Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τα παιδιά της νύχτας/ part 1

Η νύχτα με το σκοτάδι της και τις σκιές της, βαθιά μυστηριακή ή λουσμένη από το απόκοσμο φως του φεγγαριού και των άστρων, θεωρούνταν πάντοτε σαν ένα μεταίχμιο μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του Σκοτεινού Κόσμου, της άλλης πλευράς, ότι και αν αυτό σημαίνει, σαν να είναι ο προθάλαμος και τα προπύλαια του άγνωστου. Το άγνωστο, αποτελεί την μεγαλύτερη αποθήκη των φόβων και των εφιαλτών, των κινδύνων και των ανασφαλειών, βρίσκεται στον χωροχρόνο της νύχτας από όπου μπορεί κάποιος να πλησιάσει την άλλη πλευρά. Και οι θρύλοι όμως κρύβονται στο σκοτάδι. Ταξιδεύουν από νου σε νου, από κεφάλι σε κεφάλι, από όνειρο σε όνειρο και από τόπο σε τόπο. Είναι παντού και πουθενά. Είναι αόρατοι, άοσμοι, άηχοι, άπιαστοι ίσως. Και όμως, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο υπάρχουν. Είναι ζωντανοί, νεκροζώντανοι, μεταλλαγμένοι. Έχουν μνήμη και ιστορία. Την ιστορία τους μπορεί κάποιος να την αποκωδικοποιήσει, να την διηγηθεί και να την ανακαλύψει. Είναι πάντοτε μία ιστορία που σπάζει σε πολλά κομμάτια ενός αέναου γρίφου. Μία ιστορία που γεννά διαρκώς ιστορίες. Μία ιστορία ανήκουστη, γεμάτη μυστήρια. Μία πολύ παράξενη ιστορία.

Καθώς λέει και μία φράση, ΄΄της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά΄΄. Ο νυχτερινός εαυτός βρίσκεται σε σύγκρουση με τον ημερίσιο. Η νύχτα και το σκοτάδι είναι το παράλογο, ενώ το φως και η μέρα η λογική. Όλα αυτά τα γνώριζαν τα παιδιά της νύχτας, που χρόνια ολόκληρα ανέχονταν την παράνοια των ανθρώπων περί επιθέσεών τους εναντίον τους, περί του φόβου τους στο Θεό, ή την πόση αίματος. Τα γνώριζε και ο Γουάιλαν που κάποτε, καταμεσής ενός φρικτού παγκόσμιου πολέμου, θέλησε απλώς να ζήσει, γιατί πολύ απλά φοβόταν, για την ακρίβεια, απεχθανόταν τον θάνατο. Ήταν πολύ νέος, έτσι είχε σκεφτεί και σχημάτισε εκείνο το ΄΄ναι΄΄ στο χέρι του. Η ζωή όμως ενός βρικόλακα, είναι μοναχική. Φίλους συναντάς πολλούς στην πορεία, μα πάντα η καρδιά σου χτυπά για τον κόσμο και την γνωριμία σου με αυτόν. Ο βρετανός ήθελε να γνωρίσει τους ανθρώπους και να νιώσει και εκείνος για λίγο άνθρωπος, όπως όταν ήταν ακόμη παιδί και έφηβος. Μετά την ανάστασή του και τη φυγή του από το μέτωπο, δεν άντεξε ούτε τους γονείς του να αντικρίσει. Δεν έμαθε ποτέ αν ζούσαν ή αν πέθαναν και εκείνοι φανταζόταν, πως είχαν απλώς πιστέψει πως ο γιός τους σκοτώθηκε τίμια, παλεύοντας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

Μετά από την ανάστασή του λοιπόν, είχε απλώς ακολουθήσει τον δρόμο των βρικολάκων και είχε βρεθεί σε ένα χωριό στην ύπαιθρο, που ονομαζόταν Σάνταουκλιφ, αφού ήταν σκιερό πάντοτε και ο χρόνος και οι συνήθειες κυλούσαν διαφορετικά. Οι βρικόλακες τρέφονταν σπάνια και όχι σαν τους ανθρώπους. Το συγκεκριμένο μέρος είχε μαζέψει αρκετούς νέους τους είδους και φυσικά ανθρώπου πόδι δεν πατούσε. Τα κτήρια έμοιαζαν μουντά, όλα όμοια, διώροφες μονοκατοικίες. Εκεί λοιπόν, στην βρετανική ύπαιθρο, βρισκόταν το διαμέρισμα που νοίκιαζε ο Γουάιλαν, ο οποίος όμως αποφάσισε να σπουδάσει στη μυστηριώδη Ντούτραμ, όπου χτυπούσε η καρδιά του Μεσαίωνα. Κάθε κοινότητα βρικολάκων παγκοσμίως, είχε ειδοποιηθεί για την δημιουργία ολοένα και περισσότερων σκοτεινών μάγων. Ο Γουάιλαν ήταν δυνατός, βαμπίρ ψυχικό που ρουφούσε την ενέργεια από τον αντίπαλο, σε σημείο που άδειαζε εντελώς την ψυχή του και άφηνε το άτομο άχρηστο, δίχως ταυτότητα. Ήταν σαν να του ρουφούσε τη ζωή. Τον είχαν καλέσει λοιπόν, συγκεκριμένα η Άλμπα που συμμετείχε στο Τάγμα του Δράκου, για να υπερασπιστεί και παράλληλα να σπουδάσει στη Ντούτραμ. Εξάλλου, ζώντας ανάμεσα στους απέθαντους, είχε πλήρη γνώση για τον μύθο του Βλαντ Τσέπες. Μονάχα που δεν ήταν μύθος, αλλά πραγματικότητα, που φυσικά δεν περιλάμβανε την λανθασμένη ταυτότητα του κόμη Δράκουλα. Το αληθινό του όνομα, ήταν Βλαντ Ντράκουλα ο τρίτος και αυτή ήταν η μοναδική ιστορική αλήθεια. Μονάχα που τώρα αργόσβηνε, παλουκωμένος στο μοναστήρι Κομάνα, με μία γενναία νεαρή κοπέλα δίπλα του, να παλεύει να τον ανακαλύψει μέσα στις ζοφερές αναμνήσεις του.

΄΄Ήταν βράδυ και ο Βλαντ είχε καλέσει τους βογιάρους ευγενείς στο παλάτι του, σε ένα δήθεν εορταστικό δείπνο. Έχοντας στο μυαλό του πως εκείνοι ευθύνονταν για τον βίαιο και αποτρόπαιο θάνατο του μεγάλου του αδερφού, αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή του μία και καλή. Η Γκάμπι βρισκόταν καταμεσής μίας μεγάλης γιορτής, με περιποιημένες παρουσίες να καταφθάνουν. Σύντομα όμως, όλο αυτό θα μετατρεπόταν σε σφαγή. Είδε τον Βλαντ από μακριά, πάντοτε με εκείνο το παγερό ύφος, το οποίο τώρα είχε καλύψει με μία προσποιητή ευγένεια. Οποιοσδήποτε τον γνώριζε καλά, θα καταλάβαινε τις αληθινές του προθέσεις, όπως εκείνη. Οι καλεσμένοι του ωστόσο, δεν είχαν ιδέα. Έτρωγαν και έπιναν ανέμελα, ώσπου στο τέλος, ο Βλαντ σηκώθηκε συνοφρυωμένος από τον θρόνο του, κατευθύνθηκε καταμεσής της αίθουσας και χτυπώντας με δύναμη το χέρι στο τραπέζι, τους κατηγόρησε για εναντίον του σκευωρίες και τους αποκάλεσε προδότες. Κατόπιν, διέταξε τα μέλη της στρατιωτικής του φρουράς να τους οδηγήσουν έξω από τα τείχη και να τους παλουκώσουν όλους. Στο άκουσμα αυτό, η Γκάμπι πάγωσε. Η πλευρά του η αληθινή και η σκληρότητα, την τρόμαζαν. Ήταν αποφασισμένος για όλα, πάντοτε. Τη στιγμή εκείνη, μέσα από το όραμα, οι ματιές τους αντάμωσαν και ένιωσε τα αετίσια του μάτια να την ΄΄γδύνουν΄΄ διαβάζοντάς την. Το τότε και το τώρα πάλευαν, μέχρι που είδε την έκφρασή του να αλλάζει, τους καλεσμένους να εξαφανίζονται και το σκοτάδι μονάχα να απομένει ανάμεσά τους ως διαχωριστικό.

«Βλαντ;» τον φώναξε και εκείνος κοίταξε γύρω του σαν να πάλευε να διακρίνει τους καλεσμένους και το παλάτι «Με ακούς;» τον ρώτησε ξανά και η φιγούρα επιτέλους ανταποκρίθηκε.

«Γαβριέλα;» πρόφερε την ερώτηση και τότε, στο μέσον του στήθους του ένας άλικος λεκές φάνηκε, που ολοένα και απλωνόταν και μούσκευε τα αρχοντικά του ρούχα. «Πεθαίνω» της είπε.

«Όχι. Άκουσέ με. Κρατήσου λίγο ακόμη. Μίλησέ μου, μένει μονάχα μισή ώρα για την αυγή και τότε όλα θα έχουν τελειώσει. Έχε μου εμπιστοσύνη» προσπάθησε να τον πείσει, μα εκείνος βάζοντας το χέρι στο σημείο του λεκέ, γονάτισε κάτω. «Κρατήσου» ακούστηκε ξανά η φωνή της.

«Μπήκες μέσα στις αναμνήσεις μου. Ήρθες πραγματικά σε μία στιγμή φρικαλεότητας. Καμία μετάνοια δεν νιώθω όμως για τους προδότες. Τους άξιζε, όπως ίσως αξίζει και σε μένα αυτό το τέλος. Να πεθάνω παλουκωμένος, όπως ακριβώς καταδίκαζα κάποιους κάποτε» της είπε.

«Όχι! Θα μείνεις όρθιος» πάλεψε να αντισταθεί ακόμη περισσότερο και τότε τον είδε να ξαπλώνει στο πάτωμα και το όραμα να εξασθενεί.

Ένιωσε τον παγωμένο αέρα του πρωινού και τον λαιμό της να ξεραίνεται. Άκουσε το λάλημα ενός πετεινού, στην εμφάνιση τη μεγαλοπρεπή της αυγής και η καρδιά της σκίρτησε. Ευθύς αμέσως σηκώθηκε επάνω, αναζητώντας ένα σημάδι του Βλαντ. Εκείνος όμως κειτόταν ακίνητος και παγωμένος, τα χέρια του είχαν μείνει να κρέμονται άψυχα στο πλάι. Δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια της και το κεφάλι της έγειρε, για να ακουμπήσει στο δυνατό του στήθος, μπροστά από το παλούκι που είχε σχεδόν σαπίσει το δέρμα του. Οι φλέβες του διαφαίνονταν μαβιές και το κορμί του είχε το χρώμα σχεδόν της ώχρας.

«Μου είχες υποσχεθεί να το παλέψεις» ήταν τα τελευταία της λόγια.

                                                                          ***

Ο καιρός άλλαζε και αγρίευε. Ο Μίχαελ πάλευε να τρέξει όσο γινόταν πιο μακριά, ωστόσο η έλλειψη ενέργειας και η ανθρώπινη συντροφιά, εμφανέστατα δυσχέραιναν και με το παραπάνω το έργο του. Είχε πολύ καιρό να νιώσει τον εαυτό του εν δράση και η πρώτη του απόπειρα, ήταν να κρυφτούν στα δάση. Η βροχή ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε να ξεσπάσει.

«Η κοπελιά γλώσσα έχει, μα μιλιά όχι» σχολίασε μειδιώντας ο βρικόλακας και η μάγισσα-αλχημιστής στράφηκε προς το μέρος του. Ο Λέοναρντ, την κοιτούσε δίχως να βλέπει το μυτερό καπέλο στο κεφάλι της «Βγάλε αυτό το πράγμα, θα προδοθούμε» γρύλισε ο Μίχαελ και εκείνη τον κάρφωσε.

«Είναι το σήμα της φυλής μου! Ξέχασέ το απέθαντε! Και το όνομά μου, είναι Σιέλ, στα γαλλικά είναι το γαλάζιο» σχολίασε καυστικά.

«Επειδή όμως αυτό που μας καταδιώκει, είναι το μαύρο της Κολάσεως, κάνε όπως σου είπα» την πρόσταξε και ειλικρινά ο Λέοναρντ δεν είχε τη δυνατότητα να καταλάβει για ποιο πράγμα διαφωνούσαν εδώ και ώρα, αφού εκείνος δεν έβλεπε τίποτε.

«Έχετε τρελαθεί;» τους ρώτησε και ο Μίχαελ τον κοίταξε πονηρά κάνοντας σήμα στην αλχημίστρια να αποκαλυφθεί. Τότε, διέκρινε αμυδρά στην αρχή, κατόπιν πιο έντονα, ένα βελούδινο, μαύρο καπέλο ελαφρώς μυτερό. Το θέαμα ήταν τόσο ανοίκειο για τα δικά του δεδομένα που ήθελε να γελάσει. Όταν κάποια στιγμή το είχε αναφέρει ο Μίχαελ κάτω στις κατακόμβες, είχε συμφωνήσει δίχως να πει λέξη, τώρα όμως δεν άντεχε άλλο, ήθελε να μάθει περισσότερα.

«Τι συμβαίνει στον κόσμο;» Ρώτησε αόριστα.

«Αν και δεν είναι η κατάλληλη ώρα, θα σε ρωτήσω αν γνωρίζεις για το ιστορικό πρόσωπο του Βλαντ Ντράκουλα» ξεκίνησε.

«Εννοείς του τρελού τύπου που ζούσε κάπου σε κάποιο κάστρο στα Καρπάθια; Αυτουνού που και καλά παλούκωνε;» ρώτησε με τη σειρά του ειρωνικά.

«Αυτά τα ΄΄και καλά΄΄ και τις γενικές αοριστίες, ξέχνα τες. Μάλιστα, μιλώ γι' αυτόν» μούγκρισε ο Μίχαελ.

«Ναι, γνωρίζω και μάλιστα πιστεύω και στην όλη φάση της γρουσουζιάς και του Μπραν. Η αδερφή μου πάλι...» μουρμούρισε.

«Δεν γνωρίζω ποια είναι η ΄΄φάση΄΄, μα θα σου πω, πως ο Βλαντ υπάρχει, όχι μονάχα στην ιστορία, μα και στην πραγματικότητα, στο σήμερα. Πρέπει να φτάσουμε ως το κάστρο, καθώς είμαι βέβαιος πως μας ακολουθούν» πρόφερε, για να νιώσει ένα σούρσιμο στα κοντινά δέντρα, ενώ ο Λέοναρντ είχε ιδρώσει και μόνο στη σκέψη της φιγούρας του Ρουμάνου πρίγκιπα, με την πιο σκληρή προσωπικότητα που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος.

Η Σιέλ τους έκανε νόημα να πέσουν κάτω, καθώς ένα στιλέτο ασημένιο εκτοξεύτηκε και καρφώθηκε με δύναμη στο πιο κοντινό τους δέντρο. Οι σκοτεινοί μάγοι δίχως καμία αμφιβολία, τους είχαν φτάσει. Οι σκοτεινοί ωστόσο, επηρεάζονταν άμεσα από τον τραυματισμό τους με ασήμι, σε αντίθεση με τους Αλχημιστές που έχοντας επιλέξει το φωτεινό μονοπάτι, δεν επηρεάζονταν καθόλου. Οι βρικόλακες είχαν την ίδια τύχη με τους σκοτεινούς, ωστόσο άπαντες το ασήμι τους επηρέαζε μονάχα αν τους τραυμάτιζε. Κοινώς, αν εισχωρούσε στο αίμα τους. Αυτό έδινε το περιθώριο στους σκοτεινούς κυρίως, να το χρησιμοποιούν σαν όπλο εναντίον των βρικολάκων. Ο Μίχαελ άρπαξε το στιλέτο από την λαβή και στράφηκε στη κοπέλα.

«Εντάξει. Είσαι έτοιμη να κάνεις επίδειξη ικανοτήτων;» την ρώτησε και εκείνη νευρικά, ένευσε θετικά. Αυτός εξάλλου που βρισκόταν στην χειρότερη θέση, ήταν ο Λέοναρντ.

Σε πέντε λεπτά μέσα, οι ασημένιες σφαίρες ξεκίνησαν να πέφτουν σαν το ορμητικό πρωτοβρόχι. Η Σιέλ έχοντας προτάξει τα χέρια της, διέλυε τις σφαίρες στον αέρα, ή τις έλιωνε διασπώντας τες στα συστατικά τους τα αρχικά. Για την ακρίβεια λιώνοντας το ασήμι με την δημιουργία της κατάλληλης θερμοκρασίας. Η χημεία και οι γνώσεις επάνω σε αυτήν, ήταν από τις βασικές τους προτεραιότητες. Ο Μίχαελ είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο και περίμενε, ενώ ο Λέοναρντ είχε κρυφτεί σε έναν θάμνο. Τα πράγματα γίνονταν με την ώρα δυσκολότερα και η περιοχή είχε κατακλυστεί από φιγούρες με μαύρους μανδύες και καλυμμένα πρόσωπα, που χρησιμοποιούσαν κυρίως την τηλεπάθεια για να επιτεθούν, ή αλλιώς την ψυχική μαγεία, χαρακτηριστικό των δαιμόνων της Κόλασης. Το στιλέτο έφυγε από το χέρι του Μίχαελ, για να καρφωθεί στο στήθος ενός μάγου που διαλύθηκε ευθύς στο έδαφος, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Από εκεί που βρισκόταν, εκτινάχθηκε πίσω από έναν άλλον, πετώντας στον στο έδαφος και κόβοντάς του την καρωτίδα. Οι δυνάμεις του Ραντού όμως, ήταν πολλές και ο Μίχαελ γνώριζε πως δεν μπορούσε να τις κρατήσει, όπως γνώριζε πως αν έφταναν ξανά στον Λέοναρντ, θα προχωρούσαν βαθύτερα στην αδερφή του και από εκεί στον Βλαντ. Όντας μαχητής μίας άλλης εποχής, ήξερε πως για κάποια πράγματα, έπρεπε να θυσιάζεσαι. Μπροστά του η βροχή ολοένα και δυνάμωνε και ο εχθρός έμοιαζε πιο αποφασισμένος από ποτέ.

«Πάρε τον νεαρό και φύγετε» φώναξε στην Σιέλ και όταν την είδε να διστάζει, έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν σχεδόν άλικα «Τρέχα είπα!» της φώναξε ξανά και μόλις είδε τα δύο παιδιά να απομακρύνονται, πήδηξε και στάθηκε μπροστά στους σκοτεινούς, αποφασισμένος για την τελευταία μάχη. Οι μάγοι ωστόσο, είχαν μαζί τους το απόλυτο όπλο. Παλούκια από λεύκα. Τι ήταν εκείνο όμως το συστατικό που την καθιστούσε τόσο επικίνδυνη;

Καθώς οι βρικόλακες συνδέονται άμεσα με τους νεκρούς και ποτέ με τους ζωντανούς, πίστευαν πως η ψυχή τους είναι συνδεδεμένη με το αίμα, τους μύες, τα σπλάχνα και γενικά με το θαμμένο σώμα, μέσα από το οποίο αναστήθηκαν. Χτυπώντας έναν βρικόλακα με παλούκι λεύκας, τον έστελναν και το έδεναν στο σημείο της ταφής του, έτσι ώστε θα του ήταν αδύνατο να επιστρέψει με οποιαδήποτε μορφή. Αν κάποιος προσπαθούσε να δημιουργήσει βρικόλακα μέσα από ένα σώμα το οποίο είχε πεθάνει και λιώσει, αφήνοντας μονάχα τα κόκαλα πίσω, τότε θα αποτύγχανε. Ένας νεκρός, μπορούσε να έρθει πίσω, για όσο το σώμα του παρέμενε έστω και μερικώς επάνω στα κόκαλα. Για όσο δεν είχε λιώσει τελείως. Η λεύκα, θα έδενε τον βρικόλακα στο σημείο ταφής, το σώμα πια θα έλιωνε και εκείνος δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro