. Ίσως τελικά να ξεκουράστηκε πια στ' αλήθεια. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Η φρικτή, βαθιά πληγή από το παλούκι, είχε μείνει ανοιχτή να αιμορραγεί ασταμάτητα. Το γεγονός όμως, πως το αίμα ακόμη κυλούσε και πως δεν είχε επέλθει δυσκαμψία στα μέλη του σώματος του, τη γέμισαν ελπίδα. Δειλά σύρθηκε προς το πρόσωπό του το τραχύ από τις κακουχίες και τις αιώνιες μάχες. Παραμέρισε για λίγο τα βρεγμένα του μαλλιά που είχαν κολλήσει στο δέρμα των κροτάφων του και τότε, συγκρούστηκε με τα αβυσσαλέα βάθη ενός σκουροπράσινου λαβύρινθου, με αδιευκρίνιστα συναισθήματα, καλά κλειδωμένα σε μία ατσάλινη ψυχή. Τα μάτια του Βλαντ άνοιξαν διάπλατα και η Γκάμπι ήταν το πρώτο άτομο που αντίκρισε πάνω από το κεφάλι του.
Η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη, που ετοιμάστηκε να τον αγκαλιάσει, ευθύς όμως το ξέχασε. Ο Βλαντ συνέχισε να την κοιτάζει, το παγερό του βλέμμα μαλάκωσε καθώς διάβασε τη σκέψη της. Την είδε να τραβιέται άτσαλα και να στέκεται στην άκρη, ενώ εκείνος με τρομερό κόπο σηκωνόταν, τοποθετώντας το χέρι του στην ανοιχτή πληγή. Γύρω τους, ο τόπος είχε πλημμυρίσει με μικρές λιμνούλες λάσπης εξαιτίας της καταιγίδας. Μπροστά του η κοπέλα ήταν μούσκεμα και έτρεμε αμήχανη. Δίχως να της πει λέξη, για πρώτη φορά, πρόταξε το χέρι του και άγγιξε τα βρεγμένα της μαλλιά. Μία κίνηση σπάνια, στην οποία η πίστη της και αφοσίωσή της, τον είχαν οδηγήσει.
«Είσαι μούσκεμα και θα αρρωστήσεις. Όλη νύχτα ήσουν εδώ. Σου ζήτησα να καλέσεις τον Μπογκτάν. Δεν ήσουν ασφαλής» της είπε.
«Κάποιος μου είπε κάποτε, πως οι ζωντανοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους νεκρούς» του απάντησε με νόημα και για πρώτη φορά, τον είδε να χαμογελά ειλικρινά.
«Μαθαίνεις εύκολα. Είσαι γενναία και...σε ευχαριστώ για όλα. Αν δεν τραβούσες το παλούκι, θα πέθαινα. Αυτοί οι προδότες θα με άφηναν, μα τώρα, θα το πληρώσουν. Ο Ντράκουλα ξύπνησε και αποτίναξε τον ζυγό του Ραντού. Τώρα, θα νιώσουν τη οργή μου και θα καταλάβουν, πως ακόμη και πεθαμένοι, θα πρέπει να με φοβούνται και να μην τολμούν να με ξεγελούν. Μισώ τους υποκριτές» γρύλισε και αφού κατέβαλε δύναμη να σηκωθεί, τέντωσε τους μύες του κορμιού του και έσφιξε τις γροθιές του. Το τέρας είχε ξυπνήσει.
Ο Βλαντ προχώρησε λίγο έξω από το μοναστήρι και κοίταξε αμίλητος σε ένα σημείο. Μπροστά του η Γκάμπι, δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε ή αν θα έπρεπε να ρωτήσει.
«Ξέρεις, δεν είμαι αφελής. Τα συναισθήματα των άλλων τα αντιλαμβάνομαι πλήρως, μα τα χαρτιά μου τα φανερώνω όποτε κρίνω πως έχει έρθει η ώρα. Στο παρελθόν μία τέτοια τακτική, αποδείχτηκε σωτήρια» της είπε και τον είδε να σκύβει στο χώμα και να ξεκινά να σκάβει. Καθώς είχε μαλακώσει εξαιτίας της βροχής, υποχώρησε εύκολα φανερώνοντας μία ασημένια αλυσίδα «Αυτό εδώ, περιέχει ασήμι και θαρρώ πως δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω πια τη χρήση και τη σημασία του. Κανένα φάντασμα σε αυτή τη ζωή, μα και σε καμία άλλη δεν είναι ευτυχισμένο. Έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις. Αν τις πραγματοποιήσει, θα μπορεί να αναπαυτεί όπως και οι Αδελφοί, των οποίων όμως το μίσος, εξακολουθεί να τους αποτρέπει. Εγώ θα φροντίσω ώστε να μη βρουν γαλήνη ποτέ τους. Τους προδότες τους τιμωρώ, μα μία ψυχή δεν μπορώ να την παλουκώσω ούτως ή άλλως» πρόφερε και άρπαξε τη βαριά αλυσίδα στα χέρια του ζυγίζοντάς την «Μείνε εδώ»
Με βλέμμα σκληρό, εκδικητή και άρχοντα, με βήμα που παρά τους αφόρητους ακόμη πόνους, δεν έχανε ποτέ την σταθερότητά του, με μία πληγή ανοιχτή που είχε φτάσει να φανερώσει την ίδια την καρδιά και τους παλμούς της, ο Βλαντ στράφηκε στην αυλή αγέρωχος και οι Αδελφοί παρατάχτηκαν μπροστά του τρέμοντας.
«Άρχοντα» ψέλλισε ο ένας, μα τα μάτια του Βλαντ στένεψαν απότομα και δίχως να πει λέξη, ύψωσε την αλυσίδα και τον κοπάνησε με δύναμη, σε σημείο που τον πέταξε στο μουλιασμένο χώμα και τον άφησε να σπαρταρά από τους πόνους.
«Άλλος; Έχετε κάτι να προσθέσετε στην προσφώνηση του προηγούμενου μιάσματος;» ρώτησε, μα σιωπή μονάχα απλώθηκε «Αυτό που κάνατε, ήταν προδοσία. Γνωρίζω τι είδους πλάσματα φθονερά ήσασταν και παλέψατε να αποκρύψετε την αλήθεια από την Γαβριέλα, ώστε να μην τραβήξει ποτέ το παλούκι. Γνωρίζατε πως θα τα κατάφερνα. Η πέτσα μου είναι τόσο σκληρή που και τον Διάβολο αν θελήσω, τον στήνω απέναντί μου. Εξαιτίας αυτού, σας δίνω την κατάρα, ποτέ να μην αναπαυθείτε και η Κομάνα θα μείνει έρημη να ανέχεται τα ουρλιαχτά σας. Οι επισκέπτες στον κόσμο των ανθρώπων, δεν θα μπορούν να σας ακούσουν. Οι αλυσίδες σας καίνε, γιατί μέσα σας έχετε σκοτάδι και με αυτές θα σφραγίσω την είσοδο» τους είπε όταν άκουσε τον έναν να εκλιπαρεί.
«Δείξε έλεος πρίγκιπά μας... ήταν λάθος...»
«Ω, η ιστορία μου δύο πράγματα έδειξε στα σίγουρα. Πως δεν συγχωρώ και δεν δωροδοκούμαι» ήταν η τελευταία του λέξη, προτού δέσει την εξωτερική πόρτα με τις δύο αλυσίδες, κρατώντας για πάντα μέσα τις σκιερές μορφές των Αδελφών. Γυρνώντας το κεφάλι του, είδε την Γκάμπι να τον κοιτάζει, μα για πρώτη φορά, άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και λόγια δεν έβγαιναν. Τι στο ανάθεμα; Ήταν αμήχανος; Γρήγορα το ξεπέρασε και βήχοντας, την κάλεσε με ένα νεύμα.
«Θα φύγουμε με το άλογο, μα θα το οδηγήσεις εσύ. Δεν μπορώ να κρατήσω τα χαλινάρια. Η πληγή είναι άσχημη και το σώμα μου με πονά αρκετά. Ήδη, έκανα μία απότομη κίνηση. Λοιπόν, ετοιμάσου» της είπε δίχως περιστροφές και εκείνη του έκοψε τον δρόμο.
«Δύο λεπτά. Δεν με ρώτησες καν αν μπορώ» θύμωσε, για να εισπράξει ένα ελαφρώς ειρωνικό βλέμμα.
«Δεν ρωτώ. Διατάζω. Αν καθόμουν να διοικήσω ρωτώντας, η βασιλεία μου ούτε μισή μέρα δε θα κρατούσε» τελείωσε και σφύριξε στον άνεμο, καλώντας το άλογό του.
Η κοπέλα ένιωσε ξανά εκείνο το αιώνιο χτυποκάρδι. Δεν ήξερε να οδηγεί άλογα και μέσα της, υποψιαζόταν πως ο Βλαντ έλεγε ψέματα και πως η ίδια ετοιμαζόταν να περάσει ακόμη μία δοκιμασία. Βλαστημώντας από μέσα της, καθώς ήξερε πως ο Βλαντ διάβαζε σκέψεις, πάλεψε άτσαλα να ανέβει δίχως βοήθεια. Εξαιτίας του εκνευρισμού, την έκτη φορά τα κατάφερε και τη στιγμή που έπιανε τα χαλινάρια, ένιωσε τον Βλαντ να ανεβαίνει και τα χέρια του να τυλίγονται στη μέση της σκληρά.
«Αργείς» ακούστηκε ένας ψίθυρος και εκείνη έδωσε την εντολή στο άλογο να τρέξει.
Στη διαδρομή, μπορούσε να ακούσει τους σιγανούς ήχους πόνου σε κάθε τράνταγμα. Μπροστά τους και με τον καιρό παγωμένο μεν, μα ήρεμο, και ηλιόλουστο, έλαμψαν τα νερά ενός ποταμού.
«Σταμάτησέ το» έδωσε την εντολή και παράλληλα την βοήθησε. Το άλογο έκοψε σταδιακά ταχύτητα και ο Βλαντ με μία κίνηση ξεπέζεψε. Η Γκάμπι έμεινε τελευταία και κατόπιν κατέβηκε και εκείνη «Θέλω να ξεπλύνω την πληγή μου» της είπε δίχως να την κοιτάζει.
Καθώς όμως εκείνη τον γνώριζε καλά, μα και με βάση τα οράματα που είχε δει, το συγκεκριμένο ποτάμι είχε εμφανιστεί μπροστά της αρκετές φορές. Αν και τα χρόνια είχαν περάσει πια και το τοπίο είχε αλλοιωθεί, αυτό το ποτάμι, είχε κάποτε υποδεχτεί στην αγκαλιά του τη γυναίκα του, όταν έπεσε από το κάστρο, το οποίο δέσποζε στο βάθος. Δεν είχε επιλέξει τυχαία ο Βλαντ να σταματήσει εκεί. Απλώς ήταν αρκετά εγωιστής για να το συζητήσει. Τον είδε να εισέρχεται μέχρι τη μέση στα παγωμένα του νερά και το ρεύμα το γλυκό να ξεπλένει τα ξεραμένα αίματα. Τον είδε να κάθεται μέσα και να σκύβει το κεφάλι του πίσω, έχοντας κλείσει τα μάτια του, με τα μακριά του μαλλιά να βρίσκονται κατά το ήμισυ βυθισμένα στα κρυστάλλινα νερά του. Είχε αφεθεί πάλι στις σκέψεις του, ίσως και να την αναζητούσε, ίσως την είχε αγαπήσει, μα ποιος ήξερε να πει στα σίγουρα; Ποιος ήξερε αν τα τέρατα είχαν ψυχή; Μα όπως ο ίδιος είχε πει, εκείνος ήταν άνθρωπος.
Προβληματισμένη τον πλησίασε. Το χέρι της άγγιξετα νερά του ποταμού στην άκρη και διαπίστωσε πως το κρύο του φθινοπώρου, δενείχε προλάβει ακόμη να τα παγώσει πλήρως. Πως μέσα τους κρατούσαν ακόμη εκείνητην γλυκιά θέρμη του καλοκαιριού. Κοιτούσε με δέος αυτόν το άντρα, που έμοιαζενα έχει παραδοθεί στις αναμνήσεις. Το ημίγυμνο, βρεγμένο του κορμί, η αγριάδατων μαλλιών του, το σθένος στην καρδιά του και η οργή του Θεού στο βλέμμα του,έκαναν την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο. Τότε σοκαρίστηκε. Δεν ήταν δυνατόν.Όχι. Δεν έπρεπε να συμβαίνει. Δεν έπρεπε καν να τον κοιτάζει έτσι. Εκτός τηςυπερφυσικής ηλικίας του και δύναμης, ακόμη και σε χρόνια ανθρώπινα είχαν μεγάληδιαφορά. Μπορεί να είχε ενηλικιωθεί, μα ακόμη μπροστά του έμοιαζε κοπέλα μικρή,τη στιγμή που ο ίδιος ήταν άνδρας και όχι νεαρός, μα ώριμος άνδρας. Οι σκέψειςτης την σόκαραν περισσότερο, όταν φοβήθηκε πως ο Βλαντ μπορεί και να τηνάκουγε. Έσπευσε ευθύς να συμμαζευτεί και να σκεφτεί τις διακοπές με τηνοικογένειά της στο Παρίσι, που τόσο είχε αγαπήσει. Αμήχανη, απομακρύνθηκετρέχοντας και τότε το γερμένο κεφάλι του Βλαντ μετακινήθηκε εμπρός. Σταγόνεςδροσερές κύλησαν από το μέτωπό του στα μάγουλα, τα χείλη, τον λαιμό και ταμάτια του, σαν αετοί ανήσυχοι, πέταξαν μπροστά χιλιόμετρα, με την ελπίδα ναέβλεπε το σώμα εκείνης να αναδύεται σαν νύμφη, με όλη την ομορφιά και αίγλη πουείχε και πλησιάζοντάς τον, απλώς να του έλεγε πως ήταν καλά. Ακόμη και έτσιόμως, ακόμη και με την απώλειά της, ο Βλαντ είχε ζήσει, επιβιώσει καιπαντρευτεί εκ νέου από συμφέρον. Είχε μάθει να χειρίζεται κατά το δοκούν τηνκαρδιά του, μονάχα που τώρα, κοίταξε την Γκάμπι ανήσυχος και προβληματισμένος.Στην Γαβριέλα θαύμασε δύο πράγματα, την αφοσίωση και την γενναιότητα. Ναι, ήτανένας θαυμασμός απέναντι στην σπανιότητα ενός τέτοιου συνδυασμούχαρακτηριστικών. Όταν όμως σηκώθηκε πια από το νερό και κατά λάθος η ματιά τουαντάμωσε με τη δική της, ένιωσε έντονη την ανάγκη να καλύψει την γύμνια του,έστω και αν ήταν μονάχα από την μέση και πάνω. Αυτό τον εξόργισε. Το τελευταίοπου ήθελε, ήταν να μπλεχτεί με τέτοιου είδους καταστάσεις αμηχανίας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro